Ο Κωνσταντίνος Σπέρας (1893-1943)
Ο Κωνσταντίνος Σπέρας (1893-1943), υπήρξε αναρχοσυνδικαλιστής και ένας από τους πρωτοπόρους συνδικαλιστές της εργατικής τάξης στην Ελλάδα.
Στη διάρκεια της ζωής του φυλακίστηκε και εκτοπίστηκε 109 φορές
Γεννήθηκε στη νήσο Σέριφο όπου και καθοδήγησε την μεγάλη απεργία των μεταλλωρύχων του 1916. Συμμετείχε στην ίδρυση της Γενικής Συνομοσπονδίας Ελλήνων Εργατών (ΓΣΕΕ), και εκλέχτηκε μέλος της εποπτικής της Επιτροπής. Εξέδωσε την 15νθήμερη εφημερίδα «Νέα Ζωή» και ίδρυσε το Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα.
Το 1926 κατόπιν ενεργειών του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας διεγράφη από τη ΓΣΕΕ, γιατί υποστήριζε την αυτονομία του Συνδικαλιστικού Κινήματος και αντιτάχθηκε στη συμμετοχή της ΓΣΕΕ στη Διεθνή.
Το 1943, δολοφονείται άγρια (αποκεφαλισμός) από την ΟΠΛΑ.
**********
Η γενναιότητα της πίστης στον άνθρωπο
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΠΕΡΑΣ Η απεργία της Σερίφου.
Ήτοι αφήγησις των αιματηρών σκηνών της 21ης Αυγούστου 1916 εις τα μεταλλωρυχεία του Μεγάλου Λειβαδίου της Σερίφου.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: ΛΕΟΝΑΡΔΟΣ ΚΟΤΤΗΣ - ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ «ΒΙΒΛΙΟΠΕΛΑΓΟΣ, ΣΕΛ. 80 + ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Όσοι από εμάς καταφέρνουν ν' αποκτήσουν εκείνη την ομολογουμένως ακαθόριστη αίσθηση που εντελώς πρόχειρα ονομάζουμε ρεαλισμό, αποδέχονται τον ερασιτεχνισμό κάθε θεωρίας για τη διευθέτηση του κοινωνικού ζητήματος σαν κάτι το εντελώς φυσιολογικό. Στέκονται με σκεπτικισμό απέναντι στις λογικές προτάσεις και στις ρητορικές προβλέψεις.
Πηγαίνουν ψάχνοντας και φαίνεται να αισθάνονται αρκετά άνετα με την ιδέα πως και εκατό φορές να ζούσαμε, πάλι ψάχνοντας θα πηγαίναμε. Ίσως μάλιστα να τους γοητεύει το γεγονός πως δυστυχώς «φεύγουμε» πάνω που αρχίζουμε να μπαίνουμε στο νόημα.
Σύμφωνα με μια πολύ λογική συνέπεια του τρόπου με τον οποίο σκεπτόμαστε, η συμβίωση των ανθρώπων θα μπορούσε να θεμελιωθεί σε αρχές νομικής, οικονομικής και πολιτιστικής δικαιοσύνης. Αλλά, σύμφωνα με την πιο κοινή εμπειρία, γνωρίζουμε πως αμέσως μόλις επιχειρήσουμε να ενεργοποιηθούμε προς αυτή την κατεύθυνση, διαπιστώνουμε πως διαθέτουμε πολύ λίγες ενδείξεις περί της δυνατότητάς της.
Θεμιστοκλής κουζούπης ο πρώτος νεκρός
Η Ιστορία δεν περιέχει κανένα μηχανισμό που να οδηγεί αναγκαστικά σε ορισμένη μορφή κοινωνικής συμβίωσης, όπως ένας μάλλον αφελής Μαρξισμός ισχυρίστηκε. Απομένει εκείνο το πολύ έξυπνο, αλλά εντελώς νεοκαντιανό «πρόταγμα». Είναι αλήθεια πως αν η ιδέα μιας καλύτερης κοινωνίας επιμένει να κυκλοφορεί ανάμεσα στους ανθρώπους, μπορούμε να ελπίζουμε πως θα διαθέτει και κάποια δύναμη αλλαγής. Αλλά τα «προτάγματα», όπως και οι ηθικές προσταγές, αντλούν τη δύναμή τους από την αξιοπιστία των υποκειμένων.
Αν σήμερα οι ηγέτες των προοδευτικών δυνάμεων μοιάζουν με νωθρούς και πονηρούς διαχειριστές πολυκατοικιών, τα «προτάγματα» μοιραία καταντούν παραξενιές ορισμένων περίεργων και κοινωνικά δυσπροσάρμοστων υποκειμένων. Αντίθετα, ο Κωνσταντίνος Σπέρας ανήκε σε εκείνο το είδος ανθρώπων, στα χέρια των οποίων οι ιδέες αποκτούν μια φυσική στιλπνότητα, ελαστικότητα και αποτελεσματικότητα. Μπορούμε να πούμε πως αν διαθέταμε σήμερα μερικούς τέτοιους ανθρώπους, θα καταφέρναμε οπωσδήποτε να πιστέψουμε στη δύναμη της κοινωνικής παρέμβασης και να προστατεύσουμε αποτελεσματικότερα τη ζωή μας.
Ο Κωνσταντίνος Σπέρας, που γεννήθηκε το 1893 στη Σέριφο και αποκεφαλίστηκε το 1943 από την εγκληματική οργάνωση ΟΠΛΑ, υπήρξε πρωτεργάτης του ελληνικού συνδικαλισμού. Ιδρυτικό μέλος του Εργατικού Κέντρου Αθηνών, της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ, μέλος του Σοσιαλιστικού Κέντρου Αθηνών, του Μορφωτικού Εργατικού Ομίλου Σύρου και του Ανεξάρτητου Εργατικού Κόμματος, πέρασε πολλά χρόνια στις φυλακές για τη συνδικαλιστική δράση του. Οι ανεξάρτητες ιδέες του και κυρίως η επιμονή του να διαχωρίζει το συνδικαλισμό από την κομματική πρακτική τον έφεραν σε σύγκρουση με το ΚΚΕ, το οποίο τελικά τον δολοφόνησε στο πλαίσιο των ετοιμασιών για τον Εμφύλιο.
Η αφήγηση της απεργίας του 1916 στη Σέριφο δεν είναι ένα απλό ιστορικό ντοκουμέντο. Είναι κείμενο αγωνιστικού ήθους και αγάπης για τον άνθρωπο. Από τις πρώτες σελίδες της γίνεται φανερή η κοινωνική νοοτροπία του αφηγητή. Είχε πάει στη Σέριφο για να οργανώσει το σωματείο των μεταλλωρύχων που εκμεταλλευόταν κάποιος αλλοδαπός τυχοδιώκτης επιχειρηματίας. Οι ντόπιοι μεταλλωρύχοι στερούνταν και τα στοιχειώδη εργατικά δικαιώματά τους. Σκοπός του Σπέρα ήταν η οργάνωση της διεκδικητικής δύναμής τους και περιορίστηκε στην επίτευξή του σκοπού αυτού. Δεν αντιμετώπισε τους δυστυχισμένους
Σεριφιώτες σαν πολιτικά αξιοποιήσιμη μάζα. Για τον πρωτεργάτη συνδικαλιστή στόχος κάθε πρακτικής διεκδίκησης είναι η βελτίωση της ζωής των διεκδικητών. Τίποτε άλλο. Φυσικά, ο αναγνώστης μπορεί να καταλάβει πόσο ενοχλητικός θα απέβαινε αργότερα στο ΚΚΕ, το οποίο αντιμετώπιζε τους συνδικαλιστικούς φορείς σαν «μετωπικές οργανώσεις», βάζοντας σε δεύτερη και τρίτη μοίρα τη ζωή και την αξιοπρέπεια των εργαζομένων. Η προσπάθεια του Σπέρα να εκπαιδεύσει τους Σεριφιώτες στη δημοκρατική και αποτελεσματική διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους υπήρξε επιτυχής, παρ' όλο που ο ίδιος δεν έκρυψε ποτέ τις αναρχικές ιδέες του.
Όμως για έναν άνθρωπο με σπάνια εντιμότητα, όπως αυτός, προείχε η βελτίωση της ζωής των ανθρώπων. Βέβαια, τόσο η εργοδοσία όσο και η κυβέρνηση αντέδρασαν με βία. Έστειλαν χωροφύλακες οπλισμένους και η απεργία μεταβλήθηκε σε πόλεμο. Ωστόσο, ο Σπέρας δεν αντιμετώπισε τα γεγονότα εξακοντίζοντας ρητορικά σχήματα περί εξουσίας και εκμετάλλευσης. Στο κείμενό του φαίνεται να αξιολογεί κάθε πρωταγωνιστή με ακριβοδίκαιο τρόπο. Αυτό σημαίνει πως σαν επαναστάτης έβαζε πάνω απ' όλα τους ανθρώπους και πως τους αντιλαμβανόταν σαν αυτόνομες προσωπικότητες.
Φτάνοντας στη Σέριφο, κατάλαβε αμέσως το ρόλο που έπαιζε καθένας. Κατάλαβε πως ο επικεφαλής των χωροφυλάκων δεν ήταν ένα «όργανο της στυγερής εξουσίας», αλλά ένας ποταπός άνθρωπος που προσπαθούσε να ασκήσει εξουσία με τα πέντε κολλυβογράμματα που ήξερε και το στενό μυαλό του. «Ο Χρυσάνθου ούτος», γράφει, «άνθρωπος νευρασθενικός, βίαιος, όπως οι περισσότεροι του επαγγέλματός του, καυχησιολόγος, από την στιγμήν που επάτησε τον πόδα του επί της νήσου, εξεδήλωσε μεγαλοφώνως τα αιμοχαρή ένστικτά του, ηρώτα δε μεγαλοφώνως τους χωροφύλακας, εάν εγνώριζαν πυρά ομαδόν...».
Κατάλαβε πως τα στελέχη της εργοδοσίας είχαν πεισθεί πως περισώζουν το εισόδημά τους υπερασπίζοντας τα αφεντικά και πως οι χωροφύλακες ήταν από την αρχή στριμωγμένοι ανάμεσα στο φόβο του επικεφαλής τους και στο φόβο των εργατών. Κατάλαβε και μοίρασε τις ευθύνες δίκαια, χωρίς υπερβολές, σταματώντας, δυστυχώς όχι νωρίς, την αιματοχυσία. «Είναι αδύνατον να περιγράψω επακριβώς το τραγικόν εκείνο θέαμα...», αφηγείται. «Αι άγριαι φυσιογνωμίαι των εργατών εγένοντο ακόμη αγριότεραι με τα αίματα και την ώχραν του μεταλλείου.
Εστάθην εις την άκραν της πλατείας έμπροσθεν του μεγάρου και ήρχισα να φωνάζω: "Παιδιά για όνομα του Θεού παύσατε πλέον τους σκοτωμούς". Αλλά ποιος ημπορούσε να με ακούσει; Πολλάκις επανέλαβα την κραυγήν αυτήν αλλά ματαίως... Εις εκ των απεργών ύψωσε το όπλον του διά να με κτυπήσει... Αλλος ψυχραιμότερος τον εκράτησε...». Και κάπου αλλού σημειώνει: «Υπάρχουν στιγμαί κατά τας οποίας ο άνθρωπος εις βρασμόν ψυχικής ορμής ευρισκόμενος, κατ' επιστημονικήν παρατήρησην, υπερβαίνει και τας τίγρεις εις την θηριωδίαν
.
Ο άνθρωπος αυτός είναι ανεύθυνος διά τας πράξεις του...». Το πόσο προσηλωμένος στην ιδέα του ανθρώπου ήταν φαίνεται από το γεγονός πως, στην προσπάθειά του να υπερασπίσει τη ζωή όλων, ύψωσε τη γαλλική σημαία στο νησί.
Το μικρό κείμενο του Κωνσταντίνου Σπέρα ξεχειλίζει από αγάπη για την ελευθερία και τον άνθρωπο, αποτελώντας ντοκουμέντο μιας αγωνιστικής παράδοσης που από πολύ καιρό βρίσκεται θαμμένη στο σκοτάδι καθεστωτικών πολιτικών και επαγγελματικών στελεχών.
Η αλήθεια είναι πως ακόμη και μέσα σε μια κατάσταση σαν τη σημερινή η δύναμη κάποιων κειμένων μπορεί να αστράφτει στην κυριολεξία.
Ας προσέξει ο αναγνώστης: «Εις σε κύριε Γραμματικέ», γράφει ο Σπέρας σε επιστολή του από τις φυλακές της Σύρου, «διαβλέπω τον πραγματικόν και ειλικρινήν φίλον διότι δεν εδιστάσατε και τας πολιτικάς πεποιθήσεις σας να θυσιάσετε χάριν των συμπολιτών σας». Μόνο στον περίφημο Επιτάφιο του Περικλή θα μπορούσε να ανήκει μια τέτοια νοοτροπία και μια τέτοια λιτότητα έκφρασης!
Στη διεύθυνση http://www.scribd.com/doc/45643770/speras μπορείτε
να διαβάσετε ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Η απεργία της Σερίφου» του
Κωνσταντίνου Σπέρα, όπου περιγράφονται τα αιματηρά γεγονότα της 21ης Αυγούστου 1916.
Του
Γιώργου Μπλάνα
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΠΟΨΗ ΔΙΚΑΙΩΝΕΙ ΤΟ ΚΚΕ
Για τον Κώστα Σπέρα
Το σενάριο είναι ακριβώς το ίδιο σε όλες τις
περιπτώσεις. Η αστική διανόηση συγκινημένη από τον ηρωικό αγώνα των
Ισπανών αναρχικών στον Εμφύλιο (κανένας δεν συζητάει βέβαια ότι ο αγώνας
αυτός θα τελείωνε το 1936 με την κατάληψη της Μαδρίτης από τους
εθνικιστές, αν δεν ήταν η ΕΣΣΔ να δώσει βοήθεια σε όπλα και άντρες στην
Ισπανική Δημοκρατία). Ένας αγώνας, (μια κοινωνική επανάσταση καλύτερα),
που δεν είχε αίσιο τέλος γιατί προδόθηκε από το σταλινικό κομμουνιστικό
κόμμα. Κάποτε ήταν στη μόδα και ο κατσαπλιάς Μάχνο και οι συμμορίτες του
στην Ουκρανία κατά την διάρκεια του τρομακτικού εμφύλιου που ακολούθησε
τη ρωσική επανάσταση.
Στην Ελλάδα, μπορεί να μην είχαμε ποτέ σπουδαία αναρχική ή αναρχοσυνδικαλιστική παράδοση (τουλάχιστον ανάλογη με αυτήν της Ιταλίας, Ισπανίας ή των χωρών της Λατινικής Αμερικής), αλλά έχουμε τον ηρωικό Κώστα Σπέρα που δολοφονήθηκε από το σταλινικό ΚΚΕ, (τον ΕΛΑΣ ή την ΟΠΛΑ ανάλογα με τα γούστα και τις διαθέσεις του καθενός).
Μια πλοήγηση στο διαδίκτυο, με την εκτενή αναφορά και διαφήμιση του βιβλίου του για την εξέγερση των μεταλλωρύχων της Σερίφου το 1916, θα μας πείσει για το αληθές του λόγου. Και μια εντυπωσιακή σε μέγεθος και ανάλυση βιογραφία του στην Wikipedia, που συμπληρώνει την εικόνα και την προσπάθεια αγιοποίησης του Έλληνα «αναρχοσυνδικαλιστή». (Διάβολε, γιατί δεν υπάρχει κάτι ανάλογο για τον Κώστα Θέο ή τον Μήτσο Παπαρήγα ; ).
Δεν έχω βέβαια σκοπό να γράψω κάποια εκτενή ιστορική μελέτη για την πολιτική δράση του Κώστα Σπέρα ειδικά στη μετα-ΣΕΚΕ εποχή, γιατί απλά έχω να κάνω σημαντικότερα και πιο εποικοδομητικά πράγματα. Αλλά επειδή γράφτηκαν διάφορα για «ενορχηστρωμένες συκοφαντικές κατηγορίες», για «λάσπη των σταλινοζαχαριαδικών ενάντια σε έναν από τους ηγέτες της εργατικής τάξης» και άλλα παρόμοια φαιδρά, θα πρέπει να δοθούν - ειδικά στους φίλους που δεν έχουν άποψη ή δεν έχουν ασχοληθεί καθόλου με την ιστορία του ελληνικού εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος - κάποιες απαντήσεις για το ρόλο του Κώστα Σπέρα στο κίνημα μετά το 1921.
Η πολιτική ασυνέπεια, οι αδιάκοπες ταλαντεύσεις από τα δεξιά στα αριστερά χαρακτήριζαν την πολιτική δράση και τον λόγο τον Κώστα Σπέρα κατά το σύντομο διάστημα της παραμονής του στο Σοσιαλεργατικό Κόμμα της Ελλάδας. (Δεν αμφισβητεί κανένας την προσφορά του στην δημιουργία της ΓΣΕΕ και του Εργατικού Κέντρου της Αθήνας τα προηγούμενα χρόνια. Επίσης δεν θα ασχοληθούμε με την σχετικά ύποπτη και παράξενη στάση του στην μεγάλη απεργία της Σερίφου, μέσα στο 1916 - ενώ μαινόταν σε όλη του την ένταση ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος - όταν κάλεσε τις δυνάμεις της Αντάντ και τον γαλλικό στόλο για να έρθουν να προστατεύσουν τους εξεγερμένους απεργούς. Αυτά είναι άλλη ιστορία).
Ο Σπέρας όπως όλοι οι σύγχρονοί του μαρτυρούν, ήταν δεινός ρήτορας. Ήταν επίσης θερμόαιμος, μαχητικός, ορμητικός - μιλώντας απλά και κατανοητά γινόταν γρήγορα αγαπητός στους εργάτες, επηρεάζοντας ταυτόχρονα και πολλά συνδικαλιστικά στελέχη.
Στις αρχές του 1920 και ενώ ο πόλεμος στη Μικρασία ξεκινούσε, ο Σπέρας, παρέα με έναν δικηγόρο με το όνομα Ευάγγελο Παπαναστασίου, ασκούσαν αριστερή αντιπολίτευση στο ΣΕΚΕ και χρησιμοπιώντας ένα αδιάλλακτο, υπερκομουνιστικό λόγο σχολίαζαν με βαριές εκφράσεις μέσα από τα έντυπά τους την τακτική του Κόμματος. Με τις ιερεμιάδες τους κατάφερναν να παρασύρουν και εργάτες που δεν ήταν όπως γράφει ο Γιάνης Κορδάτος «αναρχούμενοι», με τον άμεσο κίνδυνο την διάπραξη τυχοδιωκτικών και εξτρεμιστικών ενεργειών που θα έθεταν σε τρομερό κίνδυνο το κίνημα μέσα σε μια δύσκολη πολεμική περίοδο.
Γράφει ο Γιάνης Κορδάτος για την ομάδα αυτή:
Το περίεργο είναι, πως ενώ ο Ευάγγελος Παπαναστασίου και η παρέα του κάνανε φανερά τον υπερεπαναστάτη, η αστυνομία δεν τους πείραζε. Αντίθετα ο Γάσπαρης έπιανε τα στελέχη που δεν έδειχναν υπερκομμουνιστικές τάσεις.
Και παρακάτω,
Αργότερα ο Κώστας Σπέρας έγινε όργανο της Αστυνομίας. Ο Παπαναστασίου όμως ήταν όργανο μυστικό από το 1918, από τότε που μπήκε στο κόμμα..¨
(Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, τόμος Ε’ 1900-1924, σελίδα 614).
Ο βασικός στόχος του Σπέρα εκείνη την περίοδο ήταν η αποδοχή από το ΣΕΚΕ των 21 σημείων της 3ης Διεθνούς και η ένταξή του σε αυτήν, στόχος που λίγα χρόνια μετά θα αντιστραφεί εντελώς με έναν απίθανα εντυπωσιακό τρόπο.
Ο Κώστας Σπέρας θα διαγραφεί από το ΣΕΚΕ τον Μάρτιο του 1920, για να συνεχίσει την δράση του μέσα από την ΓΣΕΕ και το Εργατικό Κέντρο της Αθήνας. Ένα μήνα μετά, τον Απρίλιο του 1920, στο Γ’ Έκτακτο Συνέδριο, το ΣΕΚΕ αποφασίζει να ενταχθεί στην Κομιντέρν, αποδεχόμενο τους όρους ένταξης και να προσθέσει στον τίτλο του τη λέξη «κομμουνιστικό» σε αγκύλες.
Το Σεπτέμβριο του 1920, αρχίζει το Β’ Συνέδριο της ΓΣΕΕ στην Αθήνα. Συνέδριο, στο οποίο η εργατική τάξη αντιπροσωπεύτηκε με 137 σωματεία, με 30000 μέλη. Τον ίδιο μήνα, στον Πειραιά, είχε συγκληθεί συνέδριο από την επιτροπή του Μαχαίρα, η τελευταία ίσως αναλαμπή του βενιζελικού συνδικαλισμού – ουδέποτε αναγνωρίστηκε ως επίσημο συνέδριο, λόγω της φτωχής αντιπροσώπευσης της εργατικής τάξης.
Η στάση του Κώστα Σπέρα στο Β’ Συνέδριο της ΓΣΕΕ, ήταν συνεπής και δεν μπορεί να επισύρει καμία μομφή. Μιλάμε για ξεκάθαρες αναρχοσυνδικαλιστικές θέσεις σε όλα τα ζητήματα που μπήκαν.
Ο Σπέρας και οι εργάτες που επηρέαζε, δεν αρνούνται σε βάση αρχής την οργανική σύνδεση της ΓΣΕΕ με το ΣΕΚΕ (ΚΚΕ), κάτι που τελικά αποφασίστηκε στο Συνέδριο. Αλλά, για την σύνδεση αυτή, θέτουν ως απαραίτητη προϋπόθεση την ένταξη της ΓΣΕΕ στην Τρίτη Διεθνή, πρόταση η οποία δεν έγινε αποδεκτή. (Ανάλογες κινήσεις ένταξης εργατικών συνδικαλιστικών ενώσεων στην Κομιντέρν είχαν γίνει και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και μάλιστα με την καθοδήγηση αναρχικών διοικήσεων).
Αξίζει να διαβάσει κανείς το σκεπτικό της θέσης του:
Στο ζήτημα της οργανικής σύνδεσης, υπήρξε καθολική συναίνεση στο Συνέδριο. Στην κατ’ αρχήν ψηφοφορία, 131 αντιπρόσωποι ψήφισαν υπέρ και κανένας κατά, μετά από παρουσίαση των αρχών του Κόμματος από τον γραμματέα του Ν. Δημητράτο. Διαφωνίες υπήρξαν για τους όρους της συνεργασίας, με ηγέτη της μειοψηφίας τον Κ. Σπέρα, που είχε πρόσφατα διαγραφεί από το ΣΕΚΕ(Κ).
Ο Κ. Σπέρας ζήτησε από την αρχή την προσχώρηση της ΓΣΕΕ στην Γ’ Διεθνή και έθετε ως όρο συνεργασίας με το Κόμμα την πιστή εφαρμογή των ψηφισθέντων στο Β’ Συνέδριό του, εννοώντας την προσχώρησή του στην Κομιντέρν. Η οργανωτική επιτροπή του Συνεδρίου δεν θεώρησε απαραίτητη αυτή την προσθήκη και στην ψηφοφορία που ακολούθησε, επί 157 αντιπροσώπων, η επιτροπή έλαβε 102, η πρόταση Σπέρα 54 και 1 λευκό. Έπειτα, συζητήθηκαν οι όροι της συνεργασίας. Η φόρμουλα της πλειοψηφίας ήταν συνεργασία των δύο οργανισμών σε όλες τις δράσεις του εργατικού κινήματος, με το Κόμμα να έχει την πρωτοβουλία στα πολιτικά ζητήματα και την Συνομοσπονδία στα επαγγελματικά.
Ο Σπέρας επικαλέστηκε τις αποφάσεις της Γ’ Διεθνούς, κατά τις οποίες τα συνδικάτα μπορούν και οφείλουν να κάνουν πολιτική, αλλά δεν απάλειψε τον διαχωρισμό στη διατύπωση και της δικής του πρότασης, που ήταν η εξής: ενώ για τα επαγγελματικά η ΓΣΕΕ διατηρούσε τον πρώτο λόγο και το Κόμμα όφειλε να υποτάσσεται στις αποφάσεις της, στα πολιτικά ζητήματα το ΣΕΚΕ(Κ) χρειαζόταν απαραίτητη συγκατάθεση της Συνομοσπονδίας. «Εν περιπτώσει διαφωνίας της Γενικής Συνομοσπονδίας, η πολιτική ενέργεια του Κόμματος ματαιούται». Η πρόταση αυτή τέθηκε σε ψηφοφορία, 107 τάχθηκαν με την οργανωτική επιτροπή και 40 με τον Σπέρα. Όταν τελείωσε η συζήτηση κατ’ άρθρο, είχαν διαμορφωθεί δύο συνολικές προτάσεις, επί των οποίων έγινε μυστική ψηφοφορία: 95 ψήφισαν υπέρ της πρότασης της επιτροπής, 48 υπέρ της πρότασης Σπέρα και 6 λευκά..
(Θανάση Καμπαγιάννη, «Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα, 1918-1926», εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, σελίδα 88-89).
Τα χρόνια που ακολούθησαν το Β’ Συνέδριο της ΓΣΕΕ, είναι πού δύσκολα για την εργατική τάξη στη χώρα μας. Διωγμοί από την αντιβενιζελική παράταξη, μικρασιατική καταστροφή, προσφυγιά, εξαθλίωση απόλυτη και σχετική των λαϊκών μαζών. Η παλιά ηγεσία του ΣΕΚΕ-ΚΚΕ, σιγά σιγά, χάνεται από το προσκήνιο, ενώ νέες πολιτικές δυνάμεις εκφράζοντας νέες πιο ριζοσπαστικές θέσεις παίρνουν την θέση της στο Κόμμα.
Ο Κώστας Σπέρας, έξω πια από το ΣΕΚΕ, αλλά μέσα στη ΓΣΕΕ, οδηγείται στην ίδρυση ενός νέου αριστερού κόμματος, με τίτλο Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα (ΑΕΚ). Δημοσιογραφικά, εκδίδει την εφημερίδα; «Νέα Ζωή». Οι θέσεις του γίνονται ολοένα και πιο συντηρητικές, παρά την επιμένουσα υπεραριστερή φρασεολογία. Η βασική αρχή του Σπέρα, αρχή η οποία όπως φαίνεται ακουγόταν όμορφα από την (οργανωμένη πια) εργοδοσία, ήταν ότι η εργατική τάξη οφείλει να κάνει επαγγελματικό και μόνο αγώνα.
Πιθανά, η σύνδεση του Σπέρα με την Αστυνομία και ίσως το Α’ Σώμα Στρατού, να έγινε το 1924.
Η κεφαλαιοκρατία, σε ανοιχτή συνεργασία με την εκάστοτε κυβέρνηση και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους, επιτίθεται σε κάθε εργατική διεκδίκηση και σε κάθε απεργία με μαζικές απολύσεις και τρομοκρατία. Για πρώτη όμως φορά, από το 1924 και μετά, εφαρμόζεται και ένα νέο σύστημα ενάντια στις επαγγελματικές οργανώσεις, χρησιμοποιώντας άτομα που είχαν άμεση ή έμμεση σύνδεση με τις κρατικές υπηρεσίες.
Αλήτικα και τριτοκοσμικά στοιχεία, λούμπεν προλετάριοι, βλαχαδερά και παλληκαρίσκοι της οκάς, χρησιμοποιούνται ευρύτατα από την εργοδοσία για να χτυπηθεί το εργατικό κίνημα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα γεγονότα του Εργατικού Κέντρου της Αθήνας το 1925, όπου ρόλος του Κώστα Σπέρα φαίνεται πια καθαρά (όπως καθαρά φαίνονται και οι καινούργιοι εργοδότες του).
Ας δούμε τι γράφει ο σπουδαίος ιστορικός του συνδικαλιστικού κινήματος της Ελλάδας, Δ. Λιβιεράτος (ένας άνθρωπος που αφιέρωσε τη ζωή του για την επίπονη αυτή εργασία), για τα γεγονότα του ΕΚΑ το 1925:
10-2-1925. Αποχώρησαν μερικές διοικήσεις σωματείων από το ΕΚΑ γιατί διαφωνούν με την κομμουνιστική πολιτική. Το ΕΚΑ τους αποκήρυξε.
12-2 – 1925. Οι αποχωρήσαντες υπέγραψαν πρωτόκολλο με το οποίο καταφέρονται κατά της διοίκησης που διατηρεί σχέσεις με το ΚΚΕ. Θα αγωνιστούν για την απομάκρυνση των σωματείων από πολιτικούς σκοπούς και κόμματα. Υπογράφουν: Νικ. Αποστόλου, Μ. Ροδογιάννης, Ευάγ. Ίσαρης, Κ. Σπέρας, Τάκης Καρύδης, Νικηφ. Καίσαρ, Τρυφ. Παρασκευόπουλος, Ανασ. Χαρακτινός. Λέων. Ζέρβας
8-4–1925. Συνήλθε το σωματείο σιδηροδρομικών Θεσσαλονίκης. Αποδοκίμασε το συμβούλιο για την αποτυχία της απεργίας.
27-4- 1925. Αρχίζει στον Πειραιά το 7ο Παναυτικό συνέδριο. Θα συζητήσει απολογισμό και την απαλλαγή από κομμουνιστική επιρροή.
16-5-1925. Ενώ συνεδρίαζε το ΕΚΑ μπήκαν οι συντηρητικοί και αποδοκίμασαν το Προεδρείο. Πέταξαν έξω τη διοίκηση με ρόπαλα και ξύλα και ανέλαβαν τα γραφεία. Έβγαλαν δική τους επιτροπή από τους Σπέρα, Στρουζάκη, Παναγιωτόπουλο, Μωραΐτη, Τσάκωνα και παρέλαβαν το αρχείο του Κέντρου. Το ΕΚΑ θα μείνει κλειστό μέχρι να διευθετηθεί το ζήτημα.
10-8- 1925 Το υπουργείο Εθν. Οικονομίας κατάργησε τη διοίκηση του ΕΚΑ και διέταξε να παραδώσει στη νέα "εκλεγμένη" διοίκηση των συντηρητικών. Οι παλαιοί αρνήθηκαν να παραδώσουν και συνελήφθησαν οι Λεβέντης πρόεδρος, Ευγενόπουλος Γεν. Γραμματέας, Σταυρόπουλος Ειδ. Γραμματέας. Η αστυνομία παρέδωσε το κέντρο στους συντηρητικούς τους οποίους και φυλάει με τη δύναμη της. Απαγορεύτηκε η συγκέντρωση της καθαιρεμένης διοίκησης
Η νέα διορισμένη διοίκηση την επομένη έβγαλε ανακοίνωση με την οποία καταφέρεται κατά των πολιτικών απεργιών και της σύνδεσης ΓΣΕΕ και ΚΚΕ.
Η τακτική αυτή της διάσπασης θα εφαρμοστεί πάμπολλες φορές στο μέλλον και μέχρι τις μέρες μας ακόμα.
Τις ημέρες που είχε να κάνει με τους σιδηροδρομικούς, η κυβέρνηση αντιμετώπιζε και τους Δημοσίους Υπαλλήλους που αγωνιζόντουσαν για το μισθολογικό τους κυρίως. Όπως είδαμε παραπάνω, στις 7 Μαρτίου ο Μιχαλακόπουλος είχε δημιουργήσει επεισόδιο με την Επιτροπή των Δημοσίων Υπαλλήλων που τον είχε επισκεφθεί για να υποβάλλει τα αιτήματα τους. Ύστερα από 2 μέρες και ενώ συνεδρίαζε το Συμβούλιο της Λέσχης τους, στέλνουν περιπόλους του φρουραρχείου και τους διαλύει με το πρόσχημα ότι δεν μπορούν να κάνουν συγκέντρωση πάνω από επτά άτομα, ανεξάρτητα αν είναι συμβούλιο ή όχι. Η αναταραχή συνεχίστηκε χειρότερη. Πίεση εξασκήθηκε πάνω στους δημ. υπαλλήλους και τελικά ύστερα από μερικές μέρες αναγκάστηκε το συμβούλιο της Λέσχης τους να παραιτηθεί και να μπει άλλο που θα δεχόταν αυτά που ήθελε η κυβέρνηση.
(Δημήτρης Λιβιεράτος, «Κοινωνικοί Αγώνες στην Ελλάδα, 1923-1927 – Επαναστατικές εξαγγελίες», εκδόσεις Κομμούνα, σελίδα 131-132).
Στο ίδιο βιβλίο γράφει ο συγγραφέας συνοψίζοντας την πολιτική πορεία του Σπέρα:
Ο Κώστας Σπέρας, ξεκίνησε από μια μικρή εξτρεμιστική αντικοινοβουλευτική ομάδα του ΣΕΚΕ το 1919, για να καταλήξει μπράβος και εργατοπατέρας με το ζόρι.
Το ΚΚΕ και ο Ριζοσπάστης, σε όλη αυτήν την αναταραχή. δεν σταματά να κατηγορεί το Σπέρα ότι είναι «χαφιέδικο» υποκείμενο, «πράκτορας» του Στρατού και της Αστυνομίας κλπ. Ας μην βιαστεί να μιλήσει κανείς για «σταλινικό» ΚΚΕ, μιας που βρισκόμαστε ακόμα στο 1925 και στην ηγεσία του Κόμματος βρίσκονται οι εκπρόσωποι του παλαιοπολεμικού κινήματος, οι περισσότεροι από τους οποίους θα περάσουν αργότερα στην Αριστερή Αντιπολίτευση και στον τροτσκισμό.
Το Εργατικό Κέντρο Αθήνας θα περάσει λίγο αργότερα στα χέρια του σοσιαλφασίστα Καλύβα, του γνωστού εργατοπατέρα που θα αναλάβει τα υφυπουργεία εργασίας των δωσιλογικών κατοχικών κυβερνήσεων.
Υπό το βάρος των γεγονότων στο ΕΚΑ, την Κυριακή 28 Μαρτίου άρχισε το Γ’ Συνέδριο της ΓΣΕΕ στον Πειραιά. Μέσα σε όλα τα ζητήματα που συζητήθηκαν μπήκε και το θέμα του Σπέρα. Ανοιχτά κατηγορήθηκε ως συνδικαλιστικός πράκτορας, ως δημιουργός ψευτοσωματείων και ως «εχθρός της εργατικής τάξης». Η απόφαση αποπομπής του από τη ΓΣΕΕ ήταν ομόφωνη και δεν στηρίχθηκε μόνο από τους κομουνιστές όπως ψευδώς έχει γραφεί, αλλά και από τους ρεφορμιστές και τις άλλες εργατικές παρατάξεις.
Από την απόφαση του Συνεδρίου:
Το Γ’ Πανελλαδικό Συνέδριο, λαβόν υπ’ όψιν την στάσιν την οποίαν ετήρησεν ο Κ. Σπέρας εις όλους τους αγώνας της εργατικής τάξεως, την δήλωσιν του ιδίου ότι έλαβεν εκ μέρους των αστών χρήματα δια την δημιουργία αντεργατικού κόμματος και τας γενομένας επί του ζητήματος τούτου συζητήσεις αποφασίζει τον αποκλεισμό του Κ. Σπέρα εκ του Συνεδρίου και τον στιγματίζει ως εχθρό της εργατικής τάξεως. Ψηφίστηκε δι’ ανατάσεως των χειρών όλων.
Αξίζει να δούμε τι γράφει ο βετεράνος του εργατικού μας κινήματος Αβραάμ Μπεναρόγια για το ζήτημα αυτό στα απομνημονεύματά του που εκδόθηκαν το 1975. Ας μην μπει κάποιος στον πειρασμό να κατατάξει τον Μπεναρόγια – σαν ιστορικό πρόσωπο είχε πολλές ευθύνες – απλά ας δούνε τα γραπτά του ως μία μαρτυρία και ας δούνε τους αφορισμούς του με κριτικό μάτι, αν και στην περίπτωση του Σπέρα, φοβάμαι ότι αυτό είναι αδύνατο.
"Το Συνέδριον αυτό αποτελεί τον αντίποδα του Α' (1918). Ό,τι επετελέσθη εις το Α' κατεστρέφη εις το Γ'.
Μετά μίαν οκταετιαν υπάρξεως η Συνομοσπονδία εδέχθη εις τους κόλπους της Σωματεία που δεν υπήρχαν ή εις την φαντασίαν.
Οι αντιπρόσωποι της ήλθον κατ’ εντολήν των εν Πειραιεί οργανωμένων αντιδραστικών, οι οποίοι κατώρθωσαν να εισπράξουν από τον Δήμον Πειραιώς ποσά σημαντικά δια την πληρωμήν των εξόδων των. Εις το Συνέδριον ενεφανίσθησαν ισχυροί και οργανωμένοι όλοι οι χρεωκοπήσαντες άλλοτε, Καλαμαράς, Σπέρας, Θειόπουλος και όλοι οι Πειραιείς και Αθηναίοι οπαδοί της αστικής επιρροής. Το Κόμμα διευθυνόμενον υπό τον Σταυρίδη και τον Ευαγγέλου έκαμεν εις το Συνέδριον οικτράν εμφάνισιν.
Παρά τας προειδοποιήσεις του 1923/24 το Κόμμα παρέμεινεν αδιάλλακτο με την άποψιν περί συνεργασίας των δύο οργανισμών, έστω και με κίνδυνον της διασπάσεως. Η ενότης και η υποταγή, εις την πλειοψηφίαν δεν απετέλεσαν βάσιν των συζητήσεων και το αποτέλεσμα υπήρξε καταστρεπτικόν. Δια να επιβληθή η αντίδρασις συνελήφθησαν ένδεκα αντιπρόσωποι και απομονώθηκαν μέχρι της "καταψηφίσεως" της συνεργασίας.
Ο άλλοτε ασυγκράτητος επαναστάτης Σπέρας επί κεφαλής των αστυνομικών συλλαμβάνει τους οπαδούς του Κόμματος."
(Αβραάμ Μπεναρόγια, «Η Πρώτη Σταδιοδρομία του Ελληνικού Προλεταριάτου», εκδόσεις Ολκός, Αθήνα 1975, σελίδα 179).
Ο Άγις Στίνας, στις «Αναμνήσεις» του, γράφει ψέματα ότι μετά την διαγραφή του από το ΣΕΚΕ και τη ΓΣΕΕ θα αποχωρήσει από την ενεργό πολιτική δράση (δεν είναι βέβαια και η μοναδική φορά που θα γράψει ψέματα ο ντεφαιτιστής Στίνας, στην προσπάθειά του να βγάλει το ΚΚΕ ως την πιο εγκληματική οργάνωση που γνώρισε η Ελλάδα στην ιστορία της).
Σκότωσαν τον Κ. Σπέρα αναρχικό τσιγάρα, στέλεχος του Εργατικού Κέντρου Αθηνών, πριν από την ίδρυση της ΓΣΕΕ και αρχηγό της εξέγερσης των μεταλλωρύχων της Σερίφου τον Αύγουστο του 1917. Είχε πάρει μέρος στο 1ο και 2ο συνέδριο της ΓΣΕΕ, ως εκπρόσωπος των αναρχοσυνδικαλιστών εργατών, των οποίων τις ιδέες υποστήριξε σε αυτά τα συνέδρια. Κατόπιν, με την πλήρη επικράτηση του ΚΚΕ στο συνδικαλιστικό κίνημα, παραιτήθηκε από κάθε πολιτική και συνδικαλιστική δράση.
Η μπροσούρα που έγραψε στη φυλακή για την απεργία και τα φονικά γεγονότα της Σερίφου είναι ίσως το σημαντικώτερο ντοκουμέντο για την πραγματική ιστορία του εργατικού κινήματος.
Θα τον ξαναδούμε τον Σπέρα πολλές φορές μέχρι το 1943. Θα τον ξαναδούμε ως μέλος διορισμένων διοικήσεων σωματείων, ως αρχηγό απεργοσπαστικών μηχανισμών. Θα τον δούμε ξανά στην δίκη της «Εργατικής Βοήθειας», να καταθέτει ως μάρτυρας κατηγορίας, μαζί με το μετέπειτα αστυνομικό στέλεχος της 4ης Αυγούστου Λαμπρινόπουλο, προκειμένου να κλείσει η «Εργατική Βοήθεια», γιατί «αποτελεί οργάνωση προθάλαμο στο ΚΚΕ». Θα τον δούμε ξανά ως μέλος της «Εθνικής Συντηρητικής Ενώσεως», μαζί με τον Κανελλόπουλο και τον διατελέσαντα στο παρελθόν «εργατοκτόνο» υπουργό Χατζηκυριάκο. Θα τον ξαναδούμε να καλεί τα αστικά κόμματα να ομονοήσουν προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της ανεργίας και η πιθανότητα «εξέγερσης του προλεταριάτου των πόλεων». Θα τον ξαναδούμε και στην 4η Αυγούστου και στην Κατοχή ...
Δεν αξίζει να παρακολουθήσουμε από κοντά έναν θλιβερό κατήφορο χωρίς τέλος
ΕΠΙΜΕΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΟΥΝΑΡΗΣ Στην Ελλάδα, μπορεί να μην είχαμε ποτέ σπουδαία αναρχική ή αναρχοσυνδικαλιστική παράδοση (τουλάχιστον ανάλογη με αυτήν της Ιταλίας, Ισπανίας ή των χωρών της Λατινικής Αμερικής), αλλά έχουμε τον ηρωικό Κώστα Σπέρα που δολοφονήθηκε από το σταλινικό ΚΚΕ, (τον ΕΛΑΣ ή την ΟΠΛΑ ανάλογα με τα γούστα και τις διαθέσεις του καθενός).
Μια πλοήγηση στο διαδίκτυο, με την εκτενή αναφορά και διαφήμιση του βιβλίου του για την εξέγερση των μεταλλωρύχων της Σερίφου το 1916, θα μας πείσει για το αληθές του λόγου. Και μια εντυπωσιακή σε μέγεθος και ανάλυση βιογραφία του στην Wikipedia, που συμπληρώνει την εικόνα και την προσπάθεια αγιοποίησης του Έλληνα «αναρχοσυνδικαλιστή». (Διάβολε, γιατί δεν υπάρχει κάτι ανάλογο για τον Κώστα Θέο ή τον Μήτσο Παπαρήγα ; ).
Δεν έχω βέβαια σκοπό να γράψω κάποια εκτενή ιστορική μελέτη για την πολιτική δράση του Κώστα Σπέρα ειδικά στη μετα-ΣΕΚΕ εποχή, γιατί απλά έχω να κάνω σημαντικότερα και πιο εποικοδομητικά πράγματα. Αλλά επειδή γράφτηκαν διάφορα για «ενορχηστρωμένες συκοφαντικές κατηγορίες», για «λάσπη των σταλινοζαχαριαδικών ενάντια σε έναν από τους ηγέτες της εργατικής τάξης» και άλλα παρόμοια φαιδρά, θα πρέπει να δοθούν - ειδικά στους φίλους που δεν έχουν άποψη ή δεν έχουν ασχοληθεί καθόλου με την ιστορία του ελληνικού εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος - κάποιες απαντήσεις για το ρόλο του Κώστα Σπέρα στο κίνημα μετά το 1921.
Η πολιτική ασυνέπεια, οι αδιάκοπες ταλαντεύσεις από τα δεξιά στα αριστερά χαρακτήριζαν την πολιτική δράση και τον λόγο τον Κώστα Σπέρα κατά το σύντομο διάστημα της παραμονής του στο Σοσιαλεργατικό Κόμμα της Ελλάδας. (Δεν αμφισβητεί κανένας την προσφορά του στην δημιουργία της ΓΣΕΕ και του Εργατικού Κέντρου της Αθήνας τα προηγούμενα χρόνια. Επίσης δεν θα ασχοληθούμε με την σχετικά ύποπτη και παράξενη στάση του στην μεγάλη απεργία της Σερίφου, μέσα στο 1916 - ενώ μαινόταν σε όλη του την ένταση ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος - όταν κάλεσε τις δυνάμεις της Αντάντ και τον γαλλικό στόλο για να έρθουν να προστατεύσουν τους εξεγερμένους απεργούς. Αυτά είναι άλλη ιστορία).
Ο Σπέρας όπως όλοι οι σύγχρονοί του μαρτυρούν, ήταν δεινός ρήτορας. Ήταν επίσης θερμόαιμος, μαχητικός, ορμητικός - μιλώντας απλά και κατανοητά γινόταν γρήγορα αγαπητός στους εργάτες, επηρεάζοντας ταυτόχρονα και πολλά συνδικαλιστικά στελέχη.
Στις αρχές του 1920 και ενώ ο πόλεμος στη Μικρασία ξεκινούσε, ο Σπέρας, παρέα με έναν δικηγόρο με το όνομα Ευάγγελο Παπαναστασίου, ασκούσαν αριστερή αντιπολίτευση στο ΣΕΚΕ και χρησιμοπιώντας ένα αδιάλλακτο, υπερκομουνιστικό λόγο σχολίαζαν με βαριές εκφράσεις μέσα από τα έντυπά τους την τακτική του Κόμματος. Με τις ιερεμιάδες τους κατάφερναν να παρασύρουν και εργάτες που δεν ήταν όπως γράφει ο Γιάνης Κορδάτος «αναρχούμενοι», με τον άμεσο κίνδυνο την διάπραξη τυχοδιωκτικών και εξτρεμιστικών ενεργειών που θα έθεταν σε τρομερό κίνδυνο το κίνημα μέσα σε μια δύσκολη πολεμική περίοδο.
Γράφει ο Γιάνης Κορδάτος για την ομάδα αυτή:
Το περίεργο είναι, πως ενώ ο Ευάγγελος Παπαναστασίου και η παρέα του κάνανε φανερά τον υπερεπαναστάτη, η αστυνομία δεν τους πείραζε. Αντίθετα ο Γάσπαρης έπιανε τα στελέχη που δεν έδειχναν υπερκομμουνιστικές τάσεις.
Και παρακάτω,
Αργότερα ο Κώστας Σπέρας έγινε όργανο της Αστυνομίας. Ο Παπαναστασίου όμως ήταν όργανο μυστικό από το 1918, από τότε που μπήκε στο κόμμα..¨
(Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, τόμος Ε’ 1900-1924, σελίδα 614).
Ο βασικός στόχος του Σπέρα εκείνη την περίοδο ήταν η αποδοχή από το ΣΕΚΕ των 21 σημείων της 3ης Διεθνούς και η ένταξή του σε αυτήν, στόχος που λίγα χρόνια μετά θα αντιστραφεί εντελώς με έναν απίθανα εντυπωσιακό τρόπο.
Ο Κώστας Σπέρας θα διαγραφεί από το ΣΕΚΕ τον Μάρτιο του 1920, για να συνεχίσει την δράση του μέσα από την ΓΣΕΕ και το Εργατικό Κέντρο της Αθήνας. Ένα μήνα μετά, τον Απρίλιο του 1920, στο Γ’ Έκτακτο Συνέδριο, το ΣΕΚΕ αποφασίζει να ενταχθεί στην Κομιντέρν, αποδεχόμενο τους όρους ένταξης και να προσθέσει στον τίτλο του τη λέξη «κομμουνιστικό» σε αγκύλες.
Το Σεπτέμβριο του 1920, αρχίζει το Β’ Συνέδριο της ΓΣΕΕ στην Αθήνα. Συνέδριο, στο οποίο η εργατική τάξη αντιπροσωπεύτηκε με 137 σωματεία, με 30000 μέλη. Τον ίδιο μήνα, στον Πειραιά, είχε συγκληθεί συνέδριο από την επιτροπή του Μαχαίρα, η τελευταία ίσως αναλαμπή του βενιζελικού συνδικαλισμού – ουδέποτε αναγνωρίστηκε ως επίσημο συνέδριο, λόγω της φτωχής αντιπροσώπευσης της εργατικής τάξης.
Η στάση του Κώστα Σπέρα στο Β’ Συνέδριο της ΓΣΕΕ, ήταν συνεπής και δεν μπορεί να επισύρει καμία μομφή. Μιλάμε για ξεκάθαρες αναρχοσυνδικαλιστικές θέσεις σε όλα τα ζητήματα που μπήκαν.
Ο Σπέρας και οι εργάτες που επηρέαζε, δεν αρνούνται σε βάση αρχής την οργανική σύνδεση της ΓΣΕΕ με το ΣΕΚΕ (ΚΚΕ), κάτι που τελικά αποφασίστηκε στο Συνέδριο. Αλλά, για την σύνδεση αυτή, θέτουν ως απαραίτητη προϋπόθεση την ένταξη της ΓΣΕΕ στην Τρίτη Διεθνή, πρόταση η οποία δεν έγινε αποδεκτή. (Ανάλογες κινήσεις ένταξης εργατικών συνδικαλιστικών ενώσεων στην Κομιντέρν είχαν γίνει και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και μάλιστα με την καθοδήγηση αναρχικών διοικήσεων).
Αξίζει να διαβάσει κανείς το σκεπτικό της θέσης του:
Στο ζήτημα της οργανικής σύνδεσης, υπήρξε καθολική συναίνεση στο Συνέδριο. Στην κατ’ αρχήν ψηφοφορία, 131 αντιπρόσωποι ψήφισαν υπέρ και κανένας κατά, μετά από παρουσίαση των αρχών του Κόμματος από τον γραμματέα του Ν. Δημητράτο. Διαφωνίες υπήρξαν για τους όρους της συνεργασίας, με ηγέτη της μειοψηφίας τον Κ. Σπέρα, που είχε πρόσφατα διαγραφεί από το ΣΕΚΕ(Κ).
Ο Κ. Σπέρας ζήτησε από την αρχή την προσχώρηση της ΓΣΕΕ στην Γ’ Διεθνή και έθετε ως όρο συνεργασίας με το Κόμμα την πιστή εφαρμογή των ψηφισθέντων στο Β’ Συνέδριό του, εννοώντας την προσχώρησή του στην Κομιντέρν. Η οργανωτική επιτροπή του Συνεδρίου δεν θεώρησε απαραίτητη αυτή την προσθήκη και στην ψηφοφορία που ακολούθησε, επί 157 αντιπροσώπων, η επιτροπή έλαβε 102, η πρόταση Σπέρα 54 και 1 λευκό. Έπειτα, συζητήθηκαν οι όροι της συνεργασίας. Η φόρμουλα της πλειοψηφίας ήταν συνεργασία των δύο οργανισμών σε όλες τις δράσεις του εργατικού κινήματος, με το Κόμμα να έχει την πρωτοβουλία στα πολιτικά ζητήματα και την Συνομοσπονδία στα επαγγελματικά.
Ο Σπέρας επικαλέστηκε τις αποφάσεις της Γ’ Διεθνούς, κατά τις οποίες τα συνδικάτα μπορούν και οφείλουν να κάνουν πολιτική, αλλά δεν απάλειψε τον διαχωρισμό στη διατύπωση και της δικής του πρότασης, που ήταν η εξής: ενώ για τα επαγγελματικά η ΓΣΕΕ διατηρούσε τον πρώτο λόγο και το Κόμμα όφειλε να υποτάσσεται στις αποφάσεις της, στα πολιτικά ζητήματα το ΣΕΚΕ(Κ) χρειαζόταν απαραίτητη συγκατάθεση της Συνομοσπονδίας. «Εν περιπτώσει διαφωνίας της Γενικής Συνομοσπονδίας, η πολιτική ενέργεια του Κόμματος ματαιούται». Η πρόταση αυτή τέθηκε σε ψηφοφορία, 107 τάχθηκαν με την οργανωτική επιτροπή και 40 με τον Σπέρα. Όταν τελείωσε η συζήτηση κατ’ άρθρο, είχαν διαμορφωθεί δύο συνολικές προτάσεις, επί των οποίων έγινε μυστική ψηφοφορία: 95 ψήφισαν υπέρ της πρότασης της επιτροπής, 48 υπέρ της πρότασης Σπέρα και 6 λευκά..
(Θανάση Καμπαγιάννη, «Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα, 1918-1926», εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, σελίδα 88-89).
Τα χρόνια που ακολούθησαν το Β’ Συνέδριο της ΓΣΕΕ, είναι πού δύσκολα για την εργατική τάξη στη χώρα μας. Διωγμοί από την αντιβενιζελική παράταξη, μικρασιατική καταστροφή, προσφυγιά, εξαθλίωση απόλυτη και σχετική των λαϊκών μαζών. Η παλιά ηγεσία του ΣΕΚΕ-ΚΚΕ, σιγά σιγά, χάνεται από το προσκήνιο, ενώ νέες πολιτικές δυνάμεις εκφράζοντας νέες πιο ριζοσπαστικές θέσεις παίρνουν την θέση της στο Κόμμα.
Ο Κώστας Σπέρας, έξω πια από το ΣΕΚΕ, αλλά μέσα στη ΓΣΕΕ, οδηγείται στην ίδρυση ενός νέου αριστερού κόμματος, με τίτλο Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα (ΑΕΚ). Δημοσιογραφικά, εκδίδει την εφημερίδα; «Νέα Ζωή». Οι θέσεις του γίνονται ολοένα και πιο συντηρητικές, παρά την επιμένουσα υπεραριστερή φρασεολογία. Η βασική αρχή του Σπέρα, αρχή η οποία όπως φαίνεται ακουγόταν όμορφα από την (οργανωμένη πια) εργοδοσία, ήταν ότι η εργατική τάξη οφείλει να κάνει επαγγελματικό και μόνο αγώνα.
Πιθανά, η σύνδεση του Σπέρα με την Αστυνομία και ίσως το Α’ Σώμα Στρατού, να έγινε το 1924.
Η κεφαλαιοκρατία, σε ανοιχτή συνεργασία με την εκάστοτε κυβέρνηση και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους, επιτίθεται σε κάθε εργατική διεκδίκηση και σε κάθε απεργία με μαζικές απολύσεις και τρομοκρατία. Για πρώτη όμως φορά, από το 1924 και μετά, εφαρμόζεται και ένα νέο σύστημα ενάντια στις επαγγελματικές οργανώσεις, χρησιμοποιώντας άτομα που είχαν άμεση ή έμμεση σύνδεση με τις κρατικές υπηρεσίες.
Αλήτικα και τριτοκοσμικά στοιχεία, λούμπεν προλετάριοι, βλαχαδερά και παλληκαρίσκοι της οκάς, χρησιμοποιούνται ευρύτατα από την εργοδοσία για να χτυπηθεί το εργατικό κίνημα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα γεγονότα του Εργατικού Κέντρου της Αθήνας το 1925, όπου ρόλος του Κώστα Σπέρα φαίνεται πια καθαρά (όπως καθαρά φαίνονται και οι καινούργιοι εργοδότες του).
Ας δούμε τι γράφει ο σπουδαίος ιστορικός του συνδικαλιστικού κινήματος της Ελλάδας, Δ. Λιβιεράτος (ένας άνθρωπος που αφιέρωσε τη ζωή του για την επίπονη αυτή εργασία), για τα γεγονότα του ΕΚΑ το 1925:
10-2-1925. Αποχώρησαν μερικές διοικήσεις σωματείων από το ΕΚΑ γιατί διαφωνούν με την κομμουνιστική πολιτική. Το ΕΚΑ τους αποκήρυξε.
12-2 – 1925. Οι αποχωρήσαντες υπέγραψαν πρωτόκολλο με το οποίο καταφέρονται κατά της διοίκησης που διατηρεί σχέσεις με το ΚΚΕ. Θα αγωνιστούν για την απομάκρυνση των σωματείων από πολιτικούς σκοπούς και κόμματα. Υπογράφουν: Νικ. Αποστόλου, Μ. Ροδογιάννης, Ευάγ. Ίσαρης, Κ. Σπέρας, Τάκης Καρύδης, Νικηφ. Καίσαρ, Τρυφ. Παρασκευόπουλος, Ανασ. Χαρακτινός. Λέων. Ζέρβας
8-4–1925. Συνήλθε το σωματείο σιδηροδρομικών Θεσσαλονίκης. Αποδοκίμασε το συμβούλιο για την αποτυχία της απεργίας.
27-4- 1925. Αρχίζει στον Πειραιά το 7ο Παναυτικό συνέδριο. Θα συζητήσει απολογισμό και την απαλλαγή από κομμουνιστική επιρροή.
16-5-1925. Ενώ συνεδρίαζε το ΕΚΑ μπήκαν οι συντηρητικοί και αποδοκίμασαν το Προεδρείο. Πέταξαν έξω τη διοίκηση με ρόπαλα και ξύλα και ανέλαβαν τα γραφεία. Έβγαλαν δική τους επιτροπή από τους Σπέρα, Στρουζάκη, Παναγιωτόπουλο, Μωραΐτη, Τσάκωνα και παρέλαβαν το αρχείο του Κέντρου. Το ΕΚΑ θα μείνει κλειστό μέχρι να διευθετηθεί το ζήτημα.
10-8- 1925 Το υπουργείο Εθν. Οικονομίας κατάργησε τη διοίκηση του ΕΚΑ και διέταξε να παραδώσει στη νέα "εκλεγμένη" διοίκηση των συντηρητικών. Οι παλαιοί αρνήθηκαν να παραδώσουν και συνελήφθησαν οι Λεβέντης πρόεδρος, Ευγενόπουλος Γεν. Γραμματέας, Σταυρόπουλος Ειδ. Γραμματέας. Η αστυνομία παρέδωσε το κέντρο στους συντηρητικούς τους οποίους και φυλάει με τη δύναμη της. Απαγορεύτηκε η συγκέντρωση της καθαιρεμένης διοίκησης
Η νέα διορισμένη διοίκηση την επομένη έβγαλε ανακοίνωση με την οποία καταφέρεται κατά των πολιτικών απεργιών και της σύνδεσης ΓΣΕΕ και ΚΚΕ.
Η τακτική αυτή της διάσπασης θα εφαρμοστεί πάμπολλες φορές στο μέλλον και μέχρι τις μέρες μας ακόμα.
Τις ημέρες που είχε να κάνει με τους σιδηροδρομικούς, η κυβέρνηση αντιμετώπιζε και τους Δημοσίους Υπαλλήλους που αγωνιζόντουσαν για το μισθολογικό τους κυρίως. Όπως είδαμε παραπάνω, στις 7 Μαρτίου ο Μιχαλακόπουλος είχε δημιουργήσει επεισόδιο με την Επιτροπή των Δημοσίων Υπαλλήλων που τον είχε επισκεφθεί για να υποβάλλει τα αιτήματα τους. Ύστερα από 2 μέρες και ενώ συνεδρίαζε το Συμβούλιο της Λέσχης τους, στέλνουν περιπόλους του φρουραρχείου και τους διαλύει με το πρόσχημα ότι δεν μπορούν να κάνουν συγκέντρωση πάνω από επτά άτομα, ανεξάρτητα αν είναι συμβούλιο ή όχι. Η αναταραχή συνεχίστηκε χειρότερη. Πίεση εξασκήθηκε πάνω στους δημ. υπαλλήλους και τελικά ύστερα από μερικές μέρες αναγκάστηκε το συμβούλιο της Λέσχης τους να παραιτηθεί και να μπει άλλο που θα δεχόταν αυτά που ήθελε η κυβέρνηση.
(Δημήτρης Λιβιεράτος, «Κοινωνικοί Αγώνες στην Ελλάδα, 1923-1927 – Επαναστατικές εξαγγελίες», εκδόσεις Κομμούνα, σελίδα 131-132).
Στο ίδιο βιβλίο γράφει ο συγγραφέας συνοψίζοντας την πολιτική πορεία του Σπέρα:
Ο Κώστας Σπέρας, ξεκίνησε από μια μικρή εξτρεμιστική αντικοινοβουλευτική ομάδα του ΣΕΚΕ το 1919, για να καταλήξει μπράβος και εργατοπατέρας με το ζόρι.
Το ΚΚΕ και ο Ριζοσπάστης, σε όλη αυτήν την αναταραχή. δεν σταματά να κατηγορεί το Σπέρα ότι είναι «χαφιέδικο» υποκείμενο, «πράκτορας» του Στρατού και της Αστυνομίας κλπ. Ας μην βιαστεί να μιλήσει κανείς για «σταλινικό» ΚΚΕ, μιας που βρισκόμαστε ακόμα στο 1925 και στην ηγεσία του Κόμματος βρίσκονται οι εκπρόσωποι του παλαιοπολεμικού κινήματος, οι περισσότεροι από τους οποίους θα περάσουν αργότερα στην Αριστερή Αντιπολίτευση και στον τροτσκισμό.
Το Εργατικό Κέντρο Αθήνας θα περάσει λίγο αργότερα στα χέρια του σοσιαλφασίστα Καλύβα, του γνωστού εργατοπατέρα που θα αναλάβει τα υφυπουργεία εργασίας των δωσιλογικών κατοχικών κυβερνήσεων.
Υπό το βάρος των γεγονότων στο ΕΚΑ, την Κυριακή 28 Μαρτίου άρχισε το Γ’ Συνέδριο της ΓΣΕΕ στον Πειραιά. Μέσα σε όλα τα ζητήματα που συζητήθηκαν μπήκε και το θέμα του Σπέρα. Ανοιχτά κατηγορήθηκε ως συνδικαλιστικός πράκτορας, ως δημιουργός ψευτοσωματείων και ως «εχθρός της εργατικής τάξης». Η απόφαση αποπομπής του από τη ΓΣΕΕ ήταν ομόφωνη και δεν στηρίχθηκε μόνο από τους κομουνιστές όπως ψευδώς έχει γραφεί, αλλά και από τους ρεφορμιστές και τις άλλες εργατικές παρατάξεις.
Από την απόφαση του Συνεδρίου:
Το Γ’ Πανελλαδικό Συνέδριο, λαβόν υπ’ όψιν την στάσιν την οποίαν ετήρησεν ο Κ. Σπέρας εις όλους τους αγώνας της εργατικής τάξεως, την δήλωσιν του ιδίου ότι έλαβεν εκ μέρους των αστών χρήματα δια την δημιουργία αντεργατικού κόμματος και τας γενομένας επί του ζητήματος τούτου συζητήσεις αποφασίζει τον αποκλεισμό του Κ. Σπέρα εκ του Συνεδρίου και τον στιγματίζει ως εχθρό της εργατικής τάξεως. Ψηφίστηκε δι’ ανατάσεως των χειρών όλων.
Αξίζει να δούμε τι γράφει ο βετεράνος του εργατικού μας κινήματος Αβραάμ Μπεναρόγια για το ζήτημα αυτό στα απομνημονεύματά του που εκδόθηκαν το 1975. Ας μην μπει κάποιος στον πειρασμό να κατατάξει τον Μπεναρόγια – σαν ιστορικό πρόσωπο είχε πολλές ευθύνες – απλά ας δούνε τα γραπτά του ως μία μαρτυρία και ας δούνε τους αφορισμούς του με κριτικό μάτι, αν και στην περίπτωση του Σπέρα, φοβάμαι ότι αυτό είναι αδύνατο.
"Το Συνέδριον αυτό αποτελεί τον αντίποδα του Α' (1918). Ό,τι επετελέσθη εις το Α' κατεστρέφη εις το Γ'.
Μετά μίαν οκταετιαν υπάρξεως η Συνομοσπονδία εδέχθη εις τους κόλπους της Σωματεία που δεν υπήρχαν ή εις την φαντασίαν.
Οι αντιπρόσωποι της ήλθον κατ’ εντολήν των εν Πειραιεί οργανωμένων αντιδραστικών, οι οποίοι κατώρθωσαν να εισπράξουν από τον Δήμον Πειραιώς ποσά σημαντικά δια την πληρωμήν των εξόδων των. Εις το Συνέδριον ενεφανίσθησαν ισχυροί και οργανωμένοι όλοι οι χρεωκοπήσαντες άλλοτε, Καλαμαράς, Σπέρας, Θειόπουλος και όλοι οι Πειραιείς και Αθηναίοι οπαδοί της αστικής επιρροής. Το Κόμμα διευθυνόμενον υπό τον Σταυρίδη και τον Ευαγγέλου έκαμεν εις το Συνέδριον οικτράν εμφάνισιν.
Παρά τας προειδοποιήσεις του 1923/24 το Κόμμα παρέμεινεν αδιάλλακτο με την άποψιν περί συνεργασίας των δύο οργανισμών, έστω και με κίνδυνον της διασπάσεως. Η ενότης και η υποταγή, εις την πλειοψηφίαν δεν απετέλεσαν βάσιν των συζητήσεων και το αποτέλεσμα υπήρξε καταστρεπτικόν. Δια να επιβληθή η αντίδρασις συνελήφθησαν ένδεκα αντιπρόσωποι και απομονώθηκαν μέχρι της "καταψηφίσεως" της συνεργασίας.
Ο άλλοτε ασυγκράτητος επαναστάτης Σπέρας επί κεφαλής των αστυνομικών συλλαμβάνει τους οπαδούς του Κόμματος."
(Αβραάμ Μπεναρόγια, «Η Πρώτη Σταδιοδρομία του Ελληνικού Προλεταριάτου», εκδόσεις Ολκός, Αθήνα 1975, σελίδα 179).
Ο Άγις Στίνας, στις «Αναμνήσεις» του, γράφει ψέματα ότι μετά την διαγραφή του από το ΣΕΚΕ και τη ΓΣΕΕ θα αποχωρήσει από την ενεργό πολιτική δράση (δεν είναι βέβαια και η μοναδική φορά που θα γράψει ψέματα ο ντεφαιτιστής Στίνας, στην προσπάθειά του να βγάλει το ΚΚΕ ως την πιο εγκληματική οργάνωση που γνώρισε η Ελλάδα στην ιστορία της).
Σκότωσαν τον Κ. Σπέρα αναρχικό τσιγάρα, στέλεχος του Εργατικού Κέντρου Αθηνών, πριν από την ίδρυση της ΓΣΕΕ και αρχηγό της εξέγερσης των μεταλλωρύχων της Σερίφου τον Αύγουστο του 1917. Είχε πάρει μέρος στο 1ο και 2ο συνέδριο της ΓΣΕΕ, ως εκπρόσωπος των αναρχοσυνδικαλιστών εργατών, των οποίων τις ιδέες υποστήριξε σε αυτά τα συνέδρια. Κατόπιν, με την πλήρη επικράτηση του ΚΚΕ στο συνδικαλιστικό κίνημα, παραιτήθηκε από κάθε πολιτική και συνδικαλιστική δράση.
Η μπροσούρα που έγραψε στη φυλακή για την απεργία και τα φονικά γεγονότα της Σερίφου είναι ίσως το σημαντικώτερο ντοκουμέντο για την πραγματική ιστορία του εργατικού κινήματος.
Θα τον ξαναδούμε τον Σπέρα πολλές φορές μέχρι το 1943. Θα τον ξαναδούμε ως μέλος διορισμένων διοικήσεων σωματείων, ως αρχηγό απεργοσπαστικών μηχανισμών. Θα τον δούμε ξανά στην δίκη της «Εργατικής Βοήθειας», να καταθέτει ως μάρτυρας κατηγορίας, μαζί με το μετέπειτα αστυνομικό στέλεχος της 4ης Αυγούστου Λαμπρινόπουλο, προκειμένου να κλείσει η «Εργατική Βοήθεια», γιατί «αποτελεί οργάνωση προθάλαμο στο ΚΚΕ». Θα τον δούμε ξανά ως μέλος της «Εθνικής Συντηρητικής Ενώσεως», μαζί με τον Κανελλόπουλο και τον διατελέσαντα στο παρελθόν «εργατοκτόνο» υπουργό Χατζηκυριάκο. Θα τον ξαναδούμε να καλεί τα αστικά κόμματα να ομονοήσουν προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της ανεργίας και η πιθανότητα «εξέγερσης του προλεταριάτου των πόλεων». Θα τον ξαναδούμε και στην 4η Αυγούστου και στην Κατοχή ...
Δεν αξίζει να παρακολουθήσουμε από κοντά έναν θλιβερό κατήφορο χωρίς τέλος
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου