.
Με το τεστ κοπώσεως των 124 ευρωπαϊκών τραπεζών,
το οποίο σχεδιάζει να έχει ολοκληρώσει έως τα τέλη Νοεμβρίου του 2014 η
ΕΚΤ, πριν αναλάβει την επίβλεψη τους, φαίνεται να γίνεται ένα ακόμη
βήμα, με στόχο την τραπεζική ενοποίηση – την οποία φυσικά «απεύχεται» η
Γερμανία, γνωρίζοντας το τεράστιο μέγεθος των τραπεζικών προβλημάτων στη Ισπανία, στην Ιταλία, στην Ολλανδία κοκ.
Ανεξάρτητα όμως από τη στάση της
Γερμανίας, δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κανείς ποιόν ακριβώς ωφελεί αυτό
το τεστ – παρά το ότι, σύμφωνα με το διοικητή της ΕΚΤ, σκοπός είναι η
διαφάνεια, έτσι ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών στις ευρωπαϊκές τράπεζες (οι οποίες αύξησαν τα κεφάλαια τους κατά 225 δις €, ενώ βοηθήθηκαν με ακόμη 275 δις € από τα κράτη).
Επειδή δεν ξεχνάμε λοιπόν ότι, ο
κ.Draghi είναι πρώην στέλεχος της Goldman Sachs, αναρωτιόμαστε ποιος θα
κερδίσει πραγματικά από την επιδιωκόμενη διαφάνεια – πόσο μάλλον όταν οι τράπεζες
δεν αποτελούν μία ταυτόσημη ομάδα, η οποία έχει κοινά συμφέροντα.
Αντίθετα, ο ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών είναι «δολοφονικός», ενώ το
περιβάλλον, στο οποίο δραστηριοποιούνται, μοιάζει μεταφορικά με μία
πισίνα καρχαριών, στην οποία ο ένας καρχαρίας πολεμάει μέχρι θανάτου με
τον άλλο.
Αναλυτικότερα, η μία τράπεζα μπορεί να
«δολοφονήσει» την άλλη μέσα σε μία νύχτα – γεγονός που αποδείχθηκε από
τις μέχρι σήμερα «ξαφνικές χρεοκοπίες» των μικρότερων, όταν οι μεγάλες
σταμάτησαν να τις τροφοδοτούν με ρευστότητα.
Τον τελευταίο καιρό δε, η διατραπεζική
αγορά έχει πάψει να λειτουργεί – αφού καμία τράπεζα δεν δανείζει επίσημα
την άλλη, λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης μεταξύ τους. Την ίδια στιγμή, ο
χρηματοπιστωτικός τομέας γίνεται όλο και πιο αδιαφανής, λόγω της ύπαρξης
των σκιωδών τραπεζών – μέσω των οποίων οι «διασυνδέσεις» των επίσημων
τραπεζών διατηρούνται κρυφές.
Περαιτέρω, οι πιστώσεις προς την πραγματική οικονομία
δεν αποτελούν πλέον το πραγματικό πεδίο μάχης των τραπεζών – αφού ο
πόλεμος μεταξύ τους διεξάγεται με τα παράγωγα, μέσω των οποίων
στοιχηματίζει η μία τράπεζα εναντίον της άλλης, με «κοινό εχθρό» τους
πελάτες τους. Άλλωστε η ύφεση, στην οποία έχει βυθιστεί η Ευρώπη, σε
συνδυασμό με τη συνεχώς αυξανόμενη ανεργία, λειτουργούν αρνητικά ως προς
την παροχή πιστώσεων εκ μέρους των τραπεζών – για τις οποίες πλέον η
συγκεκριμένη διαδικασία είναι ζημιογόνα και την αποφεύγουν.
Είναι δεδομένο λοιπόν το ότι, η μάχη
μεταξύ των τραπεζών θα συνεχίσει να διεξάγεται στον τομέα των παραγώγων –
στον οποίο τα κέρδη είναι μεγάλα, ενώ λειτουργεί με πλήρη αδιαφάνεια,
εντός μίας μη ελεγχόμενης, σκοτεινής αγοράς.
Στην προκειμένη περίπτωση, γνωρίζοντας
ότι η επένδυση στα παράγωγα (στον πίνακας που ακολουθεί, τα συμβόλαια
παραγώγων των 25 μεγάλων παικτών), είναι ουσιαστικά ένα στοίχημα, το
οποίο όμως είναι καλύτερα να μην στηρίζεται στην τύχη, ο πραγματικός
κυρίαρχος του παιχνιδιού είναι όποιος εξασφαλίζει εσωτερική πληροφόρηση –
αυτός δηλαδή που έχει στη διάθεση του μυστικές πληροφορίες για το
εκάστοτε θύμα ή αντίπαλο του, γνωρίζοντας τα αδύνατα του σημεία.
.
.
Κατ’ επέκταση, το τεστ κοπώσεως των
ευρωπαϊκών τραπεζών, εξασφαλίζει στις μεγάλες επενδυτικές τράπεζες την
εσωτερική τους πληροφόρηση, σχετικά με τους ισολογισμούς των αντιπάλων ή
των υποψηφίων θυμάτων τους – αποτελώντας ουσιαστικά μία αξιολόγηση της
οικονομικής τους κατάστασης (Due Diligence), η οποία είναι ορατή μόνο
στους «γύπες» του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ενώ πληρώνεται με τα
χρήματα των φορολογουμένων πολιτών.
Απλούστερα, ο μελλοντικός αγοραστής μίας
τράπεζας παίρνει δωρεάν στοιχεία που αφορούν την οικονομική της
κατάσταση, τα μυστικά της, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της,
χωρίς να τα γνωρίζουν όλοι εκείνοι οι «ανόητοι», οι οποίοι αγοράζουν τις
μετοχές των τραπεζών από τα χρηματιστήρια – έχοντας τη δυνατότητα είτε
να την εξαγοράσει, είτε να τη χρεοκοπήσει, είτε να κερδίσει μέσω της αγοράς παραγώγων τόσο από την εξαγορά εκ μέρους τρίτων, όσο και από τη χρεοκοπία της.
Στα πλαίσια αυτά, οι αξιολογήσεις των
ελληνικών τραπεζών εκ μέρους της Black Rock δεν είναι τόσο «αγγελικές»,
ούτε προς το συμφέρον της πατρίδας μας, όσο ίσως πιστεύουμε – έχοντας
εντελώς άλλες σκοπιμότητες.
Περαιτέρω, οι δυνατότητες κερδοσκοπίας
εκ μέρους των μεγάλων επενδυτικών τραπεζών είναι τεράστιες, κυρίως σε
συνδυασμό με το ότι, οι μεγάλοι τραπεζίτες έπεισαν τους πολιτικούς να
εγγυηθούν, μέσω του κράτους και άρα των φορολογουμένων πολιτών, τα
παράγωγα – ένα σκάνδαλο άνευ προηγουμένου, το οποίο όμως διατηρείται
κρυφό, αφού δεν έχει δημοσιοποιηθεί. Τα παράγωγα λοιπόν μετατράπηκαν σε
«σίγουρα λιμάνια», σε ασφαλείς τοποθετήσεις δηλαδή, μέσω της ψήφισης
μίας σειράς νόμων.
Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο ήταν προϋπόθεση να αλλαχθεί η νομοθεσία «περί αφερεγγυότητας των τραπεζών» – το πτωχευτικό τους δίκαιο.
Σύμφωνα με το νέο θεσμικό πλαίσιο λοιπόν, εάν μία τράπεζα έχει στην
ιδιοκτησία της χρεόγραφα, τα οποία απόκτησε μέσω των παραγώγων (όπου για
να αγοράσει κανείς 100 €, χρειάζεται συχνά αρκετά λιγότερα από 10 €),
μπορεί να τα παρακρατήσει, στην περίπτωση που η άλλη τράπεζα, από την
οποία τα αγόρασε, χρεοκοπήσει.
Το πλεονέκτημα αυτής της νομοθεσίας, η
οποία είναι ουσιαστικά συνώνυμη με τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων
χωρίς δικαστική απόφαση, είναι το ότι, η πιστώτρια τράπεζα
αντιμετωπίζεται πλεονεκτικά, «κατά προτίμηση» – όπως, για παράδειγμα, τα δάνεια του ΔΝΤ, η εξόφληση των οποίων προηγείται από κάθε τι άλλο.
Στο κλασσικό πτωχευτικό δίκαιο, με
εξαίρεση το προσωπικό μίας εταιρείας, όλοι οι πιστωτές της, όλοι αυτοί
δηλαδή στους οποίους μία επιχείρηση, η οποία χρεοκοπεί, οφείλει χρήματα,
έχουν τα ίδια δικαιώματα – όσον αφορά τα έσοδα που θα προκύψουν από την
εκκαθάριση της.
Με βάση όμως την καινούργια νομοθεσία,
αυτός που κερδίζει είναι μόνο η πιστώτρια τράπεζα – ενώ όλοι οι άλλοι
δανειστές χάνουν τα χρήματα τους (καταθέτες, ομολογιούχοι, μέτοχοι, δημόσιο, προσωπικό κλπ.).
Στα πλαίσια αυτά, όταν τυχόν χρεοκοπήσει
στο μέλλον κάποια τράπεζα, όπως η Lehman Brothers στο παρελθόν, οι
μεγάλοι κερδισμένοι θα είναι εκείνες οι άλλες τράπεζες, οι οποίες θα την
έχουν δανείσει με τη βοήθεια των παραγώγων.
Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι, όταν θα
κλείνει μία τράπεζα, οι υπόλοιπες θα μεγαλώνουν, μέχρι τελικά να
απομείνει μία: ο μεγάλος νικητής – ενώ στο διάγραμμα που ακολουθεί
φαίνονται οι ανάγκες τραπεζών, με κριτήριο ένα πιο ρεαλιστικό σενάριο
«Βασιλείας ΙΙΙ».
.
.
Συνεχίζοντας, οι μεγάλοι παίκτες της
τραπεζικής και επενδυτικής αγοράς (Goldman Sachs, Barclays, JP-Morgan,
Deutsche Bank, Silver Point, Black Rock κλπ.), είναι οι διεκδικητές της
πρώτης θέσης – κατασπαράζοντας όσες μικρότερες μπορούν και προσέχοντας
να μην κατασπαραχθούν οι ίδιες.
Με δεδομένο δε το ότι, στην Ευρώπη
υπάρχουν σήμερα 8.000 χρηματοπιστωτικά ινστιτούτα (9.500 πριν από δέκα
χρόνια), ο αριθμός των οποίων σχεδιάζεται να μειωθεί επειδή θεωρούνται
πάρα πολλές, το μεγάλο φαγοπότι είναι εξασφαλισμένο – κυρίως για εκείνον που θα εξασφαλίζει γρηγορότερα από τους αντιπάλους του την εσωτερική πληροφόρηση.
Άλλωστε, η γνώση είναι δύναμη – πόσο
μάλλον όταν αφορά στοιχήματα, τα κέρδη από τα οποία είναι τεράστια. Στο
σημείο αυτό βέβαια και ειδικά στην Ευρώπη, η υπεροχή της Goldman Sachs
είναι αναμφισβήτητη – αφού δύο στελέχη της ευρίσκονται στη διοίκηση της
ΕΚΤ (M.Draghi, M.Carney).
Ολοκληρώνοντας, οι παραπάνω εξελίξεις
είναι πολύ σημαντικές για τους καταθέτες – αφού, εάν τυχόν χρεοκοπήσει η
τράπεζα που έχουν τις αποταμιεύσεις τους, θα είναι αυτοί οι μεγάλοι
χαμένοι.
Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται σήμερα από τη χρεοκοπία του Ντιτρόιτ –
όπου οι δύο μεγάλες τράπεζες, οι οποίες το έχουν δανείσει (Bank of
America, UBS), απολαμβάνουν το καθεστώς του «προτιμώμενου πιστωτή».
Απλούστερα, είναι οι πρώτες που εισπράττουν χρήματα από τη ρευστοποίηση
της πτωχευτικής περιουσίας – προηγούμενες ακόμη και των συνταξιοδοτικών
ταμείων.
Πηγή :
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου