12 Αυγ 2012

Νά νοσταλγεῖς τόν τόπο σου, ζώντας στόν τόπο σου, τίποτε δέν εἶναι πιό πικρό



Δημήτρης Νατσιός 

«Νά δοῦμε ἀκόμα ποῦ θά φτάσουμε! Δέν ἀφήσαμε βρωμιά, δέν ἀφήσαμε σιχαμένη πράξη, πού νά μήν τήν κάνουμε, δέν ἀφήσαμε πονηρό διαλογισμό πού νά μήν τόν ποῦμε ἤ νά μήν τόν γράψουμε μέ τήν μεγαλύτερη ἀδιαντροπιά. Ξεχαλινωθήκαμε πιά ὁλότελα. Ποτέ ὁ ἄνθρωπος δέν εἶχε φτάσει οὔτε στήν μισή ἀναισθησία καί σιχαμένη παραμόρφωση, ἀπ’ ὅσο ἔφτασε σήμερα...». (Φ.Κόντογλου, «Μυστικά Ἄνθη», ἔκδ. «Ἀστήρ», σελ. 21).

 Ἄν ζοῦσε σήμερα ὁ κύρ-Φώτης, πενήντα χρόνια μετά τήν μακαρία κοίμησή του, κι ἔβλεπε τίς προκοπές καί τίς πομπές μας, τί θά ἔγραφε ἄραγε; Δέν θά ‘πίανε τήν μύτη ἀπό τίς ἀναθυμιάσεις; Τί καλό νά περιμένεις, ὅταν, γιά παράδειγμα, στήν πάλαι ποτέ συμβασιλεύουσα πόλη τοῦ ἁγίου Δημητρίου καί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, παρελαύνει, «δόξη καί τιμή», ἡ διαστροφή; Νά μαγαρίζεται μία ὁλόκληρη πόλη ἀπό τήν δυτικόφερτη ἀσυδοσία μέ τίς «εὐλογίες» τῆς δημοτικῆς ἀρχῆς; «Θέ μου τί βλέπομεν στίς μέρες μας», ὅπως ἀναφωνεῖ ὁ Μακρυγιάννης. 

Καί ἀπό κοντά τά δημοσιογραφικά γιουσουφάκια, νά ὑπερασπίζονται τό δικαίωμα τῆς θηλύγλωσσης ἀναίδειας νά παρελάσει, προβάλλοντας καί πάλι τό μπαχαρικό τῶν τάχα καί ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων. Γιά τίς παρελάσεις ὅμως τῶν ἐθνικῶν ἐπετείων ἐξεμέουν δηλητήρια. Ἐκεῖνες τούς ἐνοχλοῦν, ἡ παρελαύνουσα ἠθική παραλυσία τούς ἐνθουσιάζει.

 Τί νά πεῖ κανείς, κατρακύλισμα εἰς μέγα βόθυνον καί γι’ αὐτό τό κατρακύλισμα ἔλεγε ὁ ψαλμωδός: «Ἄνθρωπος ἐν τιμή ὧν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὠμοιώθη αὐτοῖς». (Ψάλμ. 48, 13). Ἀγνώριστη ἡ πατρίδα μας. Καί ἄν περπατοῦμε καί ἀνασαίνουμε πάνω στά ἅγια χώματά της, μᾶς φαίνεται σάν ξένη. Σάβανα ἁπλώθηκαν πάνω ἀπό τά ρόδινα ἀκρογιάλια της καί δέν μᾶς ἀφήνουν νά δοῦμε τόν ἥλιο καί τόν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης. Νοσταλγοῦμε τήν Ἑλλάδα, τήν Πονεμένη Ρωμηοσύνη. Τό εἶπε ὁ Σεφέρης μέ τόν ἄφθαστο ποιητικό λόγο αὐτό, ἀπό τό 1936 ἀκόμη:

 «Ὅσο προχωρεῖ ὁ καιρός καί τά γεγονότα, 
ζῶ ὁλοένα μέ τό ἐντονότερο συναίσθημα πώς δέν εἴμαστε στήν Ἑλλάδα,
 πώς αὐτό τό κατασκεύασμα πού τόσο σπουδαῖοι καί ποικίλοι ἀπεικονίζουν καθημερινά, 
δέν εἶναι ὁ τόπος μας, 
ἀλλά ἕνας ἐφιάλτης μέ ἐλάχιστα φωτεινά διαλείμματα, γεμάτα μέ μία πολύ βαριά νοσταλγία. 
Νά νοσταλγεῖς τόν τόπο σου, ζώντας στόν τόπο σου, τίποτε δέν εἶναι πιό πικρό».

 Ἀλήθεια δέν μᾶς κυριεύει ἡ πικρή καί βαριά νοσταλγία τοῦ ποιητῆ, βλέποντας τά δάκρυα καί ἀκούγοντας τούς ὀλοφυρμούς τῆς πατρίδας; Καί ὁ πόνος μεγαλώνει, γιατί νοσταλγοῦμε… Νοσταλγούμε τά χρόνια τά εὐλογημένα στό πατρικό σπίτι καί ὄχι στήν πολυώροφη ἀπανθρωπία, τά βράδια τοῦ καλοκαιριοῦ πού μοσχοβολοῦσαν οἱ μπαχτσέδες καί συνάζονταν οἱ γειτόνισσες, μαζί μέ τήν μάνα μας, καί περνοῦσαν γενεές δεκατέσσερις ὅλη τήν πόλη ἤ τό χωριό καί ἐμεῖς, τά ἀλάνια ἁλωνίζαμε τόν τόπο.

 Ἦταν ὡραία χρόνια, δέν τά ἐξωραΐζω, καί ἄς ζούσαμε μέ τήν «ἔντιμον πενίαν» τοῦ Παπαδιαμάντη. Καί μετά ἡ πατρίδα μαγαρίστηκε. Τρέξαμε λαχανιασμένοι νά προλάβουμε τό τρένο τοῦ δῆθεν ἐξευρωπαϊσμοῦ μας, ὑψώσαμε σέ ἐθνικό ἰδεῶδες ἕναν «πολιτισμό», τόν δυτικό, διαφορετικό ἀπό πολλές ἀπόψεις τοῦ δικοῦ μας, μόνο καί μόνο ἐπειδή ἦταν ὑλικά ὑπέρτερος. Ἕναν «πολιτισμό» πού μᾶς ἐπιτρέπει μέν νά πᾶμε στ’ ἀστέρια, παραμένει ἐν τούτοις σκληρός καί ἀνελέητος πρός τόν συνάνθρωπο.

 Ἀπό κοντά καί ἡ Παιδεία, θλιβερό παρακολούθημα ὅλη αὐτῆς τῆς διαστροφῆς. Ἐγκατέλειψε τήν ψυχή τοῦ παιδιοῦ καί στράφηκε στόν ἐγκέφαλό του γιά νά θεραπεύσει τίς ἀνάγκες τοῦ κράτους τῆς βιομηχανίας καί τῶν ἐπιχειρήσεων. Ὅμως, ἀφ’ ὅτου ἔκανε στόχο τῆς τό δίπλωμα, τό πτυχίο, γεμίσαμε διπλωματούχους καί οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι ἐξαφανίστηκαν. Μία κακή Παιδεία, πού, ὅπως ἔλεγε ὁ Σεφέρης (στόν λόγο του γιά τόν Μακρυγιάννη, τό 1941 στό Κάιρο) «διαστρέφει καί ἀποστεγνώνει καί εἶναι μία βιομηχανία πού παράγει τούς ψευτομορφωμένους καί τούς νεόπλουτούς της μάθησης, πού ἔχουν τήν ἴδια κίβδηλη εὐγένεια μέ τούς νεόπλουτούς του χρήματος». 


Τίς πταίει γιά τό κακό μας ριζικό

«Τήν τύχη τοῦ κάθε λαός τήν κάνει μοναχός του καί ὅσα τοῦ φταίει ἡ κούτρα του δέν τοῦ τά κάνει ὁ ἐχθρός του», λέει μία κρητική μαντινάδα. Φταῖμε καί ἐμεῖς, ὁ λαός, πού ἀφήσαμε τούς δαίμονες τῆς πατρίδας, τούς πολιτικούς τζιτζιφιόγκους, νά τήν καταντήσουν παλιοψάθα τῶν ἐθνῶν. Τό 1945, πάλι ὁ Σεφέρης, σημειώνει στό πολιτικό του ἡμερολόγιο μία παρατήρηση, ἡ ὁποία παραμένει διαχρονικά εὔστοχη:

 «Ἡ βλακεία, ἡ ἐγωπάθεια, ἡ μωρία καί ἡ γενική ἀναπηρία τῆς ἡγετικῆς τάξης στήν σημερινή Ἑλλάδα, σέ φέρνει στήν ἀνάγκη νά ξεράσεις... Εἶμαι βέβαιος πῶς τοῦτοι οἱ ἐλεεινοί δέν ἀντιπροσωπεύουν τήν ζωντανή Ἑλλάδα, δέν ἀντιπροσωπεύουν τίποτε καί ὑπάρχουν ἄγνωστοι, πολλοί πού δέν ξέρουν, ἀλλά πού ἀξίζουν, πού σέ φωνάζουν».

 Ἄς κρατήσουμε τήν τελευταία παρατήρηση τοῦ Σεφέρη. Ὑπάρχουν ἀκόμη Ἄνθρωποι (μέ τό ἄλφα κεφαλαῖο) σέ τοῦτο τόν τόπο, εἶναι οἱ ταπεινοί τή καρδία. Τήν ἀπάντηση γιά τήν κρίση μας τήν δίνει ὁ ἴδιος ὁ ποιητής μέ τόν ἐπίλογο τῆς ὁμιλίας τοῦ κατά τήν παραλαβή τοῦ Νόμπελ λογοτεχνίας: «Ὅταν στό δρόμο τῆς Θήβας, ὁ Οἰδίπους συνάντησε τή Σφίγγα, κι αὐτή τοῦ ἔθεσε τό αἴνιγμά της, ἡ ἀπόκρισή του ἦταν: ὁ ἄνθρωπος. 

Τούτη ἡ ἁπλή λέξη χάλασε τό τέρας. Ἔχουμε πολλά τέρατα νά καταστρέψουμε. Ἄς συλλογιστοῦμε τήν ἀπόκριση τοῦ Οἰδίποδα». Πολλοί συνάνθρωποί μας σήμερα βοοῦν καί κραυγάζουν: «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Αὐτούς νά βροῦμε, πού εἶναι δίπλα μας, γείτονες, τούς πλησίον. Ἀκοῦς κάποιους μεγάθυμους, κυρίως πολιτικούς, νά λένε: «σκέφτομαι καί συμπονῶ τούς ἀναξιοπαθοῦντες συνανθρώπους μας, τούς ἄνεργους, τούς φτωχούς ὅλου του κόσμου». Ἔτσι γενικά καί ἀόριστα. Ἀνέξοδη αὐτή ἡ «ἀγάπη» καί «συμπόνια», ἀπρόσωπα πράγματα. Γράφει κάπου ὁ Ντοστογιέφσκι στόν «Ἠλίθιο»:

 «Μπορεῖ τάχα ν’ ἀγαπάει κανείς ὅλους τους ἀνθρώπους, ὅλους τους πλησίον του; Τό ‘χῶ συχνά ἀναρωτηθεῖ; Καί βέβαιο ὄχι. Εἶναι μάλιστα ἀφύσικο. Στήν ἀόρατη ἀγάπη γιά τήν ἀνθρωπότητα, ἀγαπᾶς σχεδόν πάντα τόν ἑαυτό σου».

 Οἱ αὐτοκτονίες συνανθρώπων μᾶς πρέπει νά μᾶς συγκλονίζουν. Γιατί δέν βρίσκεται ἕνα χέρι, ἕνας λόγος παρήγορος νά τούς συγκρατήσει; Δέν λείπουν τόσο τά χρήματα, ὅσο τό «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Αὐτό μας ντροπιάζει περισσότερο ἀπ’ ὅλα καί ὄχι ἡ φτώχειά μας.

 «Στήν ἀργατιά, στήν χωριατά
τό χιόνι, ἡ γρίπη, ἡ πείνα, οἱ λύκοι 
ποτάμια, πέλαγα, στεριές, ξολοθρεμός καί φρίκη.
 Χειμώνας ἄγριος. Κι ἡ φωτιά 
καλοκαιριά στήν κάμαρά μου.
Ντρέπομαι γιά τή ζέστα μου 
καί γιά τήν ἀνθρωπιά μου».

 (Κωστής Παλαμᾶς

 http://trelogiannis.blogspot.gr/

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...