10 Ιουν 2012

Ο Έλληνας και το Κράτος του...



Γράφει 
ο Γεράσιμος Γ. Γερολυμάτος (ΑΠΕΛΛΗΣ) 

Πρόκειται απλά για μια σχέση προβληματική. Από συστάσεως του ήδη το νεοελληνικό Κράτος, ξεκίνησε ως μια παράλληλη ξεχωριστή οντότητα προς την οντότητα του Ελληνικού λαού. Το Έθνος, για πρώτη φορά ελεύθερο μετά από 400 χρόνια, βίωνε την αυτοδιάθεση του, κάνοντας νηπιακά ακόμη βήματα στη μορφή μιας αναγεννημένης κρατικής οντότητας. Την ίδια νηπιακή φάση ακολουθούσε και το νεοιδρυθέν Κράτος, καθώς άρχιζε σταδιακά να θεμελιώνει και να οργανώνει τις δομές του. Εδώ, όμως, έγινε το μεγάλο λάθος, που δημιούργησε τις προϋποθέσεις της παθογένειας, που συνεχίζει ακόμη και σήμερα να χαρακτηρίζει τη σχέση του Έλληνα με το Κράτος του. Συνέπεια της αδυναμίας, ή της έλλειψης βούλησης να ολοκληρωθεί η εθνική απελευθέρωση, όχι μόνο από τον Σουλτάνο, αλλά ακόμη και από τις ξένες επιρροές, το μόλις 3 ετών Κράτος παραδόθηκε άνευ όρων στην κηδεμονία της Ευρώπης.

 Ας δούμε, λοιπόν, την αιτία και την εξέλιξη του ζητήματος, κατά το δικό μου συλλογισμό. Αιτία υπήρξε η πανάρχαια διχόνοια και φιλαρχία των Ελλήνων ηγετών, στο να βρεθεί ένας κοινός τόπος συνεργασίας και εθνικής ανάταξης. Έτσι, μπροστά στο κίνδυνο του εμφύλιου χάους και της απώλειας όσων είχαν κερδηθεί με θυσίες στα χρόνια του Αγώνα, επιβλήθηκε η λύση της ουσιαστικής παράδοσης της εξουσίας στους ξένους. Με δεδομένη την ύπαρξη ξενοκίνητων κομμάτων, όπως ήταν το Αγγλικό, το Γαλλικό και το Ρωσικό -αλλά παραδόξως κανενός Ελληνικού-μπορεί εύκολα να συμπεράνει κανείς τις «προϋποθέσεις» που «τάϊζαν» και υποδαύλιζαν, το έτσι και αλλιώς υποβόσκων πανάρχαιο κουσούρι της αντιλογίας και της διαίρεσης, μεταξύ των Ελλήνων.

 Το ίδιο άλλωστε ελάττωμα, χειρίστηκαν ευφυώς ο Δαρείος και οι Ρωμαίοι, τό ίδιο και οι δυτικοί μετά την Επανάσταση. Κομβικό σημείο ανατροπής της βραχύβιας ανεξάρτητης εθνικής μας πορείας, υπήρξε η δολοφονία του αείμνηστου και «Φιλέλληνα» Έλληνα Κυβερνήτη, Ιωάννη Καποδίστρια το 1831. Όποιοι και αν ήταν αυτοί, που δολοφόνησαν τον Καποδίστρια, πέτυχαν το σκοπό τους να εμποδίσουν την ίδρυση ενός αληθινού νεοελληνικού Κράτους, που θα οδηγούσε τον Ελληνικό λαό στις εθνικές του προοπτικές. Καμία από τις μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, δεν επιθυμούσε πραγματικά ένα ανεξάρτητο Ελληνικό Κράτος, και μάλιστα μεγάλο, καθώς η Ιστορία καραδοκεί στις επαναλήψεις.

 Η δολοφονία του Καποδίστρια ήταν τεράστιο πλήγμα για την Ελλάδα και για την εθνική μας αυτοτέλεια. Ο Καποδίστριας, παρά τα επιμέρους που του καταμαρτυρούν οι πολιτικοί του σντίπαλοι, ήταν ο μόνος ικανός και κατάλληλος από όλους τους Έλληνες πολιτικούς, στο να οργανώσει ένα Κράτος Ελληνικό, χρησιμοποιώντας και αυτός, βεβαίως, ευρωπαϊκά υλικά και μεθόδους, που κατείχε περισσότερο από τον καθέναν. Ωστόσο, θα ήταν προσαρμοσμένα και «μεταφρασμένα» στην ιδιοσυγκρασία του ελληνικού λαού, που μόλις έβγαινε από το σκοτάδι της δουλείας στο φως. Ως Έλληνας ο Καποδίστριας, γνώριζε την ψυχοσύνθεση του λαού και τις «ιδιοτροπίες» του. Ήξερε πως να χειριστεί το καχύποπτο, αλλά και φιλοπερίεργο πνεύμα του Έλληνα, όπως έδειξε ευφυώς με την ενέργεια του στο Ναύπλιο και στο ιστορικό ανέκδοτο με τις πατάτες.

 Θα εφάρμοζε έτσι το ανανεωτικό του πρόγραμμα, δίχως να θίξει τις ευαισθησίες του λαού, όπως για παράδειγμα τα μοναστήρια και την Ορθοδοξία, όπως έκαναν οι Βαυαροί, όντας βαθύτατα θρησκευόμενος και ασκητικός στον βίο και ο ίδιος. Ο Καποδίστριας δεν ήταν άνθρωπος της αφαίρεσης και του μηδενισμού, αλλά της δημιουργικής σύνθεσης. Ήταν ικανός στο να πραγματοποιήσει τη μεγάλη σύνθεση ανάμεσα στην νεωτερική ευρωπαϊκή εμπειρία και στον Ελληνισμό, επ΄ωφελεία του Έθνους, που θα ακολουθούσε έναν δρόμο ομαλού εκσυγχρονισμού, αλλά με τρόπους, μέσα, και πυξίδα ελληνική. Όπως το έβλεπε και ο Ρήγας. 

Κυρίως δε σταδιακά, ώστε να αφομοιώσει ο λαός με υγιή τρόπο και δίχως ψυχική βία, τις αλλαγές. Διότι, θα ήταν αδύνατο, έως οδυνηρό, όπως και ήταν τελικά, να εμπεδώσει σε λίγα χρόνια τις νεωτερικές κατακτήσεις, που οι ευρωπαϊκοί λαοί μόνο έπειτα από 400 χρόνια είχαν καταφέρει να κατακτήσουν. Και αυτό, όχι χωρίς ανατροπές και συγκρούσεις στην Ευρώπη διάφορων ιδεολογικών ρευμάτων. Εδώ, λοιπόν, βρίσκεται η ψυχολογική αιτία της συνακόλουθης κρίσης της εθνικής μας διχοστασίας. Ο βεβιασμένος και επιβεβλημένος εκ των άνω «εξευρωπαϊσμός», είχε σα συνέπεια τη δημιουργία ενός πνευματικού και πολιτισμικού υβριδίου. Ενός «Έλληνα», που δεν κατάφερε τελικά να γίνει «κανονικός» Ευρωπαίος, αλλά από την άλλη, έχει πάψει πια να είναι και ένας αληθινός Έλληνας. Αυτά πληρώνουμε σήμερα.

 Και θα τα πληρώσουμε στο μέλλον, αν δεν αλλάξουμε μυαλά. Αν δεν καλλιεργήσουμε και δεν αναδείξουμε την ελληνικότητα μας σε κάθε επίπεδο, με τρόπο σύγχρονο, αλλά πρωτίστως εθνοκεντρικό. Αντί, λοιπόν, αυτής της ομαλής μετάβασης, υπό τον Καποδίστρια, το νέο Κράτος μετά από την δολοφονία του, υιοθέτησε ως αρχές της οργάνωσης του τα ευρωπαϊκά πρότυπα, έχοντας πια έναν ξένο βασιλιά, ξένους συμβούλους και υπουργούς Βαυαρούς. Έτσι, ο Ελληνικός λαός σύρθηκε στην κυριολεξία σε έναν άλλο τρόπο ζωής, από ένα Κράτος που το κυβερνούσαν ξένοι, που με αυστηρούς νόμους και μεταρρυθμίσεις, ήθελε να του αλλάξει δραστικά και ριζικά, συνήθειες και ήθη αιώνων.

 Αυτή η ραγδαία, αυταρχική και ενίοτε βίαια επιχείρηση επαναπροσδιορισμού του λαού προς το δυτικότερο, και αλλαγής της πολιτισμικής του ταυτότητας, προκάλεσε όχι μόνο αντιδράσεις, αλλά τραυμάτισε δια παντός την εμπιστοσύνη και την αποδοχή προς το Κράτος σε μεγάλο τμήμα του λαού, κυρίως της υπαίθρου. Τα γεγονότα μας είναι γνωστά. Να θυμηθούμε, για παράδειγμα, τις καταγγελίες του στρατηγού Μακρυγιάννη για τις αυθαιρεσίες των κρατούντων, τη δίωξη του Κολοκοτρώνη και άλλων αγωνιστών, το κίνημα του Παπουλάκου το 1847-52, τη δίωξη της Ορθοδοξίας και των ιερών μονών, την δια της βίας απόσπαση του Συντάγματος το 1843 κ.α. Εξαρχής, λοιπόν, η σχέση του λαού με το επίσημο Κράτος του, χαρακτηρίστηκε από μια σχέση αμοιβαίας καχυποψίας και αναγκαστικής αποδοχής και σαν τέτοια προχώρησε στρεβλά μέχρι τις ημέρες μας

. Όπως ακριβώς ένα σπασμένο πόδι, που εξαρχής δεν μπήκε σωστά στη θέση του και που όμως έθρεψε με λάθος τρόπο. Ο λαός δεν ένοιωσε πως το Κράτος αυτό ήταν δικό του. Δυσκολεύτηκε πολύ να αγαπήσει τους ξένους βασιλείς, αν τους αγάπησε ποτέ. Για εκείνον, είχαν φύγει μεν οι Οθωμανοί, αλλά είχαν έρθει οι ευρωπαίοι με τους Έλληνες Κοτζαμπάσηδες, τα τζάκια και την ευρωπαϊζουσα ψευτο-αστική του τάξη. Στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, περιγράφεται με εύγλωττο τρόπο, το χάσμα που χωρίζει τον απλό λαό της υπαίθρου από το επίσημο Κράτος της εποχής του. Στα δε ποιήματα του Σουρή, η παθογένεια αυτή αναλύεται με τρόπο αριστοτεχνικά σκωπτικό μέσα από τις πολλές της εκφράσεις. Μέχρι σήμερα, κανείς πολιτικός, σε καμία περίοδο, δε μπόρεσε να γιατρέψει απόλυτα αυτό το τραύμα και να συμφιλιώσει το Κράτος με τον λαό.

 Να νιώσει δηλαδή ο Έλληνας, ότι αυτό το Κράτος είναι δικό του και ότι υπηρετεί αποκλειστικά τα δικά του εθνικά συμφέροντα. Παρόλα αυτά, στις δύσκολες στιγμές και στους απελευθερωτικούς πολέμους που ακολούθησαν για τη χώρα, ο λαός και το Κράτος μπόρεσαν να ταυτιστούν εξ ανάγκης και χάριν των περιστάσεων, αλλά η αρχική κακή εμπειρία δεν ξεπεράστηκε ποτέ, ώστε να αποκατασταθεί η σχέση αυτή και να επέλθει η συμφιλίωση. Πολλά από αυτά τα αρνητικά επιγενόμενα, βλέπουμε να αναδύονται ακόμη και σήμερα με την αφορμή της κρίσης του Μνημονίου. Μετά από 180 χρόνια, έχει κανείς την αίσθηση, ότι ακόμη το κέντρο των αποφάσεων για τα εθνικά μας ζητήματα, βρίσκεται στο εξωτερικό.

 Αν με τη λέξη Κράτος εννοούμε το σύνολο των οργανωτικών και διοικητικών δομών μιας χώρας, τότε το Κράτος αυτό για τον Έλληνα δεν αποτέλεσε τίποτα άλλο, παρά το πεδίο νομής της εξουσίας, των πολιτικών ανταγωνισμών και της διασπάθισης του δημοσίου χρήματος. Η σχέση με το Κράτος, δεν ωρίμασε, ούτε πέρασε στη φάση των ομόκεντρων κύκλων, όπου η λαϊκή βούληση μεταφράζεται δημοκρατικά σε κυβερνητική επιλογή. Το Κράτος τελικά λειτουργεί συχνά πολύ αυτόνομα σε σχέση με την λαϊκή εντολή και με τις προεκλογικές εξαγγελίες των μνηστήρων του. Συχνά, παίρνουμε ως ιδανικό παράδειγμα το Κράτος της Σουηδίας και την αρμονική σχέση του με τον Σουηδό πολίτη. Αυτό, εκφράζει από τη μια την επιθυμία μας για κάτι καλύτερο και από την άλλη, είναι μια έμμεση ομολογία αποτυχίας

. Μας διαφεύγει, όμως, το γεγονός, ότι υπήρξε διαφορετική η ιστορική πραγματικότητα και οι συνθήκες που συντέλεσαν στην ίδρυση και στην οργάνωση του Σουηδικού Κράτους, και τελείως πιο αντίξοες και αντιφατικές οι συνθήκες που οδήγησαν στην ίδρυση του νεοελληνικού Κράτους. Αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία, αλλά ιστορική τεκμηρίωση των αλλότριων καταβολών, του ιδιαίτερου γεωπολιτικού περιβάλλοντος, ακόμη δε και των ψυχολογικών χαρακτηριστικών των δύο λαών. Το Σουηδικό Κράτος αντιμετωπίζει τον πολίτη του με σεβασμό, δεν τον θεωρεί εκ προοιμίου αναξιόπιστο και απατεώνα και τον φορολογεί με δίκαιο τρόπο, ανταποδίδοντας τους φόρους του με κοινωνικές παροχές και υπηρεσίες. Ο Σουηδός δεν έχει λόγο να αμφισβητεί το Κράτος του και να το αντιμετωπίζει ως κάτι ξένο και παρασιτικό προς αυτόν. 

Έτσι, η σχέση είναι αρμονική και αποβαίνει προς όφελος του. Τα ακριβώς αντίθετα, όμως, βλέπουμε να συμβαίνουν στη σχέση του Έλληνα με το δικό του Κράτος. Όπου άλλο πράγμα είναι το Κράτος και άλλο το άτομο πολίτης του. Δύο κόσμοι που δε συναντούνται, παρά μόνο κάτω από το πρίσμα της πελατειακής σχέσης και της ατέλειωτης γραφειοκρατίας και ταλαιπωρίας των πολιτών, στις δημόσιες υπηρεσίες. Όμως το Κράτος, ως έννοια και δομή δεν ορίζεται αφ΄εαυτού. Αποτελεί αντανάκλαση του δημόσιου βίου και ορίζεται από όσα η κατεστημένη τάξη επιτρέπει και επιθυμεί, μέσα από μια αέναη σχέση ετεροπροσδιορισμού.

 Το Κράτος αντιμετωπίζει τον πολίτη ως εν δυνάμει φοροφυγά και απατεώνα, ο δε πολίτης βλέπει το Κράτος ως έναν πανίσχυρο ληστή, που παίρνει πολλά από πολλούς, αλλά όχι από όλους, που δεν ανταποδίδει παρά στο ελάχιστο τις φορολογικές θυσίες των πολιτών του. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα των Δημόσιων Νοσοκομείων, μέσα από χιλιάδες άλλα παραδείγματα. Στα 180 χρόνια ύπαρξης του το νεοελληνικό Κράτος, δεν έχει καταφέρει να κατασκευάσει με ίδιες δαπάνες παρά ελάχιστα Νοσοκομεία, καθώς τα περισσότερα ακόμη και σήμερα είναι γενναιόδωρα κληροδοτήματα Ελλήνων Εθνικών ευεργετών. Το ίδιο συμβαίνει και με τα περισσότερα ευαγή, πνευματικά και πολιτιστικά ιδρύματα της χώρας. 

 Ο Έλληνας, δυστυχώς, αδύναμος απέναντι σε ένα τέτοιο Κράτος έχει ένα μόνο τρόπο για να αμυνθεί και αυτός δεν είναι άλλος από την χαλάρωση της φορολογικής του συνείδησης. Έτσι, ο φαύλος κύκλος της φθοράς και της διάστασης διαιωνίζεται. Η λέξη «χαράτσι» που έδωσε ο λαός για τους έκτακτους φόρους, δείχνει το πως ακριβώς βλέπει το Κράτος του. Είμαι βέβαιος, πως ο Έλληνας διαθέτει τέτοιο φιλότιμο, που αν πίστευε πραγματικά, ότι τα ηνία της χώρας και του Κράτους, βρίσκονται στα χέρια έντιμων Ελλήνων πολιτικών με πατριωτικό φρόνημα και προσανατολισμό, που θα αξιοποιούσαν επ΄ωφελεία του κοινωνικού συνόλου και το τελευταίο λεπτό του φόρου του, με δίκαιο τρόπο κατανομής των βαρών, θα ήταν απόλυτα συνεπής.

 Ο καθένας μας τότε, θα έκανε την εργασία του καλύτερα. Αν ο Καποδίστριας δεν είχε δολοφονηθεί, αλλά εφάρμοζε το πρόγραμμα του, πιστεύω ακράδαντα, πως άλλη θα ήταν σήμερα η θέση της χώρας και του Έθνους. Η σχέση του Έλληνα με το Κράτος του θα ήταν διαφορετική και ο λαός δεν θα υπέφερε από σχιζοφρενικές τάσεις αναφορικά με την ταυτότητα και την ιστορία του. Δεν θα πελάγωνε ανάμεσα στα ονόματα Ρωμιός και Έλληνας, Ίωνας και Δαναός, Γραικός και Αχαιός. Ούτε θα προβληματιζόταν, για το αν ανήκει στην ανατολή ή στη δύση, αυτός ο άνθρωπος της οικουμένης. Όμως δεν ήταν αυτός ο σκοπός! 

 Η εγκαθίδρυση ενός «Ψευτορωμέϊκου», δηλαδή ενός κατ΄ επίφαση Ελληνικού Κράτους και ουσιαστικά ενός ελεγχόμενου προτεκτοράτου, ήταν το σχέδιο, αρκούντως φανερό, των ευρωπαϊκών Δυνάμεων. Και έτσι φτάσαμε μέχρι το σήμερα! Σήμερα, που ο προηγούμενος κύκλος της ιστορίας βαίνει προς την ολοκλήρωση της δύο αιώνων διαδρομής του, ένας νέος κύκλος ίσως ανοίξει πια, για το αληθινό «Ρωμέϊκο»!

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...