της Κατερίνας Μαρινάκη.
Αποκριά ονομάζεται η περίοδος των τριών εβδομάδων πριν την έναρξη της Μεγάλης Σαρακοστής. Πρόκειται για το γνωστό Τριώδιο, γεμάτο γλέντια και ξεφαντώματα, που έχει ως σκοπό να χαλυβδώσει σωματικά και ψυχικά τους Χριστιανούς, προκειμένου να ανταπεξέλθουν στη μακρά νηστεία φαγητού και διασκέδασης, κατά τη διάρκεια των επτά εβδομάδων της Σαρακοστής. Ανάλογη με την ελληνική λέξη Αποκριά (αποχή από την κρεοφαγία) είναι και η λατινική λέξη Καρναβάλι (Carneval, Carnevale, από τις λέξεις carne=κρέας και vale=περνάει), αλλά και η κυπριακή λέξη Σήκωσες, σύμφωνα με τον Δημήτριο Λουκάτο.
Η πρώτη εβδομάδα είναι η Προφωνή ή Απολυτή, γιατί προφωνούσαν (διαλαλούσαν) την αρχή της Αποκριάς, έτσι ώστε ο κάθε νοικοκύρης να φροντίσει για την επάρκεια των αγαθών του. Η βυζαντινή παροιμία συμβουλεύει: «προφωνούμαι σοι, πτωχέ, το σακίν σου πώλησον, την εορτήν διάβασον», ενώ η σύγχρονη ναξιώτικη παροιμία προτείνει κάτι πιο εύκολο: «προφωνεύγω σε, φτωχέ, κι αν δεν έχεις ν’ αγοράσεις κλέψε». Η ονομασία Απολυτή προέρχεται από την πίστη του λαού, ότι οι ψυχές των νεκρών απολύονται αυτές τις ημέρες και βγαίνουν στον Απάνω Κόσμο.
Η δεύτερη και η τρίτη εβδομάδα ονοματοδοτούνται από το είδος των φαγητών, που επιτρέπεται να καταναλώνονται κατά τη διάρκειά τους, ονομαζόμενες αντίστοιχα Κρεατινή και Τυρινή. Η τελευταία ονομάζεται και Μακαρονού, επειδή τα μακαρόνια με το τυρί αποτελούν το κύριο γαστρονομικό χαρακτηριστικό της. Παρ’ όλα αυτά οι Αποκριές δεν έχουν χριστιανική προέλευση, αφού οι ρίζες τους ανάγονται στις Διονυσιακές γιορτές των αρχαίων Ελλήνων, καθώς και στα Λουπερκάλια και τα Σατουρνάλια των Ρωμαίων.
Οι σοφοί Πατέρες της εκκλησίας μας, μη μπορώντας να ξεκόψουν τους Χριστιανούς από τις ειδωλολατρικές τους συνήθειες, αποφάσισαν να συγκεντρώσουν στις τρεις αυτές εβδομάδες όλα τα έθιμα, που τελούνταν τέλος του χειμώνα με αρχές της άνοιξης, με σκοπό την καρποφορία της γης. Έτσι γεννήθηκαν οι Αποκριές. Ο Δημήτριος Λουκάτος στο βιβλίο του «Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία» αναφέρει: «Ισορροπήθηκε η γιορτή αυτή ανάμεσα στην Πρωτοχρονιά του Ιανουαρίου και την παλαιότερη του Μαρτίου». Πράγματι, η παγανιστική ελευθεριότητα της Αποκριάς ταυτίζεται με το Φλεβάρη, στις πιο παλιές ιστορικές πηγές που έχουν ανιχνευθεί.
Αυτό το μήνα, τον Ανθεστηριώνα, όπως τον έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, γιόρταζαν τα τριήμερα Ανθεστήρια, προς τιμήν του Διονύσου, του κατεξοχήν θεού του γλεντιού. Τα Ανθεστήρια γιορτάζονταν με πομπή, στην οποία οι συμμετέχοντες-ακόλουθοι του θεού, οι Σάτυροι, κρατούσαν άνθη, τραγουδούσαν και έκαναν περιπαικτικά και σατυρικά σχόλια, τα σκώμματα, φορώντας προσωπίδες. Αναλόγως γιόρταζαν οι Ρωμαίοι τα Σατουρνάλια, προς τιμήν του Κρόνου. Το 217 π.Χ. η γιορτή καθιερώθηκε ως επίσημη αργία, με δημόσια συμπόσια. Υπήρχε ο “βασιλιάς” των μεταμφιεσμένων, κάτι σαν τον σημερινό Καρνάβαλο, που έμπαινε στην κορυφή της πομπής των συμποσιαστών. Τέλος, οι Βυζαντινοί γλεντούσαν και μασκαρεύονταν στα Κούλουμα και στις Καλένδες, αντλώντας στοιχεία τόσο από τα Σατουρνάλια, όσο και από τα Λουπερκάλια, γιορτές προς τιμήν του Φαύνου, θεού-τράγου, προστάτη της γονιμότητας.
Για τα έθιμα από τα 24 κυκλαδονήσια που θα διαβάσετε παρακάτω, έχουμε δυστυχώς χρησιμοποιήσει, κατά κύριο λόγο, χρόνο παρελθοντικό, διότι ελάχιστα απ’ αυτά επιζούν σήμερα. Ο έντονος αυτός εορτασμός της Αποκριάς άρχισε να ξεθωριάζει από τις αρχές -περίπου- της δεκαετίας του 1970. Ίσως να ευθύνεται γι’ αυτό το κύμα της εσωτερικής μετανάστευσης, που πήρε πολλούς νέους -και γεμάτους κέφι για ζωή- ανθρώπους μακριά από το νησί τους ή η αρχή της τουριστικοποίησης του νησιού, που έστρεψε το ενδιαφέρον και τη δημιουργικότητα των νησιωτών σε άλλες κατευθύνσεις.
Το πιθανότερο όμως είναι ότι, το αποτέλεσμα αυτό προκύπτει από τη συνδυασμένη επίδραση των παραγόντων αυτών στην κοινωνία των νησιών μας. Το ποτάμι της ζωής δεν γυρίζει πίσω και η ατμόσφαιρα που επικρατούσε παλιότερα δεν πρόκειται να αναβιώσει. Μια ατμόσφαιρα πυρετώδους προετοιμασίας και αναμονής, από μικρούς και μεγάλους, στο διάστημα πριν τις Αποκριές, που εξελισσόταν σε πραγματικό πάθος κατά τη διάρκειά τους, καθώς όλοι προσπαθούσαν να ρουφήξουν και την τελευταία σταγόνα των ξένοιαστων αυτών ημερών, μη ξέροντας πότε θα τους ξαναδοθεί η ευκαιρία να γλεντήσουν και να ξεδώσουν.
Παρ’ όλα αυτά εμείς θα σαλπάρουμε με το καράβι της φαντασίας μας και με τιμόνι τις μνήμες των παλαιότερων, θα προσπαθήσουμε να ζήσουμε τις Κυκλαδίτικες Αποκριές. Να χορέψουμε με βιολιά και τσαμπούνες, να μασκαρευτούμε με ό,τι παλιό και περίεργο περιέχει το μπαούλο της γιαγιάς, να δοκιμάσουμε γεύσεις αγνές και μοναδικές ντόπιων προϊόντων. Ξεκινάμε λοιπόν, αρμενίζουμε γοργά και να, φτάνουμε κιόλας…
Ξεκίνημα του Καπετάνιου από την Παναγία την Επανοχωριανή (φωτο Ηλίας Νόκας).
…στην Αμοργό
Η περίοδος της Αποκριάς διατηρεί ακόμα και σήμερα στην Αμοργό την ιδιαίτερη ζωντάνια της. Οι μασκάροι ή μαντελλάδες γύριζαν από χωριό σε χωριό κι από σπίτι σε σπίτι κάνοντας πειράγματα και διασκεδάζοντας. Τα γλέντια κορυφώνονταν την τελευταία Κυριακή με την παρουσία του Καπετάνιου, εθίμου που αναβιώνει ως σήμερα σε χωριά της Αμοργού. Ο αείμνηστος Αντώνης Βλαβιανός, ερευνητής των τοπικών παραδόσεων της Αμοργού, γράφει σε σχετικό κείμενό του στο περιοδικό των εκδόσεών μας «Μικρές Κυκλάδες» (τεύχος 9 – Ιανουάριος / Μάρτιος 2000): «Πρωινό της Κυριακής της Τυρινής, μετά τη θεία λειτουργία. Στη Λόζα, τη μικρή πλατεία του χωριού, καταφθάνουν νέοι και νέες, με τις παραδοσιακές τους ενδυμασίες. Ένα χαρούμενο πολύχρωμο τσούρμο ετοιμάζεται να πάρει το δρόμο προς την εκκλησία της Απανοχωριανής. Εκεί, στους χώρους του πανηγυριού, θα γίνει η εκλογή του Kαπετάνιου. Ο αρχηγός της παρέας θα δώσει τo χρίσμα πετώντας ένα χρωματιστό μαντήλι στο νέο που επιλέγει. Στα παλιά χρόνια, ο παπάς του χωριού έκανε την επιλογή του Kαπετάνιου, φορώντας του ένα μέρος της ιερατικής του ενδυμασίας. Είναι αυτό μια μαρτυρία ότι το έθιμο έρχεται από τα χρόνια της Επανάστασης του 1821, τότε που οι αγωνιστές είχαν πάντα τη βοήθεια της εκκλησίας μας. Το έθιμο δεν είναι καρναβαλικό, αφού εκείνοι που λαμβάνουν μέρος φορούν τις παραδοσιακές τους ενδυμασίες και δεν φορούν προσωπίδες. Με μουσική και τραγούδια η πομπή παίρνει το δρόμο προς το χωριό. Μπροστά πάνε οι οργανοπαίχτες, ακολουθεί ο Μπα:ϊρακτάρης, που στο πάνω μέρος του κονταριού του υπάρχουν τα σύμβολα: ένα τυρί για την Τυρινή, ένα χταπόδι ή μπακαλιάρος για την Σαρακοστή που ακολουθεί και ένα καρβέλι ψωμί. Μεγαλοπρεπής πάνω στο άτι του ο Καπετάνιος με τη φουστανέλα του και στολισμένος με πολύχρωμες κορδέλες και πιο πίσω η ακολουθία των γλεντηστάδων τραγουδά:
Πέρασαν οι Αποκριές, πάνε κι οι Τυρινάδες,
ήρθε κι η Αγιά Σαρακοστή με τις εφτά βδομάδες.
Ο Μπαϊρακτάρης θα πιάσει τα γκέμια του αλόγου και θα φέρει μερικούς γύρους στη Λόζα. Και έρχεται η μεγάλη στιγμή. Ο Καπετάνιος σταματά μπροστά σε μια κοπελιά. Πηδά από το άλογό του και την αρπάζει από το χέρι για να την οδηγήσει κοντά στα όργανα και να της χαρίσει τον πρώτο χορό, με συνοδό πάντα τον Μπαϊρακτάρη. Αυτή η τιμητική διάκριση φανερώνει τα αισθήματα του Καπετάνιου για την κοπελιά. Πρωταγωνιστής και κυρίαρχος εκείνης της μέρας είναι ο Καπετάνιος, που έχει το γενικό πρόσταγμα. Όλα τα κεράσματα στο χωριό είναι δικά του, καθώς και οι αμοιβές των οργανοπαιχτών. Η ακολουθία γυρίζει όλο το χωριό και το γλέντι κρατάει μέχρι τις πρωινές ώρες, πολλές φορές δε συνεχίζεται την Καθαροδευτέρα».
…στην Ανάφη
Οι μασκαράδες, εξοπλισμένοι με προβιές και κουδούνια, τριγυρνούσαν στα σπίτια του χωριού σκορπίζοντας κέφι και δημιουργώντας σπαζοκεφαλιές περί της ταυτότητάς τους. Ήταν τόσος ο αποκριάτικος οίστρος, που καταλάμβανε τους Αναφιώτες, ώστε ο μπάρμπα-Γιάννης Πατινιώτης, μας λένε οι ντόπιοι, δεν δίσταζε να στολίσει ακόμη και το γαϊδουράκι του και να το περιφέρει στα σπίτια και τα καφενεία. Ο γαϊδαράκος έδινε το παρών ακόμα και στους γάμους και τα γλέντια αυτής της περιόδου, από τα οποία δεν έλειπαν η τσαμπούνα με το ντουμπάκι. αλλά και το κλαρίνο με το λαούτο.
…στην Άνδρο
Την Αποκριά την χαίρονταν πολύ οι Ανδριώτες, όπως και όλοι οι Κυκλαδίτες. Μεταμφιέζονταν με διαφόρους τρόπους, παριστάνοντας, παπάδες, γέρους, γιατρούς, γαϊδάρους, αγελάδες και άλλα πολλά. Επίσης ντύνονταν μαύροι, μουτζουρώνοντας τα πρόσωπά τους με στάχτη από το τζάκι. Φορούσαν τραγιάσκα, το γνωστό καπέλο με γείσο και κρατούσαν ένα μπαστούνι, καθώς και ένα χάλκινο γουδί ή κουδούνι, για να κάνουν φασαρία. Κάλυπταν το κεφάλι τους με ένα μαντήλι ή κάλτσα και τραγουδούσαν περιπαικτικά τραγούδια, όπως το «Κάτω στο γιαλό κοντή νεραντζούλα φουντωτή». Η ομάδα των μεταμφιεσμένων συνοδευόταν από όργανα, όπως τσαμπούνες, τουμπάκι, βιολί και λαούτο. Συνήθως τις Κυριακές, που γίνονταν βεγγέρες -οι βραδυνές επισκέψεις- οι μεταμφιεσμένοι πήγαιναν στα σπίτια του χωριού, κτυπούσαν την πόρτα, χαιρετούσαν τους νοικοκυραίους και τους καλεσμένους τους, έκαναν αστεία και πλάκες ή προσπαθούσαν να τους τρομάξουν. Στα σπίτια που επισκέπτονταν τους προσέφεραν διάφορα κεράσματα, όπως λουκάνικα ψητά στο τζάκι, λούτζα και φρουτάλιες. Τα γλυκά της Αποκριάς ήταν τα αυγοκαλάμαρα -δίπλες-, οι σβίγγοι -λουκουμάδες- οι αυγόσουπες -παξιμάδι βουτηγμένο σε γάλα και αυγό, τηγανισμένο σε ελαιόλαδο και περιχυμένο με μέλι- και ο χαλβάς. Την Τσικνοπέμπτη τηρούσαν το έθιμο του τσικνίσματος.
…στην Αντίπαρο
Το αποκρίωμα θεωρούνταν από τους Αντιπαριώτες ως το σημαντικότερο κοινωνικό γεγονός της χρονιάς, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που αν κάποιοι τύχαινε να πενθούν αυτή την περίοδο, η λύπη τους πολλαπλασιαζόταν, γιατί συγχρόνως πενθούσαν και τις χαμένες Αποκριές. Ο συνηθέστερος τρόπος διασκέδασης ήταν η συγκέντρωση σε συγγενικά σπίτια για να αποκριώσουν, δηλαδή να γλεντήσουν. Τα λίγα σπίτια που διέθεταν γραμμόφωνο, εννοείται ότι ήταν περιζήτητα κι όλοι ήθελαν να συμμετέχουν στην ομάδα που διασκέδαζε εκεί. Διαφορετικά αρκούνταν στην τσαμπούνα και το τουμπάκι. Στις συγκεντρώσεις αυτές, ο καθένας έφερνε μαζί του και το φαγητό του και όλοι έτρωγαν απ’ όλα (ρεφενέ). Συνηθισμένο φαγητό των ημερών τα ντόπια μακαρόνια με κοτόπουλο κοκκινιστό, αφού άλλο είδος κρέας ήταν δύσκολο να βρεθεί. Επίσης τα ραβιόλια, τηγανητά πιτάκια σε σχήμα μισοφέγγαρου, με γέμιση από γλυκιά μυζήθρα, ζάχαρη, λίγο μέλι και κανέλα. Το αποκορύφωμα της Αποκριάς, ωστόσο, ήταν η τελευταία Κυριακή της. Οι μασκαριές, με τις χειροποίητες φορεσιές τους, συγκεντρώνονταν στην πλατεία του νησιού, όπου στηνόταν τρικούβερτο γλέντι. Το έθιμο αυτό επιβιώνει ως σήμερα στην Αντίπαρο, αφού οι μασκαριές εξακολουθούν να συγκεντρώνονται στην πλατεία, με τα αυτοσχέδια άρματά τους, για να σατιρίσουν επίκαιρα θέματα με χιούμορ και φαντασία.
…στη Θηρασιά
Για τους Θηρασιώτες η Αποκριά ήταν συνυφασμένη με την μασκαράδα. Οι μεταμφιεσμένοι κάλυπταν συνήθως το πρόσωπό τους με ένα μαντήλι, στο οποίο έκαναν δυο τρυπούλες προκειμένου να βλέπουν. Αν κάποιου τα χέρια »έπιαναν», έφτιαχνε ένα είδος πρόχειρης μάσκας, ζωγραφίζοντας τα χαρακτηριστικά του ανθρώπινου προσώπου, πάνω σ’ ένα κομμάτι πανί ή χαρτί. Περιφέρονταν από το ένα σπίτι στο άλλο κι αφού περνούσαν απ’ όλα, κατέληγαν σε καφενεία ή και σπίτια, όπου στηνόταν μεγάλο γλέντι, που μπορούσε να κρατήσει 2, 3 ή και 4 ημέρες. Πρωταγωνιστικό ρόλο, σ’ αυτούς τους μαραθωνίους χορού και κεφιού, έπαιζαν το βιολί και το λαούτο, αλλά και η τσαμπούνα και το σαντούρι. Ο ήχος του σαντουριού έσβησε από τη Θηρασιά κάπου μέσα στη δεκαετία του ’50, παρ’ όλο που στο νησί υπήρχαν ακόμα τότε 2-3 οργανοπαίχτες αυτού του οργάνου. Εξάλλου και η τσαμπούνα σταμάτησε ν’ ακούγεται γύρω στα 1960-65. Τα αποκριάτικα φαγητά που καταναλώνονταν από τους Θηρασιώτες, ήταν αυτά που η πρώτη ύλη τους υπαγορεύεται από το όνομα κάθε εβδομάδας της Αποκριάς, δηλαδή κρεατικά την Κρεατινή και τυροκομικά την Τυρινή. Την τελευταία εβδομάδα της Αποκριάς, οι νοικοκυρές έφτιαχναν απαραιτήτως το γαλακτομπούρεκο.
…στην Ίο
Το στίγμα της Νιώτικης Αποκριάς έδιναν οι μούσκαροι με τα αυτοσχέδια μασκαρέματά τους, αλλά και τα γλέντια με γκάιντα και βιολιά, που γινόταν όλη αυτή την περίοδο και ιδιαίτερα τα Σαββατόβραδα. Τόσο όμως τα μασκαρέματα, όσο και ο τρόπος διασκέδασης, διέφεραν και διαμορφώνονταν ανάλογα με την κοινωνική τάξη, αφού ο διαχωρισμός αυτός ήταν πολύ ισχυρός στο πλαίσιο της Νιώτικης κοινωνίας. Οι πλούσιοι του νησιού, οι προύχοντες, όσοι είχαν επαναπατριστεί από την Αίγυπτο ή αλλού και γενικά είχαν την δυνατότητα να ταξιδεύουν, διασκέδαζαν οργανώνοντας χοροεσπερίδες σε σπίτια αντάξια της κοινωνικής τους θέσης. Αντίθετα, ο απλός λαός διασκέδαζε και γλεντούσε, κυρίως, στην Απάνω Πιάτσα, στη Χώρα. Το σημαντικό είναι, ότι ήδη από την εποχή εκείνη, διοργανώνονταν στην Ίο καρναβάλι, το οποίο θύμιζε πολύ τα σύγχρονα καρναβάλια, που διοργανώνονταν σε ολόκληρη την Ελλάδα. Εμπνευστής του ήταν ο Ιπποκράτης Τσουμάκης, Μικρασιάτης καπνέμπορος, που εγκαταστάθηκε ως πρόσφυγας στην Ίο, παντρεύτηκε εκεί και ασκούσε στο νησί καθήκοντα ταχυδρόμου. Προφανώς μέσα από το καρναβάλι που διοργάνωνε, ζωντάνευε τις μνήμες που κουβαλούσε από την ιδιαίτερη πατρίδα του. Χαρακτηριστικό φαγητό της αποκριάτικης περιόδου ήταν η περίφημη μακαρονάδα, που παρά το όνομά της θυμίζει περισσότερο παστίτσιο, αφού αποτελείται από μακαρόνια και κιμά, ψημένα στο φούρνο. Μέχρι και σήμερα αποτελεί το αναστάσιμο φαγητό της νιώτικης οικογένειας, για το τραπέζι του Μεγάλου Σαββάτου το βράδυ. Ο κιμάς ήταν χοντροκομμένος, με μαχαίρια, αφού δεν υπήρχαν οι μηχανές κοπής κρέατος και τα μακαρόνια επίσης χειροποίητα, αν και οι αρχόντισσες του νησιού είχαν φέρει ήδη ειδικές μηχανές για ζυμαρικά, από τα ταξίδια τους. Έφτιαχναν επίσης ραβιόλια, ένα είδος τυροπιτάκια, με φύλλο και μυζήθρα, τα οποία έβραζαν σαν τα μακαρόνια, τα ζεματούσαν με βούτυρο και τα έτρωγαν πασπαλισμένα μόνο με τυρί, αφού αποτελούσαν έδεσμα, κυρίως, της Τυρινής εβδομάδας. Τα κουρλιά ήταν τηγανητά χορτοπιτάκια, σε σχήμα μισοφέγγαρου, γεμισμένα με διάφορα αρωματικά χόρτα της νιώτικης γης, κυρίως σέσκουλα, μάραθο και άλλα διάφορα. Τέλος, τα γλυκά καλασούνια ήταν μικρά, τηγανητά πιτάκια, επίσης σε σχήμα μισοφέγγαρου, γεμισμένα με γλυκιά μυζήθρα, αυγό και ξύσμα λεμονιού ή κανέλα, τα οποία σερβίρονταν περιχυμένα με μέλι.
…στην Κέα
Με ιδιαίτερο κέφι και ζωντάνια γιόρταζαν οι Τζιώτες τις Αποκριές και ιδιαίτερα στις εξοχές. Οι ήχοι από τα τσαμπουνόντουμπα αντιλαλούσαν στο νησί, ενώ οι παρέες με τους μουσκάρους βρίσκονταν παντού. Τα αποκριάτικα τραγούδια έδιναν κι έπαιρναν
Τούτες τις Αποκριές ξεζαβώσαν οι γριές
και την Καθαρή Δευτέρα παίρνει η φούστα τους αέρα.
Κι όταν πια το γλέντι είχε στρωθεί για τα καλά, ερχόταν η ώρα του χορού. Συρτός, μπάλος -που στη Τζιά χορεύεται αγκαλιαστά κι όχι αντικριστά, όπως σε άλλα Κυκλαδονήσια- ο τοπικός χασαποσέρβικος, ο αγωγιάτικος, αλλά και ο ζαμπαχανιώτικος, η πόλκα και ο βουλγάρικος.
Πανοραμική άποψη της Ψάθης (λιμάνι) και του Χωριού Κιμώλου.
…στην Κίμωλο
Με το άνοιγμα του Τριωδίου, έκαναν την εμφάνισή τους στην Κίμωλο και οι πρώτοι μοσχαράδες. Κάλυπταν τα πρόσωπά τους με τσεμπέρια -μαντήλια από τουλουπάνι, για να μπορούν να βλέπουν- και το τριχωτό του κεφαλιού με καπέλο. Όλα τα Σαββατόβραδα, αλλά κυρίως την τελευταία Αποκριά, γινόταν μεγάλα γλέντια στον Κάμπο, την κεντρική πλατεία του Χωριού, με τη συμμετοχή μοσχαράδων και μη, υπό τους ήχους βιολιού και λαούτου. Απαραίτητη η παρουσία, στο αποκριάτικο τραπέζι της Κιμώλου, των ντόπιων μακαρονιών του πλαστηριού, όπως ονομάζονται παίρνοντας το όνομά τους από το πλαστήρι, την επίπεδη ξύλινη επιφάνεια, πάνω στην οποία άνοιγαν το φύλλο οι νοικοκυρές. Τρώγονταν πασπαλισμένα με τριμμένη ντόπια μανούρα και συνοδευμένα με σάλτσα και κρέας -κατά τη διάρκεια της Κρεατινής εβδομάδας- ή σάλτσα ορφανή, δηλαδή χωρίς κρέας, την υπόλοιπη Αποκριά. Την Τσικνοπέμπτη, όλα τα σπίτια μοσχομύριζαν από τα τηγανητά, σε σχήμα μισιφέγγαρου, τυροπιτάκια, που γεμίζονταν με φρέσκια μανούρα, αυγό και λίγη τριμμένη φρυγανιά, για να τραβάει τα υγρά του τυριού. Οι Κιμωλιάτισσες τα έφτιαχναν τακτικά, καθ’ όλη τη διάρκεια της Αποκριάς, όπως και το ρυζόγαλο. Το φαγητό όμως με το οποίο υποδέχονταν και αποχαιρετούσαν την Αποκριά, ήταν ένα απλό βραστό αυγό, έθιμο που συναντάμε και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, όπου το στόμα βουλώνεται στο τέλος της Αποκριάς με άσπρο, βραστό αυγό και ξεβουλώνετα το Πάσχα με κόκκινο, βραστό αυγό.
Ο Λαζάνης, ο αχυράνθρωπος της θερμιώτικης Αποκριάς.
…στην Κύθνο
Σχετικά με την θερμιώτικη Αποκριά ο Κυθνιός φιλόλογος και λαογράφος Γιώργης Βενετούλιας, γράφει στο περιοδικό των εκδόσεών μας «Μικρές Κυκλάδες (τεύχος 20 – Οκτώβριος / Δεκέμβριος 2002): «Στα Θερμιά του παλιού καιρού, όταν έμπαινε το Τριώδιο το διαλαλούσε ο ντελάλης, το προσφωνούσε, γι’ αυτό και η πρώτη εβδομάδα της Αποκριάς λέγεται προφανή -πρόκειται για παραφθορά του προφωνή. Σε όλη τη διάρκεια του Τριωδίου, στο θερμιώτικο τραπέζι κυριαρχούν φαγητά και νοστιμιές που έχουν ως βάση τα γαλακτομικά προϊόντα και τα μακαρόνια, τα λαζάνια. Γνωστά φαγητά και εδέσματα είναι το μάτσι, το αραντό, οι ζούπες και τα σφουγγάτα. Τη δεύτερη εβδομάδα του Τριωδίου την λένε Κρεατσινή, γιατί καταλύεται το κρέας Τετάρτη και Παρασκευή. Την Κρεατσινή Κυριακή, οι παλιές θερμιώτισσες έφτιαχναν ένα νοστιμότατο φαγητό, που λεγόταν νταβάς. Πρόκειται για ένα κατσικάκι, που ψηνόταν σε ειδικό πήλινο σκεύος, το οποίο έφερε την ίδια ονομασία με το φαγητό. Το κατσικάκι είχε γέμιση από ρύζι και σταφίδες. Η τρίτη εβδομάδα, η Τυρινή, είναι αυτή που επιφυλάσσει τις περισσότερες μεταμφιέσεις -ιδίως την Κυριακή-, τις λεγόμενες μουσκαριές, ενώ οι μεταμφιεσμένοι λέγονται μουσκάροι ή παλιομουσκάροι, από το ιταλικό maschera. Στην Χώρα της Κύθνου, αυτή την Κυριακή, φτιάχνουν έναν αχυρένιο άνθρωπο, τον ντύνουν ανάλογα με την επικαιρότητα, τον φέρουν με πομπή στα σοκάκια και τέλος του τραγουδούν διάφορα περιπαικτικά, αυτοσχέδια τραγούδια. Παλιά, οι τσαμπούνες και τα τουμπάκια δεν σιγούσαν σε όλη τη διάρκεια του Τριωδίου, ενώ τότε ακούγονταν τα λεγόμενα περιγελαστικά τραγούδια, τα γνωστότερα ως αποκριάτικα, όπως.
»Να ‘χαμε αλεύρι και τυρί και τρίφτη και τσουκάλι
και μακαρόνια φρικασέ, να ‘ρθουν να φάνε κι άλλοι.
Ή το ακόλουθο
Μια γρια είχ’ αρρωστιά είχε πόνο στην καρδιά.
Τρέχει, πάει στο γιατρό να τση δώσει γιατρικό
και τση λέει ο γιατρός «Έχεις όρεξη και τρως;»
Σήμερα δεν έφαγ’ άλλο, μόνο έν’ αρνί μεγάλο.
Και τση λέει ο γιατρός «Τον περίδρομο να τρως».
Ας κλείσω αναφέροντας την όμορφη συνήθεια των Θερμιωτών, οι οποίοι και τις τρεις Κυριακές της Αποκριάς γευματίζουν τα μεσημέρια σε κάποιο συγγενικό σπίτι. Το έθιμο αυτό, διατηρούμενο μέχρι σήμερα, συμβάλλει στην ανάπτυξη βαθύτερων σχέσεων στις οικογένειες. Μετά τα ξεφαντώματα της Αποκριάς, έρχεται η κατανυκτική περίοδος της Σαρακοστής, γι’ αυτό οι παλιοί θερμιώτες έλεγαν:
Περάσαν οι Κρεατσινές, πάνε και οι Τυρινάδες
ήρχε και η Σαρακοστή, που κάνομε μετάνοιες.
Στιγμιότυπο από το σύγχρονο Μηλέικο Καρναβάλι.
…στη Μήλο
Η καρδιά της αποκριάτικης διασκέδασης χτυπούσε στη Ζεφυρία, την παλιά, μεσόγεια πρωτεύουσα του νησιού. Εκεί, κυρίως, οργανώνονταν οι περίφημοι σουαρέδες, δηλαδή οι χοροί, που για τους τότε νέους και τις νέες αποτελούσαν ευκαιρία όχι μόνο για χορό, αλλά και για γνωριμία και φλέρτ -όσο επέτρεπαν τα όρια της εποχής-, ακόμα δε και για συνοικέσια. Τους οργανοπαίχτες, τα βιολιά όπως χαρακτηριστικά τα αποκαλούσαν, τα πλήρωναν οι καβαλιέροι χορεύοντας την κοπέλα της προτίμησής τους. Οι σουαρέδες έσβησαν σιγά-σιγά από τον χάρτη της κοινωνικής ζωής της Μήλου, μετά τον πόλεμο του ’40. Πρωταγωνιστικό ρόλο στο αποκριάτικο τοπίο έπαιζαν και οι μασκαριές, που κυκλοφορούσαν με το πρόσωπο καλυμμένο με μουτσούνα φτιαγμένη από χαρτόνι και μαντήλι στο κεφάλι. Παρ’ όλες όμως τις προσπάθειές τους να παραμείνουν αγνώριστοι, ήταν μεγάλη αγένεια να αποχωρήσουν από τα σπίτια που επισκέπτονταν χωρίς να αποκαλυφθούν. Κι αυτό γιατί πολλά παρατράγουδα, όπως ζημιές ή απρεπή πειράγματα, δεν έπρεπε να μείνουν κρυμμένα πίσω από μια άγνωστη ταυτότητα. Το Σαββατόβραδο της Αποκριάς, αλλά και το βράδυ της Τσικνοπέμπτης, οργανώνονταν σε διάφορα σπίτια οικογενειακά τραπέζια -δείπνα-, στα οποία οι συγγενείς προσέρχονταν φέρνοντας μαζί τους και το φαγητό τους, που το μοιράζονταν με όλους τους υπόλοιπους.
Ο μοναδικός οικισμός στο Κουφονήσι.
…στις Μικρές Ανατολικές Κυκλάδες
Στην Δονούσα, οι μάσκαροι άρχιζαν να εμφανίζονται ήδη από του Αγίου Αντωνίου και όχι μόνο τις τρεις εβδομάδες της Αποκριάς. Για τις μεταμφιέσεις τους χρησιμοποιούσαν κάθε είδος παλιού ρούχου. Τα μπαούλα πάντα περιείχαν θησαυρούς, που στα χέρια των επίδοξων μάσκαρων μετατρέπονταν σε στολή για ευζώνους -από γυναικείες φούστες-, νύφες, παπάδες και πολλά άλλα. Ο Δονουσιώτης Δημήτρης Κωβαίος μας διηγήθηκε, ότι δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει ακόμα και το δεύτερο νυφικό φόρεμα μιας συμπατριώτισσάς του, το οποίο τελικά έσκισε προς μεγάλη θλίψη της ιδιοκτήτριάς του. Ανεκμετάλλευτες δεν έμεναν ούτε οι βράκες ενός Δωδεκανήσιου, που είχε παντρευτεί και εγκατασταθεί στην Δονούσα, του γνωστού με το παρωνύμιο γερο-Συμιακός, του οποίου το αληθινό επίθετο ήταν Σκοπελίτης, από τον οποίο και κατάγονται οι Σκοπελίτες, που ως σήμερα ζουν στην Αμοργό και τις Μικρές Ανατολικές Κυκλάδες. Οι μάσκαροι, για να μην είναι αναγνωρίσιμοι, κάλυπταν το πρόσωπό τους με μουτσούνες, που έφτιαχναν οι ίδιοι από χαρτόνι -αν και την εποχή εκείνη ακόμα και αυτό το ευτελές υλικό ήταν δυσεύρετο-, ενώ στα χέρια τους φορούσαν κάλτσες σαν γάντια. Όσο για την Καθαρά Δευτέρα, ντύνονταν μουτζούρηδες και κάλυπταν τα πρόσωπά τους με λαδόμουτζα, δηλαδή μούτζα από τα τηγάνια. Μεγάλο προσόν για τους μάσκαρους ήταν να καταφέρνουν να μιλούν με αλλοιωμένη, παραποιημένη φωνή, ενώ αν δεν τα κατάφερναν, περιορίζονταν μόνο σε χειρονομίες. Επισκέπτονταν τα σπίτια όχι μόνο του Σταυρού, του κυρίου οικισμού του νησιού, αλλά και των υπόλοιπων χωριών, της Καλοταρίτισσας και της Μερσίνης. Αντίστοιχα, οι μάσκαροι από τα χωριά αυτά, έκαναν την αντίστροφη διαδρομή -με τα πόδια φυσικά και με συντροφιά τους ένα φαναράκι- προκειμένου να επισκεφθούν τον Σταυρό. Η ανταμοιβή τους ήταν το κέρασμα με ρακί, ξερά σύκα και σταφίδες, αλλά κυρίως τα ολονύχτια γλέντια με λαούτο, βιολιά -θρυλικός βιολιτζής ο μπαρμπα-Λιας ο Σκοπελίτης- και λύρα. Οι Δονουσιώτες ακόμα θυμούνται τον λυράρη Κωστάκη Τρουλλιανό -καταγόταν από τον Τρούλλο, εξ ου και το παρατσούκλι του-, να σκορπάει όλη τη νύχτα το κέφι με τη λύρα του, με αμοιβή ύψους …50 δραχμών!
Στην Ηρακλειά, το γευστικό στίγμα της Αποκριάς έδιναν οι γλυκές τηγανιτές τυρόπιτες με μυζήθρα και ζάχαρη.
Στο Κουφονήσι, οι μάσκαροι, αφού ξεφάντωναν με γλέντια και μασκαρέματα καθ’ όλη τη διάρκεια της Αποκριάς, την αποχαιρετούσαν την τελευταία Κυριακή τρώγοντας χειροποίητα στριφτά μακαρόνια -τετραγωνάκια ζύμης διπλωμένα σε σχήμα κυλινδρικό, σαν κανελλόνια-, με μπόλικο ντόπιο τυρί, αλλά χωρίς καθόλου σάλτσα.
Οι μάσκαροι της Σχοινούσας χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες. Τους μαντελάδες, που ήταν οι φτωχοί με παλιά και σκισμένα ρούχα και τους λιάπηδες, τους αριστοκράτες, με το ανάλογο ντύσιμο. Την Τσικνοπέμπτη, όλοι έσφαζαν ένα ρίφι, δηλαδή κατσίκι, που τους εξασφάλιζε το κρέας των ημερών. Την Τυρινή εβδομάδα, οι νοικοκυρές έφτιαχναν πιταρίδια, είδος ντόπιων ζυμαρικών και διατηρούσαν το τραπέζι πάντα στρωμένο, έτσι ώστε ο κάθε επισκέπτης να δοκιμάσει πιταρίδια με τυρί. Την τελευταία Κυριακή, μετά τη λειτουργία, όλοι συγκεντρώνονταν και περίμεναν τον παπά, ο οποίος πετούσε το ράσο του σ’ έναν άνδρα, επιλέγοντάς τον έτσι να γίνει Καπετάνιος. Το γλέντι που ακολουθούσε, διαρκούσε ως την έναρξη του Εσπερινού της Καθαράς Δευτέρας και όλα τα έξοδα τα αναλάμβανε ο Καπετάνιος, ο οποίος οδηγούσε στο χορό και όλα τα κορίτσια του χωριού.
Αποκριάτικο γλέντι στη Χώρα της Μυκόνου, περί τα μέσα της δεκαετίας του ’60 (φωτο από το βιβλίο «Ενθύμιον Μυκόνου», του Παναγιώτη Κουσαθανά).
…στη Μύκονο
Για τους Μυκονιάτες η Αποκριά αποτελούσε την πιο έντονη περίοδο του χρόνου, κατά την οποία είχαν την ευκαιρία όχι απλά να γλεντήσουν και να ξεδώσουν, αλλά κυριολεκτικά να ξεφαντώσουν, έτσι ώστε να μπορέσουν τόσο σωματικά, όσο και ψυχικά να αντιμετωπίσουν την μακρά και σιωπηλή περίοδο της νηστείας, που θα ακολουθούσε. Το κέφι, διάχυτο στην ατμόσφαιρα του νησιού, ξεσήκωνε και τους πιο σοβαρούς, ακόμα και τους ηλικιωμένους ανθρώπους. Εξ ου και το δίστιχο:
Ήρθαν οι Αποκριές
και ξετρελαίνονταν κι οι γριές.
Αποφάσισαν, λοιπόν, πως η τόσο ευχάριστη αυτή εποχή θα έπρεπε να επιμηκυνθεί, γι’ αυτό και τοποθέτησαν την ανεπίσημη έναρξη των γλεντιών την ημέρα των Θεοφανείων, μιας επίσης σημαντικής για την Μύκονο γιορτής, κατά την οποία οι κάτοικοι όλου του νησιού συγκεντρώνονταν στη Χώρα, προκειμένου να παρακολουθήσουν τον αγιασμό των υδάτων και να σουλατσάρουν στο Γιαλό. Παρ’ όλα αυτά οι κουκούγεροι, δηλαδή οι μεταμφιεσμένοι, εμφανίζονταν στο νησί μόνο κατά τη διάρκεια των τριών εβδομάδων του Τριωδίου και πρέπει εδώ να διευκρινίσουμε ότι, αυτή η μικρή αυθαιρεσία, ως προς την έναρξη της Αποκριάς, έχει μια λογική εξήγηση. Η αρχή της Σαρακοστής, που συνέπιπτε με την αρχή της Άνοιξης και της καλοκαιρίας, σηματοδοτούσε την αναχώρηση από το νησί των ναυτικών. Πριν, λοιπόν, σαλπάρουν τα καράβια, έπρεπε τόσο οι ίδιοι οι ναυτικοί όσο και οι οικογένειές τους, να έχουν την ευκαιρία να γλεντήσουν μαζί όσο περισσότερο μπορούσαν. Κατά την διάρκεια της απουσίας τους, ούτε οι καπετάνισσες, δηλαδή οι σύζυγοι, ούτε και οι αρραβωνιαστικές ή οι κόρες τους επιτρεπόταν να βγουν για να διασκεδάσουν. Αν ο εορτασμός του Πάσχα -και κατά συνέπεια η έναρξη του Τριωδίου- αργούσε ημερολογιακά, οι Μυκονιάτες έλεγαν «φέτος έχομε μεγάλη Αποκριά» και φρόντιζαν να την αξιοποιήσουν με τρικούβερτα γλέντια, που οργανώνονταν στα καζίνα ή μπαλλόσια. Τα καζίνα ήταν χώροι διασκέδασης, αυτή άλλωστε είναι και η πραγματική σημασία της λέξης, κατάλοιπο της Ενετοκρατίας στο Μυκονιάτικο λεξιλόγιο, κατά την άποψη της αείμνηστης Μυκονιάτισσας λαογράφου Ευαγγελίας Καμμή. Η Ευαγγελία Καμμή μας διευκρίνησε επίσης, ότι η λέξη μπαλλόσια προέρχεται από τον ερωτικό χορό, τον μπάλο, ο οποίος δίνει την δυνατότητα αποκάλυψης του ποιος αγαπάει ποιον, κάτι που δεν γίνεται αντιληπτό σ’ έναν κυκλικό χορό, όπως ο συρτός. Οι νεαροί Μυκονιάτες, χορεύοντας μπάλο με την εκλεκτή της καρδιάς τους, προσπαθούσαν με απανωτές στροφές και φιγούρες να κοντύνουν το μήκος του μαντηλιού, που κρατούσαν οι δυο τους από τις άκρες του, ώστε να ακουμπήσουν το χέρι της αγαπημένης τους. Πόσο ασύλληπτο, αλήθεια, ηχεί αυτό στα αυτιά των σημερινών νέων! Τα καζίνα ήταν χώροι, που λειτουργούσαν αποκλειστικά και μόνο την περίοδο της Αποκριάς, παρ’ όλα αυτά υπήρχαν τουλάχιστον 20 στη Χώρα, ένα σε κάθε γειτονιά, αλλά και σε πολλές άλλες κατοικημένες περιοχές του νησιού. Οι οργανοπαίχτες κάθονταν μπροστά σε μια παραθύρα, από την οποία όσοι χόρευαν τους έριχναν χρήματα ως αμοιβή. Από τη δεκαετία του ’50, τα παραδοσιακά γλέντια άρχισαν να σβήνουν σιγά-σιγά και αντικαταστάθηκαν από εκδηλώσεις που οργανώνονταν σε πολυτελείς χώρους με ευρωπαϊκή μουσική και χορούς. Οι κουκούγεροι διακρίνονταν σε μουρωμένους, που είχαν καλυμμένο το πρόσωπό τους και σε ξεμούρωτους με το πρόσωπό τους απλώς βαμμένο ή καλυμμένο με κάλτσα. Για τις μεταμφιέσεις τους, ειδικά οι κάτοικοι των εξοχικών περιοχών του νησιού, χρησιμοποιούσαν τομάρια ζώων, κουδούνια, ακόμα και κρανία μεγάλων ζώων, αγελάδας ή γαϊδάρου, τα οποία φορούσαν στο κεφάλι τους, αφού πρώτα τα είχαν ξεράνει στον ήλιο ή στην άλμη. Στη Χώρα ντύνονταν με διαφορετικό τρόπο, κυρίως με ευρωπαϊκά ρούχα, καπέλα ή ακόμα και εσώρουχα των γιαγιάδων. Γυρνούσαν κατά ομάδες από σπίτι σε σπίτι, έχοντας ως αρχηγό τον πιο καπάτσιο, τον πιο ικανό να τους εμψυχώνει και να τους δίνει ιδέες. Πολλές φορές όμως, το γλέντι άναβε σε κάποιο από τα σπίτια και τότε ξεμασκαρώνονταν και έμεναν εκεί. Όσο για το γευστικό στίγμα της Μυκονιάτικης Αποκριάς, αυτό το έδιναν οι πίτες και μάλιστα αυτές που είχαν ως κύριο συστατικό τους την τ’ροβιολιά, ένα είδος ντόπιου μαλακού τυριού. Η κρεμμυδόπιτα δεν ήταν παρά η αρμονική γευστικά συνύπαρξη, μεταξύ δύο φύλλων ζύμης, τ’ ροβιολιάς, κρεμμυδιών, αυγών και προαιρετικά διαφόρων αρωματικών χόρτων ή και λαρδιού. Άλλωστε οι παλιοί Μυκονιάτες το έλεγαν: «Πότε πίτα με λαρδί, πότε πίτα μοναχή». Η γλυκιά μελόπιτα αποτελούνταν από τ’ροβολιά, αυγά, ζάχαρη, μέλι, βούτυρο και κανέλλα και ψηνόταν σε ταψί με φύλλο πάνω-κάτω. Τέλος, τα τσιμπιτά ήταν ατομικά, στρογγυλά γλυκίσματα, σε μέγεθος, περίπου, ενός μικρού πιάτου για γλυκό του κουταλιού. Αποτελούνταν από τα ίδια υλικά με την μελόπιτα, σε διαφορετική όμως αναλογία και το μείγμα τους τοποθετούνταν στο κέντρο ενός ζυμαρένιου δίσκου, του οποίου τα χείλη, τις άκρες δηλαδή, ανασήκωναν περιμετρικά τσιμπώντας τις με τα δύο δάκτυλα -εξ ου και το όνομά τους-, έτσι ώστε να δημιουργηθεί η κοιλότητα που θα συγκρατήσει τη γέμιση. Τα τσιμπιτά είχαν την τιμητική τους ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της Τυρινής εβδομάδας. Πάντως, η αρχή της Σαρακοστής δεν έβρισκε καμιά από τις λιχουδιές αυτές στα μυκονιάτικα σπίτια, αφού την Καθαρά Δευτέρα οι νοικοκυρές έπλεναν όλα τους τα κουζινικά, μην τυχόν και μείνει κάποιο ίχνος λίπους. Ένα ακόμα αξιομνημόνευτο μυκονιάτικο έθιμο της περιόδου αυτής είναι αυτό της Αδελφοσαρακοστής. Πρόκειται για δύο ημέρες, την Τετάρτη και την Παρασκευή, πριν και μετά αντίστοιχα από την Τσικνοπέμπτη, κατά τις οποίες νήστευαν προκειμένου να συμπληρωθούν οι 50 ημέρες νηστείας, δεδομένου ότι η Σαρακοστή έχει 48 ημέρες -7 εβδομάδες- και πιθανότατα από την συγγένεια αυτή προήλθε και η ονομασία του εθίμου, το οποίο τηρούνταν αυστηρά και μάλιστα οι ηλικιωμένοι συμβούλευαν σχετικά τους νεώτερους, που τυχόν το αγνοούσαν ή απλά το παρέβλεπαν.
Κουδουνάτος της Νάξου (από το βιβλίο «Άιγαίο – Άνθρωποι και τόποι» του Υπ. Αιγαίου).
…στη Νάξο
Η Νάξος έχει να παρουσιάσει τα πολύ σημαντικά στοιχεία της αποκριάτικης παράδοσής της και ιδιαίτερα ως προς τον τρόπο που μασκαρεύονταν οι κάτοικοί της. Οι πιο γνωστοί μοσκάροι του νησιού, που εξακολουθούν να εμφανίζονται κάθε χρόνο στα χωριά του, είναι οι κουδουνάτοι. Φορούν κάπα με κουκούλα στο κεφάλι, το αμπαδέλι, έχουν καλυμμένα τα πρόσωπά τους, φυσικά έχουν κρεμασμένα επάνω τους κουδούνια -εξ ου και η ονομασία τους- και στα χέρια κρατούν τη σόμπα, ένα χοντρό ξύλο, με το οποίο χτυπούν ελαφρά τους περαστικούς. Η ομάδα των κουδουνάτων -στην οποία υπάρχει και μια γριά που συμβολίζει την σοφία- περιφέρεται στο χωριό και καταλήγει, πάντα κάνοντας φασαρία, στην πλατεία, την πλάτσα. Εκεί περιμένουν ο γαμπρός και η νύφη, η οποία απαγάγεται και αφού ο απαγωγέας συλληφθεί από το γαμπρό και τους κουδουνάτους, αρχίζει το γλέντι.
Οι κορδελάτοι της Νάξου φορούσαν φουστανέλα φτιαγμένη από γύρο -είδος στρωσιδιού για το κρεββάτι-, άσπρο πουκάμισο και φέσι, όλα καταστόλιστα με χρωματιστές κορδέλες και άλλα στολίδια. Η διαφορά για τη γυναικεία εκδοχή, την κορδελάτισσα, ήταν το ψάθινο καπέλο στο κεφάλι, στολισμένο με λουλουδάκια και χρυσές κλωστές. Η παρέα των κορδελάτων, ακολουθούμενη και από άλλους μοσκάρους, όπως βρακάδες, ναύτες, αξιωματικούς, κατσίβελους μουτζουρωμένους με μούτζα από τις καμινάδες, αρκουδιάρηδες και αρκούδες ντυμένες με προβιές -δηλαδή δέρματα ζώων-, κατευθυνόταν στην πλατεία του χωριού και από εκεί ξεκινούσαν για να επισκεφθούν και γειτονικά χωριά. Οι άντρες μεταμφιέζονταν επίσης σε τσολιάδες, ενώ οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν κυρίως ρούχα παλιάς εποχής ή ντύνονταν βλάχισσες. Καθ’ όλη τη διάρκεια της Αποκριάς στη Νάξο πραγματοποιούνταν τρικούβερτα γλέντια και ολονύχτια ξεφαντώματα, όχι μόνο με τις μοσχαράδες, τις παρέες των μεταμφιεσμένων, αλλά και με την συμμετοχή όλου του υπόλοιπου κόσμου και κυρίως με τη συνοδεία του ξεσηκωτικού ήχου της τσαμπούνας και του ντουμπακιού.
Την πρώτη εβδομάδα της Αποκριάς γινόταν και η προετοιμασία για τα γευστικά ξεφαντώματα των Ναξιωτών. Όσοι δεν είχαν σφάξει το χοίρο τους τα Χριστούγεννα, τον έσφαζαν τώρα, αλλιώς βολευόταν με κατσίκια και αρνιά. Την Τσικνοπέμπτη τηγάνιζαν συκώτι και κρέας ή έφτιαχναν ομελέτα με αυγά, γάλα και αλεύρι. Την Τυρινή εβδομάδα έτρωγαν γάλα, τυρί, αυγά. ρυζόγαλο, μπακαλιάρο και μακαρόνια χειροποίητα μόνο με τυρί, άσπρα όπως τα έλεγαν. Την Κυριακή της Τυροφάγου έδιναν άσπρα μακαρόνια και ρυζόγαλο και στις κότες τους, για να γεννούν, όπως πίστευαν, πολλά αυγά. Το βράδυ της τελευταίας Κυριακής έτρωγαν όλοι οι συγγενείς μαζί και το τελευταίο πράγμα που έβαζαν στο στόμα τους ήταν ένα βραστό αυγό, ενώ την Καθαρή Δευτέρα καθάριζαν όλα τα σκεύη τους για να υποδεχθούν τη Σαρακοστή αγνοί και καθαροί.
Παριανό γλέντι.
…στην Πάρο
«Απ’ τ’ Αι-Χαράλαμπου και πέρα δώσ’ του κώλου σου αέρα» έλεγαν οι Παριανοί και δεν είχαν άδικο, αφού οι Αποκριές ξεκινούν περίπου αυτή την χρονική περίοδο. Τα βράδυα της Αποκριάς -και ιδιαίτερα τα Σαββατόβραδα- ήταν ιδανικά για βεγγέρες, τις γνωστές βραδυνές επισκέψεις σε φιλικά και συγγενικά σπίτια. Οι συγκεντρωμένοι, μέσα σε εύθυμο κλίμα, περίμεναν τις επισκέψεις των μασκάρων με τις πρωτότυπες αυτοσχέδιες μεταμφιέσεις τους, που έφθαναν ως την αναπαράσταση κηδείας, απ’ όπου δεν έλειπε ούτε ο νεκρός σε αυτοχέδιο φέρετρο από καδρόνια, που όμως τελικά επρόκειτο να αναστηθεί! Η έγνοια των μασκάρων ήταν να μην αποκαλυφθεί η ταυτότητά τους, ενώ αντίθετα, η επιδίωξη των θεατών ήταν να τους αναγνωρίσουν. Οι σχετικές συζητήσεις συνεχιζόταν και την επόμενη μέρα, για το ποιοι μασκάροι παρουσιάστηκαν, από ποια σπίτια πέρασαν και φυσικά για το αν αναγνωρίστηκαν. Μια απλή βεγγέρα μπορούσε να εξελιχθεί σε γλέντι με αυτοσχέδια στιχάκια πειρακτικού ή σατυρικού περιεχομένου, σε τύπο ερωταπαντήσεων. Απαραίτητοι πρωταγωνιστές στο παριανό γλέντι η τσαμπούνα με το ντουμπάκι και το βιολί με το λαούτο, που συνόδευαν με τους ήχους τους τον καθαρά τοπικό χορό Αγέρανο. Πρόκειται για κυκλικό χορό, στον οποίο οι χορευτές πιάνονται από τους ώμους και ακολουθούν βηματισμό αργό στο πρώτο μέρος και γρήγορο, πηδηχτό στο δεύτερο. Ο μπροστάρης του χορού τραγουδάει τα στιχάκια και οι υπόλοιποι χορευτές τα επαναλαμβάνουν.
Άρχισε γλώσσα μ’ άρχισε τραγούδια ν’ αραδιάζεις
και την καλή παρέα μας να τη διασκεδάζεις.
Ρεφραίν
Τούτη η γη που την πατούμε όλοι μέσα θε να μπούμε.
Παναγιά μου από την Πάρο κείνον π’ αγαπώ θα πάρω,
Παναγιά από την Τήνο μίλησε μου τι θα γίνω.
Τα τραγούδια του Αγέρανου είναι μεγάλα και κυρίως ερωτικά. Άλλωστε οι Αποκριές ευνοούσαν τα παιχνιδίσματα των νέων, που μπορούσαν να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, αποφεύγοντας τα κακοπροαίρετα βλέμματα κρυμμένοι πίσω από την άγνωστη ταυτότητα του μασκάρου. Κι όταν οι Αποκριές τέλειωναν, όλοι μαζί τραγουδούσαν: «Και του χρόνου οι μασκάροι να ξαναγεννούνε πάλι». Το χαρακτηριστικό φαγητό της τελευταίας Κυριακής, για το παριανό τραπέζι, ήταν τα μακαρόνια, χοντρά και με τρύπα στη μέση, που την δημιουργούσαν μπήγοντας ένα λεπτό, κυλινδρικό σίδερο στη ζύμη, που ήταν ήδη πλασμένη σε σχήμα μακαρονιού. Τα έτρωγαν με ντόπιο τυρί και κοκκινιστό κρέας, πίστευαν δε πως, αν έδιναν και στις κότες τους τέτοια μακαρόνια, αυτές οπωσδήποτε θα κλωσσούσαν. Απαραίτητο αποκριάτικο γλύκισμα ήταν τα ξεροτήγανα.
…στη Σαντορίνη
Από του Αγίου Αντωνίου κιόλας πολλά παιδιά, αλλά και ενήλικες, ντύνονταν μασκάροι και τριγυρνούσαν τα βράδυα στα σπίτια των συγχωριανών τους. Ένας εύκολος τρόπος για να γίνει κάποιος μασκάρος, ήταν να τυλιχτεί με ένα μεγάλο, άσπρο σεντόνι. Πολλές φορές οι μεταμφιέσεις ήταν ομαδικές και είχαν συγκεκριμένο θέμα, όπως η ετοιμόγεννη γυναίκα, που ακολουθείται από τη μαμή. Οι μασκάροι ήταν πάντα μουρωμένοι, είχαν δηλαδή σκεπασμένο το πρόσωπό τους κι έτσι παρέμεναν σε κάθε σπίτι που επισκέπτονταν, όση ώρα χόρευαν και τραγουδούσαν τον αποκριανό, ενώ οι θεατές τούς φώναζαν: «Αγνώριστοι είστε, αγνώριστοι». Δεν επιτρεπόταν να αποκαλύψεις κάποιον μασκάρο, ακόμα και αν τον είχες αναγνωρίσει. Πριν φύγουν όμως, έπρεπε απαραιτήτως να αποκαλυφθούν και να κεραστούν κρασί και μεζέ. Συνηθισμένα φαγητά αυτής της περιόδου ήταν το κρέας του ριφιού -κατσίκι- κοκκινιστό, τα σύγλινα, η τσιλαδιά και το απόχτι, όλα τους εδέσματα με βάση το χοιρινό κρέας, αλλά και χλωρά -δηλαδή φρέσκα- τυριά, ρυζόγαλα και χειροποίητα λατζάνια και χυλοπίτες, τοπικά είδη ζυμαρικών. Τις Κυριακές της Αποκριάς στήνονταν στις πλατείες των χωριών της Σαντορίνης γλέντια με μασκάρους και όχι μόνο. Πρώτα παρουσιαζόταν οι παραστάσεις των μασκαρεμένων και στη συνέχεια άρχιζε ο χορός με τσαμπούνες και τουμπιά:
Τούτες οι μέρες το ‘χουνε τούτες οι δυο βδομάδες,
να τραγουδούνε τα παιδιά να χαίρουντ’ οι μανάδες.
Στ’ Ακρωτήρι βγαίν’ η κάπαρη τα λόγια σου είναι ζάχαρη,
στον Πύργο το ‘πια το νερό ηβράχνιασα και δε μπορώ.
Τα μεσάνυχτα της τελευταίας Κυριακής έτρωγαν το τελευταίο πασχαλινό -μη νηστίσιμο- φαγητό, ένα αυγό βραστό, γιατί τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου πάλι ένα αυγό θα έτρωγαν, κόκκινο αυτή τη φορά, που θα σήμαινε το τέλος της Σαρακοστής.
Στιγμιότυπο από την Σερφιώτικη Καπετανία.
…στη Σέριφο
Το έθιμο της Καπετανίας χαρακτηρίζει την Αποκριά της Σερίφου. Έχει βαθιές ρίζες στη Σερφιώτικη κοινωνία και εξακολουθεί ως σήμερα να αναβιώνει, την τελευταία Κυριακή, χαρίζοντας στιγμές γλεντιού και ξεγνοιασιάς, σε μικρούς και μεγάλους. Ας κάνουμε μια μικρή αναδρομή του εθίμου, μέσα από δημοσιεύματα της εφημερίδας «Σέριφος», όπου στις 15 Φεβρουαρίου 1909 διαβάζουμε: «Ουδέποτε η Καπετανία εματεώθη από αμνημονεύτων χρόνων. Είναι δε η Καπετανία σχηματισμός δύο σωμάτων στρατιωτών εκ της Άνω και της Κάτω Χώρας. Τούτων ηγείται ο Καπετάνιος με σημαίαν, ο οποίος εκλέγεται δια βοής αφ’ εσπέρας το Σάββατον, την δε Κυριακήν μεταβαίνουν έκαστοι χωριστά ως την Μονήν των Ταξιαρχών, όπου οι μοναχοί τοις παραθέτουν τράπεζαν εξ οπτών αμνών. Κατά την εις Χώραν επάνοδό των συνάπτουν αψιμαχίαν εις τους παρακείμενους λόφους. Μεθ’ ο παρελαύνουν δια μέσου της Χώρας και συνάπτουν χορόν εκάστου κατ’ ιδίαν. Όλοι οι λαβόντες μέρος εις την Καπετανίαν μεταβαίνουν την Τεσσαρακοστήν εις την Μονήν και καλλιεργούν τους άμπελους αυτής αμισθί». Από το ίδιο άρθρο προκύπτει ένα πολύ ενδιαφέρον συμπέρασμα, ότι κατά τις Κυριακές της Αποκριάς οι Σερφιώτες αναπαριστούσαν γνωστά ιστορικά γεγονότα, προσαρμοσμένα σε σάτυρα, αλλά και γεγονότα της επικαιρότητας, τα οποία απέδιδαν πολύ εύστοχα. «Με όλον το ψύχος και την βροχήν, δεν είχαμεν ευτελή απραξίαν αποκριάτικην την προπαρελθούσα Κυριακήν. Ομάς απαρτιζομένη από ικανόν αριθμόν μετημφιεσμένων και καλώς μελετήσασα έπαιξε εν ταις δύο πλατείαις τον Τρωικόν Πόλεμον. Εις το τέλος εθυσιάσθη επί του βωμού αντί της Ιφιγενείας αμνός παχύτατος. Κατόπιν ενεφανίσθη ο αμίμητος Κ. Κοτσίκος, ρακένδυτος και ελεεινός, υποδειόμενος την φτώχειαν, της οποίας έψαλλε τον θρήνον εις στίχους, αφού δι’ αυτήν ήλθεν ο της Κέας εισπράκτωρ. Ομάς όμως μετημφιεσμένων και κάλλιστα μελετημένων, παρέστησαν την ελευθερίαν της Κρήτης και πάντα τα πρόσωπα υπεκρίθηκαν κάλλιστα». Στην εφημερίδα «Σέριφος» και πάλι, στο τεύχος Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 1966, ο κεκοιμημένος Ηγούμενος της Μονής Ταξιαρχών Μακάριος Κοτσίκος έγραφε: «Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς εγίνετο η Καπετανία. Οι πιο λεβέντες από τους νέους, ντυμένοι με τις ωραίες ευζωνικές φουστανέλες από το ένα Καπετανάτο και οι ντυμένοι με τούρκικες ή βουλγάρικες στολές, που τους έλεγαν λιάπηδες, από το άλλο Καπετανάτο, όλοι οπλισμένοι με όπλα, που αντί για σφαίρες και σκάγια τα είχαν γεμίσει μόνο με μπαρούτι, έπιαναν τις πλαγιές από τους Μύλους κι έκαναν ένα θεαματικό κλεφτοπόλεμο. Φυσικά, πάντα οι Έλληνες ευζώνοι νικούσαν. Κατόπιν Έλληνες και Τούρκοι, συγκεντρώνονταν στις πλατείες της Επάνω και της Κάτω Χώρας και άρχιζαν το χορό με τις ωραίες Σερφιωτοπούλες». Τέλος, στις σελίδες του τεύχους Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 1999, πάντα στην εφημερίδα «Σέριφο» διαβάζουμε: «ΗΚαπετανία των τριών κυρίως χωριών, Καλλίτσου, Γαλανής, Παναγίας είχε επιτυχία. Μεγάλη η συμμετοχή του κόσμου και γνήσιοι οι μασκαράδες, μουτζουρωμένοι, παίξανε το ρόλο τους, χόρεψαν, γλέντησαν σε κάθε ένα από τα χωριά. Από την Καπετανία δεν έλειψε και η νοσοκόμα, η γριά και ο γέρος».
Στην Σίκινο (από το βιβλίο «Αιγαίο – Άνθρωποι και τόποι» του Υπ. Αιγαίου).
…στη Σίκινο
Η Σικινιώτικη Αποκριά χαρακτηριζόταν από τα περίφημα γλέντια με τα τραγούδια, που οργανωνόταν σε σπίτια του νησιού. Άντρες και γυναίκες, πιασμένοι από τους ώμους, χόρευαν και τραγουδούσαν οι ίδιοι, χωρίς όργανα, πάνω στο γνωστό ρυθμό:
Της μπροστινής πρέπει σπαθί της δεύτερης κοντάρι,
της τρίτης και της τέταρτης της πρέπει παλικάρι.
Χορέψετε, γλεντήσετε του χρόνου ποιος το ξέρει
ή θα πεθάνω ή θα ζω ή θα ‘μαι σ’ άλλα μέρη.
Τσάκισμα (Ρεφραίν)
Τούτη η γη που την πατούμε όλοι μέσα θε να μπούμε.
Ή
Μπροστινή μου που χορεύεις να σε δω να βασιλεύεις.
Τα τετράστιχα του κυρίως τραγουδιού, πολλές φορές αυτοσχεδιαζόταν επιτόπου και αποκτούσαν ανάλογο περιεχόμενο. Αν κάποιος ερωτευμένος απευθυνόταν στην καλή του, εκείνη θα του ανταπαντούσε με ερωτικά, επίσης, στιχάκια. Φυσικά δεν αποκλειόταν το γλέντι με τα τραγούδια να εξελισσόταν τελικά σε γλέντι με τσαμπουνάκια ή βιολιά. Οι μασκαράδες στη Σίκινο, όπως και στα άλλα Κυκλαδονήσια, χρησιμοποιούσαν για τις μεταμφιέσεις τους οποιαδήποτε παλιά ρούχα έπεφταν στα χέρια τους, τα οποία μετέτρεπαν με την πλούσια φαντασία τους, ακόμα και σε στολή για αγαρηνούς, δηλαδή διαβολικά πνεύματα και νεράιδες. Φόβος και τρόμος, ιδιαίτερα για τα παιδιά, στα σπίτια που επισκέπτονταν κι έκαναν τα πειράγματά τους,. Την Τυρινή εβδομάδα έτρωγαν τη μακαρονάδα με το κρέας, φτιαγμένη με ντόπια ζυμαρικά.
Αποκριές σε μια παλιά σάλα της Σίφνου σε σκίτσο του Σιφνιού γελοιογράφοι Σταμάτη Πολενάκη.
…στη Σίφνο
Οι Αποκριές φτάνουν και συγχρόνως στην Σίφνο κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτες καμήλες. Μην ανησυχείτε, δεν πρόκειται για τα γνωστά συμπαθή ζώα, αλλά για Σιφνιούς μασκαράδες, που με τα πρωτότυπα και ευφάνταστα καμηλώματά τους βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Η ονομασία προέρχεται πιθανότατα από το ομώνυμο ζώο, αφού οι μασκαράδες χρησιμοποιούσαν μαξιλάρια για να δημιουργήσουν εξογκώματα, σαν καμπούρες, στην πλάτη αλλά και στην κοιλιά, έτσι ώστε να παραμείνουν αγνώριστοι. Μια άλλη εκδοχή είναι η ονομασία να προέρχεται από το ομώνυμο παιχνίδι, που παιζόταν παλιότερα στους δρόμους των πόλεων μαζί με το γαϊτανάκι, τον ξυλοπόδαρο. Ο Σουρής λέει χαρακτηριστικά στον «Ρωμιό» του:
Παίρνει δρόμο η καμήλα σε σοκάκια και πλατείες
κι έπειτα το γαϊτανάκι με αρσενικές κυρίες.
Δώδεκα Φεβρουαρίου το Τριώδιο ανοίγει
μασκαράδες εφ’ αμάξης ξεμυτίζουν ολίγοι.
Τον πρώτο ρόλο όμως στην Σιφνέικη Αποκριά, τον είχαν οι χοροί, που δίνονταν σε πολλές αίθουσες, σπιτιών ή καφενείων και συγκέντρωναν πολύ κόσμο. Δεν ήταν απαραίτητο να υπάρχουν μεζέδες και κρασί, ούτε καν όργανα. Στις περιπτώσεις αυτές τον ρυθμό του χορού κρατούσε κάποιος χτυπώντας απλώς τα χέρια του στο τραπέζι, με τους Σιφνιούς να ονομάζουν τον πρωτότυπο αυτό τρόπο τούμπου- τούμπου. Ο αποκριάτικος χορός έφθανε στο αποκορύφωμά του όταν άρχιζαν τα ποιητικά, δηλαδή τα αυτοσχέδια στιχάκια. Οι Σιφνιοί είναι σπουδαίοι λαϊκοί ποιητές και τα στιχάκια τους έχουν διαχρονικά αδιαμφισβήτητη ποιητική αξία. Το περιεχόμενό τους είναι σατυρικό, αλλά και ερωτικό, σε τύπο ερωταπαντήσεων. Ο ρυθμός με τον οποίο τραγουδιούνται είναι αργός, όπως και ο χορός που τα συνοδεύει, έτσι ώστε η προσοχή όλων να είναι στραμμένη στο περιεχόμενό τους.
Μια καλησπέρα θε να πω με προσοχή μεγάλη,
Βασιλική προς χάριν σου εγώ ξανάρχα πάλι.
Και η πληρωμένη απάντηση:
Ο χρόνος είναι δίσεκτος και Γιάννη να προσέχεις
εφέτος από πανδρειά όσο μπορείς ν’ απέχεις.
Μετά απ’ όλα αυτά το κρασάκι με τα μεζεδάκια ήταν ότι έπρεπε. Σύγλινο και χοιρινό τηγανιτό, κρέμες, αλλά και γάλα φρέσκο για να στρώσει το στομάχι. Εκείνο όμως που δεν έλειπε από κανένα σπιτικό ήταν το ρυζόγαλο. Ακόμα κι όσοι δεν είχαν δικό τους γάλα παρασκεύαζαν ρυζόγαλο από το γάλα που τους προσέφεραν συγγενείς και φίλοι.
Τα Ζεϊμπέκια στη Σύρο.
…στη Σύρο
Η ερώτηση «Πού θα αποκριώσουμε;» ακουγόταν πολλές μέρες πριν την τελευταία Αποκριά, γιατί έτσι κανόνιζαν το πού θα γλεντούσαν οι Συριανοί. Οι περισσότεροι μουρώνονταν, δηλαδή μασκαρεύονταν με παλιόρουχα και μουτσούνες -μάσκες- από χαρτιά. Οι άντρες ντύνονταν γύφτισσες, με ουρά αλόγου ως κοτσίδα ή νύφες. Άλλοι φορούσαν δέρματα ζώων με τα κέρατα στο κεφάλι τους ή παρίσταναν τον αρκουδιάρη και την αρκούδα, που δεμένη με σκοινί χόρευε στο ρυθμό του ντεφιού. Οι μουρωμένοι κρατούσαν αντικείμενα με τα οποία δημιουργούσαν έντονο θόρυβο, όπως κουδούνια και ταμπούρλα και βέβαια οι πιο επιτυχημένοι ήταν οι μη αναγνωρίσιμοι. Το γλέντι άναβε με τα κεράσματα και τις αυτοσχέδιες ρίμες:
Στο Φοίνικα είν’ οι όμορφες στη Ντελαγκράτσια οι άσπρες
και στον ωραίο Γαλησσά γαριφαλιές με γλάστρες.
Σε σπίτια μαζευόταν επίσης και τις άλλες ημέρες της Αποκριάς κάνοντας ρεφενάτο, φέρνοντας δηλαδή ο καθένας το φαγητό του. Βέβαια, στην Ερμούπολη τα πράγματα ήταν αρκετά διαφορετικά, ο τρόπος διασκέδασης πιο εξευρωπαϊσμένος, όπως και τα μασκαρέματα. Από τους δρόμους της πόλης δεν έλειπαν ούτε οι λατέρνες.Σημαντικό έθιμο της Συριανής Αποκριάς αποτελούν τα ζεϊμπέκια. Ο Νίκος Σολάρης, ο γνωστός Συριανός χοροδιδάσκαλος, γράφει σχετικά στο περιοδικό «Μικρές Κυκλάδες» των εκδόσεών μας (τεύχος 9 – Ιανουάριος / Μάρτιος 2000): «Τα ζεϊμπέκια θα λέγαμε ότι είναι μια αποκριάτικη παράσταση, με θέμα την απαγωγή της νύφης (αρχιχανούμισας), που είναι η γυναίκα του καπετάνιου. Το αποκριάτικο αυτό έθιμο ζωντανεύει την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς και λέγεται ότι ήρθε στη Σύρο από πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Τα ζεϊμπέκια ήταν μια ομάδα 15- 40 ατόμων, που αποτελούνταν από τον 1ο, 2ο και 3ο καπετάνιο -τον οποίο αποκαλούσαν και μουσταφά-, την αρχιχανούμισα -η νύφη, γυναίκα του 1ου καπετάνιου-, έναν αράπη, ένα κυνηγό που ακολουθούσε την ομάδα και τέλος, τα ζεϊμπέκια. Δυο μήνες πριν από τις Αποκριές δήλωναν ποιοι θέλουν να πάρουν μέρος στα ζεϊμπέκια. Όλοι τους έπαιρναν κάποιο χρηματικό ποσό για να καλύψουν τα έξοδα των στολών, της αίθουσας που νοίκιαζαν για να μάθουν τους χορούς που θα χόρευαν -χασάπικο, σέρβικο, ζεϊμπέκικο- και τις λατέρνες. Ως 1ος καπετάνιος οριζόταν ο καλύτερος χορευτής, που αναλάμβανε να μάθει και στην υπόλοιπη ομάδα τους χορούς. Η στολή τους αποτελούνταν από τη βράκα με παρδαλά χρώματα, άσπρο πουκάμισο, μια μεταξωτή στηθιά γεμάτη πούλιες, που έμπαινε μπροστά στο στήθος, γιλέκο με μανίκια ριγμένα πίσω στην πλάτη, γκέτες που ήταν γεμάτες μικρά κουδουνάκια, ζωνάρι χρωματιστό, μεταξωτό μαντήλι στο λαιμό, πολλά μεταξωτά μαντήλια διαφορετικών χρωμάτων στη μέση, στο στήθος και στις λαβές των όπλων και των μαχαιριών και στο κεφάλι κόκκινο καλπάκι με πούλιες. Το πρωί της Κυριακής τα ζεϊμπέκια ξεχύνονται στα στενά της Άνω Σύρου με τραγούδια και χορούς. Ο 1ος καπετάνιος δίνει μια διαταγή: «Διαταγή σας δίνω, να προσέξετε καλά, όταν πάμε στην πλατεία, να χορέψετε καλά κι όταν πάμε στην πλατεία και αρχίσει ο χορός, τα άρματά σας να προσέχετε μη μας γίνει ρεμπελιό». Και συμπληρώνει ο 2ος καπετάνιος: «Διαταγή από τον καπετάνιο, για προσέξετε καλά, μη μας πιάσουν το κιρβάνι και μας πάρουν τα φλουργιά». Οι ζεϊμπέκηδες απαντούσαν: «Τ’ άρματα μας δεν τα δίνουμε, το αίμα μας το χύνουμε». Φθάνοντας, τελικά, σε κεντρικό σημείο της Άνω Σύρου χορεύουν και διασκεδάζουν μέχρι το πρωί. Πριν αρχίσει ο χορός δίνει ο καπετάνιος στον αράπη να χαράξει με το σπαθί του ένα μεγάλο κύκλο, όπου μέσα εκεί χορεύουν. Σε κάποια στιγμή βάζει ο αράπης στο κέντρο του κύκλου δύο μεγάλα σπαθιά χιαστί, για να χορέψουν ζεϊμπέκικο ο 2ος και ο 3ος καπετάνιος. Τελευταίος χορεύει ο 1ος καπετάνιος, όπου κανένας δεν έχει το δικαίωμα να τον σταματήσει, παρά μόνο η αρχιχανούμισα. Όλοι παρακολουθούν με σεβασμό τον 1ο καπετάνιο και ρωτούν: «Ποιος χορεύει ορέ;» Και τα ζεϊμπέκια απαντούν: «Ο πρώτος, ο πρώτος». Σε κάποιο σημείο του χορού πηγαίνει να χορέψει με τον καπετάνιο η αρχιχανούμισα, εκείνος όμως παραχωρεί τη θέση του στον αράπη. Ο αράπης πάνω στο χορό βρίσκει την ευκαιρία να φιλήσει και να απαγάγει τη νύφη. Αμέσως όμως το γεγονός γίνεται αντιληπτό από τον καπετάνιο, ο οποίος στέλνει τον κυνηγό να φέρει πίσω τον αράπη και την αρχιχανούμισα. Ο καπετάνιος καταδικάζει τον αράπη σε θάνατο δια πυράς».
Ζεϊμπέκια στη Σύρο.
…στην Τήνο
Καθ’ όλη τη διάρκεια του Τριωδίου, οι νέοι και οι νέες της Τήνου ντύνονταν μασκαράδες με διάφορες ονομασίες, όπως κουδουνάτοι, κουκούγεροι ή κουκιέροι και γύριζαν στα σπίτια των χωριών διασκεδάζοντας τον κόσμο. Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, στα Υστέρνια αλλά και σε άλλα χωριά του νησιού, μετά το μεσημεριανό γεύμα που συγκέντρωνε όλη την οικογένεια, οι πάντες έσπευδαν να παρακολουθήσουν την παρέλαση του Καρνάβαλου, στον κεντρικό δρόμο του χωριού. Η παρέλαση αυτή συγκέντρωνε μασκαρεμένα παιδάκια, κοπέλες με πολύχρωμες στολές, αλλά και κυρίες με μακριές φορεσιές, τεράστια καπέλα και σκούπες σε ρόλο βεντάλιας! Δεν έλειπαν ακόμα οι γαμπροί και οι νύφες, οι εύζωνοι, άντρες με πρόσωπα μουτζουρωμένα με λουλάκι και ώχρα, άλλοι ντυμένοι με προβιές και κέρατα ζώων, γύφτοι και γύφτισσες, αραπάδες, βλάχισσες, παλιάτσοι. Την παρέλαση έκλειναν οι γαϊδουροκαβαλάρηδες, καβάλα σε γαϊδουράκια μπογιατισμένα και στολισμένα με λουλούδια και κορδέλες. Όλα τα βράδυα της Αποκριάς ο κόσμος πήγαινε βεγγέρες σε φιλικά και συγγενικά σπίτια και όλοι μαζί περίμεναν να θαυμάσουν τους μασκαράδες που θα εμφανίζονταν, σκορπίζοντας χαρά και ευθυμία με τους χορούς και τα τραγούδια τους.
Στον γλυκόκοσμο της Τήνου.
Ωραία που ‘ναι η μπροστινή κι ωραία που χορεύει,
να τη χαρεί η μανούλα της κι ο νιος που τη λατρεύει.
Στη Χώρα της Τήνου γινόταν συγκεντρώσεις σε σπίτια με χορούς και τραγούδια, αλλά και κωμικές παραστάσεις από τους κουδουνάτους. Τη γλυκιά νότα στο εδεσματολόγιο της τηνιακής Αποκριάς αποτελούσαν το ρυζόγαλο, τα μασουράκια αμυγδάλου και καρυδιού, η πάστα φλώρα -οι τηνιακές νοικοκυρές την ονόμαζαν τούρτα-, η πουτίγκα ρυζιού και οι τηγανίτες ψωμιού.
Χραμάτος Φολεγάνδρου.
…στην Φολέγανδρο
Οι Φολεγανδρίτες περίμεναν τις Αποκριές (διαβάστε εδώ το σχετικό αναλυτικό άρθρο μας) με μεγάλη ανυπομονησία, θεωρώντας τις μια χαρούμενη παρένθεση στην απλή και ήσυχη ζωή τους. Κύριο χαρακτηριστικό της κοινωνικής ζωής αυτών των ημερών ήταν οι γνωστές σε όλα τα Κυκλαδονήσια βεγγέρες, οι βραδινές συγκεντρώσεις σε σπίτια φίλων και συγγενών, όπου η ώρα κυλούσε ευχάριστα με συζητήσεις, διηγήσεις ιστοριών, κάποιες χειρωνακτικές εργασίες, όπως κέντημα ή ράψιμο για τις γυναίκες, πλέξιμο καλαθιών ή τυροβολιών για τους άνδρες και πολύ αναμονή. Αναμονή μέχρι να εμφανισθούν οι καμήλες και να ξεκινήσει η προσπάθεια του να μαντέψουν ποιος κρύβεται κάτω από το καμήλωμα. Τις καθημερινές μπορούσε να μετρήσει κανείς μέχρι και 80 καμήλες, ενώ τα Σαββατοκύριακα ξεπερνούσαν και τις 100, αριθμοί πολύ μεγάλοι για ένα νησί λίγων εκατοντάδων μόνιμων κατοίκων. Οι καμήλες εκινούσαν την περιοδεία τους στα σπίτια του χωριού με το σκοτείνιασμα και τελείωναν γύρω στα μεσάνυχτα, αφού συνήθως κυκλοφορούσαν σε ομάδες και σε κάθε σπίτι έκαναν από απλά πειράγματα έως και ολόκληρες παραστάσεις, ανάλογες με το θέμα της μεταμφίεσής τους. Αυτές οι καμήλες κατά ομάδες, με ένα θέμα -π.χ νυφόγαμπρα με κουμπάρους και παπάδες, ασθενής με γιατρό και νοσοκόμα κ.λπ.- ήταν οι συνηθέστερες στην Φολεγανδρίτικη Αποκριά. Υπήρχαν ακόμα οι χραμάτοι, αυτοί δηλαδή που είχαν τυλίξει γύρω από το κορμί τους ένα χράμι -υφαντό σκέπασμα κρεβατιού-, το οποίο στερέωναν δένοντάς το σφιχτά πάνω από το κεφάλι τους. Οι κουρελιάρηδες ή μουτζωμένοι φορούσαν ό,τι πιο παλιό και περίεργο μπορούσε να φανταστεί κανείς και είχαν μουτζωμένα τα πρόσωπά τους με μούτζα από τηγάνι. Πολλές φορές το άλειφαν με μέλι και κολλούσαν επάνω φτερά ή ακόμα το κάλυπταν με κάλτσα ή χάρτινη σακούλα. Στο τριχωτό μέρος του κεφαλιού φορούσαν μαντήλι. Τέλος, οι στολιστικές καμήλες ήταν ντυμένες με όμορφα και εντυπωσιακά ρούχα, κοσμήματα, ψηλοτάκουνα παπούτσια και καπέλα, ενώ κρατούσαν το πρόσωπό τους καλυμμένο με ένα μαντήλι από τουλουπάνι, ώστε να μπορούν να βλέπουν χωρίς να αναγνωρίζονται. Από την Φολέγανδρο δεν έλειπαν βέβαια ούτε τα γλέντια με λαούτα και βιολιά ή τσαμπούνες και τουμπιά, που μπορούσαν να κρατήσουν μερόνυχτα ολόκληρα, ιδιαίτερα κατά την τελευταία Αποκριά, που το γλέντι συνεχιζόταν αδιάκοπα ως την Καθαρή Δευτέρα. Την Τσικνοπέμπτη όλο το νησί μοσχομύριζε από τις ματιές, έντερα χοίρου γεμισμένα με ρύζι και σταφίδες, βρασμένα και στη συνέχεια τηγανισμένα σε χοιρινό λίπος, που σερβίρονταν με χοντρές φέτες ψωμιού βουτηγμένες στο ζωμό, όπου έβρασαν οι ματιές. Την τελευταία Κυριακή έφτιαχναν ντόπια μακαρόνια, τα ματσάτα, με χοιρινό κοκκινιστό και συγκεκριμένα την ουρά του χοίρου, την οποία είχαν διατηρήσει παστώνοντάς την. Απαραίτητο γλυκό ήταν και για τους Φολεγανδρίτες το ρυζόγαλο.Θερμές ευχαριστίες για την πολύτιμη βοήθειά τους στην συγκέντρωση του υλικού οφείλουμε στους φίλους Κυκλαδίτες: Αντώνη Βλαβιανό, Γιώργο Χάλαρη, Εριέτα Παπαϊωάννου, Μάρκο Μαούνη, Δημήτρη Κωβαίο, Γιώργο Κωβαίο, π. Λουκά Νομικό, Χαρίκλεια Ζαμάνου, Θεόδωρο-Γεράσιμο Μαγκανιώτη, Ειρήνη Μαγκανιώτη, Κατερίνα Ψαρρού, Κατερίνα Μπελιβανάκη, Ευαγγελία Καμμή, Κυριακή Ραγκούση-Κοντογιώργου, Κούλα Γελασάκη, Χριστίνα Μαργέτη, Νίκο Σολάρη, Γιώργο Γρύσπο και Φρατζέσκα Μαρινάκη.
Ματιές Φολεγάνδρου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Γεώργιος Αμιραλής «Τηνιακές πτυχές», Εκδοση Αδελφότητας των Τηνίων εν Αθήναις, Αθήνα 1991
2) Τάσος Αναστασίου «Αμοργός, ιστορική μνήμη – περιήγηση», Εκδόσεις Πολιτιστική Εταιρεία Αρχιπέλαγος
3) Τάσος Αναστασίου «Κέα ιστορική μνήμη – περιήγηση», Εκδόσεις Πολιτιστική Εταιρεία Αρχιπέλαγος
4) Ιωάννης Καρδαμίτσης «Υστερνιώτικες Αναμνήσεις», Εκδόσεις Συλλόγου Υστερνιωτών Τήνου, Αθήνα 1997
5) Νίκος Κεφαλληνιάδης «Μονή», Έκδοση Συλλόγου Μονιατών Νάξου, 1984
6) Νίκος Κεφαλληνιάδης «Αγερσανί Νάξου», Έκδοση Συλλόγου Αγίου Αρσενίου Νάξου, 1987
7) Μίμης Ντ. Λεμονής «Χαίρε Σίφνος», Εκδόσεις Στεφ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1993
8) Δημήτρης Λουκάτος «Συμπληρωματικά του χειμώνα και της άνοιξης», Εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1985
9) Κατερίνα Μαρινάκη «Απάνω Μεριά Φολεγάνδρου, οικιστική και βιοτική οργάνωση», Αθήνα 1992
10) Δημήτρης Ρουσουνέλος «Μυκονιάτικη Μαγειρική», Εκδόσεις Ίνδικτος, 2001
11) Μάρκος – Αβέρκιος Ρούσσος «Σαντορίνη, ήθη, έθιμα και παραδόσεις», Αθήνα 1979
12) Υπαπαντή Ρούσσου – Ελευθέριος Μενέγος «Της Πάρος οι νοστιμιές», Έκδοση Μουσικοχορευτικό Συγκρότημα «Νάουσα Πάρου»
13) Σούλα Τόσκα – Καμπά «Νησιώτικοι παραδοσιακοί χοροί», Εκδόσεις Φιλιππότη 1991
14) Αντώνης Τρούλλος «Τα τραγούδια της Αποκριάς και της κούνιας», Εκδόσεις Κυκλαδονήσια 1982
15) Αικατερίνη Τσοτάκου- Καρβέλη «Λαογραφικό Ημερολόγιο», Εκδόσεις Πατάκη
16) Νικολέττα Φωσκόλου «Παραδοσιακές Συνταγές από την Τήνο», Εκδόσεις «Τήνος», Αθήνα 1996
17) Εφημερίδα «Σέριφος», τέυχη: 15ης Φεβρουαρίου 1909, Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 1966 και Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 1999
18) Περιοδικό «Μικρές Κυκλάδες», τεύχη 9 (Ιανουάριος – Μάρτιος 2000) και 20 (2002)
19) Περιοδικό «Συριανά Γράμματα», τεύχος 22, Απρίλιος 1993
Πηγή : https://livetotravelandtaste.com/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου