Γλυκιές αναρχίες στα Εξάρχεια, βιωματικός τουρισμός στις εξορίες και τα εργοστάσια, πανηγύρια στα νησιά. Η Ελλάδα ως ένα ατελείωτο θεματικό πάρκο.
Το 2016, ένα αθηναϊκό concept βιβλιοπωλείο -ό,τι και αν σημαίνει αυτό- που προωθούσε, όπως ευαγγελιζόταν, την «ελεύθερη σκέψη και τέχνη», διοργάνωσε με το αντίτιμο των 45 ευρώ μια εκδρομή στον τόπο εξορίας-κολαστήριο της Μακρονήσου η οποία είχε στεφθεί, μάλιστα, με «επιτυχία». Όπως έγραφαν, τότε, οι διοργανωτές της περιβόητης εκδρομής ήταν «μια συγκλονιστική εμπειρία ενάντια στη συλλογική λήθη του διχασμού που κάθε νεοέλληνας πρέπει να ζήσει για να ξέρει».
Μεταξύ των υπόλοιπων δραστηριοτήτων, στην εκδρομή συμπεριλαμβανόταν και το «μενού των εξόριστων», όπου ένα ξενοδοχείο της Κηφισιάς μοίρασε στους εκδρομείς ένα «ειδικό μενού» γεμάτο πρωτεΐνες και βιταμίνες σαν εκείνο που έτρωγαν οι εξόριστοι. Γιατί, σύμφωνα με την «έρευνα» που έκαναν, οι κρατούμενοι της Μακρονήσου έτρωγαν κρέας και ψάρι δυο φορές την εβδομάδα. Μια έρευνα βγαλμένη απευθείας από την προπαγάνδα τόσο των εθνικοφρόνων της μετεμφυλιακής εποχής όσο και από τη Χούντα των Συνταγματαρχών, η οποία μέσω του Παττακού είχε κυκλοφορήσει ένα υποτιθέμενο «Μενού Εξορίας» για τους εξόριστους της Γυάρου το 1967, σύμφωνα με την έρευνα του Ιού της Ελευθεροτυπίας.Φυσικά, η είδηση αυτής της «βιωματικής» εκδρομής είχε προκαλέσει μια θύελλα αντιδράσεων το μακρινό 2016 στον προοδευτικό κόσμο, πριν ο Στέφανος Κασσελάκης αποφασίσει να κάνει τον ίδιο χαλαρό περίπατο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Μακρονήσου σε μια προσπάθεια να «σβήσει τα παλιούς διχασμούς». Ευτυχώς, ο νυν πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν έφτασε μέχρι το σημείο να δοκιμάσει να «ζήσει» για λίγες μέρες σαν εξόριστος αριστερός.
Το «Μενού Εξορίας» για τους εκδρομείς στην Μακρόνησο.
«Χίπηδες, γιάπηδες και άλλα ζώα της ζούγκλας»
Αυτού του είδους η εκδρομή αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που αποκαλείται «βιωματικός τουρισμός», μια μορφή ταξιδιού που έχει ως σκοπό την εσωτερική ανάπτυξη, την πραγματική γνωριμία με τον ντόπιο πληθυσμό, την ιστορία και τις παραδόσεις μιας περιοχής. Ουσιαστικά, ο τουρίστας υποτίθεται πως παύει να είναι πια τουρίστας, αλλά «βιώνει» τον τόπο που επισκέπτεται, τον ζει ως εμπειρία, ως μνήμη και ως μέσω εσωτερικής ανάπτυξης, ό,τι και αν σημαίνουν όλα αυτά. Don’t be a tourist, be a traveller, όπως λένε και διάφοροι ινφλουένσερς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η συνταγή, φυσικά, δεν είναι διόλου παλιά, αλλά κρατάει από τις εποχές της αποικιοκρατίας και τον 18ο αιώνα όταν διάφοροι αστοί ντιλετάντηδες κάθε είδους ταξίδευαν στις χώρες της Ανατολής για να «ανακαλύψουν» τους αρχαίους πολιτισμούς, τα ήθη και τα έθιμα, να βρουν αυτό το πολιτισμικό «φως» που έψαχναν για να μπολιάσουν τις εθνικές τους συνειδήσεις, να πάρουν μερικούς ντόπιους για σκλάβους και να καπηλευτούν τα πλούσια σε ορυκτά και γεωργικά προϊόντα εδάφη των χωρών που επισκέπτονταν. Α, και να κλέψουν και μερικές αρχαιότητες για να στολίσουν ιδιωτικές συλλογές, μουσεία και τα cabinets of curiosities τους.
Νεαρός χίπης στο Αφγανιστάν
Στα 60’s αυτού του είδους ο τουρισμός που παρουσιάστηκε ως «ταξίδι εσωτερικής αναζήτησης» έγινε μόδα στους χίπηδες της Ευρώπης και της Αμερικής, που ιχνηλατούσαν το ομώνυμο «μονοπάτι των χίπηδων» σε χώρες της Νότιας Ασίας (Αφγανιστάν, Πακιστάν, Ινδία, Νεπάλ, Σρι Λάνκα, Μπαγκλαντές, Βιετνάμ, Ταϊλάνδη). Ναρκωτικά, σεξοτουρισμός και ένας διαβόητος serial killer -απατεώνας που τους έσφαζε στο γόνατο για να κλέψει τις ταυτότητες και τα γεμάτα πορτοφόλια τους- έχουν μείνει ενθύμια εκείνης της περιόδου που η Ανατολή είχε γεμίσει από γκρούβαλους της Δύσης που «έψαχναν να βρουν τον εαυτό τους» ζώντας για λίγους μήνες όπως οι ντόπιοι, πλέκοντας πανέρια, κοσμήματα και ρουστίκ υφαντά, κολλώντας σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα και πάει λέγοντας.Όπως τα έφερε ο καιρός, όταν οι χίπηδες μετατράπηκαν σε γιάπηδες, σε αυτές τις χώρες έμειναν τα ναρκωτικά και ο σεξοτουρισμός απαλλαγμένα πλήρως από τον μανδύα της «εσωτερικής αναζήτησης». Ο καπιταλισμός απαιτεί πεντάστερα ξενοδοχεία, ακριβά ναρκωτικά και όργια κεκλεισμένων των θυρών, όχι καλαθοπλεκτική και ταπεινό χασίσι.
Από την Αθηναϊκή Ριβιέρα στα Ικαριώτικα πανηγύρια ένα «Κλικ» δρόμος
Όσον αφορά τα δικά μας, το «Τζατζίκι-Σουβλάκι-Συρτάκι», λίγη Ακρόπολη, λίγο κρασί και το αγόρι μου, άρχισε να κυκλοφορεί ως αφίσα και κεντρική διαφημιστική ιδέα ήδη από τη δεκαετία του 1960. Η Θεία μου η Χίπισσα μπορούσε να φτάσει μόνο μέχρι τα Μάταλα της Κρήτης, οπότε έπρεπε να γίνει κάτι και για την υπόλοιπη Ελλάδα, ιδίως τα νησιά και τις παραθαλάσσιες περιοχές που είχαν ανεκμετάλλευτο για τους επιχειρηματίες, αγνό και παρθένο πλούτο. Μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά έπεσαν σε οικόπεδα-φιλέτα και τα σάρωσαν ολοκληρωτικά, από τη μια άκρη της χώρας στην άλλη.
Βιωματικό τουρισμό, όμως, δεν είχαμε έως τώρα. Και δεν είχαμε γιατί μέσα στην ψωροπερηφάνια της Μεταπολίτευσης, είχε υπερισχύσει το Κωστοπουλικό «ξεβλάχεμα». Εδώ είμαστε και Ευρώπη, δεν είμαστε παίξε-γέλασε, οπότε έπρεπε να συμμορφωθούμε με τα δυτικά πρότυπα, να μιλάμε για κοσμοπολιτισμό, για Αθηναϊκές Ριβιέρες, για υπερπολυτελή πάρτι στη Μύκονο, για βίλες, για πισίνες, ακριβά αυτοκίνητα και ακόμα πιο ακριβές βίζιτες, όλα τα όνειρα του που είχε ο κάθε ξαναμμένος νεόπλουτος ο οποίος προσπαθούσε να θάψει τη μυρωδιά από τη στρούγκα του πατέρα του κάτω από κουστούμια Hugo Boss και αρώματα Ralph Lauren.
Η κατάσταση ήταν τόσο ανυπόφορη που έπρεπε να χρεοκοπήσει η χώρα για να μπει ένα στιγμιαίο φρένο σε αυτό το ασταμάτητο ρωμαϊκό όργιο που χαρακτήριζε τον ελληνικό τουρισμό για σχεδόν τριάντα χρόνια. Τα είχε πει μια χαρά ο Τζιμάκος ήδη από την δεκαετία του 1980:
Και μας πιάσαν στον ύπνο»Εναλλακτικοί προορισμοί σαφώς και είχαν παραμείνει ακόμα και στα χρόνια της μεγάλης χλιδής, καθώς κάπου έπρεπε να υπάρχουν ως υπόσταση και οι εναπομείναντες χίπηδες εξελισσόμενοι χίπτερς, νεόκοποι φασαίοι. Εκείνοι που στελέχωναν ελεύθερα και ανελεύθερα κάμπινγκς, που είχαν μακροχρόνιες καβάντζες που δεν τις άγγιζε κανένας, που μιλούσαν στους ντόπιους με τα μικρά τους ονόματα και περηφανεύονταν ότι μπορούσαν να ανοίξουν το καφενείο του Μπάρμπα-Γιώργου όποτε ήθελαν και να ψήσουν καφέ ή να φάνε ένα λαδερό.
Αλλά η περιβόητη «στροφή προς την παράδοση» είναι σαφώς γέννημα-θρέμμα της οικονομικής κρίσης και της απότομης μπατιριάς που συντάραξε το μεγαλύτερο μέρος των πάλαι πότε νεόπλουτων και βύθισε στη φτώχεια την εργατική τάξη. Πάνε οι Αθηναϊκές Ριβιέρες, οι Κυκλάδες, οι φωτογραφίες στα Μον Ρεπό και στα Μπούρτζια. Τώρα θα φωτογραφίζεστε με τη χωριάτικη σαλάτα, το μπετωμένο τσίπουρο και τον κλαρινό-λυράρη μέχρι να σβήσει το ηλιοβασίλεμα της Σαντορίνης, χωρίς όμως το χειροκρότημα γιατί πόση γραφικότητα να χωρέσει ένα ανθρώπινο ον. Γελάνε και τα δελφίνια του Αιγαίου.
Όπως ήταν φυσικό, οι Έλληνες επιχειρηματίες -πόσες κατάρες σε αυτή την χώρα, ούτε ο Ιντιάνα Τζόουνς να ήμασταν- πήραν μυρωδιά ότι οι απανταχού γκρούβαλοι αναβαθμίζονται και ότι τα πάρτι στην Πάρο έχουν αρχίσει να μεταφέρονται δειλά-δειλά στα Κουφονήσια, άρχισαν να κοτσάρουν παντού ξενοδοχειακές μονάδες για την ανάπτυξη και ανεμογεννήτριες για την πράσινη ανάπτυξη, ξέθαψαν τους αργαλειούς και κάτι φορεσιές που δεν κατάφεραν να σπρώξουν σε αρχαιοκάπηλους τη δεκαετία του 1990, και άρχισαν τα γλέντια!Βρε γλέντια και πανηγύρια παντού, τόσο συρτό και καρσιλαμά που χορεύουν αγκαλιασμένοι ανά εκατοντάδες οι νέοι «ταξιδιώτες» στις πλατείες των νησιών σε ένα βράδυ δεν έχουν χορέψει ούτε σε δέκα γάμους μαζί. Ζήσε μια μέρα σαν ντόπιος, πιες τον Βόσπορο, κάπνισε ό,τι καπνίζεται, φάε τοπική κουζίνα με μπαγιάτικα ψάρια και κατεψυγμένα οστρακοειδή, πλήρωσε κάτι κακοφτιαγμένα ρεβίθια για σολομό Σκωτίας και live your myth in Greece. Χωρίς, τουλάχιστον, καλαθοπλεκτική και άρμεγμα κατσίκας, είπαμε το βίωμα είναι βίωμα, αλλά διακοπές είμαστε.
Come with me για να τη βρεις, αν γλεντήσουμε together, η ανάμνηση απ’ τη Greece θα σου μείνει για forever.
«Ζήσε μια μέρα σαν εργάτης, μπορείς!»
Τα πράγματα, όμως, από γελοία γρήγορα θα μετατρέπονταν σε τραγικά και σοβαρά. Ο βιωματικός τουρισμός, ειδικά σε μέρη όπου ακόμα υπάρχουν αναμμένες κάποιες μικρές φλόγες πραγματικού πολιτικού αγώνα, δεν μπήγει τα γαμψά νύχια του μόνο στο cultural appropriation, αλλά στην πλήρη καπήλευση της συλλογικής μνήμης και γιατί όχι, μέχρι και του πολιτισμικού τραύματος. Η περίπτωση της Βόρειας Ιρλανδίας είναι χαρακτηριστική, όπου μετά τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής και τη παύση των εχθροπραξιών ανάμεσα στον IRA και το βρετανικό κράτος, και πριν προλάβει να κρυώσει το πτώμα του Μπόμπι Σαντς όπως και των άλλων νεκρών της περιόδου, τα μνημεία τους, οι δημόσιες τοιχογραφίες τους, όπως και εν γένει οτιδήποτε σχετίζεται με την εποχή των «Ταραχών», έγιναν τουριστικό μονοπάτι. Γιατί να μην περιηγηθείς στις φυλακές των πολιτικών κρατουμένων, στους δρόμους όπου έπεσαν βόμβες και οι ριπές των αυτόματων όπλων «στολίζουν» ακόμα τις προσόψεις των κτιρίων, γιατί να μην επιδοθούμε με μανία στον «αγωνιστικό τουρισμό»;Τα ίδια πάνω-κάτω που προσέφερε πριν λίγα χρόνια ένα ταξιδιωτικό πακέτο για την περιοχή των Εξαρχείων, όπου πέντε φίλοι προσέφεραν στους «ταξιδιώτες» μια βόλτα 2,5 ωρών που έχει τίτλο «Γλυκιά Αναρχία: Εξάρχεια» και τους καλούσαν να εξερευνήσουν σημεία της περιοχής που οι τουριστικοί οδηγοί δεν αναφέρουν, υποθέτω να εκεί δολοφόνησαν τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο, να παρακεί τον Μιχάλη Καλτεζά και πάει λέγοντας.
Το περιστατικό με την εκδρομή στη Μακρόνησο είχε προηγηθεί πριν γλυκαθεί η αναρχία των AirBnB των Εξαρχείων, και ευτυχώς η γενική κατακραυγή μάλλον σταμάτησε αντίστοιχες εξορμήσεις σε τόπους μαρτυρίων -τουλάχιστον, δεν διαφημίστηκε κάτι ώστε να λάβει δημοσιότητα.
Πριν λίγες ημέρες μια διαδικτυακή φίλη έκανε μια δημοσίευση στον προσωπικό της λογαριασμό στο Facebook αναφερόμενη σε μια «ιδιαίτερη» ξενάγηση που είχε την τύχη να παρακολουθήσει ή μάλλον, να «βιώσει» στο παλιό εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας στην Ερμούπολη της Σύρου.
Γράφει, λοιπόν, στη δημοσίευσή της:Ξενάγηση με εργατικό κολατσιό-35 ευρώ
Πριν δύο χρόνια είχα πρόσκληση από την παιδική μου φίλη που εργαζόταν εκεί, να παρευρεθώ σε ξενάγηση στο παλιό εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας στη γενέτειρά μου. Πρόκειται για το τελευταίο εν ενεργεία εργοστάσιο, στην κάποτε βιομηχανική ζώνη, που υπήρξε η Ερμούπολη, μέχρι τη δεκαετία του 80, όταν και χρεοκόπησε.
Ένα μέρος μεγάλης ομορφιάς, για όσους αγαπούν τους βιομηχανικούς χώρους, με άθικτο το κτίριο και τους αργαλειούς στο εσωτερικό του. Παρά τη χαρά μου, σύντομα αντιλαμβανόμουν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Η φίλη μου και ξεναγός, ντυμένη εργάτρια με τσεμπέρι και ποδιά (!) μας ενημέρωνε για τις χρήσεις του χώρου, τις ξεναγήσεις κατά βάση σε μικρές ομάδες, κυρίως από το εξωτερικό (!) και την ενοικίαση για γάμους πλουσίων.
Martin Parr, “Welcome to Belfast”, 2016.
Στα βίντεο, πραγματικές εργαζόμενες στην τότε επιχείρηση, έφηβες τότε, σήμερα μαμάδες και γιαγιάδες, μιλούσαν με συγκίνηση για την περασμένη εποχή. Σε άλλες περιπτώσεις μάλιστα ενημερώθηκα πως είχαν προσκληθεί να βρίσκονται στον χώρο και να τραγουδούν κατά τη διάρκεια της ξενάγησης, ώστε ο επισκέπτης να έχει μια πιο ολοκληρωμένη εμπειρία της καθημερινότητας στο εργοστάσιο.
Στο τέλος του τουρ, καθίσαμε για φαγητό. Οι ντυμένες εργάτριες μας σέρβιραν μπριάμ, τοπικό τυρί (το πιο ακριβό στην Ελλάδα), ντομάτα ολόκληρη, ψωμί σε πανέρι και φαγιάτζα (χαρακτηριστικό τσίγκινο πιατάκι) -και έναν σουγιά, προσομοιώνοντας το γεύμα μας σε ένα πιο αναβαθμισμένο εργατικό κολατσιό. Σε περίπτωση που είχαμε πληρώσει κάτι περισσότερο, είχαμε και την επιλογή της εμπειρίας του εργοστασιάρχη, με τσάι σε πορσελάνες, βουτήματα και μπόλικη συμπάθεια. (…)
«Ξενάγηση με εργατικό κολατσιό: 35 ευρώ, Ξενάγηση με εργατική τσάντα 50 ευρώ».. ξενάγηση με εργατικό ατύχημα πόσο πάει παιδιά; Υπάρχουν και πιο ακραία γούστα στον τουριστικό πληθυσμό. Κι αν αυτό, που ήδη συμβαίνει από καιρό και τελευταία πολύ εντατικότερα, μοιάζει λίγο, τι θα λέγατε για
«Ξενάγηση με βιωματική περφόρμανς στους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς.»;
Θα ήταν σίγουρα μια αξέχαστη εμπειρία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου