2 Μαΐ 2013

ENANTIA ΣΤΟΝ ΜΥΚΟΝΙΑΤΙΣΜΟ


του Μιχάλη Μιχελή

 Ο Καζαντζάκης σημειώνει: «Ταξιδεύοντας στην Ελλάδα, κατάλαβα πόσο το ελληνικό τοπίο επιδρά στην ψυχή του ανθρώπου. Όλα έχουν ένα μέτρο ανθρώπινο. Όπως στην αρχαία Ελλάδα. Οι θεοί, τα βουνά, τα ιερά τους, ήταν κοντά στο μπόι τους, για να βλέπουν και ν, αντλούν δύναμη απ, αυτά. Δεν υπήρχε η αίσθηση της υπερβολής. Για να νιώσεις την αρχαία Ελλάδα, τη σκέψη της, την τέχνη της, τους θεούς της, μια αφετηρία υπάρχει: το χώμα, η πέτρα, το νερό, ο αέρας. Από δω πρέπει ν, αρχίσεις».

Αυτές τις θαυμαστές σκέψεις, τις επισήμανε ο μεγάλος λογοτέχνης προπολεμικά, βλέποντας και κρίνοντας με τα κριτήρια της εποχής εκείνης. Γιατί αν κοιτούσε σήμερα, αν ξαναγύριζε στη Νάξο, μάλλον θα έφριττε. Τα περισσότερα σπίτια των νέο-κατασκευαστών, βάλανε τακούνια και σηκώθηκαν δυο ορόφους από το χώμα, για να έχουν να δείχνουν οι κατασκευαστές και οι ιδιοκτήτες ότι η ευμάρεια των νέο-ανερχόμενων αφεντάδων, που τα «κονόμησαν» με το έτσι κι αλλιώς, φτιάχνει «μπούγιο».

Η υπερβολή πήρε πιστοποιητικό νομιμότητας από την πολεοδομία! «Ότι θέλει ο λαός, εμείς του το δίνουμε». Έτσι αλλοτριώθηκε από τα κόμπλεξ της οικοδομικής πλεονεξίας, η αρμονία που πρέπει να χαρακτηρίζει το σπίτι και τον χώρο, το χωριό και το ευρύτερο περιβάλλον, η χρυσή-αγαθή σχέση Ναξιώτη και φύσης τον νησιού του.

Καθόμουν σε μία βεράντα στις Μέλανες κι έβλεπα απέναντι, τα παλιά οικοδομήματα μέσα στους κήπους και στην πλαγιά και προσπαθούσα να ξαναμαζέψω στη σκέψη μου τις εικόνες της Νάξου, που κάποτε ήταν ενός «άλλου παπά ευαγγέλιο»: με τα καστρόσπιτα, τ, αρχοντικά της οικοδομήματα, τα χαριτωμένα «γήινα», σπίτια της, με τα μποστάνια, τις πεζούλες, τ, αλώνια και τα χαρακτηριστικά εκκλησάκια της.

Όλα τούτα σήμερα έχουν απομείνει χωματισμένα ερείπια κι ελάχιστούς συγκινούν (κυρίως τους ξένους επισκέπτες). Είναι τ, απολιθώματα, ενός άλλου τρόπου σκέψης, που πέρασε από τον ευλογημένο τούτο τόπο και βιώθηκε σ, όλα τα δημιουργήματα του ανθρώπινου μόχθου.

Από την μια το παρελθόν, η παράδοση, η αξιοπρέπεια που χαρακτήριζε κάποιες άλλες γενιές κι από την άλλη η απτή σημερινή εικόνα: κουτάκια, άσπρα κουτάκια διάσπαρτα σ, όλη την επικράτεια τον νησιού, με μία πέργκολα για να καλύπτει μια βεράντα και με μερικές κολλητές τεχνητές πέτρες, που ντύνουν ένα άχαρο τσιμεντένιο τοίχο, φτιάχνουν σε γενικές γραμμές το νέο μοτίβο της αισθητικής των σπιτιών στη Νάξο του 21ον αιώνα.

Η σημερινή εικόνα των χωριών μας, δεν νομίζω ότι μπορεί να κολακεύει αυτούς που σέβονται την αισθητική και πολιτιστική ιστορία των νησιωτικών οικισμών. Όπου επεμβαίνει το επιπόλαιο σύγχρονο χέρι των εκσυγχρονιστών, χάνεται με βία η πατίνα της ναξιώτικης παράδοσης.

Τα καλύτερα σημεία τον νησιού, είναι εκείνα, που ξεχάστηκαν με τα χρόνια και γλίτωσαν από τις ανθρώπινες επεμβάσεις. Έτσι σήμερα, με προσοχή και φροντίδα, αν συντηρηθούν: έχουν να μας προσφέρουν ωραίες και διδακτικές εικόνες, για το διαχρονικό, κυκλαδίτικο πολιτισμό.

Το περιβόητο λευκό, «παραδοσιακό» χρώμα των Κυκλάδων

Η εικόνα τον λευκού χρώματος μπορεί να δικαιολογηθεί, όταν χαρακτηρίζει ένα ενιαίο οικισμό. Στα μεμονωμένα κτίρια, το άσπρο χρώμα, θέλει μεγάλη προσοχή όπου χρησιμοποιείται. Κάθε αλόγιστη χρήση τον άσπρου, νεκρώνει την κίνηση του ματιού («μπουχτίζεις» να το βλέπεις). Το άσπρο είναι χρώμα, που δεν αντέχει χωρίς αντίθεση. Ζει με τη σκιά του. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το χρώμα στο σπίτι δεν μπαίνει για να καπελώσει, να πασαλείψει, αλλά για να προβάλει την καλλίγραμμη κατασκευή.

Κι αυτό το αισθητικό πλεονέκτημα, το γνώριζαν πολύ καλά στην αρχαιότητα. Γι, αυτό κι έριξαν ιδιαίτερο βάρος, στην χρωματική κατασκευή των κτιρίων κι αντικειμένων. Ακόμη και πάνω στο άσπρο μάρμαρο χρωμάτιζαν-ζωγράφιζαν. Από τ, εκθέματα ταυ αρχαιολογικού μουσείου Αθηνών προκύπτει ότι από τον 6ο π.Χ. αιώνα, έβαφαν τ, αγάλματα και τους ναούς με κιννάβαρι (χρώμα κόκκινο, σαν μίνιο), με χρυσή ώχρα, με αιγυπτιακό μπλε, με αζουρίτη, μαλαχίτη (πράσινο) κ.λπ. Η λεπτομέρεια, είναι η βάση της αρχιτεκτονικής γραμμής ενός κτιρίου.

Η σκιά είναι εκείνη, που με τις διαβαθμίσεις της, φτιάχνει τις λεπτομέρειες της εικόνας. Κάνει το οικοδόμημα αισθητικά ωραίο. Όταν λοιπόν δεν έχουμε σκιές, που βγαίνουν από την κίνηση του φωτός στα κτίρια, τα σπίτια φαίνονται κακάσχημες καρικατούρες. Η ομογενοποιημένη αντιγραφή των σύγχρονων κτιρίων, που λειτουργούν σαν αυτόνομες μονάδες η μια κολλημένη στη διπλανή της, φτιάχνει ένα άσπρο σύνολο, χωρίς αισθητική συνέχεια, αλλά ούτε αυτονομία, δηλαδή να δείχνει το κάθε κτίριο τη δική του προσωπικότητα.

Έτσι, με το να φτιάχνουμε σπίτια βαμμένα άσπρα, καταλήγουμε να φανερώνονται όλα τα αισθητικά τους μειονεκτήματα. Είναι σαν άσπρα απλωμένα σεντόνια, που δεν έχουν όμως τίποτε να στολίσουν. Από την άλλη το άσπρο χρώμα, δεν δίνει, με το «έτσι θέλω», πιστοποιητικό γνησιότητας στην παράδοση των Κυκλάδων.

Η ιστορία των σπιτιών του Αιγαίου, ήταν γεμάτη χρώματα, από τον καιρό των Μυκηναϊκών οικημάτων του ακρωτηρίου της Θήρας.

Το σπίτι του νησιού, έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που ανεξάρτητα από το χρώμα, φανερώνονται στην κατασκευή του. Το αυθεντικό κυκλαδίτικο οικοδόμημα, έχει στενή σχέση με την καστρική του μορφή, μέσα στα όρια του οικισμού, με την «ιστορία των υλικών» που χρησιμοποιήθηκαν και με τον τρόπο που κτίστηκε. Για κάντε μια σύγκριση στα ενοποιημένα σπίτια του κάστρου στη Χώρα της Νάξου, που δείχνουν το όλο μεγαλείο της συνεκτικής οικοδομής τους (σαν μια αισθητική γροθιά, που εξυπηρετούσε και πρακτικούς λόγους, σε σχέση με τ, ανερμάτιστα καινούργια οικοδομήματα, που τα συναντάς στις νέες γειτονιές της Χώρας...

Η μαστοριά των κατασκευών

Στα νησιά η καλή τοιχοποιία (η ξερολιθιά), ήταν η βασική μέριμνα των κτιστάδων. Έπρεπε με τις πέτρες να συγκρατήσουν τον όγκο της οικοδομής, να βρουν τις κατάλληλες, να τις λαξεύσουν στο σχήμα και στο επιθυμητό πάχος. Μετά εξασφάλιζαν την σταθερότητα της ξερολιθιάς με λάσπη ανάμεσα στις πέτρες, από καλά κοσκινισμένο χώμα, ανακατεμένο με ψιλή λατύπη, που την έφερναν από τα νταμάρια τον μαρμάρου. Η πλειονότητα των κτισμάτων δεν ήταν εξωτερικά σοβαντισμένα, όπως σήμερα.

Μέχρι τον τελευταίο πόλεμο, τα σπίτια ήταν τριών κυρίως κατηγοριών: τ, αγροτικά, των ανθρώπων δηλαδή που βιοπορίζονταν από τη γη και. τη θάλασσα, τα λαϊκά, των χωριών  κι εκείνα που τ, αποκαλούσαν των μεγάλων νοικοκυραίων, των αφεντάδων, των καραβοκύρηδων.

Τ, αγροτικά, τα λεγόμενα και «μιτάτα», απ, έξω ήταν απλοϊκά, ασοβάντιστα, γιατί το βάρος δινόταν στην εσωτερική διαρρύθμιση, ώστε με βατό τρόπο να είναι χρηστικά, για τις ανάγκες τον ιδιοκτήτη (για τα ζώα, το μαγείρεμα και για τις άλλες ανάγκες, φτιάχνονταν παραπλήσια κτίσματα). Τ, αγροτικά σπίτια, παίρνανε το χρώμα τούς από τη συνέχεια του χώματος και της ξερολιθιάς. Από μακριά ήταν σχεδόν αθέατα, καμουφλαρισμένα μέσα στο περιβάλλον και μόνο τα παράθυρα κι οι πόρτες τους διέφεραν, που είχαν το χρώμα της φακής, γκρι ή καφέ.

Τα λαϊκά (τα χωριάτικα) σπίτια, ήταν εξωτερικά επιχρισμένα μ, ένα ιδιαίτερο τρόπο: μαρμαρόσκονη, που ανακατευόταν με νερό και χώμα (στη Σαντορίνη άσπα-τέφρα και λάσπη). Αυτό το μίγμα, σφηνώνονταν ανάμεσα στις μικρές πέτρες στον τοίχο, για να ενισχυθεί η τοιχοποιία. Επειδή η εξωτερική επιφάνεια δεν ήταν λεία, δεν μπορούσαν να την τρίψουν ομοιόμορφα όταν στέγνωνε. Έτσι λοιπόν, με τη μύτη τού μυστριού, περνούσαν το μίγμα τον σοβά κατά μήκος του τοίχου. Η πιεσμένη λάσπη, έκανε καλύτερη πρόσφυση και κάλυπτε την τοιχοποιία. Επειδή έπρεπε το μίγμα του σοβά να είναι κάπως νωπό για να μην ξεραθεί και καταρρεύσει, ασβέστωναν τον τοίχο 2-3 φορές το χρόνο, κυρίως πριν από το καλοκαίρι κι έπαιρνε το σπίτι, την άσπρη, καθαρή του όψη.

Η κάτοψη αυτών των σπιτιών, ήταν μονόχωρη. (ήταν όπως τα σπίτια της μινωικής εποχής). Όταν υπήρχε ανάγκη μεγαλύτερου χώρου, το δωμάτιο επεκτείνονταν κι ένα δοκάρι ή ένα τόξο, χώριζε τη σάλα σε δυο μέρη. Ακόμα, η επέκταση του σπιτιού γίνονταν προς τα κάτω (κατώγια), πάνω (ανώγια) ή γύρω του βασικού χτίσματος. Μ, αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε η εφαπτόμενη «πλαστικότητα» των οικισμών, με τα επάλληλα επίπεδα των δωμάτων.

Το άσπρο χρώμα του ασβέστη, έφτιαξε τη γραφική ενότητα τον οικισμού. Σαν θεατρικό σκηνικό: λες και δημιουργήθηκαν όλα από ένα χέρι. -Βλ. μελέτη τον μεγάλου Γάλλου αρχιτέκτονα Λε Κορμπιζιέ (Le Corbusier) για τα σπίτια των Κυκλάδων.

Στην τρίτη κατηγορία των νησιώτικων σπιτιών, των πιο εύπορων (από την ευμάρεια τον 1850 και μετά στη Νάξο) που γίνανε από την αρχή βάση σχεδίου, η εξωτερική τους όψη είχε την «πολυτέλεια» της μαρμαροκατασκευής. Ήταν επιστρωμένα από καλοδουλεμένο σοβά, που έπαιρνε τους χρωματισμούς που άρεσαν στον ιδιοκτήτη. Αυτά τα χρώματα, (εμπνευσμένα από το χρώμα της γης ή τις ανταύγειες που δίνει ο ιριδισμός του φωτός στο θαλασσινά νερό), έχουν μια διαχρονική συνέχεια, από τ, αρχαϊκά χρόνια μέχρι τα νεότερα. Γι, αυτό και αν παρατηρήσεις τα εναπομείναντα αρχοντικά στο Χαλκί, στον ξεθωριασμένο σοβά βλέπεις ακόμη τ, απομεινάρια των χρωμάτων.

Στη Σύρο, με ιστορικό παρελθόν στα αστικά σπίτια, τα χρωματικά δείγματα είναι περισσότερα (όπως στην ,Ανδρο, Μυτιλήνη, Σύμη, Καστελόριζο).

Τα αστικά σπίτια με τις χρωματιστές πινελιές, ξεκουράζουν την εικόνα μας. Το μάτι κάθεται εκεί και ξεχνιέται. Τα χρωματιστά σπίτια, είναι ένας ζωγραφικός πίνακας, μέσα στο μονόχρωμο χωροταξικό τοπίο.

Και λίγο από την ιστορία

Το 1938, ο Μεταξάς διατάσσει να περαστούν με ασβέστη όλα τα σπίτια των νησιών (σοβαντισμένα ή ασοβάντιστα), για να προστατευτούν μ, αυτό τον τρόπο, από τη χολέρα, που μάστιζε εκείνη την εποχή την Ελλάδα κι είχε απλωθεί και στα οικόσιτα πτηνά. Ο ασβέστης θεωρήθηκε το κατεξοχήν απολυμαντικό, αφού τότε ακόμη δεν ήταν διαδεδομένη η χρήση της χλωρίνης. Έτσι τα σπίτια στα νησιά γίνανε άσπρα (ακόμα και τα χρωματιστά), με την επίβλεψη -τον αυστηρού χωροφύλακα.

Στη συνέχεια το μέτρο προφύλαξης ξεχάστηκε. όμως μερικοί κράτησαν τον ασβέστη. Με το φόβο της φυματίωσης, που θέριζε εκείνα τα χρόνια, όταν έρχονταν το Πάσχα, ασβέστωναν το χωριό, από τους τοίχους μέχρι τα σοκάκια, για να δείχνουν παστρικά τα σπίτια.

Το 1955, η τότε βασίλισσα Φρειδερίκη, μετά από προτροπές ευγενών εικαστικών και κοσμικών κύκλων, (Ελένη Βλάχου, Σπύρος Μελάς, Κώστας Μπίρης), παρουσιάζει στον Καραμανλή, ως πρόταση διαφήμισης για τα ελληνικά νησιά, μια μυκονιάτικη φωτογραφία-πρότυπο, καλοσυντηρημένων σπιτιών, που είχαν στην ιδιοκτησία τους μερικοί ξένοι και ντόπιοι κοσμοπολίτες αστοί. Η συνταγή ήταν καλοφτιαγμένη. Η εικόνα του Αιγαίου: το άσπρο, το χρώμα της αγνότητας, σε συνδυασμό με το μπλε της θάλασσας, του ουρανού και της ελληνικής σημαίας, έγινε το σήμα κατατεθέν της εποχής. Ήταν τότε που η «εθνικοφροσύνη» μετρούσε και με το τι χρώμα προτιμούσες, πόσο «μπλε» είσαι. Το κόκκινο, ήταν ο στιγματισμός των αντιφρονούντων!

Έτσι, προωθήθηκε ο «μύθος» των παραδοσιακών σπιτιών τον Αιγαίου: άσπροι. κύβοι, που ,γιναν σπίτια με μπλε παράθυρα και πόρτες, με δύο γλάρους κι ένα ήλιο αντικρύ τους.

Το μοντέλο της κυκλαδίτικης οικοδομής, των σπιτιών της Μυκόνου, αντιγράφηκε κι επιβλήθηκε από τους καθοδηγητές του «ελληνικού οργανισμού τουρισμού» (ΕΟΤ).

Σλόγκαν προσέλκυσης επενδυτών

Η Μύκονος, από ένα απλό κυκλαδονήσι, μπήκε στο κέντρο του κοσμοπολίτικου «jet set». Κι από κει φτάσαμε στον αχταρμά των καταπατητών της χούντας και των μετέπειτα «image makers».

Οι Κυκλάδες χάσανε τον αρχιτεκτονικό τους πολιτισμό και φτιάξανε σπίτια από το δειγματολόγιο των εργολάβων τον «μυκονιατισμού»http://mykonoszoo.blogspot.gr/2012/08/blog-post_3220.html.http://mykonoszoo.blogspot.gr/2012/08/blog-post_3220.html. Όλα τα υπόλοιπα κυκλαδονήσια, τρέχουνε ασθμαίνοντας ν, αντιγράψουν ότι πουλάει η Μύκονος διεθνώς. Από τη διασκέδαση μέχρι τον πελεκάνο.

Η ζηλιάρα η Νάξος, στραβομουτσουνιάζει και αναθεματίζει αυτούς που δεν πρόσεξαν την χειροποίητη ομορφιά της. Έτσι βάλθηκε ν, αντιγράψει ότι επιπόλαια βλέπει στην Πάρο και στην Μύκονο, μήπως και καρπωθεί κάτι από τις απολαβές και την αίγλη της γειτόνισσας, που κλείνει, πονηρά το μάτι, σ, ότι εκκεντρικό λανσάρεται στα περιοδικά και στα τηλεοπτικά κανάλια!

Μέσα σε λίγα χρόνια, η Νάξος, γέμισε με σπίτια-κουτιά από τσιμεντόλιθους (για γρήγορη και φτηνή απόδοση), που βάφτηκαν άσπρα, μ, ένα «βόλτο» (μια καμάρα) στην πρόσοψη, για να θυμίζουν κάτι από παρελθόν. Αυτά βαφτίστηκαν «γραφικά σπιτάκια των νησιών» που... σέβονται. την παράδοση! («ζήσε τον μύθο σου», που έλεγε ο «μίστερ τουρισμός» Αβραμόπουλος).

Οι άνθρωποι, που έχουν αγάπη και ζήλο για τον αιγαιοπελαγίτικο πολιτισμό, για την ιστορία του και την ομορφιά τού, καταντήσανε «γραφικοί» αντιστασιακοί. Ο «Δούρειος Ίππος» της άλωσης οικοπέδων και συνειδήσεων, λέγεται «κυκλαδίτικη μεζονέτα με πισίνα». Κι ας έρχεται το νερό στο νησί με την υδροφόρα, από μίλια μακριά.

Τρέμουν τα κόκαλα του οραματιστή Πικιώνη, που έψαχνε να ξαναζωντανέψει την αρχιτεκτονική αυθεντικότητα, στις διαχρονικές του Κυκλάδες. Κλείνει τα μάτια του ο συγχωρεμένος Κωνσταντινίδης, που σχεδίασε μια νησιώτικη αρχιτεκτονική έξω από τα τετριμμένα ψευτο-πρότυπα.

Στη Νάξο, η οικοδομική λαίλαπα, σαρώνει τις ευαισθησίες και τις παραδόσεις: τα χωράφια γίνονται τσιμέντο κι έτσι. οι κουτοπόνηροι επενδυτές σκέφτονται να μετατρέψουν το νησί σε τουριστική αλάνα, για 2-3 καλοκαιρινούς μήνες. Οι δημοτικές αρχές κι οι υποστηριχτές τους τρίβουν τα χέρια τους -κι ονειρεύονται κέρδη.

Κι όμως, αν κοιτάξουν με σωφροσύνη οι «τσιμεντάδες» το τι έγινε σε άλλα μέρη, τότε θ, αντιληφθούν τον εφιάλτη του μέλλοντος: τα κορεσμένα νησιά κι οι, τουριστικοί, τόποι που γέμισαν με αμέτρητα σπίτια προς χάριν της ανάπτυξης, έχουν πάρει την κάτω βόλτα παγκοσμίως! Ο παραθεριστής ψάχνει να ζήσει κι άλλα πράγματα, εκτός από μπάνιο κι ηλιοθεραπεία. Ζητάει την μαγεία του πρωτόγνωρου, την ησυχία, την επαφή με τη φύση.

Η Ισπανία αναγκάζεται να γκρεμίσει τουριστικές επιχειρήσεις για να συνέλθει από τον κατήφορο, που εξελίσσεται εκεί τα τελευταία χρόνια. Στην Ιταλία αναστηλώνουν τα παλιά τα σπίτια, για να τα προσφέρουν στον πολλά υποσχόμενο αγροτουρισμό, που αναζητά ήπιες τουριστικές δραστηριότητες.

Το «Ευ Ζην» τον τουρισμού, απαιτεί ποιοτική αναβάθμιση ταυ δομημένου χώρου, με παροχή υπηρεσιών που να εκτιμούν το περιβάλλον και να δίνουν όχι «αρπαχτές», αλλά στοιχεία αξιοπρεπούς πολιτισμού και παράδοσης.

Μια λοιπόν που φτιάχνετε το σπίτι, σκεφθείτε όλα αυτά και κερδισμένοι θα βγείτε. Δεν αξίζει η Νάξος την περιφρόνησή μας...Πηγή : http://www.ppol.gr

to synoro blog

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...