4 Μαΐ 2013

Πασχαλινό οδοιπορικό στη Σέριφο ...VIDEO...

του Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου

ΑΠΡ-29-1994- Μεγάλη Παρασκευή-Σέριφος

Σήμερα το πρωί ο απόπλους από τον Πειραιά, στις 8.30 π.μ, με το πλοίο «Μήλος», για το προγραμματισμένο πασχαλινό μας τετραήμερο στη Σέριφο. 
Επιβιβαστήκαμε με μεγάλη ανακούφιση και ενθουσιασμό οι: Γιάννης Γ, Τάκης Κ, Νίκος Καρπάθιος και εγώ. Τις επόμενες ημέρες αναμένονται να φτάσουν στο νησί και οι υπόλοιποι. Η αλήθεια είναι, ότι περιμέναμε όλοι, πώς και πώς, τη στιγμή που το πλοίο θα άφηνε πίσω του την γκρίζα πόλη και μαζί της έννοιες και σκοτούρες, για μια σύντομη διαφυγή στο όνειρο. 
Το πλοίο είναι γεμάτο υπερβολικά από ανθρώπους που έχουν τις ίδιες με εμάς ανάγκες για ξεκούραση και αλλαγή. Ο καιρός καλός στο ταξίδι, μόνο που ένας δυνατός άνεμος μας πήγαινε πέρα δώθε, ευτυχώς ο ζεστός ήλιος αντιστάθμιζε την κατάσταση.


Στις 1.30 μ.μ, αποβιβαζόμαστε επιτέλους στο νησί της Σερίφου. Οι γνώριμοι άγριοι βράχοι καλυμμένοι από άκρη σε άκρη με χαμηλό χορτάρι, μαργαρίτες, παπαρούνες και αγριολούλουδα. Φοβερή η αίσθηση του μυρωμένου αέρα. Στο λιμάνι, το Λιβάδι, η κίνηση είναι απρόσμενα πολλή, καθώς φαίνεται αρκετός κόσμος έχει φτάσει στο νησί για τις γιορτές του Πάσχα. 
Δίπλα μας και ο γνωστός Λαζόπουλος με τον οποίο συνταξιδέψαμε και που έχει αγοράσει σπίτι πάνω στη Χώρα. Τρία χρόνια μετά από την τελευταία φορά που ήμουν στο νησί, βλέπω ότι πολλά πράγματα αλλάζουν γρήγορα. Νέα σπίτια χτίζονται, σύγχρονα εμπορικά κέντρα με καταστήματα και χώρους διασκέδασης. 
Ένας αέρας τουριστικής ανάπτυξης στη Σέριφο, την βάζει σταθερά μέσα στο κύκλωμα της τουριστικής αγοράς. Φαντάζομαι ότι σε δέκα χρόνια το νησί θα θυμίζει Μύκονο, ή Σαντορίνη. Το μόνο αισιόδοξο είναι το γεγονός, ότι ακολουθείται πιστά ακόμη στις νέες οικοδομές η κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική.

 
Γερ. Γερολυμάτου: Λιβάδι Σερίφου-ακουαρέλες


Βγαίνοντας από το πλοίο πρώτο συμβάν. Σκάει το λάστιχο του μοναδικού μας μεταφορικού μέσου, στο παπάκι του Γιάννη Γ. Φροντίζουμε να νοικιάσουμε δύο άλλα για τις περιπλανήσεις μας στο νησί και το αφήνουμε μέχρι να επιδιορθωθεί. Για ουζάκι και μεζέ στο «Καρνάγιο» και ύστερα με τα δύο μηχανάκια αρχίζει η δύσκολη ανάβαση προς την Χώρα που δεσπόζει πάνω από τα κεφάλια μας.
 Ο δυνατός άνεμος συν το βάρος μας και τις αποσκευές, με τις σούβλες να πηγαίνουν πέρα δώθε, συν και τη μεγάλη κλίση του δρόμου, έκαναν τα μηχανάκια να βογγούν στην ανάβαση προς το καστρο- βράχο της Χώρας. Με τα πόδια, πήγαινε κανείς πιο γρήγορα. Κάποτε φτάσαμε στη μικρή πλατεία του χωριού, και έπειτα μεταφέραμε τα πράγματα στο σπίτι του Γιάννη. 
Εκεί μας περίμεναν οι γονείς του, η Σοφία και ο Βικέντιος, ο Αναστάσης, ένας μεσήλικος θείος του εκ γενετής τυφλός, αξιαγάπητος και ταπεινός και η Μαρία μια εξαδελφή του μαζί με μια γειτόνισσα τους την Μαριέτα. Αν αναφέρω αυτά τα ονόματα, είναι μόνο επειδή τα πρόσωπα αυτά μας υποδέχτηκαν με μια αγκαλιά ζεστή και φιλόξενη, ωσάν να ήταν αυτοί οι εκπρόσωποι του νησιού απέναντί μας. 
Ο Βικέντιος υπερήφανος για τον τόπο του και η Σοφία πασχίζουν να μας περιποιηθούν. Με δυνατό σεριφιώτικο κρασί και με σουπιά στιφάδο για μεζέ, δίνεται η δυνατότητα να γνωριστούμε όλοι μεταξύ μας καλύτερα. Μια ώρα μετά τακτοποιούμε τις λίγες αποσκευές μας. 
Ο Γιάννης και ο Νίκος θα κοιμηθούν επάνω, ο Τάκης και εγώ σ' ένα άλλο δωμάτιο στο κατώι του σπιτιού. Γύρω στις 5 μ.μ. με εξασφαλισμένες τις κυριότερες ανάγκες μας, αποφασίζουμε την πρώτη μας εξόρμηση στην ενδοχώρα του νησιού.
 Ο Γιάννης και εγώ γνωρίζουμε καλύτερα το μέρος, όμως για τους υπόλοιπους τρεις πάντα υπάρχει κάτι νέο για να δούμε. Ακολουθούμε τον μοναδικό ασφαλτοστρωμένο δρόμο που περνάει από τα χωριά της Παναγιάς και της Γαλανής και φτάνει μέσω του μοναστηριού των Ταξιαρχών, στο χωριό Καλλίτσος ή Καλλίστος, μια διαδρομή συνολικά 15 έως 20 χιλιόμετρα. 
Υπάρχει πολύ αέρας που δυναμώνει ακόμη περισσότερο, καθώς ο δρόμος ανεβαίνει συνεχώς με κίνηση ελικοειδή στις τραχιές γρανιτένιες πλαγιές, τις σπαρμένες με φρύγανα, αγριολούλουδα και θυμάρι. Κάπου -κάπου λιγοστά ή μοναχικά μικρά δέντρα, ακακίες και αμυγδαλιές, λίγες ελιές. Αυτή η γη είναι άγρια, θεϊκή, μια κορυφή στη μέση του απέραντου γαλάζιου. 
Υπάρχει παντού μέσα στα χρώματα γύρω, η εμφανής πρόσμειξη του μπλε κοβαλτίου, στις ώχρες, στα πράσινα terra verde, και μόνο οι λευκοί τοίχοι και τα μακρινά ερημοκκλήσια ακτινοβολούν ένα φως θερμό και απαστράπτον. Είναι η υγρασία που μεταφέρει μαζί του ο άνεμος, εδώ το λένε το «σκότος του αέρα».
 Σταδιακά οι τόνοι έχουν την τάση να γαλαζώνουν και να εξομοιώνονται στα μακρινά επίπεδα του ορίζοντα. Ίσως εδώ, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, η θεϊκή παλέτα είναι εμβαπτισμένη από ουρανό και θάλασσα στο κοβάλτιο.


παραδοσιακό μπακάλικο στην Παναγιά
Πρώτος σταθμός μας ένα μικρό ερημοκκλήσι στα δεξιά του δρόμου, που είναι αφιερωμένο στους Ταξιάρχες. Βρισκόμαστε ψηλά σε ένα διάσελο, από δω και πέρα, ο δρόμος είναι κατηφορικός σχεδόν μέχρι το μοναστήρι.

 Η θέα είναι ονειρική, τα μάτια δεν μπορούν να χορτάσουν, ούτε να φτάσουν την ομορφιά. Χρειάζεται να επιστρατεύσεις όλες τις αισθήσεις σου και πάλι θα σου ξεφεύγει το πνεύμα της.

Η Χώρα στα χαμηλά, κουρνιασμένη πάνω στο βράχο της με τους λευκούς της κύβους σαν περιστέρια, φωτίζεται μόνο από δεξιά, μισή στο φως και η άλλη μισή μέσα στη σκιά. Ανάψαμε κεράκια και καντήλια, λίγο θυμίαμα και ξεκινήσαμε πάλι, κατηφορικά αυτή τη φορά.


Μικρά κοπάδια αιγοπροβάτων βόσκουν στις απότομες πλαγιές και αμέριμνα γαϊδουράκια. Στις σκιές των λαγκαδιών κάνει κρύο, μόλις βγαίνουμε πάλι στα ηλιοφώτιστα μέρη ζεσταινόμαστε λιγάκι. Κάποτε, φτάνουμε στη μικρή πλατεία του χωριού Παναγιά. Εκεί βρίσκεται η ομώνυμη εκκλησία κτισμένη τουλάχιστον από το 900 μ.Χ. 
Δυστυχώς, λίγα δείγματα πια απομένουν από τις τοιχογραφίες της, είναι όμως δείγματα υπέροχης αγιογραφίας. Δυο-τρεις κυράδες μεγάλης ηλικίας που κρατούν τα κλειδιά, μας πληροφορούν, ότι η ελιά που βρίσκεται μπροστά στην πόρτα της εκκλησίας είναι και αυτή 900 χρόνων. Υπάρχει μάλιστα ένα παλιό έθιμο που θέλει, ότι το πρώτο ζευγάρι που θα χορέψει γύρω από το δέντρο στην γιορτή της Παναγίας, θα παντρευτεί οπωσδήποτε μέσα στο χρόνο.
 Φυσικά, πολλές φασαρίες και ξυλοδαρμοί γίνονταν εξαιτίας αυτού του εθίμου, που μάλλον στις μέρες μας έχει ξεχαστεί. Μια από τις κτητόρισες διατηρεί ένα μικρό καφενείο όπου πηγαίνουμε για να πιούμε κάτι. Μου έκανε εντύπωση, ότι ενώ φύγαμε πρώτοι, εκείνη βρισκόταν κιόλας εκεί, παρά τη μεγάλη της ηλικία. Οι άνθρωποι εδώ είναι πολύ σκληραγωγημένοι.


Αποφασίζουμε να παρακολουθήσουμε την ακολουθία του Επιταφίου στην εκκλησία του μοναστηριού, που επρόκειτο να αρχίσει γύρω στις 7 μ.μ, έτσι ώστε να προλάβει ο μοναδικός ιερομόναχος να λειτουργήσει ύστερα και στην Παναγιά.
 Ελλείψει ιερέων μπορεί κανείς να παρακολουθήσει δυο-τρεις διαδοχικές Αναστάσεις και άλλους τόσους Επιταφίους. Στο μικρό μοναστήρι των Ταξιαρχών η ακολουθία είναι κατανυκτική. Υπάρχουν αρκετοί πιστοί που έχουν γεμίσει την εκκλησία του μοναστηριού και τον μικρό περίβολο.
 Η μονή περιβάλλεται από ψηλούς τοίχους με επάλξεις για τον φόβο των πειρατών και είναι τετράγωνη. Υπολογίζω κάθε πλευρά της να είναι γύρω στα 30 με 40 μέτρα. Ο ναός με το όμορφο ξυλόγλυπτο τέμπλο βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο της, όμως δεν είναι αγιογραφημένος. Ίσως κάποτε να ήταν, αφού το μοναστήρι χρονολογείται περίπου από το 1470 και είναι σταυροπηγικό, υπάγεται δηλαδή στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. 
Υπήρξε εποχή που ζούσαν εδώ 100 μοναχοί, σήμερα ζει εδώ μόνος του ο αρχιμανδρίτης Μακάριος, τελευταίος κρίκος σε μια μακριά αλυσσίδα διακονητών. Όμορφη, κατανυκτική ατμόσφαιρα με το ευωδιαστό λιβάνι, τα κεριά και τους υπέροχους ύμνους του Επιταφίου, καθώς η νύχτα σκεπάζει βαριά το γύρω τοπίο.

Γύρω στις 9 μ.μ, παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής για τη Χώρα. Αυτή η διαδρομή θα μείνει αξέχαστη. Για τρία τέταρτα της ώρας ο άνεμος λυσσομανά, ακόμη και τα μηχανάκια χρειάζεται προσοχή για να τα κρατήσεις στην πορεία τους. 
Το σκοτάδι είναι απόλυτο παρότι ο ουρανός είναι ξάστερος. Που και που, κάποιο φως αυτοκινήτου ή σπιτιού, μοιάζει σαν φάρος μέσα στο άμορφο χάος. Δεν κάνει ιδιαίτερο κρύο, μόνο που τα μαλλιά μας σχεδόν πονούν στις ρίζες τους και τα πρόσωπα είναι μαστιγωμένα από τις ριπές του ανέμου. Κάποτε φτάνουμε στη Χώρα, το σπίτι του Γιάννη θυμίζει ζεστό καταφύγιο. 
Με τον Βικέντιο πάλι κρασί και μεζέ και εξιστόρηση των εντυπώσεων μας από την περιήγηση. Μέσα στη ζέστη του σπιτιού που μας τυλίγει απαλά, ακόμη και μισή ώρα μετά νιώθω ακόμη τα μάγουλα μου να καίνε και τα αυτιά μου να βουίζουν από το φύσημα του ανέμου. 
Είμαστε πολύ κουρασμένοι για παραπάνω, παρόλο που ο Γιάννης επιμένει να πάμε για ποτό στο Λιβάδι. Αργά το βράδυ συγκεντρωνόμαστε στο δωμάτιο στο κατώϊ, πολύ ευθυμία αλλά και κούραση, κανείς όμως δε θέλει να πάει ακόμη για ύπνο, τουλάχιστον όχι πριν τις 4 π.μ, που τελικά κοιμηθήκαμε βαθιά και ευτυχισμένα. Πολύ ησυχία, εκτός μόνο από τους λυγμούς του ανέμου που έσκιζε τα νύχια του πάνω στα σύρματα και στις πέτρες.


Γερ. Γερολυμάτος: Χώρα της Σερίφου, ακουαρέλες
ΑΠΡ-30-1994- Μεγάλο Σάββατο-Σέριφος

Όμορφο ξεκίνημα της ημέρας ύστερα από ένα γλυκό ύπνο με όνειρα. Γύρω στις 10 π.μ πίνουμε καφέ και προγευματίζουμε με ζεστό χωριάτικο ψωμί, λαδοτύρι ντόπιο και ελιές. Γεύσεις αυθεντικές. Ο Νίκος, σχεδόν ξενυχτισμένος, μας διηγείται γελώντας την ιστορία για το ροχαλητό του Γιάννη. Αμ, εγώ που το ήξερα πολύ καλά, κοιμήθηκα στο κατώϊ με τον Τάκη, παρότι ο Γιάννης μου είχε προτείνει να κοιμηθώ επάνω. 
Τώρα το έμαθε και ο Νίκος. Συζητούμε λίγο για τις προετοιμασίες του πασχαλινού τραπεζιού, τι ακριβώς χρειάζεται και τι πρέπει να γίνει. Το απόγευμα θα γίνουν τα σουβλίσματα των δύο αρνιών και του κοκορετσιού. Το δεύτερο αρνί είναι της οικογένειας του Αναστάση. Προς το παρόν πρέπει να κατέβουμε στο Λιβάδι, όπου θα υποδεχθούμε τους Γεωργακόπουλους.
 Ο Χρήστος και η Καίτη φθάνουν με το πλοίο στις 1 μ.μ. Ηλιόλουστη μέρα καθώς κατεβαίνουμε το φιδίσιο δρόμο της Χώρας, είμαστε όλοι φοβερά ευδιάθετοι. Ο άνεμος είναι αισθητά λιγότερο δυνατός από χθες. Κάτω στο λιμάνι η θάλασσα σχεδόν λάδι, καθώς ζεσταινόμαστε από τον ήλιο, πίνοντας καφέ στο νέο μπαράκι της «Άγριας μέντας».

Δεύτερο συμβάν: Ο θόρυβος που ακούγαμε χθες, ο Νίκος και εγώ, στο μηχανάκι που επιβαίναμε, δεν ήταν της αλυσίδας του, αλλά οφειλόταν σε ένα αξονάκι που ήταν έτοιμο να σπάσει. Έτσι, αντί να νοικιάσουμε ένα ακόμη μηχανάκι για τους νεοφερμένους, δώσαμε και αυτό που είχαμε. Δυστυχώς, ο ιδιοκτήτης του βενζινάδικου δεν είχε άλλα διαθέσιμα, οπότε αρκεστήκαμε να πάρουμε το επιδιορθωμένο μηχανάκι του Γιάννη.
 Για έξι άτομα μας αναλογούν, λοιπόν, δύο μηχανάκια. Το πλοίο φτάνει στην ώρα του. Ο Νίκος και ο Γιάννης επί της υποδοχής μεταφέρουν τους Γεωργακόπουλους στο μπαρ όπου τους περιμέναμε ο Τάκης και εγώ. Ο Βασίλης Α δε μπόρεσε τελικά να έρθει παρά τη θέληση του.
 Όλοι μαζί πίνουμε καφέ κάτω από τον ζεστό ήλιο και ύστερα δίπλα στο «Καρνάγιο» για ουζάκια μετά μεζέ. Υπάρχει διάχυτο κέφι ανάμεσα μας, καθότι βλέπουμε να πραγματοποιείται σιγά και σταθερά αυτό που προγραμματίζαμε καιρό τώρα. Οι όποιες αντιξοότητες περνούν, δίχως να σταθούν ικανές να μας χαλάσουν την καλή διάθεση. Γύρω στις 3 μ.μ ανεβαίνουμε στη Χώρα, ο Τάκης και εγώ με ωτο-στοπ, οι υπόλοιποι με μηχανάκια. Στο σπίτι του Γιάννη γίνονται οι νέες συστάσεις και γνωριμίες και τα απαραίτητα κεράσματα. Οι Γεωργακόπουλοι θα μείνουν σε ένα κονάκι που ανήκει στον Αναστάση και βρίσκεται 300 μέτρα περίπου έξω από τη Χώρα. Εκεί πρόκειται να ψήσουμε τα αρνιά. Στο ενδιάμεσο διάστημα ο Χρήστος και η Καίτη τακτοποιούν τα πράγματα τους, ενώ οι υπόλοιποι συνεχίζουμε για ένα ουζάκι στην πιάτσα.


Στις 7 μ.μ, ξεκινούμε τη διαδικασία της προετοιμασίας και των σουβλισμάτων. Οι Γιάννης και Τάκης μεταφέρουν σούβλες και ψησταριά, ο Νίκος και εγώ τα δύο αρνιά, 15 και 18 κιλών αντίστοιχα. Συνάντηση στο κονάκι και ο χορός του οβελία αρχίζει. 
Μέχρι τις 9.30 μ.μ, έχουμε σουβλίσει τα δύο αρνιά και το κοκορέτσι και τα αφήνουμε να στραγγίσουν ολονυχτίς. Προμηθευόμαστε κάρβουνα, ανοίγουμε και ένα λάκκο για την φωτιά και όλα είναι έτοιμα για αύριο. Αυτήν τη φορά η δουλειά έγινε γρήγορα, σωστά και συντονισμένα. Αποδείχθηκε ότι έχουμε γίνει πια σπεσιαλίστες στα σουβλιστικά. Εργαστήκαμε όλοι ό,που χρειάστηκε, καθώς ο Βικέντιος με την καράφα στο χέρι κερνούσε ποτήρια κρασί δεξιά και αριστερά. 
Πολύ κρασί, ευτυχώς ελαφρύ και εύγεστο. Όλες αυτές οι δραστηριότητες αποθανατίστηκαν από την φορητή βιντεοκάμερα που έφεραν ο Χρήστος και η Καίτη. Ευκαιρία για επιτόπιες σκηνοθετικές παρεμβάσεις του Γιάννη και των υπολοίπων. Ο αέρας φυσάει ακόμη, λιγότερο βέβαια, αλλά οι ντόπιοι λένε ότι θα καλυτερέψει ως αύριο.
 Γυρίζουμε στο σπίτι του Γιάννη ενόψει της προετοιμασίας για την Ανάσταση. Μεζέδες συν το απαραίτητο κρασία μέχρι τις 11 μ.μ, αστεία και ιστορίες για τα ορυχεία σιδήρου από τον Βικέντιο. Οι Τάκης και Νίκος προλαβαίνουν ένα γρήγορο λούσιμο. Με τον αέρα αυτό, ούτε που το σκέπτομαι καν, να βγω έξω βρεγμένος.

Τρίτο συμβάν: Η Μπαμπίνα, μια όμορφη γατούλα που τριγυρίζει στο σπίτι, βρίσκει την ευκαιρία με την απουσία μας για τα σουβλίσματα, να μπει στο δωμάτιο μας στο κατώϊ και να γεννήσει πάνω στο κρεβάτι μου και στον υπνόσακκο μου δύο γατάκια! Χάλια έγινε το κρεβάτι, αλλά η αξιαγάπητη εικόνα της μάνας με τα παιδιά της, θεωρήθηκε καλός οιωνός και έτσι τα μεταφέραμε προσεκτικά στην διπλανή αποθήκη. Βάλαμε και της Μπαμπίνας να φάει να δυναμώσει και βάφτισα τα δύο μικρά Αναστάση και Λαμπρινή, αφού γεννήθηκαν τρεις ώρες πριν την Ανάσταση. 
Όλοι μαζί έπειτα πηγαίνουμε στην πιάτσα και παραγγέλνουμε ένα μπουκάλι κρασί, αναμένοντας την ώρα να πάμε στη διπλανή εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Κόσμος έχει αρχίσει ήδη να συγκεντρώνεται. Στις 12 παρά 20, μπαίνουμε στην εκκλησία προκειμένου να παρακολουθήσουμε την Αναστάσιμη Λειτουργία. 
Η εκκλησία είναι όμορφη αλλά δίχως αγιογραφίες και αυτή, μόνο λίγα δείγματα απομένουν μιας κάπως δυτικίζουσας αγιογραφικής τεχνοτροπίας. Και ιδού, η Αναστάσιμη ώρα «Άρατε πύλας». Όμορφη στιγμή, η κορυφαία της χριστιανικής πίστης καθώς είναι και η μόνη που αναφέρεται στο γεγονός της εκ νεκρών ανάστασης. 
Με δυσκολία καταφέρνουμε να πάμε την φλόγα στο σπίτι, ο άνεμος σβήνει τις λαμπάδες μας. Στα τσουγκρίσματα των αυγών ο Χρήστος βγαίνει νικητής. Ένα αυγό, βαμμένο από ρίζα, που μου είχε δώσει ο Βικέντιος σαν φαβορί, βγαίνει εκτός από τον πρώτο κιόλας κύκλο των τσουγκρισμάτων. Κάποιες λιγόλεπτες διακοπές του ηλεκτρικού μου φέρνουν στη μνήμη την Ανάσταση του 1991, πάλι εδώ στη Σέριφο. Όμως, πόσο διαφορετικά είναι τώρα τα πράγματα και τα πρόσωπα. Πόσο πιο ενωμένοι οι φίλοι που βρισκόμαστε εδώ.

Η μαγειρίτσα που έφτιαξε η Σοφία είναι φανταστική. Μετά από νηστεία κρέατος σαράντα ημέρες, η όρεξη μου είναι μεγάλη. Το πασχαλινό μας τραπέζι πλούσιο από αγαθά και καλά συναισθήματα. Πάμε για ύπνο γύρω στις 3 π.μ, πρέπει να είμαστε φρέσκοι για την αυριανή γιορτή και το μεγάλο φαγοπότι του Πάσχα.

Γερ. Γερολυμάτος: Η Χώρα της Σερίφου με το νησί Βου, λάδια σε καμβ
ΜΑΗΣ-1-1994- Κυριακή του Πάσχα -Σέριφος


Γρήγορο πρόγευμα με καφέ γύρω στις 9.30 π.μ και έπειτα όλοι μαζί πηγαίνουμε στο κονάκι, όπου ήδη ο Βικέντιος με τον Τάκη φτιάχνουν την φωτιά. Στις 10.30 π.μ, βάζουμε τα αρνιά και το κοκορέτσι και αρχίζει το ψήσιμο. Η δυνατή φωτιά και ο αέρας μας ψήνει μαζί με τα αρνιά. Διαδοχικά όλοι περνούμε από την σούβλα όπου τα αρνιά έχουν αρχίσει να ροδοκοκκινίζουν. Το κοκορέτσι ταλαιπωρείται λίγο, ώσπου το αναλαμβάνουν κάποια έμπειρα και υπεύθυνα χέρια και έτσι σώζεται. 
Γνωστοί και φίλοι της οικογένειας του Γιάννη περνούν από εκεί, μας φέρνουν μεζέδες και κρασί. Κρασί και πάλι κρασί, σεριφιώτικο, κρητικό του Χρήστου, στις φλέβες μας πια, πρέπει να τρέχει κρασί αντί για αίμα. Όλοι δείχνουν να το απολαμβάνουν, ο Γιάννης μέχρι και από το ταρατσάκι τραβάει εικόνες στο βίντεο. Πάσχα Ελλήνων, με δυνατή νησιώτικη μουσική και τραγούδια.

Από κάτω το γαλάζιο Αιγαίο με το ξερονήσι του Βου και οι πρασινισμένες πλαγιές με τους μικρούς λευκούς περιστερώνες, που θυμίζουν μοναχικούς ναούς αφιερωμένους στα πουλιά της ειρήνης. Περιστέρια και γλάροι πετούν από πάνω μας ασταμάτητα.
 Ο Βικέντιος χαίρεται σαν μικρό παιδί, χωρίς το άγχος των προηγούμενων ημερών που είχε να κάνει με το ψήσιμο. Είχε κάποιες αμφιβολίες, για το κατά πόσο ξέραμε να φτιάξουμε σωστά τα πράγματα. Τώρα, που όλα πήγαιναν καλά, μαζί με την Καίτη και τον Γιάννη φτιάχνουν μαγιάτικα στεφάνια με τα αγριολούλουδα που μάζεψαν. Βάζω ένα στεφάνι στο κεφάλι μου και ευθύς μεταμορφώνομαι σε σύγχρονο Βάκχο που γυρίζει κοκορέτσι στη σούβλα. Και δώστου χαρά, και να η γιορτή, αλησμόνητες στιγμές. 
Ο Γιάννης φτιάχνει ένα αυτοσχέδιο σκιάχτρο και του φοράει στεφάνι, τραγιάσκα και μπλούζα. Γύρω στις 2.30 μ.μ, τα αρνιά έχουν γίνει λουκούμια, τέτοια ψηστική επιτυχία πρέπει να γιορταστεί με θριαμβική είσοδο στη Χώρα. 
Σαν πομπή βακχική διανύσαμε τα 300 μέτρα μέχρι το σπίτι όπου θα τρώγαμε. Με τις τρεις σούβλες στα χέρια, με το σκιάχτρο να πηγαίνει στην κεφαλή μπροστά, σαν λάβαρο, με το κασετόφωνο στη διαπασών, χορεύοντας και τραγουδώντας περάσαμε μέσα από τα πρώτα σπίτια της Χώρας. Η Καίτη αποθανάτισε με φαντασία τους στεφανωμένους διονυσιαστές σ' αυτή την εορταστική πομπή μας.

Γύρω στις 5 μ.μ, έχουμε πια αποφάει, τίποτα άλλο δεν πάει κάτω, παρά μόνο λίγο ακόμη κρασί. Αμέτρητα τσουγκρίσματα και προπόσεις, θυμηθήκαμε και τους απόντες. Αποφασίσαμε να ανεβούμε στο κάστρο, μια καλή ευκαιρία για χώνεψη και αγνάντεμα. Από κει πάνω η θέα είναι υπέροχη, φαίνεται το Λιβάδι και όλη η Χώρα κυριολεκτικά στα πόδια μας. Παρατηρώ το τοπίο γύρω μου. 
Τα αλλεπάλληλα επίπεδα και οι τεθλασμένες γραμμές τους, σου δίνουν την εντύπωση ότι μπορείς να κλείσεις μέσα στην αγκαλιά σου όλο τον χώρο. Ότι μπορείς να φτάσεις εκεί με ένα πήδημα ή σε δέκα λεπτά δρόμου. Ψευδαισθήσεις. Τα σκαμπανεβάσματα του εδάφους και η ιδιαίτερη μορφολογία του σε ξεγελούν.
 Τα σημεία είναι πολύ πιο μακριά απ' ό,τι φαίνονται να είναι και τα υποτιθέμενα δέκα λεπτά μπορούν να γίνουν μία ώρα, πριν καν το καταλάβεις. Έτσι την πάτησε ο Τάκης, που πίστεψε ότι θα κατεβεί με τα πόδια στο Λιβάδι, άνετα και ωραία σε λίγα λεπτά, δίνοντας βάση σε έναν απερίσκεπτο υπολογισμό του Γιάννη και όχι στη δική του κρίση. Έφυγε πρώτος για το Λιβάδι, εμείς προχωρήσαμε μέσα από τη Χώρα καθυστερώντας αρκετά, και ενώ κατεβαίναμε με το Νίκο στο μηχανάκι, τον βρίσκουμε κατάκοπο και καταϊδρωμένο στη μέση περίπου της απόστασης. Ευτυχώς, ο Νίκος γύρισε και τον κατέβασε αμέσως μετά στο Λιβάδι. Τα είχε, βέβαια, με τον Γιάννη, αλλά τι του έφταιγε ο άλλος; 
Ο αέρας έχει κοπάσει και η έκπληξη του Χρήστου πάνω στο κάστρο έχει ξεχειλίσει τη διάθεση μιας πραγματικά γεμάτης ημέρας. Κάποια στιγμή με τη διπλομεταφορά, βρισκόμαστε όλοι να πίνουμε καφέ και παγωτό εκμέκ στο μπαλκόνι μιας καφετέριας στο λιμάνι. Ύστερα στο εμπορικό κέντρο για τάβλι και ποτό. Με τον Γιάννη κάνουμε ένα περίπατο στο λιμάνι. 
Από την ημέρα που έχουμε έρθει με συστήνει ως ζωγράφο, θέλει μάλιστα να αγιογραφήσω ένα μικρό εξωκκλήσι που ανήκει σε ένα κτήμα της οικογένειας του και στο οποίο η μητέρα του είναι κτητόρισα. Μου καλύπτει, καθώς λέει, τα έξοδα της διαμονής για όσο καιρό θα χρειαστεί. Τουλάχιστον δύο μήνες, χρόνο τον οποίο αυτό τον καιρό δεν μπορώ να βρω. 
Απαντώ επιφυλακτικά ναι, και αόριστα για το μέλλον. Θα με ενδιέφερε, αλλά τώρα μου είναι αδύνατον. Στο τέλος, μου λέει, ότι το εκκλησάκι απέχει και μισή ώρα με τα πόδια από τον πλησιέστερο δρόμο. Τώρα, μάλιστα!

Αργά το βράδυ, για μερικά ποτά στο μπαρ «Μεταλλείο». Τζίφος η υπόθεση, μας φύγανε και ένα σωρό χρήματα. Καταλήγουμε στο κατώϊ για παραπέρα συζήτηση και μετά για ύπνο γύρω στις 4 π.μ. Σκεφτόμαστε να φύγουμε από τη Σέριφο αύριο το απόγευμα με το πλοίο των 7.

(από τις σελίδες των Ημερολογίων μου «Νυχτερινά Βιβλία»)
>Πηγή : http://peritexnisologos.blogspot.gr

to synoro blog

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...