Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Μετά
το θάνατο του Ταρκόφσκι, με πρωτοβουλία της γυναίκας του Λαρίσα
Ταρκόφσκαγια και με την επιμέλεια της Christiane Bertoncini, εκδόθηκαν
τα προσωπικά του ημερολόγια σ’ ένα τόμο που φέρει τον γενικό τίτλο
«Μαρτυρολόγιο». Από ένα σύνολο 16 τετραδίων ιδιοχείρων σημειώσεων
επιλέχθηκαν χορταστικά αποσπάσματα που χρονολογούνται από το 1970 ως το
1986, όπου και πέθανε. Όταν εκδόθηκαν έφεραν θύελλα ερμηνειών και
τοποθετήσεων, γιατί όταν μιλάμε για τον Ταρκόφσκι όλα γίνονται
πολύπλοκα, συνωμοσιολογικά, μυστηριώδη. Δεν είναι μόνο το καλλιτεχνικό
υλικό που άφησε παρακαταθήκη και που, έτσι κι αλλιώς, πυροδοτεί
αντιπαραθέσεις (και θλιβερές αποκρυπτογραφικές διαθέσεις), είναι το
σύνολο μιας ολόκληρης ζωής που στηρίχτηκε σε ανελέητες συγκρούσεις
διεκδικώντας το αδιαπραγμάτευτο και το ανόθευτο και που μοιραία πήρε
θρυλικές διαστάσεις. Διαστάσεις που ξεπερνούν κάθε όριο αν αναλογιστούμε
και το, ούτως ή άλλως, άγνωστο, διφορούμενο και πολλές φορές ακατανόητο
περιβάλλον της Σοβιετικής Ένωσης, που έθρεψε γενιές ολόκληρες δυτικών
με προκαταλήψεις – είτε θετικές είτε αρνητικές – που τις περισσότερες
φορές κυμαινόταν από την άγνοια ως την απόλυτη ανοησία. Οι καλλιτέχνες
του ανατολικού μπλοκ που αναγνωρίζονταν στο δυτικό κόσμο κουβαλούσαν
πάντα μια μυστηριώδη αχλύ και δημιουργούσαν αμηχανία και στα δύο
στρατόπεδα. Ο Ταρκόφσκι είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο δείγμα
καλλιτέχνη που βρίσκεται ακριβώς σ’ αυτό το πολιτικό μεταίχμιο και
στροβιλίζεται ανάμεσα σε δύο τρομακτικές δίνες, του καπιταλιστικού και
του κομμουνιστικού κόσμου. Ο δεύτερος κοιτά τα δυτικά βραβεία με
καχυποψία, ενώ ο πρώτος, βομβαρδισμένος από τους διθυράμβους της
κριτικής διανόησης, πέραν της καχυποψίας, διατηρεί και τη συνωμοτική
διάθεση της θέασης σ’ ένα απαγορευμένο παράθυρο. Κάπως έτσι φτάνουμε στη
σχιζοφρενική αντιφατικότητα που καθορίζει οτιδήποτε αφορά τον
Ταρκόφσκι. Οι σοβιετικές αρχές κάνουν ό,τι μπορούν για να δυσκολέψουν το
έργο του, τον λογοκρίνουν, του πετσοκόβουν κονδύλια, τον συκοφαντούν,
τον ταλαιπωρούν με απίστευτες γραφειοκρατίες, ουσιαστικά τον εξωθούν
στην αυτοεξορία το 1984 και τελικά, τέσσερα χρόνια μετά το θάνατό του,
του αποδίδουν το βραβείο Λένιν «για
την εξαιρετική συμβολή του στην ανάπτυξη της κινηματογραφικής τέχνης
και για το ανανεωτικό του έργο που στοχεύει στην κατάφαση των ανθρώπινων
αξιών και του ουμανισμού».
Από την άλλη, ο δυτικός κόσμος μοιράζεται ανάμεσα στο σκληρό
συντηρητικό πυρήνα που τον απορρίπτει ως κομμουνιστή, τη διανόηση που
τον εκθειάζει, τους ειδικούς που τον μπουκώνουν βραβεία, τους κριτικούς
που διαστρεβλώνουν το έργο του και το αμήχανο κοινό που είτε τον
απορρίπτει γιατί δεν τον καταλαβαίνει είτε τον θεοποιεί παραφράζοντάς
τον. Σχεδόν τριάντα χρόνια (κάτι λιγότερο) μετά την κυκλοφορία του
«Σμιλεύοντας το χρόνο», όπου εξηγεί την απέχθειά του για κάθε
συμβολισμό, το δυτικό κοινό ψάχνει ακόμα τους συμβολισμούς στο έργο του.
Ο Ταρκόφσκι έφτασε να θεωρείται σύμβολο κουλτούρας που κάθε σκεπτόμενος
έπρεπε να αποδεχτεί. Κάτι σαν μόδα. Ανακυκλώνονταν παράλογες εικασίες,
απίστευτες φήμες κι αλλοιώσεις κάθε είδους που τον εξαγρίωναν και τον
φέρναν σε απελπισία. Ένα φαινόμενο που έφτασε σε επίπεδα αγιοσύνης. Στις
7.11.73 ο Ταρκόφσκι γράφει: «Γιατί θέλουν όλοι να με μετατρέψουν πάση θυσία σε άγιο; Ω Θεέ μου! Εγώ θέλω απλώς να δημιουργήσω». Η
αλήθεια είναι ότι ο δυτικός κόσμος είχε βρει το μάρτυρα που έψαχνε. Τον
άνθρωπο που υποφέρει από το αντίπαλο καθεστώς. Τον καλλιτεχνικό δούρειο
ίππο που ξευτέλιζε τη σοβιετική νοοτροπία κι αποδείκνυε τη δική του
ανωτερότητα. Μοιραία όλα τα φλας πέσαν απάνω του. Είναι αδύνατο να μη
λάβουμε υπόψη μας την πολιτική διάσταση που παίρνει το φαινόμενο
Ταρκόφσκι εν μέσω ψυχρού πολέμου, χωρίς αυτό να μειώνει στο ελάχιστο το
έργο του. Χωρίς καθόλου να το επιδιώκει ή να ευθύνεται μετατράπηκε σε
όχημα μεταφοράς πολιτικών αντεγκλήσεων. Είναι ο άνθρωπος που
μετεωρίζεται ανάμεσα σε δυο αδυσώπητους κόσμους που κονταροχτυπιούνται
και τον χρησιμοποιούν, καταδικάζοντάς τον σε αιώνια απροσδιοριστία.
Υπό
αυτούς τους όρους της άκρατης δυσπιστίας όλα, ακόμα και τα πιο
ασήμαντα, παίρνουν ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Γίνονται αντικείμενο
έρευνας. Γιατί το «Μαρτυρολόγιο» ξεκινά από το 1970; Πιο πριν ο
Ταρκόφσκι δεν κρατούσε σημειώσεις; Μήπως υπάρχει λογοκρισία; Μήπως η
γυναίκα του, η Λαρίσα, αποσιώπησε σελίδες που ενδεχομένως την
προσβάλανε; Είναι βέβαιο ότι απ’ όποια χρονολογία κι αν ξεκινούσε τα
ίδια ερωτήματα θα διατυπώνονταν, όπως βέβαιο είναι επίσης ότι από κάποια
χρονολογία θα έπρεπε να ξεκινήσει, κι εδώ ακριβώς είναι ο πυρήνας της
ταρκοφσκικής κατάρας. Η διαρκής – αρρωστημένη αναζήτηση των κρυφών
νοημάτων, αφού τελικά δεν είναι απλά ένας καλλιτέχνης, είναι ο άνθρωπος
που εκπροσωπεί δυο κόσμους και που αναγκάζεται να εγκαταλείψει την
πατρίδα του αυτομολώντας στο δυτικό κόσμο, πράξη, εν μέσω ψυχρού
πολέμου, καθαρά πολιτική, που καταναλώθηκε δεόντως. Η νοσταλγία της
πατρίδας, η αγωνία του γιου του που δεν κατάφερε να πάρει μαζί του, οι
μνήμες ανθρώπων και το μόνιμο αίσθημα της ξενιτιάς τον καταρράκωσαν. Η
Ρωσία ήταν πάντα ο ομφάλιος λώρος του Ταρκόφσκι, πράγμα που φαίνεται
ξεκάθαρα και στο έργο του. Όταν αποκόπηκε απ’ αυτόν ήταν αδύνατο βρει
παρηγοριά. Μόλις δυο χρόνια αργότερα πέθανε στο Παρίσι από καρκίνο.
Μέσα
από τις σελίδες του «Μαρτυρολογίου» ξεπηδά η θλίψη μιας ασφυκτικής,
μίζερης κι αδυσώπητα συγκρουσιακής πραγματικότητας. Μια αγωνία που
φτάνει στα όρια της νεύρωσης. Ο Ταρκόφσκι δεν είναι αρεστός στο
σοβιετικό καθεστώς. Εκπροσωπεί το πνεύμα της βαθειάς ρωσικής παράδοσης
κι απορρίπτει το σοβιετικό ρεαλισμό που υμνεί την εργατική τάξη. Η
στρατευμένη σοβιετική τέχνη του προκαλεί αηδία. Αντιπροτείνει τον βαθύ
ανθρωπισμό που κινείται στα αιώνια ζητήματα της ύπαρξης και πολλές φορές
παίρνει θρησκευτικές αποχρώσεις. Εμπνέεται από μοναχούς, ο Αντρέι
Ρουμπλιόφ είναι χαρακτηριστική περίπτωση. Κάπως έτσι πλαισιώνεται η
τραγωδία ενός καλλιτέχνη που ασφυκτιά σ’ ένα κράτος που είναι αδύνατο να
τον κατανοήσει. Συνεχώς βρίσκεται αντιμέτωπος με την περιβόητη
Γκοσκινό, την εταιρεία που χρηματοδοτεί κι ελέγχει τις κινηματογραφικές
παραγωγές. Ο προϊστάμενός της, ο Γερμάς, έχει απόλυτη εξουσία στο έργο
του. Για κάθε φιλμ πρέπει να συνεννοηθεί μαζί του. Η χρηματοδότηση, η
λογοκρισία, η στενοκεφαλιά και η άκαμπτη γραφειοκρατία τον τσακίζουν.
Παρακολουθούμε το αδιέξοδο του ανθρώπου που συντρίβεται σ’ έναν καφκικό
εφιάλτη. Διαρκώς αναμένει. Αναμένει τα λεφτά, αναμένει την έγκριση,
αναμένει το οτιδήποτε σ’ ένα βασανιστικό, εξουθενωτικό οδοιπορικό
υποχρεωτικής απραξίας. Μέσα σε 27 χρόνια γύρισε μόλις εφτά ταινίες, εκ
των οποίων οι δύο στο εξωτερικό. Στο «Μαρτυρολόγιο» γράφει ότι θα ήθελε
να γυρίζει δυο ταινίες το χρόνο. Ακόμη κι όταν τον ζητούν στην Ιταλία
για τα γυρίσματα της Νοσταλγίας η άδεια από τη σοβιετική γραφειοκρατία
είναι κολοσσιαίο θέμα. Διαρκή οικονομικά προβλήματα τον καταρρακώνουν.
Σε όλο το «Μαρτυρολόγιο» βλέπουμε λίστες με χρεωστούμενα που πρέπει να
ξεπληρώσει ή λίστες με ανθρώπους που ξεπλήρωσε. Διαρκώς ψάχνει λεφτά,
διαρκώς προσπαθεί να ολοκληρώσει τις εργασίες στο σπίτι που μένει για να
γίνει λειτουργικό, διαρκώς αναβάλλει τα πάντα λόγω έλλειψης χρημάτων.
Παράλληλα είναι γεμάτος καλλιτεχνικές ιδέες που στο βάθος ξέρει ότι δεν
θα πραγματοποιήσει ποτέ κι αυτό τον συνθλίβει.
Παρακολουθούμε
το θανάσιμο ουρλιαχτό του παγιδευμένου ανθρώπου. Ταυτόχρονα τα βραβεία
έρχονται βροχή από την Ευρώπη, γεγονός που χειροτερεύει τις σχέσεις του
με τον Γερμάς. Ακόμη κι όταν του ενέκριναν το γύρισμα μιας ταινίας τα
υλικά που του προμήθευαν ήταν πάντα οριακά. Η πολυτέλεια πολλών
γυρισμάτων για καλύτερο αποτέλεσμα δεν υπήρχε. Αν χρειαζόταν επιπλέον
υλικό, έπρεπε να απευθυνθεί ξανά στη γραφειοκρατία της Γκοσκινό, γεγονός
αποκρουστικό που ίσως να σήμαινε και την οριστική ματαίωση της ταινίας.
Και μέσα σε όλα αυτά η κακή του υγεία. Σελίδες ολόκληρες γεμάτες
ζαλάδες, γρίπες, πονοκεφάλους, καρδιακά επεισόδια και βδομάδες στο
κρεβάτι. Μια μόνιμη ενοχή απέναντι στη γυναίκα του, το γιο του και την
άθλια ζωή τους για την οποία ένιωθε υπεύθυνος. Ταυτόχρονα όμως τόσο
βέβαιος για το έργο του, τόσο επικριτικός με όλους και με όλα, τόσο
αλαζονικός κι αδιαπραγμάτευτος που έφτανε στα όρια του ναρκισσισμού. Ο
Ταρκόφσκι ένιωθε την αυθεντία του. Απόλυτα σίγουρος για την ανωτερότητά
του, ήταν αδύνατο να συμβιβαστεί με οτιδήποτε, εκπροσωπώντας έναν
ελιτισμό που τον έκανε ακόμα πιο αντιπαθή στις σοβιετικές αρχές.
Ο
Ταρκόφσκι δεν είναι απλώς ένα σύμβολο καλλιτεχνικής πρωτοπορίας, είναι η
καλλιτεχνική ψυχή που οφείλει να συγκρουστεί για να
επαναδιαπραγματευτεί την πραγματικότητα. Ο καλλιτέχνης που πρώτα απ’ όλα
απορρίπτει για να αναδείξει το πανανθρώπινο μεγαλείο που οφείλει να
γίνει προσωπικό. Πολλοί επικριτές του σοβιετικού καθεστώτος
χρησιμοποιούν τον Ταρκόφσκι ως αφορμή αρνητικής κριτικής. Προσωπικά
είμαι βέβαιος (όσο βέβαιος μπορεί να είναι κανείς σε μια τέτοια υπόθεση)
ότι αν ο Ταρκόφσκι γεννιόταν στην Ευρώπη θα είχε ακριβώς την ίδια
συγκρουσιακή πορεία. Θα συγκρουόταν αδυσώπητα με το δυτικό μοντέλο
καταδικάζοντας την καπιταλιστική απανθρωπιά, κι αυτό ακριβώς είναι που
επιβεβαιώνει το ανόθευτο της καλλιτεχνικής του φύσης. Η αδιαλλαξία και η
αδιαπραγμάτευτη ρήξη με καθετί που στρέφεται εναντίον του ανθρώπου.
Πηγή : http://eranistis.net/
Αντρέϊ Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι - Στάνισλαβ Λέμ: «Σολάρις» ή πως η αγάπη επουλώνει τη φθορά του κόσμου
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://aftercrisisblog.blogspot.gr/2014/01/blog-post_5.html