6 Ιουλ 2012

Εθνικισμός και Αριστερά στην Ελλάδα


Γράφει ο Νίκος Χρυσολωράς

Η σχέση του εθνικισμού με την αριστερά στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη αποτελεί ένα προβληματικό ζήτημα. Αφ’ενός μεν η αριστερή ορθοδοξία καταδικάζει τον εθνικισμό, αφ’ ετέρου δε, μεγάλες μορφές τής συντάσονται με εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Από τη μία πλευρά η κομμουνιστική αριστερά αρθρώνει ένα λόγο που έχει πολλές κοινές συνισταμένες με τα εθνικιστικά κόμματα σε καίρια θέματα[1], και από την άλλη η εκσυγχρονιστική αριστερά- σε μια επίδειξη στρουθοκαμηλισμού- καταδικάζει ένα φαινόμενο που αποφεύγει να κατανοήσει.

 Σε ό,τι αφορά την ελληνική περίπτωση, η εικόνα που διαμορφώνεται είναι ανάλογη με την προαναφερθείσα. Το «διεθνιστικό» Κ.Κ.Ε. καταγγέλει τον «ξένο παράγοντα», τον «Αμερικανικό δάκτυλο», το σχέδιο Ανάν, και την «Ευρωπαϊκή Ένωση», με μια ρητορική που θυμίζει -στην καλύτερη περίπτωση- εθνικιστικές εξάρσεις της Κεντροδεξιάς. Πρώην και νυν υποστηρικτές του, συμπεριλαμβανομένων και στρατευμένων αριστερών καλλιτεχνών και διανοουμένων, εντάσσονται κατά κοινή ομολογία στο εθνικιστικό ιδεολογικό ρεύμα των «νεορθοδόξων».[2] 

Η εκσυγχρονιστική αριστερά με τη σειρά της απορρίπτει μετα βδελυγμίας τον εθνικισμό, και τον εντάσει στα κατάλοιπα μιας αναχρονιστικής «παρωχημένης» κουλτούρας που νομοτελειακά θα εξαφανιστεί με τον προοδευτικο εξευρωπαϊσμό και εκδυτικισμό της Ελλάδας, παραβλέποντας το γεγονός ότι ο εθνικισμός και δυτικό, αλλά και νεωτερικό φαινόμενο είναι. Η σχηματική αυτή χαρτογράφηση του αριστερού ιδεολογικού τοπίου σε σχέση πάντα με τον εθνικισμό δεν επιχειρεί βέβαια να ισοπεδώσει τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των διανοουμένων και των πολιτών του χώρου, ούτε αρνείται την ύπαρξη άλλων τάσεων στο εωτερικό της αριστεράς. 

Αποτελεί απλώς μια –υποκειμενική πάντα- καταγραφή των κυρίων τάσεων με βάση το δημόσιο λόγο που αρθρώνεται στην Ελλάδα μέσα από βιβλία, ΜΜΕ, δημόσιες συζητήσεις, κ.λ.π. Και για να μην παραξηγηθεί ως καταγγελτική η προηγούμενη παράγραφος, θα πρέπει να διευκρινίσουμε τι εννοούμε όταν αναφερόμαστε σε εθνικιστές: με τον όρο αυτό δεν αναφερόμαστε- αποκλειστικά τουλάχιστον- σε ακροδεξιούς ή αντισημίτες, αλλά σε οποιοδήποτε θεωρεί εαυτόν Έλληνα, ή θεωρεί ότι ο κόσμος χωρίζεται σε πολιτιστικά και πολιτικά σαφώς προσδιορισμένα έθνη, ανάμεσα στα οποία υπάρχει και το ελληνικό. Όπως γίνεται κατανοητό, ο ορισμός αυτός θεωρεί εθνικιστές την πλειοψηφία του πληθυσμού των Δυτικών κοινωνιών. 

 Εθνικισμός και Κοινωνικές Επιστήμες 

 Η πρόοδος που έχει συντελεστεί τις τελευταίες δεκαετίες στη μελέτη του εθνικισμού είναι αξιοθαύμαστη. Οι σπουδές εθνικισμού ήταν ένας από τους πρώτους τομείς στις κοινωνικές επιστήμες οι οποίοι υϊοθέτησαν μια διεπιστημονική προσέγγιση στο κοινωνικό φαινόμενο το οποίο μελετουν. Τα αναλυτικά εργαλεία και οι κατηγορίες της φιλοσοφίας, της κοινωνιολογίας, της ιστορίας, της ανθρωπολογίας και της πολιτικής επιστήμης και θεωρίας επιστρατεύτηκαν εν πολλοίς επιτυχώς από τους μελετητές του εθνικισμού και κατάφεραν σε σύντομο χρονικό διάστημα να αποδομήσουν με πειστικό τρόπο το εθνικιστικό αφήγημα.

 Κατά την διάρκεια των τελευταίων δύο αιώνων το έθνος αποτέλεσε και αποτελεί τον κατ’ εξοχήν τόπο ατομικής και συλλογικής ταύτισης στις νεωτερικές κοινωνίες. Για τους εθνικιστές, ο κόσμος χωρίζεται σε σαφώς διαχωρισμένα έθνη, μεταξύ των οποίων υπάρχουν εμφανείς πολιτικές, πολιτιστικές και φυλετικές διαφορές. Οι ρίζες των εθνών χάνονται στα βάθη των αιώνων, ενώ ιστορικός σκοπός του έθνους είναι η εκπλήρωση του πεπρωμένου του, η ανάδειξη με κάθε τρόπο του μεγαλείου του λαού του. 

Η ανάπτυξη των εθνικιστικών επιστημών (αρχαιολογία, λαογραφία, φιλολογία) από τον 17ο αιώνα και έπειτα βοήθησε στην «επιστημονική τεκμηρίωση» των προαναφερθέντων εθνικιστικών θέσεων, εξέλιξη μεγίστης σημασίας σε κοινωνίες όπως οι νεωτερικές όπου επιστήμη και αλήθεια συμβαδίζουν και συχνά ταυτίζονται. Οι εθνικές ταυτότητες έγιναν έτσι οικουμενικές και διαταξικές, αναπτύχθηκαν σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου, μεταδόθηκαν και διαιωνίστηκαν μέσω των εκπαιδευτικών συστημάτων και των συλλογικών πρακτικών των κοινωνιών του έθνους-κράτους, οδήγησαν σε μαζικούς πολέμους και γενοκτονίες, σ’ επαναστάσεις και εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες, έδωσαν νόημα στο συμβολικό σύμπαν της νεωτερικότητας και δικαιολόγησαν πολλές εκφάνσεις πολιτικής και κοινωνικής δράσης.

 Η οικουμενικότητα του εθνικισμού δεν περιορίστηκε βέβαια μόνο στα λαϊκά στρώματα. Η διανόηση, συμπεριλαμβανομένων και των κοινωνικών επιστημών, όχι μόνο πείστηκε από τον εθνικιστικό λόγο, αλλά και έδρασε σύμφωνα με τις επιταγές του και τον νομιμοποίησε. Ώσπου, από τη δεακετία του 1960 και έπειτα, αρχίζει σιγά-σιγά να αναπτύσσεται μία κριτική στάση απέναντι στο εθνικιστικό φαινόμενο από την πλευρά της ακαδημαϊκής κοινότητας.

 Η ιστορική, ανθρωπολογική, και κοινωνιολογική έρευνα αρχίζει να υποστηρίζει ότι τα έθνη δεν είναι παρά σχετικά πρόσφατες κοινωνικές κατασκευές του 18ου και του 19ου αιώνα, τρόποι συλλογικής ταύτισης ανάμεσα σε τόσους άλλους που αναπτύχθηκαν ως αποτέλεσμα των συγκεκριμένων αλλαγών που επέφερε η νεωτερικότητα στις Ευρωπαϊκές κοινωνίες αρχικά, και σε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο αργότερα. Παρόλο που υπάρχουν πολλές και σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους θιασώτες αυτής της άποψης, το βασικό επιχείρημα, ότι δηλαδή τα έθνη είναι σύγχρονες και όχι προαιώνιες οντότητες παραμένει το ίδιο. Η προσέγγιση αυτή, η οποία κατέχει ηγεμονική θέση στον τομέα των κοινωνικών επιστημών σήμερα, ονομάστηκε μοντερνισμός (modernism). 

Μοντερνισμός 


 Για τους μοντερνιστές ο εθνικισμός προέκυψε ως απόροια ενός συνδυασμού αλλαγών που επέφερε η νεωτερικότητα στις παραδοσιακές κοινωνίες. Κάθε συγγραφέας, ανάλογα με την οπτική του, δίνει και διαφορετικό βάρος σε κάθε μία απ’ αυτές τις αλλαγές. Το σίγουρο είναι ότι η μετεξέλιξη της οικονομικής οργάνωσης των Ευρωπαϊκών κονωνιών από φεουδαρχικές σε καπιταλιστικές, έφερε στην επιφάνεια μια νέα άρχουσα τάξη, την αστική η οποία δεν απολάμβανε πολιτικών διακιωμάτων αναλόγων της οικονομικής της επιφάνειας.

 Ο εθνικισμός, ο οποίος μεταξύ άλλων υποστηρίζει ότι οι πολιτικές/πολιτιστικές/γεωγραφικές κοινότητες (δηλαδή, τα έθνη) έχουν το δικαιώμα να αυτοδιοικούνται, αποτέλεσε το βασικό ιδεολογικό εργαλείο στα χέρια της αναδυόμενης αστικής τάξης για να δικαιολογήσει το αίτημά της για αλλαγή του πολιτικού συστήματος. Η Γαλλική Επανάσταση θεωρείται η αποκορύφωση αυτού του αιτήματος για αλλαγή. Ο εθνικισμός είναι λοιπόν άμεσα συνδεδεμένος με το αίτημα για εκδημοκρατισμό ενώ κύριοι εκφραστές του δεν είναι αντιδραστικοί αντισημίτες, αλλά φιλελεύθεροι και προοδευτικοί διανοούμενοι. 

Αυτή η εξήγηση δεν είναι βέβαια αρκετή. Όπως προείπαμε, ο εθνικισμός είναι ένα καθολικό φαινόμενο με το οποίο ταυτίστηκαν ολόκληρες κοινωνίες και όχι μόνο η –μειοψηφούσα τότε- αστική τάξη. Σ’ένα δεύτερο επίπεδο λοιπόν, πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας από την αναδιοργάνωση των σχέσεων παραγωγής (καπιταλισμός), στην ανάπτυξη καινούργιων μέσων παραγωγής. Σ’αυτο το σημείο δίνουν έμφαση και οι δύο μεγάλοι μελετητές του εθνικισμού, ο Gellner (1997) και ο Anderson (1991).

 Σύμφωνα με τον Gellner, η παρακμή του φεουδαρχικού συστήματος και η δημιουργία συγκεντρωτικών κρατών με ανεπτυγμένα γραφειοκρατικά συστήματα και σαφή γεωγραφικά όρια έφερε στο προσκήνιο την ανάγκη για συστηματοποίηση των διαφόρων διαλέκτων της Ευρώπης ώστε να καθίσταται δυνατή η επικοινωνία ανάμεσα στους γραφειοκράτες των διαφόρων περιοχών του κράτους. Είναι χαρακτηριστικό ότι την εποχή της γαλλικής επανάστασης, μόνο 10% των κατοίκων του υποτιθέμενου γαλλικού έθνους μιλούσε γαλλικά. Ο υπόλοιπος πληθυσμός μιλούσε διάφορες τοπικές διαλέκτους (patois) οι οποίες υπονομεύθηκαν και τελικά εγκαταλείφθηκαν- συχνά με τη βία- για χάρη των «επίσημων» γαλλικών.

 Παρόμοια φαινόμενα έλαβαν χώρα και στην Ιταλία μετά την ενοποίηση, στην Βρετανία όπου γλώσσες ολόκληρες όπως τα Ουαλλικά σχεδόν ξεχάστηκαν, στην Ισπανία, αλλά και στην Ελλάδα με την επιβολή της καθαρεύουσας. Η αλματώδης ανάπτυξη της τυπογραφίας, αυτή που ο Anderson ονομάζει «print capitalism», έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο σ’αυτές τις προσπάθειες ομαλοποίησης και συστηματοποίησης των εθνικών γλωσσών με σκοπό την εύρυθμη λειτουργία του κράτους.

 Οι επίσημες διάλεκτοι διαδόθηκαν μέσω του γραπτού λόγου, τόσο του δημοσιογραφικού όσο και του λογοτεχνικού, και εμπεδώθηκαν με την εγκαθίδρυση ενιαίων εθνικών εκπαιδευτικών συστημάτων. Η σημασία της γλωσσικής ομοιομορφίας γίνεται εμφανής από τη έμφαση που προσδίδουν οι εθνικιστές στην ύπαρξη μιας κοινής γλώσσας που ενώνει τους πολίτες και πιστοποιεί την ύπαρξη ενός έθνους. Εν τούτοις, τα δύο αυτά επίπεδα ανάλυσης μας εξηγούν μονάχα την ύπαρξη των αναγκαίων εκείνων συνθηκών που επέτρεψαν την ανάπτυξη και τη διάδοση της εθνικιστικής ιδεολογίας.

 Το μοντερνιστικό παράδειγμα είναι άκρως κατατοπιστικό όσον αφορά την παραγωγή του εθνικιστικού λόγου, αλλά δεν μας λέει πολλά όσον αφορά το γιατί αυτός ο λόγος «καταναλώθηκε» απ’ τις κοινωνίες. Σ’αυτό το τελευταίο ερώτημα έχουν δωθεί, κατά κύριο λόγο, δύο απαντήσεις: η μαρξιστική και η εθνο-συμβολική. Ο μαρξισμός, ο οποίος και ιστορικά αντιμετώπισε πολλά προβλήματα στην κατανόηση και εκτίμηση της ισχύος του εθνικισμού, αποδίδει τον εθνικιστικό φαινόμενο στην προσπάθεια των «ελίτ» να αποπροσανατολίσουν τις «μάζες» από τα πραγματικά τους συμφέροντα μέσω της κατασκευής και επιβολής πλαστών συμβόλων και παραδόσεων.

 Το να αποδίδουμε όμως το πιο σημαντικό, το πιο διαχρονικο, οικουμενικό, και διαταξικό κοινωνικό φαινόμενο των τελευταίων δύο αιώνων σε σκοτεινές ελίτ που συνειδητά και οργανωμένα καταστρώνουν σχέδια για το πώς θα χειραγωγήσουν άβουλες μάζες οι οποίες δεν γνωρίζουν τα πραγματικά τους συμφέροντα είναι τουλάχιστον υπεραπλούστευση.

 Εξάλλου, επιφανείς προσωπικότητες του σοσιαλιστικού κινήματος, από τον Lenin μεχρι τον Otto Bauer, θεώρησαν τους εθνικοαπελευθερωτικούς-εθνικιστικούς αγώνες ως προοδευτικές πράξεις αντίστασης ενάντια στην αποικιοκρατία, ενώ πολλά σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κόμματα συντάχθηκαν και πρωτοστάτησαν σε εθνικούς (και άρα εθνικιστικούς) πολέμους. Δεδομένων λοιπών των αδυναμιών του μαρξισμού ως προς την εξήγηση του εθνικιστικού φαινομένου, θα στρέψουμε την προσοχή μας στον εθνοσυμβολισμό και στις λύσεις που αυτή η θεωρία προτείνει για μια πληρέστερη κατανόηση του εθνικισμού. 

 Εθνοσυμβολισμός

 Ο εθνοσυμβολισμός ως αναλυτικό Παράδειγμα στις σπουδές εθνικισμού αναπτύχθηκε κυρίως στο London School of Economics γύρω απ’τον Anthony Smith και τους μαθητές του. Ο Smith, αφού προηγουμένως δέχεται τις βασικές θέσεις του μοντερνισμού, ανακατευθύνει τη συζήτηση περί εθνικισμού από το πεδίο της πολιτικής και της οικονομίας στο πεδίο της κουλτούρας και των ιδεών. Βασική θέση του Smith είναι ότι ο λόγος που ο εθνικισμός έγινε ηγεμονική ιδεολογία στη νεωτερικότητα είναι το γεγονός ότι προηγούμενες ταυτίσεις (και κυρίως η θρησκευτική ταύτιση) υπέστησαν μια σοβαρότατη κρίση νομιμοποίησης στη νεωτερικότητα. 

Η επιστήμη και ο ορθός λόγος σκότωσαν την πίστη στο Θεό και άφησαν τον άνθρωπο μόνο με τα τα βασανιστικά υπαρξιακά του ερωτήματα. Ο εθνικισμός, η πίστη στην υπερβατική και μεταφυσική ιδέα του έθνους αντικατέστησε το Θεό και έγινε η θρησκεία των νέων χρόνων. Η πραγμάτωση του εθνικού πεπρωμένου έγινε το παυσίλυπο εκείνο που βοήθησε τις κοινωνίες να ξεπεράσουν τα προβλήματα που επέφερε ο κλονισμός της πίστης στη μετά θάνατο ζωή. Όμως η μετάβαση από την παραδοσιακή θρησκευτική κοινωνία στην μοντέρνα εθνικιστική δεν έγινε εν κενώ.

 Ο Smith επιμένει ότι βασικό ρόλο στη νομιμοποίηση της εθνικιστικής ιδεολογίας έπαιξε η ύπαρξη παραδοσιακού πολιτιστικού υλικού στις κοινωνίες οι οποίες αργότερα έγιναν έθνη. Οι κοινές παραδόσεις, τα ήθη, τα έθιμα, η θρησκεία, τα οποία ενυπήρχαν στις παραδοσιακές κοινότητες (εθνότητες) πολιτικοποιήθηκαν και αποτέλεσαν τον πολιτιστικό κορμό των εθνών. Η δύναμη του πολιτισμικού αυτού πυρήνα ο οποίος προϋπήρχε των εθνών και καθόριζε τη ζωή των ανθρώπων πολύ πριν την εμφάνιση του εθνικισμού εγγυήθηκε την ομαλή μετάβαση από την παραδοσιακή στην νεωτερική κοινωνία ενώ παράλληλα χάρισε στον εθνικισμό την αναγκαία ιδεολογική και ψυχολογική ισχύ για να διαπεράσει κάθε κοινωνικό στρώμα.

 Η θέση αυτή έχει συχνά παρεξηγηθεί καθώς φαίνεται να συγκλινει προς μία διαχρονική προσέγγιση στην έννοια του έθνους. Παρόλα αυτά, ο εθνοσυμβολισμός δεν ισχυρίζεται ότι τα έθνη προυπήρχαν του εθνικισμού. Αυτό που προύπηρχε ήταν πολιτισμικές κοινότητες (εθνότητες και όχι έθνη), με κοινά έθιμα, κουλτούρα και παραδόσεις οι οποίες πολιτικοποιήθηκαν για να νομιμοποιήσουν τον εθνικισμό. Η «φαντασιακή κατασκευή» των εθνικών κοινοτήτων δηλαδή βασίστηκε σε προϋπάρχουσες αντικειμενικές συνθήκες. Η εθνοσυμβολική προσέγγιση είναι απαραίτητη για να κατανοήσουμε πώς ο εθνικισμός κατάφερε να παρουσιάσει τα έθνη ως προαιώνια, αλλά και πώς κέρδισε τίς «καρδιές» των ανθρώπων χρησιμοποιώντας τις ίδιες τους τις παραδόσεις. 

 Ο Εθνικισμός Σήμερα 

 Είδαμε λοιπόν στις προηγούμενες δύο ενότητες πως η σύγχρονη κοινωνική επιστήμη αμφισβήτησε και κατέρριψε τις βασικές θέσεις της εθνικιστικής ιδεολογίας. Το ερώτημα που ανακύπτει σ’αυτό το σημείο είναι φυσικά γιατί ο εθνικισμός επιμένει ακόμη και σήμερα. Γιατί, δύο και πλέον αιώνες μετά την εμφάνιση του, παραμένει η κύρια μορφή συλλογικής ταύτισης; Η απάντηση σ’αυτό το ερώτημα είναι αρκετά πολύπλοκη καθώς δεν είναι ένας μόνο παράγοντας που συνέβαλε στη διατήρηση και ενδυνάμωση του εθνικισμού, αλλά ένας συνδυασμός παραγόντων.

 Πρώτα απ’ όλα, οι συνθήκες που συνέδραμαν στην εμφάνιση του εθνικισμού δεν έχουν ακόμη εξαφανιστεί. Παρόλες τις πολυσχιδείς εκφράσεις πνευματισμού και τα διαρκώς αυξανόμενα New Age κινήματα, η εποχή του ορθού λόγου και της γνώσης δεν έχει ακόμη παρέλθει.[3] Η επιστήμη και οι νέες τεχνολογίες κατέχουν ακόμη κυρίαρχο ρόλο στη ζωή μας χωρίς όμως να μπορούν να προσφέρουν καμία σιγουριά μπροστά στις αβεβαιότητες και τις διακινδυνέυσεις του σύγχρονου κόσμου ή κάποια παρηγοριά για τις υπαρξιακές αγωνίες που έφερε στο φως ο θάνατος του Θεού. 

Το έθνος, οντότητα υπερβατική, μεταφυσική και αιώνια για τους πιστούς του, λειτουργεί ως νοηματοδότης στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου και καλύπτει μερικώς το κενό που άφησε ο κλωνισμός της πίστης στη μετά θάνατο ζωή. Το «μεγαλείο», η «εκπλήρωση του πεπρωμένου του έθνους» αντικατέστησε την ιδέα του παραδείσου στις δυτικές κοινωνίες.[4] Πέραν αυτού, πρέπει να σημειώσουμε ότι το έθνος-κράτος συνοδοιπόρος και αλληλεξαρτώμενη με τον εθνικισμό οντότητα στην νεωτερικότητα, παραμένει η κύρια μορφή πολιτικής οργάνωσης. 

Παρά την ανάπτυξη διεθνών οργανισμών και κινημάτων, και παρά τη διαμόρφωση όλων αυτών των πολυσύνθετων διεργασιών που ονομάζουμε παγκοσμιοποίηση, το έθνος-κράτος ήταν και παραμένει ο κύριος εκφραστής πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος, ο αποδέκτης κοινωνικών αιτημάτων, αλλά και το βασικό σημείο αναφοράς στην οργάνωση των κοινωνιών. Καθώς έθνος και κράτος συχνά ταυτίζονται στις συλλογικές συνειδήσεις ακόμη και πολυπολιτισμικών κοινωνιών, η διαιώνιση της κρατικής μορφής πολιτικής οργάνωσης διαιωνίζει με τη σειρά της τον εθνικισμό.

 Η σχέση μεταξύ έθνους και κράτους είναι αμφίδρομη: ο εθνικισμός νομιμοποιεί την εξουσία του έθνους-κράτους, ενώ το τελευταίο με τη σειρά του διαδίδει τον εθνικισμό και του προσδίδει θεσμική υπόσταση.[5] Φυσικά, δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας και η διάσταση της καθημερινής πρακτικής. Απ’τη στιγμή που εθνικιστικές πρακτικές (παρελάσεις, εθνικές γιορτές, κ.λ.π.) έγιναν ηγεμονικές, θεσπίστηκαν επίσημα στις νεωτερικές κοινωνίες και αποτέλεσαν μέρος της καθημερινής ζωής των ανθρώπων, κατάφεραν να αυτοαναπαραχθούν είτε με τη βοήθεια του κράτους είτε και χωρίς αυτήν. 

Έτσι, ο εθνικισμός απέκτησε μια αυτοαναπαραγωγική ικανότητα που, ελλείψη μάλιστα ικανού αντιπάλου ιδεολογήματος, τον βοήθησε να επιβιώσει άνετα εώς και τις μέρες μας. Σ’αυτό το σημείο υπεισέρχεται στην ανάλυσή μας και η Λακανική έννοια της απόλαυσης, η οποία αποδεικνύεται ιδιαίτερα χρήσιμη για την κατανόηση τόσο της φύσης όσο και της διαχρονικότητας του εθνικισμού. Όπως σωστά έχουν ισχυριστεί στις μελέτες τους για τον εθνικισμό οι Žιžek (2002) και Μπρατσής (2003), η κατηγορία της απόλαυσης μπορεί να εξηγήσει μια σειρά από πρακτικές που σχετίζονται με τον εθνικισμό. Για τον Άκη Μπρατσή, το μπέιζμπολ, το χοτντογκ, η Σεβρολέτ, η μηλόπιτα κ.α. αποτελούν σύμβολα της Αμερικανικής εθνικής ταυτότητας. 

Τα καθημερινά τελετουργικά που σχετίζονται μ΄αυτά τα σύμβολα είναι πηγές εθνικής απόλαυσης οι οποίες ενδυναμώνουν και αναπαράγουν τον Αμερικανικό εθνικισμό. Οι πολίτες απολαμβάνουν την Αμερικανική μηλόπιτα, τα χοτντογκ, ή ένα ματς μπέιζμπολ όχι ως αποκομμένες και άσχετες μεταξύ τους δραστηριότητες, αλλά ως πρακτικές του «Αμερικάνικου τρόπου ζωής». Σύμφωνα με τον Zizek, στον πυρήνα της εθνικιστικής φαντασίωσης βρίσκεται η πεποίθηση ότι οι αλλοεθνείς δεν μπορούν να μετέχουν ή ακόμη και να κατανοήσουν τον τρόπο με τον οποίο «εμείς» απολαμβάνουμε. 

Μ’άλλα λόγια, για να αναφερθούμε και στην ελληνική περίπτωση, ο «ξένος» δεν μπορεί να απολαύσει ή και να καταλάβει όπως θα έπρεπε τους ελληνικούς χορούς, το φαγητό, την ελληνική μουσική, τον τρόπο με τον οποίο «εμείς οι Έλληνες διασκεδάζουμε». Γι’αυτό και «δεν είναι ένας από μάς». Όμως, παρά τη ναρκισσιστική αυταρέσκεια των εθνικιστών οι οποίοι εκθειάζουν την μοναδικότητα και τα είδικά χαρακτηριστικά του έθνους τους από τα οποία αντλούν απόλαυση (π.χ., το ελληνικό «μεράκι», το «φιλότιμο», τα «μεζεδάκια μας και οι ζεϊμπεκιές μας»[6]), η εθνικιστική ουτοπία αποδυκνείεται πάντα χίμαιρα.

 Η «ώρα του μεγαλείου του έθνους» δεν έρχεται ποτέ και η απόλαυση παραμένει λειψή. Σ΄αυτό το κομβικό σημείο της απογοήτευσης βρίσκει πρόσφορο έδαφος το εθνικιστικό μίσος για ν΄αναπτυχθεί. Η απογοήτευση μεταβιβάζεται και προβάλεται στον «Άλλον», ο οποίος κατηγορείται για τη δική μας -καταστατική εν τέλει- έλλειψη. Το έθνος μας και εμείς ως λαός δεν μεγαλουργούμε αφού οι «Άλλοι» μας υπονομεύουν κλέβοντάς μας την απόλαυση που δικαιωματικά μας ανήκει. «Φταίνε οι μετανάστες που μας κλέβουν τις δουλειές», οι «Εβραίοι, που συνωμοτούν να κυβερνήσουν τον κόσμο», οι «ξένες δυνάμεις που παρεμβαίνουν στα εσωτερικά μας», οι «γείτονες μας, που αμφισβητούν τα εθνικά μας δίκαια».

 Οι εχθροί βέβαια δεν χρειάζεται να είναι «εξωτερικοί». Καθώς οι έννοιες τόσο του έθνους όσο και του λαού είναι ιδιαίτερα ελαστικές, μπορούν να αντιπαραβληθούν με οτιδήποτε, ανάλογα με την περίσταση. Έτσι, ο «εχθρός» μπορεί να προσωποποιηθεί στους «διεφθαρμένους πολιτικούς και το σαθρό πολιτικό σύστημα τους», στους «δήθεν φιλελεύθερους διανοούμενους», στους κομμουνιστές, στους ομοφυλόφιλους, και γενικά σ΄ολους όσους οι εθνικιστές δεν θεωρούν «ευπατρίδες». Τέλος, η εξηγηση για τη διαχρονικότητα του εθνικισμού θα πρέπει να αναζητηθεί και στο επίπεδο της δόμησης του ιδεολογικού λόγου.

 Αφού κατασκευάστηκε γύρω από μια σειρά από κομβικά σημεία, ο Λόγος του εθνικισμού διαδόθηκε και συντηρήθηκε από πολιτικούς δρώντες οι οποίοι βρίσκονταν και βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση στη νεωτερική πολιτική οργάνωση. Κράτη, εκκλησίες, στρατοί, σχολεία και πανεπιστήμια, τύπος, κ.α., υποστήριξαν, δικαιολόγησαν και νομιμοποίησαν τον εθνικιστικό Λόγο. Όπως είπαμε και στην αρχή, ο Λόγος αυτός ελάχιστα αμφισβητήθηκε μέχρι πρόσφατα από την επιστημονική έρευνα και απ΄την πολιτική δράση. Και μέχρι σήμερα, παρά τις κοσμογονικές αλλαγές που έλαβαν χώρα τον 20ο αιώνα, παραμένει ηγεμονικός.

 Συμπεράσματα 

 Τα συμπεράσματα που θα μπορούσαμε να εξάγουμε απ’αυτή τη σύντομη ανάλυση της προσφοράς των κοινωνικών επιστημών στη μελέτη του εθνικισμού μπορούν σχηματικά να χωριστούν σε δύο κατηγορίες: σε θεωρητικά και πολιτικά. Αρχίζοντας απ’τα θεωρητικά, θα λέγαμε ότι οι περιορισμοί που υφίστανται μέχρι σήμερα στη κατανόηση του εθνικιστικού φαινομένου οφείλονται κατά κύριο λόγο στην αδυναμία των διαφόρων Παραδειγμάτων να δημιουργήσουν μια καθολική θεωρία του εθνικισμού. Τα ερωτήματα που η κάθε σχολή θέτει είναι διαφορετικά και προσαρμοσμένα σε συγκεκριμένα γνωρίσματα του εθνικισμού.

 Μια πιο ολοκληρωμένη θεωρία του εθνικισμού θα απαιτούσε να θέσουμε ταυτόχρονα τρία ερωτήματα: γιατί δημιουργείται ο εθνικισμός σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, πώς ο λόγος του εθνικισμού γίνεται ηγεμονικός, και με ποια κριτήρια μπορεί να αξιολογηθεί η ανθεκτικότητα του στο χρόνο και στις κοινωνικές αλλαγές που αυτός επιφέρει. Πέρα απ’τη μοντερνιστική προσέγγιση, η οποία προσφέρει αξιόπιστες απαντήσεις στο πρώτο ερώτημα, οι μελετητές του εθνικισμού θα πρέπει ίσως να διευρύνουν τους θεωρητικούς ορίζοντες χρησιμοποιώντας λιγότερο δημοφιλείς αλλά ιδιαίτερα χρήσιμες θεωρητικές πηγές όπως αυτή του εθνοσυμβολισμού, της ανάλυσης του λόγου, ή και της ψυχαναλυτικής θεωρίας. 

Μια σύντομη περιγραφή αυτών των προσεγγίσεων στο ανά χείρας άρθρο έδειξε, πιστεύουμε, την αναλυτική τους επάρκεια όσον αφορά τις δυνατότητες εξήγησης της δόμησης του εθνικιστικού λόγου, της (αυτο)αναπαραγωγικής ικανότητας που ο τελευταίος διαθέτει, αλλά και της γοητείας που εξασκεί στους λαούς. Σε ό,τι αφορά το πρακτικό/πολιτικό μέρος των συμπερασμάτων αυτής της εργασίας, σκοπός μας ήταν να ξεδιαλύνουμε μια σειρά από παρεξηγήσεις σχετικά με τον εθνικισμό. Ο εθνικισμός δεν ξεκίνησε ως αντιδραστική ιδεολογία, αλλά αντίθετα ως δημοκρατικό και χειραφετητικό αίτημα της αστικής τάξης. 

Το γεγονός ότι στην πορεία κατέληξε ως συνώνυμο σχεδόν της συντήρησης αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, ένδειξη τόσο της ιστορικής σχετικότητας των εννοιών «πρόοδος» και «αντίδραση», αλλά ταυτόχρονα σχετίζεται και με μια σειρά από άλλους κοινωνιολογικούς παράγοντες: η εθνική ταύτιση, όπως και κάθε συλλογική ταύτιση, εμπεριέχει απαραίτητα και μια πράξη βίας, καθώς απαιτεί τον αποκλεισμό αναρίθμητων άλλων πιθανοτήτων και χαρακτηριστικών που θα μπορούσαν να δομήσουν μία ταυτότητα. Εν τέλει, όλες οι συλλογικές ταυτίσεις απαιτούν τον διαχωρισμό της κοινότητας από τον υπόλοιπο κόσμο, και τον αποκλεισμό των Άλλων από την κοινότητα μας.

 Μία τελείως ανοικτή και δεκτική ταυτότητα που δεν θα αποκλείει τίποτα και κανέναν δεν είναι εφικτή γιατί απλούστατα τότε δεν θα είναι ταυτότητα. Η αντιπαράθεση μεταξύ ημών και των άλλων ήταν και είναι ίδιον κάθε κοινωνίας, και όχι μόνο των εθνικών κοινοτήτων. Η ταύτιση με την πόλη-κράτος, την αυτοκρατορία, τον ηγεμόνα, ή τη θρησκευτική κοινότητα δεν εξαφάνισε τη βία σε κανένα στάδιο της ανθρώπινης ιστορίας. 

Επομένως, ηθικολογικές κρίσεις για καλούς και κακούς εθνικισμούς, ανατολικού (πολιτιστικού) και δυτικού (πολιτικού) τύπου, όχι μόνο δεν επιβεβαιώνονται απ’την ιστορική έρευνα, αλλά και το μόνο που καταφέρνουν είναι να αποπροσανατολίζουν τους επιστήμονες και να δαιμονοποιούν περαιτέρω τους Άλλους. Η ίδια η διάκριση μεταξύ «πατριώτη» και «εθνικιστή», έχει ελάχιστη αναλυτική και πρακτική αξία. Ίσως οι μόνοι λόγοι εξαιτίας των οποίων οι εθνικιστικές κοινωνίες αποδείχθηκαν πιο βίαιες από προηγούμενες μορφές συλλογικής ταύτισης είναι, πρώτον, το γεγονός ότι ο εθνικισμός κατάφερε να κινητοποιήσει ολόκληρες κοινωνίες και όχι μόνο συγκεκριμένες κάστες ή τάξεις, ενώ παράλληλα υπήρχαν και τα τεχνολογικά μέσα που επέτρεψαν την εκδήλωση ακραίων μορφών βίας. 

Εν κατακλείδι, ας μας επιτραπεί να είμαστε σκεπτικιστές για το αν και κατά πόσο θα εξαλειφθεί η διακοινοτική βία εάν παρακμάσει ο εθνικισμός στο μέλλον. Αντίθετα, πολύ πιο αποτελεσματική μέθοδος αντιμετώπισης της πολιτικής βίας είναι η καλλιέργεια ενός άλλου πολιτικού δημοκρατικού ήθους ενδελεχούς κριτικής και αυτοκριτικής, το οποίο θα κλονίσει την πίστη των κοινωνιών στην απολυτότητα των ταυτίσεων και των απόψεων τους. Η κριτική στάση των κοινωνικών επιστημών προς τον εθνικισμό κινείται άλλωστε προς αυτήν την κατεύθυνση.


 [1] Για παράδειγμα, ο πολιτικός λόγος πολλών Ευρωπαϊκών κομμουνιστικών κομμάτων σε ό,τι αφορά τη στάση τους απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ενοποίηση έχει πολλά κοινά σημεία με τις ακροδεξιές εθνικιστικές θέσεις.
 [2] Π.χ. Ζουράρις, Κανέλλη. 
 [3] Άλλωστε, όσοι μιλούν για κρίση της νεωτερικότητας ξεχνούν ότι η αναφορά σε ένα προηγούμενο χρυσό αιώνα της επιστήμης και της γνώσης γεμάτο «Βολταίρους» είναι μάλλον μια υπερβολή. Στην πραγματικότητα, η αμφισβήτητηση της νεωτερικότητας από παραδοσιακά και πνευματικά κινήματα, τη συνοδεύει από τη γέννησή της.
 [4] Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η θρησκεία εξαφανίστηκε ή ότι τείνει προς εξαφάνιση στη Δύση. Σε πολλές περιπτώσεις επιβιώνει (ή και αναβιώνει) και δρα συμπληρωματικά με τον εθνικισμό. Συχνά δηλαδή εθνικιστικά και θρησκευτικά στοιχεία συνυπάρχουν στις εθνικές ιδεολογίες (π.χ. Ελλάδα, ΗΠΑ, όπου το σωτηριολογικό ιδεολόγημα του «περιούσιου λαού» έφερε κοντά τη θρησκεία με το έθνος).
 [5] Για παράδειγμα, τα εθνικά συντάγματα αποτελούν θεσμοθετημένες εκφράσεις της εθνικιστικής ιδεολογίας. 
 [6] Ο εθνικισμός των υποκειμένων δεν είναι απαραίτητο να εκφράζεται με «μπανάλ» πρακτικές όπως οι παραπάνω, αν και τις περισσότερες φορές αυτό συμβαίνει. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του εθνικιστικού παροξυσμού στο Ευρωπαϊκο Κυπέλλο Ποδοσφαίρου που έλαβε χώρα στην Πορτογαλία το καλοκαίρι του 2004, ή στις περιπτώσεις των «ελληνικών επιτυχιών» στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. 

Ήταν φανερό ότι οι επιτυχίες των ελληνικών χρωμάτων ήταν πηγή απόλαυσης για τους Έλληνες, φίλαθλους και μη. Εν τούτοις, ακόμη και η ενασχόληση ενός Έλληνα επιστήμονα του εξωτερικού με την Ελληνική κοινωνία ή την Ελληνική οικονομία μπορεί να αποτελεί ένδειξη εθνικής ταύτισης που προσφέρει απόλαυση. Αν μάλιστα δεχθούμε την θέση του Althusser περί έγκλησης (interpellation), τότε αρκεί να γυρίσουμε το κεφάλι σ’ένα υποτιθέμενο κάλεσμα «hey! You, the Greek guy», όταν βρισκόμαστε π.χ. κάπου στο εξωτερικό, για να θεωρηθούμε εθνικά ταυτισμένοι από ιδεολογικής απόψεως.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...