3 Μαΐ 2013

Και πίσω, δρόμος είναι!

Γράφει ο Κωστής Γεώργας

Στις 26 Σεπτέμβρη του 1985, ανήμερα των γενεθλίων μου, ξύπνησα χαράματα κι ανέβηκα στην κουβέρτα. 

Η θάλασσα μέσα στο λιμάνι της Αστροπαλιάς ήταν λάδι, έμοιαζε να ξημερώνει μια θαυμάσια μέρα. 

Ετσι, δεν χρειαζόταν να πάω μέχρι το λιμεναρχείο να ενημερωθώ για τον καιρό. Εκανα τις βασικές προμήθειες και ξανοίχτηκα στο πέλαγος με κατεύθυνση δυτικά, για τη Νιο, που απείχε περίπου 60 μίλια.

Είχα αγοράσει το καϊκι μόλις λίγες μέρες πριν από τη Σύμη και το πήγαινα στην Ιθάκη. Το είχα πάρει αρκετά αψήφιστα, το ομολογώ, κι είχα ελάχιστη συναίσθηση του πόσο παράτολμο ήταν το εγχείρημά μου. Ηταν και το τέλος του καλοκαιριού, η καλύτερη εποχή θεωρητικά για ένα τέτοιο τραβέρσο, με τα μελτέμια να έχουν κοπάσει πια στο Αιγαίο.

Στην αρχή ήταν ένα ευχάριστο αεράκι που ρυτίδιαζε τη θάλασσα, θυμίζοντας τον πουνέντε που μπάζει σχεδόν κάθε καλοκαιρινό απόγευμα στο Ιόνιο.

 Το τρεχαντηράκι μποτζάριζε ευχάριστα και περνούσε εύκολα την πλώρη του πάνω από τον χαμηλό κυματισμό. Ομως ο καιρός γινόταν όλο και πιο άγριος και η κατάσταση δυσκόλευε.

 Καμιά ώρα αργότερα τα κύματα έμπαιναν ζωντανά από τη δεξιά μάσκα, ξέπλεναν την κουβέρτα και ξανάβγαιναν με ορμή από τα μπούνια. Αν και τα ταμπούκια του αμπαριού έκλειναν καλά, καλού κακού τα κάρφωσα στη θέση τους, εξασφαλίζοντας τη στεγανότητα του καϊκιού.

Ηταν μικρό σκαρί, αλλά καλοφτιαγμένο, από χοντρή ξυλεία που προερχόταν από τα πευκοδάση της Σάμου.

 Ηταν επίσης σχεδόν καινούργιο κι έτσι αποκλειόταν το ενδεχόμενο να ξεκαρφωθεί κάποιο μαδέρι της πλώρης σε κανένα δυνατό χτύπημα.

Μια μονοκύλινδρη μηχανή του Μαλκότση το έσπρωχνε στην πορεία του με σταθερό τέμπο, ανεξαρτήτως καιρού, χάρη στον τεράστιο μειωτήρα της, πλην όμως με ταχύτητα που δεν υπερέβαινε τα 6 μίλια. 

Η κατανάλωση αμελητέα, ένα λίτρο πετρέλαιο την ώρα.
Προς το παρόν δεν κινδύνευα, γνώριζα όμως καλά ότι η θάλασσα δεν υπολογίζει ούτε σκαριά, ούτε ναυτοσύνη όταν βαλθεί να σε πνίξει. 

Ηταν ξεκάθαρο πως δεν επρόκειτο για ένα συνηθισμένο, καθημερινό μπουρίνι στο Αιγαίο, αλλά για πολύ χοντρό καιρό!
Κοίταξα γύρω μου απελπισμένος. Στεριά δεν φαινόταν πουθενά και φοβόμουν ότι τα κύματα με είχαν βγάλει από τη ρότα μου. 

Αν έβγαινα έξω από το σύμπλεγμα των νοτίων Κυκλάδων ήμουν χαμένος. Μετά δεν υπήρχε παρά μόνο η Κρήτη και το πετρέλαιο που είχα στο καϊκι σίγουρα δεν με έβγαζε μέχρι εκεί. Ο καιρός αγρίευε όλο και περισσότερο, είχε ήδη φτάσει τα οκτώ μποφόρ και το πέλαγος ήταν κάτασπρο. 

Ενα γκαζάδικο πέρασε κάνα μίλι από την πρύμη μου και προς στιγμή σκέφτηκα να του ρίξω καπνογόνο. Θα έχανα όμως το καϊκι, δεν είχα ακόμη πιστέψει ότι κινδύνευε η ζωή μου ώστε να το εγκαταλείψω, κι έτσι απόμεινα να παρακολουθώ το μεγάλο βαπόρι να χάνεται στον ορίζοντα, μαζί με την υπόσχεση της σωτηρίας που μετέφερε...

Για να μπορώ να προχωρώ με κάποια μικρή ταχύτητα, είχα βγει από τη χαραγμένη πορεία αρκετές μοίρες δυτικότερα κι είχα τον νου μου αριστερά για την Ανάφη. Η απόγνωση είχε κορυφωθεί, κατάλαβα τι εστί πανικός όταν ήθελα κάποια στιγμή να παρατήσω τη λαγουδέρα, να κατεβώ κάτω στο αμπάρι κι ας πήγαινε μονάχο του το τρεχαντήρι! 

Για πότε ξανεμίστηκαν φόβος κι απελπισία, μόλις αχνοφάνηκε στο νοτιά το βουνό της Ανάφης! Εστρεψα την πλώρη κατά κει, το καϊκι πήρε τον καιρό στα πρίμα κι άρχισε να κατηφορίζει με ορμή και ευψυχία προς το απάγκιο. 

Ωστόσο η πλεύση, αν και ήταν εξαιρετικά γρηγορότερη και φαινόταν ανετότερη, τώρα είχε γίνει πολύ πιο επικίνδυνη. Στον νου μου ήρθε η μορφή του μακαρίτη πια Μάκη Καρδούλη, παλιού ψαρά από τις Φρίκες της μακρινής Ιθάκης, να μου εξηγεί γιατί δεν ήμουν καλός ναυτικός, που υποστήριζα ότι ο πρυμνιός καιρός είναι ευνοϊκός...

«Το τσιμαρόλι* είναι που σε πνίγει πατριώτη!»

Τα κύματα που ερχόντουσαν βουνά από πίσω μου με προλάβαιναν και τα ανεβοκατέβαινα παίζοντας με το γκάζι, ανεβάζοντας στροφές στην ανηφόρα και κόβοντας στην κατηφόρα. Καβαντζάροντας τον νότιο κάβο του νησιού, εκεί που λίγα μέτρα πια με χώριζαν από το απάγκιο, η κατάσταση ήταν τρομαχτική, λες και το στοιχειό έβαζε όλα του τα δυνατά για να μην ξεφύγει ο ναυτικός από το θανάσιμο αγκάλιασμά του. 

Τα κύματα έρχονταν από τρεις διευθύνσεις (η ετυμολογία της τρικυμίας) σχηματίζοντας δίνες εκεί που συναντιόντουσαν. Κατεβαίνοντας με ταχύτητα μια μεγάλη «πλαγιά», αισθάνθηκα το βαρύ σκάφος να φεύγει από τον έλεγχο του τιμονιού μου και να παίρνει κλίση. Προλάβαινα να πηδήξω για να μη με πάρει από κάτω;

Είχα υποτιμήσει το σκαρί που λέγεται τρεχαντήρι. Επανήλθε με ευκολία μόλις βρέθηκε στη ρίζα του κύματος, ξέφυγε με ένα ξεπέταγμα και με έφερε σώο στην μπουνάτσα που απλωνόταν σοφράνο της Ανάφης. 

Ηταν απίστευτο, μέσα σε δευτερόλεπτα γινόταν το πέρασμα από την κόλαση στον παράδεισο. Πίσω από τον κάβο κρυβόταν μια απάνεμη παραλία, ο ορισμός της ασφάλειας και της ανεμελιάς.

Μπορούσα πια να παρατήσω το τιμόνι και να ξαπλώσω το κορμί μου πάνω στα ξύλα της κουβέρτας, συνειδητοποιώντας από τι είχα μόλις σωθεί, πόσο φρικτός θα ήταν ο θάνατος από υποθερμία στη μέση του τρικυμισμένου πελάγους. 

Αισθάνθηκα αγάπη κι ευγνωμοσύνη προς το πεύκο που πάνω του ξάπλωνα και με ζέσταινε ήδη, καθώς είχε στεγνώσει κάτω από τον ευχάριστο ήλιο του Σεπτέμβρη.
Οταν έφτασα στο λιμανάκι, μια ομάδα ντόπιων με τριγύρισαν κι άρχισαν τα σχόλια, έχοντας παρακολουθήσει το τέλος της προσπάθειας.

 Η εικόνα που εμφάνιζε το τρεχαντήρι τούς έφερε γέλια. Ηταν ξεπλυμένο από τη θάλασσα και άστραφτε κάτω από τον ήλιο. Δεν θα εύρισκες πάνω του ούτε το ελάχιστο μόριο σκόνης. 

Μετά από λίγο έδεσε δίπλα μου ένα καλυμνιώτικο ξιφιάδικο, ένα απέραντο τρεχαντήρι κοντά στα 20 μέτρα. Αντί δεύτερης κουβέντας, οι επιβαίνοντες με κατσάδιασαν που βρέθηκα εκεί έξω με τέτοιο καιρό. Με έβλεπαν να θαλασσοπνίγομαι και τους είχα ανησυχήσει! «Και τι να έκανα»; δικαιολογήθηκα. «Αφού στα μισά με έπιασε ο καιρός»! «Και πίσω δρόμος είναι»! απάντησε με σιγουριά και ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις ο Ανάργυρος, ο δεύτερος από τους τρεις αδελφούς που επάνδρωναν το ψαράδικο. 

Εμεινα άφωνος μπροστά στο δίκιο του, αλλά και στον συμβολισμό της ρήσης, που θα μπορούσε να είχε διατυπωθεί και από έναν μαθητή του Επίκουρου, δυο χιλιάδες χρόνια πριν, σε κάποια άλλη ακτή της Μεσογείου.

Κάποιο πλοίο είχε ναυαγήσει εκείνη τη μέρα στο Αιγαίο.
*Τσιμαρόλι: στην επτανησιακή ναυτική διάλεκτο, χοντρό πρυμνιό κύμα.
Κωστής Γεώργας
Πηγή : http://www.ethnos.gr

to synoro blog

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...