11 Φεβ 2013

«Γιατί μόνο η Γερμανία μπορεί να σώσει το ευρώ»

Των Matthias Matthijs and Mark Blyth [1]

Μετάφραση Inprecor

Η Γερμανία εκτός από το να κερδίζει σε διμερές επίπεδο, θα έπρεπε να αναλάβει και τις ευθύνες της για προβλήματα που προκάλεσε με τον τρόπο ανάπτυξης της οικονομίας της. Αυτό υποστηρίζει το συγκεκριμένο άρθρο που δημοσιεύτηκε στις 17 Νοεμβρίου στην ιστοσελίδα του Foreign Affairs. Το inprecor επέλεξε το συγκεκριμένο άρθρο όχι γιατί συμφωνεί με την οπτική του -τη σωτηρία του ευρώ- αλλά επειδή είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό ως προς τη στάση της Γερμανίας και τη συμβολή της στο θνησιγενή χαρακτήρα του ευρώ.


«Ποτέ  πριν δεν υπήρξε πλοίο, με καπετάνιο και πλήρωμα που να γνωρίζουν τόσο λίγα για τους λόγους της ατυχίας του πλοίου ή που να είναι πιο ανίκανοι για να κάνουν κάτι γι’ αυτό». Αυτό είχε αποφανθεί ο Eric Hobsbawm αναφερόμενος στην αντίδραση της πολιτικής ελίτ στην περίοδο της  Μεγάλης Ύφεσης, τη δεκαετία του ’30. Οι ηγέτες αυτοί καταλήγοντας σε κοινοτοπίες όπως η εξισορρόπηση προϋπολογισμών, η μείωση των τιμολογίων, και η αποκατάσταση του κανόνα του χρυσού, απλώς επιδείνωσαν περαιτέρω την κρίση.  Το ίδιο θα μπορεί, σε λίγο, να πει κανείς και για την Γερμανία όσον αφορά το ρόλο της στο, εδώ και καιρό σε εξέλιξη, έπος της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους.

Ο κόσμος, αφού παρακολούθησε τις οικονομίες της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας να βυθίζονται, τώρα έχει στρέψει την προσοχή του στην Ιταλία, στην όγδοη μεγαλύτερη εθνική οικονομία στον κόσμο και την  τρίτη μεγαλύτερη αγορά κρατικών ομολόγων. 

 Η διάγνωση είναι θλιβερή: η Ευρώπη πρέπει να εγκαταλείψει τον τρόπο ανάπτυξης που ακολούθησε μέχρι στιγμής παραμένοντας κολλημένη στο δικό της χρυσό κανόνα: το σκληρό ευρώ που κυριαρχείται από τη Γερμανία. Εν τω μεταξύ, υπό τεράστια διεθνή πίεση, οι Έλληνες αντικατέστησαν τον σοσιαλιστή πρωθυπουργό τους Γιώργο Παπανδρέου με τον Λουκά Παπαδήμο, πρώην αξιωματούχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και οι Ιταλοί τοποθέτησαν τον οικονομολόγο και πρώην Ευρωπαίο 

Επίτροπο Mario Monti, γνωστό και ως «Super Mario», στη θέση του Silvio Berlusconi.  Ωστόσο, παρά  το πραξικόπημα της ΕΕ, η απόδοση των δεκαετών ομολόγων του ιταλικού χρέους υποχώρησε περισσότερο από 7% μέσα στις πρώτες 24 ώρες που ο Monti ανέλαβε καθήκοντα.


Είναι  μάλλον ειρωνικό το γεγονός ότι οι δύο θεμελιωτές του δυτικού πολιτισμού, – οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι – οι οποίοι ήταν μεταξύ των πρώτων που πειραματίστηκαν με τη δημοκρατία, τώρα θα πρέπει να αφήσουν  μη εκλεγμένους γραφειοκράτες να αποφασίσουν για την οικονομία τους. Επιπλέον, υπάρχει ένα άρωμα της δεκαετίας του 1930 σε όσα συμβαίνουν. Και τώρα, όπως και τότε, οι αδύναμοι δημοκράτες παραγκωνίζονται υπέρ των ισχυρών ηγετών κατ ‘εντολή των διεθνών δανειστών.

 Όπως είχε σημειώσει και τότε ο Hobsbawm, αυτή η ιστορία δεν είχε καθόλου καλό τέλος, την τελευταία φορά.
Το ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι τί οδήγησε την Ευρώπη σε αυτό το σημείο. Από την έναρξη της τρέχουσας κρίσης, οι αναλυτές έχουν προσφέρει πολλές εξηγήσεις. Οι αμερικανοί οικονομολόγοι την αποκαλούν «κρίση σχεδιασμού» και υποστηρίζουν ότι οι Ευρωπαίοι θα έπρεπε να την περιμένουν. 

Τα δημοσιονομικά γεράκια ανά τον κόσμο προτιμούν την εξήγηση του προϋπολογισμού, εστιάζοντας το ενδιαφέρον τους στις «μη δηλωμένες» δημόσιες δαπάνες της Ελλάδας, στο «διογκωμένο» της κράτος και στο γενναιόδωρο συνταξιοδοτικό της σύστημα. Στη συνέχεια, γενικεύονται τα προβλήματα αυτά σε όλη την Ευρώπη (ασχέτως αν το ιδιωτικό χρέος στην Ιταλία είναι σχετικά χαμηλό, όπως και οι δημόσιες δαπάνες της σε σύγκριση με τις περισσότερες άλλες ανεπτυγμένες χώρες). 

Από την πλευρά τους, οι ελίτ στη Γερμανία κατηγορούν την «υστέρηση» ανταγωνιστικότητας και τους «πολύ υψηλούς» πραγματικούς μισθούς των μεσογειακών χωρών. Επίσης, άλλοι στρέφουν το ενδιαφέρον τους στην ενδο-ευρωπαϊκές μακρο-οικονομικές ανισορροπίες. Πιθανώς, κάποια δόση αλήθειας να υπάρχει σε όλες αυτές τις εξηγήσεις. Αλλά το βάθος και η διάρκεια της κρίσης απαιτεί έναν πιο περίπλοκο, συστημικό και ιστορικό απολογισμό. Όπως και να έχει, όταν εξηγεί κανείς την κατάρρευση μιας γέφυρας, λίγη σημασία έχει να ρίξει την ευθύνη στο τελευταίο όχημα που τη διέσχισε.


Αυτό το κουβάρι αιτίων, όμως, έχει ένα κοινό παρανομαστή: την αποτυχία της Γερμανίας να ενεργήσει ως υπεύθυνος ηγεμόνας στην Ευρώπη. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Γερμανία έπρεπε να ανατρέπει δημοκρατίες και να επιβάλει αποπληθωρισμό, όπως προσπαθεί να κάνει εγκαθιστώντας τον Παπαδήμο στην Ελλάδα και τον Monti στην Ιταλία.  

Θα έπρεπε, μάλλον, να σταθεροποιήσει την ευρωζώνη προσφέροντας μια σειρά δημοσίων αγαθών που οι θεσμοί και οι πολιτικές της περιοχής έχουν –το καθένα απ’ την πλευρά του– αποτύχει να προσφέρουν. Για να λυθεί η ευρωπαϊκή κρίση και να αποτραπεί η επανάληψη των λαθών του τέλους της δεκαετίας του ’20 και της δεκαετίας του ’30, αυτοί που κάνουν κουμάντο στο Βερολίνο και στις Βρυξέλλες θα έπρεπε να εγκαταλείψουν τον Andrew Mellon[2] και να διαβάσουν Charles Kindleberger[3].

Στο βιβλίο του The World in Depression: 1929-1939, ο Kindleberger υποστήριζε ότι «η ύφεση του 1919 ήταν τόσο ευρεία, τόσο βαθειά και τόσο μακρόχρονη επειδή το διεθνές οικονομικό σύστημα έγινε ασταθές εξαιτίας της βρετανικής ανικανότητας και της αμερικανικής απροθυμίας να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να το σταθεροποιήσουν».  Επί της ουσίας, η κριτική του Kindleberger για το ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στην κρίση εκείνης της εποχής θα μπορούσε κάλλιστα να έχει γραφτεί για την Γερμανία σήμερα: 

«Στην Παγκόσμια Οικονομική Σύνοδο του 1933 δεν έλειψαν οι ιδέες… αλλά η μοναδική χώρα που ήταν ικανή να αναλάβει ηγετικό ρόλο ήταν ναρκωμένη ασχολούμενη με τις εσωτερικές της υποθέσεις και δεν έκανε κίνηση σε αυτήν την κατεύθυνση».

Προκειμένου να διασφαλιστεί η δύναμη του οποιουδήποτε διεθνούς οικονομικού συστήματος, ένας σταθεροποιητής  -μόνο ένας σταθεροποιητής- οφείλει, εξηγεί ο Kindleberger, να προσφέρει πέντε δημόσια αγαθά:  μια αγορά για τα αγαθά κινδύνου (αγαθά που δεν μπορούν να βρουν έναν αγοραστή),  αντικυκλικό μακροπρόθεσμο δανεισμό, σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες, συντονισμό μακροοικονομικής πολιτικής, και  δυνατότητα πραγματικού δανεισμού ως ύστατη λύση κατά τη διάρκεια των οικονομικών κρίσεων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν παρείχαν αυτά τα πράγμα στη δεκαετία του ’30. Η Γερμανία, σήμερα, επίσης  αποτυγχάνει και στα πέντε.


Κατ’ αρχάς, αντί να προσφέρουν στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας μια αγορά για τα αγαθά κινδύνου των χωρών αυτών  (αυτά που δεν βρίσκουν αγοραστή),  οι Γερμανοί  πουλούσαν ενθουσιωδώς τα δικά τους βιομηχανικά προϊόντα τους στην περιφέρεια. Σύμφωνα με τη EUROSTAT, το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας σε σύγκριση με το υπόλοιπο της ΕΕ αυξήθηκε από 46.4 δισεκατομμύριο ευρώ το 2000 σε 126.5 δισεκατομμύρια το 2007. Η εξέλιξη των πλεονασμάτων διμερούς εμπορίου της Γερμανίας με τις μεσογειακές χώρες είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική.

 Μεταξύ 2000 και 2007, το ετήσιο εμπορικό έλλειμμα της Ελλάδας σε σχέση με τη Γερμανία αυξήθηκε από 3 δισεκατομμύριο ευρώ σε 5.5 δισεκατομμύρια, της Ιταλίας διπλασιάστηκε, από 9.6 δισεκατομμύριο έως 19.6 δισεκατομμύρια, της Ισπανίας σχεδόν τριπλασιάστηκε, από 11 δισεκατομμύριο έως 27.2 δισεκατομμύρια, και της Πορτογαλίας τετραπλασιάστηκε, από 1 δισεκατομμύριο έως 4.2 δισεκατομμύρια. Μεταξύ 2001 και 2009, επιπλέον, η Γερμανία είδε την τελική συνολική κατανάλωσή της να πέφτει από 78.5% του ΑΕΠ σε 74.5%. Το ακαθάριστο ποσοστό αποταμίευσής στη Γερμανία αυξήθηκε από λιγότερο από 19% του ΑΕΠ σε σχεδόν 26% κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου.

Κατά δεύτερον,  αντί του αντικυκλικού δανεισμού, ο γερμανικός δανεισμός προς την ευρωζώνη ήταν μάλλον υπέρ-κυκλικός. Έμμεσα (μέσω της αγοράς ομολόγων) και άμεσα (μέσα από την διάδοση της δικής της συναλλαγματικής ισοτιμίας μέσω του ευρώ), η Γερμανία ουσιαστικά  έδινε στην περιφέρεια τα χρήματα που αυτή χρειαζόταν για να αγοράσει γερμανικά προϊόντα. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής έκρηξης 2003-2008, η Γερμανία επέκτεινε την πίστωση σε μαζική κλίμακα προς τις μεσογειακές χώρες της ευρωζώνης. Η Φρανκφούρτη έπραττε πολύ καλά όσον αφορά τον εαυτό της.  Όπως αποκαλύπτει ένα πρόσφατο έγγραφο εργασίας του ΔΝΤ με τίτλο «Ευρωπαϊκοί Χρηματοπιστωτικοί Δεσμοί», το 2008 η Γερμανία ήταν ένας από τους δύο μεγαλύτερους καθαρούς πιστωτές μέσα στην ευρωζώνη (μετά από τη Γαλλία). Τα θετικά στοιχεία που κατέγραφε η δική της οικονομία ήταν ακριβώς ο αντίστροφος καθρέφτης των 

αρνητικών στοιχείων που κατέγραφαν οι οικονομίας της Πορτογαλίας, της Ελλάδας, της Ιταλίας, και της Ισπανίας. Φυσικά, καθώς η οικονομική κρίση άρχισε να κλιμακώνει το 2009, η Γερμανία έκλεισε απότομα το πορτοφόλι της. Τώρα που η περιφέρεια της Ευρώπης χρειάζεται μακροπρόθεσμα δάνεια περισσότερο από ποτέ, ο ενθουσιασμός της Γερμανίας για περισσότερες πιστώσεις φαίνεται ότι έχει καταρρεύσει.


Τι γίνεται με το τρίτο δημόσιο αγαθό, κατά τον Kindleberger, τις σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες; Εξ ορισμού, το ευρώ δίνει στις χώρες που επιλέγουν να συμμετάσχουν σε αυτό ένα κοινό εξωτερικό προστατευτικό κέλυφος, την αξιοπιστία που δίνει η διατήρηση τραπεζικής κατάθεσης σε μια μετοχή ενός εν δυνάμει παγκόσμιου αποθεματικού, και την αξιολόγηση φερεγγυότητας του ισχυρότερου μέλους του ευρώ.

 Όλα αυτά είναι αλήθεια αλλά από το σημείο αυτό ακριβώς ξεκινούν και τα προβλήματα. Στον πυρήνα του ευρώ ενυπάρχει η άποψη ότι, εάν οι χώρες που συμμετέχουν σε αυτό επιμείνουν σε ένα σύνολο κανόνων για το πόσο χρέος, πόσο έλλειμμα, και πόσο πληθωρισμό μπορούν να έχουν, τότε οι οικονομίες τους θα συγκλίνουν, και η ίδια συναλλαγματική ισοτιμία θα λειτουργήσει για όλα τα μέλη. Αυτό ισχύει θεωρητικά, αλλά μόνο εφ’ όσον υπακούνε όλες οι χώρες τους κανόνες. 

Αν και υπήρξε ο εμπνευστής και συντάκτης των περισσότερων από αυτούς τους κανόνες, η Γερμανία επέδειξε εκπληκτική έλλειψη ηγεσίας και ευθύνης όταν ήρθε η δική της σειρά να εφαρμόσει τους κανόνες που θέσπισε. Όταν η ίδια παραβίασε το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης (SGP) το 2003, έστειλε το μήνυμα στις μικρότερες χώρες ότι η δημοσιονομική ασωτία θα μπορούσε να μείνει ατιμώρητη. Το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθεί ο δημόσιος δανεισμός και οι δημόσιες δαπάνες. Η ενθουσιώδης διάθεση της Γερμανίας να δανείσει την ευρωπαϊκή περιφέρεια απλώς επιδείνωσε περαιτέρω το πρόβλημα.


Κατά τέταρτον, η υγιής οικονομία απαιτεί από τον παράγοντα σταθερότητας να συντονίσει τη μακροοικονομική πολιτική μέσα στο σύστημα. Σε αυτόν τον τομέα, η Γερμανία απέτυχε θεαματικά, με την επιμονή της να ακολουθήσει ο υπόλοιπος κόσμος τη δική της ιδιαίτερη οικονομική φιλοσοφία του «φιλελευθερισμού και της τάξης» που είναι προσανατολισμένη σταθερά στην αύξηση των εξαγωγών. 

 Αδιαφορώντας πλήρως για τις, εδώ και καιρό, καθιερωμένες και επιβεβαιωμένες απόψεις, όπως είναι η κεϋνσιανή θέση για το «παράλογο της λιτότητας» ή την «πλάνη της σύνθεσης», η Γερμανία επιμένει να υποστηρίζει την αυστηρή λιτότητα για τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας χωρίς καν ν’ αφήνει το περιθώριο ν’ αντισταθμιστούν οι αρνητικές συνέπειες αυτής της λιτότητας μέσα από την παροχή κάποιων κινήτρων ή την επιλογή πληθωριστικής πολιτικής στις χώρες αυτές. Η γερμανική ανάπτυξη,  σε τελευταία ανάλυση, τροφοδοτήθηκε μερικώς από τη ζήτηση στη νότια Ευρώπη (που κατέστει δυνατή λόγω της υπερβολικής γερμανικής αποταμίευσης).

 Με βάση την στυγνή λογική του ισοζυγίου πληρωμών, οι εξαγωγές μιας χώρας είναι οι εισαγωγές μιας άλλης χώρας και οι κύριες εισροές μιας χώρας είναι οι εκροές μιας άλλη χώρας. Υπό την έννοια αυτή, η ευρωζώνη δεν μπορεί συνολικά να «γίνει πιο πολύ Γερμανία», [όπως απαιτεί η Γερμανία]. Η Γερμανία, μόνο,  μπορούσε να είναι Γερμανία, επειδή ακριβώς οι άλλοι χώρες της ευρωζώνης  δεν ήταν. Η επιμονή σε μια σύγκλιση «τάξης και φιλελευθερισμού» αποτελεί εγγύηση αναπαραγωγής της οικονομικής αστάθειας, όχι της σταθερότητας.


Τέλος, ο Kindleberger θα ήθελε τη Γερμανία — ή, μάλλον, την ΕΚΤ, η οποία εξουσιάζεται από τη Γερμανία — να ενεργήσει ως δανειστής της ύστατης λύσης και να παράσχει ρευστότητα κατά τη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης. 

Η Γερμανία, αντί γι αυτό,  επέμεινε στον όρο του ΔΝΤ για την εκπόνηση προγραμμάτων διάσωσης των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας και στην υιοθέτηση αυστηρών δημοσιονομικών μέτρων λιτότητας σε αντάλλαγμα με περιορισμένη ρευστότητα, αποτυγχάνοντας, έτσι, και στον τελευταίο όρο που θέτει το πλαίσιο του Kindleberger. Το προφανέστερο παράδειγμα αυτής της τελευταίας παραμέτρου είναι η  γερμανική επιμονή να μην επιτραπεί στην ΕΚΤ να διαδραματίσει το ρόλο που η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ διαδραμάτισε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2008 και το 2009

 Δανείζοντας πραγματικά πολύ, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, κατάφερε να συγκρατήσει τη χώρα από το να βουλιάξει στην απόγνωση. Μόνο πριν από λίγες ημέρες, ο Jens Weidmann,  Πρόεδρος της ισχυρής Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Γερμανίας, απέρριψε κατηγορηματικά την ιδέα της χρησιμοποίησης της ΕΚΤ ως «δανειστή της ύστατης λύσης» για τις κυβερνήσεις, προειδοποιώντας ότι ένα τέτοιο βήμα «θα ενίσχυε την αστάθεια παραβιάζοντας τον ευρωπαϊκό νόμο».

 Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να αντιληφθεί κανείς πόσο περισσότερο θα ενέτεινε τα, ήδη, τρομακτικά επίπεδα αστάθειας μία ακόμη παραβίαση των κανόνων της ευρωζώνης, όταν ήδη παραμερίζεται η δημοκρατία και αυτό θεωρείται καλό για το ευρώ.
Κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους του 20ου αιώνα, το «γερμανικό πρόβλημα» — το γεγονός ότι η Γερμανία ήταν πάρα πολύ ισχυρή, πάρα πολύ δυνατή, και πάρα πολύ δυναμική οικονομικά  σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη – προκαλούσε πονοκέφαλο στις ευρωπαϊκές ελίτ. Η προσπάθεια «να κρατηθεί υπό έλεγχο η Γερμανία» μέσω του ΝΑΤΟ και της ευρωπαϊκής ένταξης θεωρήθηκε λύση. 

Σήμερα, το πρόβλημα δεν είναι η γερμανική δύναμη αλλά γερμανική αδυναμία — η απροθυμία της Γερμανίας ν’ αναλάβει τον ηγεμονικό της ρόλο. Δεν είναι πολύ αργά για τη Γερμανία για να αλλάξει πορεία. Ακόμα κι αν η Γερμανία έχει ωφεληθεί τα μέγιστα από το υπάρχον καθεστώς στην ευρωζώνη μέχρι σήμερα, θα πρέπει ν’ αντιληφθεί ότι αυτό το μοντέλο ανάπτυξης στο οποίο και η ίδια έχει βασιστεί έχει σαθρά θεμέλια, δεν μπορεί να γενικευτεί σε όλα τα κράτη και έχει φτάσει στα όρια του.

 Εάν το ευρώ καταλήξει να καταρρεύσει — και η Ευρωπαϊκή Ένωση μαζί του – η Γερμανία θα είναι σαφώς σε πολύ χειρότερη θέση από άλλες χώρες της ευρωζώνης. Πολλές από τις αγορές που σήμερα εκμεταλλεύεται θα εξαφανιστούν ενώ το νέο γερμανικό μάρκο θα εκτοξευτεί σε άγνωστο ύψος. Στον κόσμο που θα δημιουργηθεί μετά από μια τέτοια εξέλιξη, το γερμανικό πρόβλημα με την «παλιά» του μορφή θα επανέλθει στην καρδιά της «νέας» Ευρώπης.

Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Dean Acheson κάποτε παρατήρησε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο έχασε μια αυτοκρατορία, αλλά δεν βρήκε ακόμη νέο ρόλο. Κατά κάποιον τρόπο, από την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Γερμανία δημιούργησε κατά λάθος μια οικονομική αυτοκρατορία. Έχει ένα ρόλο – ένα ρόλο ηγέτη και όχι το ρόλο ενός κέντρου που διατυπώνει διαρκώς μόνο κανόνες. Είναι, όμως, σαφές ότι δεν το έχει ακόμη συνειδητοποιήσει.


[1] Ο MATTHIAS MATTHIJS είναι βοηθός Καθηγητής στην Σχολή Διεθνών Υπηρεσιών του Αμερικανικού Πανεπιστημίου και Λέκτορας στη Σχολή Johns Hopkins Ανωτέρων Διεθνών Σπουδών. Ο MARK BLYTH είναι Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Brown.
http://www.foreignaffairs.com/articles/136685/matthias-matthijs-and-mark-blyth/why-only-germany-can-fix-the-euro?cid=nlc-this_week_on_foreignaffairs_co-112311-why_only_germany_can_fix_the_e_3-112311
[2] Εφημερίδα «Καθημερινή»: http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_2_04/07/2010_406881

Οταν ξέσπασε η μεγάλη κρίση του 1929, η φιλελεύθερη οικονομική Ορθοδοξία της εποχής έλεγε ότι η οικονομική ύφεση θα θεραπευόταν από μόνη της και ότι κάθε κρατική παρέμβαση θα έκανε τα πράγματα χειρότερα. Από τη στιγμή που τα μεροκάματα θα έπεφταν αρκετά, οι επιχειρηματίες θα έσπευδαν να κάνουν προσλήψεις προσδοκώντας σε ικανοποιητικά κέρδη, οπότε οι μισθωτοί θα έσπευδαν και αυτοί να καταναλώσουν περισσότερα και όλη η οικονομία θα έμπαινε σε έναν ενάρετο κύκλο.

Κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος της κυρίαρχης σχολής σκέψης ήταν ο υπουργός Οικονομικών Αντριου Μέλον. Συμπτωματικά, ο Ρεπουμπλικανός πολιτικός ήταν ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Αμερικής: γόνος τραπεζίτη, επεκτάθηκε σε βιομηχανικές δραστηριότητες στην παραγωγή πετρελαιοειδών, τη χαλυβουργία, τα ναυπηγεία και τις οικοδομές. Στα μέσα της δεκαετίας του 1920, ήταν ο τρίτος Αμερικανός, ως προς το προσωπικό εισόδημα, μετά τον Τζον Ροκφέλερ και τον Χένρι Φορντ.

Η απάντηση του Μέλον στο κραχ του 1929 ήταν μια πολεμική κραυγή υπέρ της «εκκαθάρισης» πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού και βιομηχανικού εξοπλισμού. «Πρέπει να εκκαθαρίσουμε εργατική δύναμη, μετοχές, αγρότες, ακίνητα… να απαλλάξουμε το σύστημα από όλη τη σαπίλα του» δήλωσε με χαρακτηριστικό κυνισμό, για να προσθέσει: «Το υψηλό κόστος της ζωής και το υψηλό επίπεδο διαβίωσης θα πέσουν αναγκαστικά.

Οι άνθρωποι θα δουλεύουν πιο σκληρά, θα ζουν πιο ηθικά. Οι αξίες θα ανυψωθούν και οι επιχειρηματικοί άνθρωποι θα μαζέψουν τα ερείπια των λιγότερο ανταγωνιστικών».
Αυτό το υψηλό, ανθρωπιστικό όραμα του μεγαλοεπιχειρηματία – πολιτικού δεν δικαιώθηκε από τις εξελίξεις. Παρά τη δραματική «εκκαθάριση», η βιομηχανική παραγωγή έπεσε κατά 30% μέσα σε ένα χρόνο και η ανεργία ανέβηκε από 3% σε 16%. Ο Μέλον παρέσυρε στην κατάρρευση την κυβέρνηση Χούβερ και έμεινε στην Ιστορία ως ένας από τους πλέον μισητούς πολιτικούς στην ιστορία της Αμερικής.

[3] Charles Poor «Charlie» Kindleberger (12 Οκτωβρίου 1910 – 7 Ιουλίου 2003): ιστορικός οικονομολόγος και συγγραφέας περισσότερων από 30 βιβλίων. Το βιβλίο του Manias, Panics, and Crashes, το 1978, σχετικά με τις κερδοσκοπικές φούσκες στο χρηματιστήριο, ανατυπώθηκε το 2000 μετά την φούσκα dot-com. Είναι γνωστός για την θεωρία του περί ηγεμονικής σταθερότητας.

Πηγή : http://en.wikipedia.org/wiki/Charles_P._Kindleberger

to synoro blog

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...