Το ερευνητικό πρόγραμμα «Βυζαντινή και Λατινοκρατούμενη Τήνος: Παλαιά και νέα αρχαιολογικά δεδομένα» έφερε στο φως νέα στοιχεία για τη Μεσαιωνική ιστορία της Τήνου.
Το πρόγραμμα της ΕΦΑ Κυκλάδων, του υπουργείου Πολιτισμού και του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του ΕΙΕ, που διενεργήθηκε από το 2019 έως το 2023, ήταν η πρώτη συστηματική αρχαιολογική έρευνα για τον Μεσαίωνα στην Τήνο. Με αφορμή την παρουσίαση των προκαταρκτικών αποτελεσμάτων του στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, ο Δημήτρης Αθανασούλης, διευθυντής της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων και υπεύθυνος του προγράμματος, μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Ένα σημαντικό εύρημα, εξήγησε ο κ. Αθανασούλης, ήταν η επανεκτίμηση της διάρκειας ζωής της Χώρας της Τήνου, το μεσαιωνικό τέλος της οποίας μετατίθεται αρκετούς αιώνες αργότερα από ό,τι θεωρούνταν. «Με τη μελέτη της κεραμικής και των ευρημάτων από τις παλιές ανασκαφές της Χώρας, διευρύνεται ο ορίζοντας χρήσης του λιμανιού από τα υστερορωμαϊκά χρόνια, δηλαδή από τον 3ο και 4ο αι. μ.Χ., στον 8ο αιώνα. Δηλαδή, φαίνεται ότι το λιμάνι επιβιώνει και τη μεταβατική αυτή περίοδο και αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί μας δείχνει ότι η Τήνος εξακολουθούσε να διαθέτει ένα σημαντικό αγκυροβόλιο μέχρι τον πρώιμο Μεσαίωνα».
Επιπλέον, οι έρευνες επιβεβαίωσαν αυτό που ως τώρα υπήρχε μόνο ως υπόθεση, ότι δηλαδή το κάστρο της Αγίας Ελένης στον επιβλητικό οχυρό λόφο του Ξώμπουργου στο κέντρο του νησιού αποτελούσε βυζαντινό φρούριο του 7ου αιώνα μ.Χ. «Για πρώτη φορά εντοπίστηκε η βυζαντινή φάση της Αγίας Ελένης, όπου υπάρχει ένας τετράγωνος περίβολος στην ακρόπολη με έναν μεγάλο πεντάπλευρο πύργο. Ουσιαστικά έχουμε το ίδιο μοτίβο με τα υπόλοιπα κάστρα στις Κυκλάδες που έχουμε εντοπίσει με τις πρόσφατες μελέτες μας. Δηλαδή, την εποχή της Αραβοκρατίας γίνεται μια μεγάλη επένδυση από την αυτοκρατορία για να προστατεύσει και να ελέγξει το Αιγαίο κι ένα από αυτά τα κάστρα βρίσκεται στην Τήνο», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Αθανασούλης, ο οποίος αναφέρθηκε ιδιαίτερα στις κυκλαδικές οχυρώσεις των μεταβατικών αιώνων (7ος-9ος αι.), οι οποίες απλώνονται σε όλα τα νησιά.
«Αφενός, συγκροτούν ένα δίκτυο οπτικής επικοινωνίας που καλύπτει όλο το κεντρικό Αιγαίο, με τα παραθαλάσσια κάστρα να φυλάσσουν σημαντικά λιμάνια και αγκυροβόλια, ενώ όσα βρίσκονται σε κορυφές να εποπτεύουν τη νήσο, τα επίνεια και τις θαλάσσιες οδούς. Αφετέρου, διαθέτουν χώρους διαμονής φρουράς και φιλοξενίας των νησιωτών εν καιρώ κινδύνου, ενώ λειτουργούν και ως κρατικές αποθήκες για τη διαχείριση της αγροτικής παραγωγής και τη σίτιση του στρατού», επισημαίνει ο Έφορος Αρχαιοτήτων.
Σε αντίθεση με τις παραθαλάσσιες οχυρώσεις, όπως της Κύθνου, της Μυκόνου και ιδίως της Πάρου και της Νάξου, το Ξώμπουργο ιδρύεται στην ενδοχώρα. Όπως συμβαίνει και με άλλα μεσόγεια κάστρα, όπως του Απαλίρου στη Νάξο, ο ρόλος του είναι η προστασία της αγροτοκτηνοτροφικής παραγωγής της νήσου και, ταυτόχρονα, η εποπτεία της Τήνου και των θαλασσίων οδών πέριξ αυτής. Όπως ανέφερε στην παρουσίαση ο κ. Αθανασούλης, «από το Ξώμπουργο μπορούσε να έχει κανείς οπτική επαφή με μεγάλο τμήμα του κυκλαδικού αρχιπελάγους. Στη θέση αυτή θα υπήρχε η βυζαντινή φρουρά της νήσου και θα λειτουργούσε ως χώρος αποθήκευσης της παραγωγής και καταφύγιο για τους Τηνιακούς σε ώρα κινδύνου. Μολονότι δεν έχουν ανασκαφεί τα κτήρια που θα υπάρχουν μέσα στα τείχη, η κεραμική από τον χώρο επιβεβαιώνει μία τέτοια χρήση».
Βάσει των ερευνών, μετά την έλευσή τους οι Ενετοί συνέχισαν να χρησιμοποιούν το Ξώμπουργκο και υπερύψωσαν τις οχυρώσεις των μεταβατικών αιώνων στην ακρόπολη της Αγίας Ελένης. Άλλωστε μπορεί να διακρίνει κανείς περισσότερες της μίας επεμβάσεις, δηλωτικό της διαρκούς χρήσης της ακρόπολης».
Ένα τρίτο σημαντικό εύρημα ήταν η ανασκαφή μιας πολύ πρωιμότερης φάσης της Αγίας Αναστασίας στη θέση «Ρέντια». Σύμφωνα με τον κ. Αθανασούλη, «η Αγία Αναστασία είναι ένας δίκλιτος ναός του 16ου αιώνα, κάτω από τον οποίο αποκαλύπτουμε μια παλαιοχριστιανική βασιλική του 5ου αι. μ.Χ. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί πρόκειται για την παλαιότερη εκκλησία που έχει χτιστεί στο νησί και η οποία συνεχίζει να χρησιμοποιείται έως τα τέλη του 7ου. Μετά από ένα κενό στη χρήση, η εκκλησία ξαναχρησιμοποιείται και τη μεσοβυζαντινή περίοδο (12ο αι.) και αργότερα, τον 16ο αιώνα, ανακατασκευάζεται σε δίκλιτη».
Οι έρευνες πρόκειται να συνεχιστούν με επίκεντρο τις παραπάνω θέσεις και άλλες όπου έχουν γίνει πρόδρομες εργασίες, όπως την Παλιόκκλησα στην περιοχή της Ζωδεμένης. «Πρόκειται για έναν μεγάλων διαστάσεων ναό, ο οποίος στεγαζόταν με λίθινη επικλινή στέγη, μία ιδιαίτερα σπάνια λύση που απαντά σε ένα μόνο ακόμη μνημείο των Κυκλάδων. Η θέση είναι ενταγμένη για περαιτέρω έρευνα από το πρόγραμμά μας, το οποίο προφανώς δημιουργεί και τις προϋποθέσεις για ανάδειξη», εξήγησε ο κ. Αθανασούλης.
Πηγή και κεντρική εικόνα: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Πηγή :
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου