2 Οκτ 2021

Η ‘Σεριφούλα’, της Βίκυς Θεοδωροπούλου*



Mου αρέσει να τη λέω ‘Σεριφούλα’, τη Σέριφο. Και ούτε ξέρω αν αυτό είναι όνομα που ταιριάζει σε έναν βράχο στο Αιγαίο ούτε που με νοιάζει. Εμένα αυτός ο βράχος με αγκάλιασε πριν από σαράντα και κάτι χρόνια και του ανταποδίδω φροντίδες, γλύκα και όση αγάπη έχω. 

 Έφτασα στο Λιβάδι - Λιβάδι λέμε το Λιμάνι του νησιού - ένα καλοκαιρινό απάνεμο απόγευμα Παρασκευής στα τέλη της δεκαετίας του ’70, με ένα σακίδιο για δύο σχεδόν άδειο, με ένα πλοίο αργό βέβαια - το Άγιος Γεώργιος που δεν υπάρχει πια νομίζω - χωρίς ποδήλατο, μηχανή ή αυτοκίνητο, χωρίς κράτηση σε κάποιο από τα ελάχιστα τότε ενοικιαζόμενα δωμάτια, χωρίς σκηνή και χωρίς sleeping bag. 

Γιατί τί; 

Στα νιάτα δεν είναι που αρκεί ένας ουρανός με αστέρια; Έπαιζα από τότε παιχνίδια Καταστασιακών για περιπλανήσεις σε τόπους τους οποίους ήθελα ψυχογεωγραφικά να χαρτογραφήσω και εκείνη την εποχή το καλοκαιρινό παιχνίδι ξεκινούσε με το ξεφύλλισμα του πολυσέλιδου αλφαβητικού οδηγού που εξέδιδε ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού. Ένα ξεφύλλισμα που έμοιαζε με το ανακάτεμα μιας τράπουλας. 


 Έτσι έφτασα στη Σέριφο. Και ο χάρτης του πρώτου μου ταξιδιού στο νησί, σημαδεύτηκε από το όνομα «Σταμάτης». Η πρώτη σύντομη εξερεύνηση του τόπου σκέφτομαι συχνά χαμογελώντας, είχε προμηνύσει ότι εδώ μια μέρα θα σταματούσα. 


Αλλά δεν ήταν το φαγητό του που τον έβαλε στο χάρτη μου, άρχοντα και ορόσημο του ταξιδιού εκείνου. Ήταν που βράδιαζε χωρίς να έχουμε βρει ένα απάγκιο για να περάσουμε τη νύχτα όταν μίλησε πληθωρικός και γενναιόδωρος όπως τα φαγητά του, ο Σταμάτης! Άμα φύγουν και οι τελευταίοι παιδιά, είπε, να εδώ στη γωνιά της αυλής να ενώσουμε τις μαλακές καρέκλες να κοιμηθείτε, θα σας φέρω και κουβέρτες και μαξιλάρια και αύριο βλέπουμε, κάτι καλύτερο θα βρεθεί.

 Έτσι είχε γίνει. 


 Η ψυχογεωγραφία των Καταστασιακών, όρος και κίνημα άγνωστο σε πολλούς, αν το καλοσκεφτoύμε, δεν είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό που μου ζητιέται, να περιγράψω δηλαδή αποσπασματικά, αυθόρμητα και με εργαλείο το παιχνίδι, τη δική μου Σέριφο.

 Επέστρεψα λοιπόν στο νησί ύστερα από μερικά χρόνια, νεαρή μάνα πια και μωρομάνα, με ζητούμενο σε εκείνο το ταξίδι να αποφασίσω αν ένα κομμάτι γης μπορούσε να γίνει ο κρίκος που θα με ένωνε με αυτόν εδώ το βράχο. 

 Επειδή όμως στη ψυχογεωγραφία η περιπλάνηση δεν είναι γιορταστική παρέλαση αλλά μοναχικό μονοπάτι σε διαδρομές που είναι αβέβαιο αν τις διαλέγεις ή σε διαλέγουν, αξίζει να αποκαλύψω τις μυθικές αποσκευές μου σε εκείνο το ταξίδι. Είχα τότε δει στον κινηματογράφο τη Διπλή Ζωή της Βερονίκ, είχα ερωτευτεί και τη μουσική της ταινίας, είχα ανακαλύψει το soundtrack στο λιλιπούτειο δισκάδικο του λελεκιού στο Άμστερνταμ, είχα μόλις αποκτήσει ένα φορητό CDplayer, με ψείρες παρακαλώ, και στο κατάστρωμα του πλοίου που μας έφερνε διάφορους στη Σεριφούλα, διάβαζα συνεπαρμένη το Μίλησε, Μνήμη στην αξέχαστη έκδοση του Εξάντα ακούγοντας λούπα τη μουσική του Πράϊσνερ. 

 Ήταν ένας μεθυστικός ταξιδιωτικός εξοπλισμός. Τον θυμάμαι πάντα. Κάπως έτσι, λοιπόν, χωμένη στις εικόνες του Κισλόφσκι, τις μελωδίες του Πράϊσνερ και τις λέξεις του Ναμπόκοφ, όταν πατήσαμε στο Λιβάδι άφησα τους άλλους που πήγαιναν για φαγητό και στρογγυλοκάθησα παρέα με τη βιβλιάρα που δεν με άφηνε να την αφήσω, σε μία από τις πλιάν πολυθρόνες του μπαρ από το οποίο ακουγόταν το Hotel California των Eagles. Η κατάσταση ζητούσε ποτό.


 Τότε πάνω από το κεφάλι μου εμφανίστηκε ο σγουρομάλλης ο ψηλέας για να με ρωτήσει αν ήθελα κάτι να πιω, και μόνο ένα παιχνίδι γεγονότων μπορούσε να είχε στήσει εκείνη τη συνάντηση. Από την εφηβεία μου στην Αθήνα γνώριζα τον Δημήτρη ώσπου οι δρόμοι μας είχαν χωριστεί νόμιζα αλλά όχι. 


Η Σέριφος μεγαλώνει όμορφα έχω να πω και αγωνίζεται κυριολεκτικά να κρατήσει το ανθρώπινο που τη χαρακτηρίζει. Να, λοιπόν μερικά νέα σημεία στο χάρτη μου. 

 Ο Δημοσθένης που πριν λίγα χρόνια επέστρεψε στο νησί με τις γνώσεις και το μεράκι του, έστησε αρχικά το κεντρικό του μελισσοκομείο διαχείμασης στη Νόχτα κοντά στην Αγία Αικατερίνη και αφού απλώθηκε και μας γλύκανε με μέλια σεριφιώτικα από τον «Μελισσώνα Διαμαντή», βραβεύτηκε πέρσυ στον 1ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Μελιού Υψηλής Ποιότητας για το θυμαρίσιο του αλλά και για το ξεχωριστό και πιστοποιημένο μέλι Άγριας Λεβάντας. Στη νότια πλευρά της Σερίφου ανθεί εκλεκτή άγρια λεβάντα. Το ξέρατε; 

 Ο Δημήτρης του θρυλικού «Αερινού» της Χώρας κατέβηκε στο Λιμάνι και άνοιξε διάπλατο το «Captain’s» σε όλους όσους αγαπούν χορταστικά πιάτα, καφέ και ποτά μπροστά στη θάλασσα. Τυχεροί όσοι πετύχετε εκεί και μια βραδιά με ζωντανή μουσική.

 Ο Άγγελος άνοιξε το ανεπανάληπτο στα χρονικά του νησιού μας ζαχαροπλαστείο «Deux Amis» όπου τα κρουασάν του εφραίνουν καρδιές, οι τυρόπιτες με το σουσάμι και το μέλι εξαφανίζονται προτού φτάσεις δίπλα τους, οι σοκολατόπιτες στα πύλινα σε βουτάνε σε πειρασμούς, στους οποίους αξίζει να υποκύψεις και τα παγωτά του, που φτιάχνονται όλα εκεί από εκείνους και φρέσκο γάλα, γλυστράνε σαν βάλσαμο στον ουρανίσκο.

 Η Ευαγγελία άνοιξε «Το Γλύκισμα» με παραδοσιακά γλυκά του κουταλιού και ντόπιες λιχουδιές και εκεί στο στενό πίσω από το εκκλησάκι του Άη Νικόλα ξεφουρνίζει παραδοσιακά αμυγδαλωτά, πορτοκαλόπιτες και αχτύπητα λαδοκούλουρα με γαρύφαλλο και μπόλικο σουσάμι. Να, τώρα και ένα παλιό και πολυαγαπημένο στέκι όπου την Άνοιξη συνάντησα εκεί τους νεοφερμένους. Με δυο λόγια συγκινημένα το βάζω στο χάρτη, ενώ θα του άξιζαν αράδες: 

 Την τελευταία δεκαετία την πέρασα στον «Άνεμο» του Κυριάκου, σχεδόν καθημερινά εκεί σε βάρδια μεσημεριανή αλλά και βραδινή, καθισμένη στο τραπεζάκι δίπλα στο μπαρ συγγράφοντας κεφάλαια από το επόμενο μυθιστόρημά μου σε ατμόσφαιρα γλυκιάς παρέας με μουσική και θέα που δεν τη χορταίνεις. 

 Την Άνοιξη που μας πέρασε είδα από μακρυά εκεί ψηλά, πορτοπαράθυρα φρεσκοβαμμένα και ταβανόβουρτσες να στεγνώνουν, ανέβηκα τα σκαλιά με ευχές για την καλή αρχή επιτέλους μετά από την κορονοκλεισούρα που ζήσαμε και αντί για τους γνώριμους συνάντησα τους νεοφερμένους. Τη Δανάη, τον Αναστάση και τη γλυφειτζουρένια Βίλλυ τους, νιάτα ανασκουμπωμένα να στήνουν εκεί το όνειρό τους που το ονόμασαν «Môle» και είχαν προλάβει κιόλας να βρουν την Ηώ που επέστρεψε από την Καλών Τεχνών του Cardiff για να ζωγραφίσει εκείνη τα frescos στους τοίχους. 

 Να αφήσουν σκοπεύουν την πόλη, μου έλεγαν, καθώς η γιαγιά πρόσεχε το παιδί στην αυλή, να στήσουν τη ζωή τους στη Σέριφο σχεδιάζουν, να είναι το «Môle» ανοιχτό όλο το χρόνο όπως ήταν ο χώρος αυτός πάντα ανοιχτός χειμώνα, καλοκαίρι για να υποδέχεται ντόπιους και ταξιδιώτες και σαν αερόστατο με φούσκωσαν με φρέσκιες επιθυμίες και νεανική ορμή. Βουρ λοιπόν. 


 Τα τελευταία 11 χρόνια ζει στη Σέριφο και κάνει διακοπές στην ΑθήναΒίκυ Θεοδωροπούλου είναι συγγραφέας. Τα τελευταία 11 χρόνια ζει στη Σέριφο και κάνει διακοπές στην Αθήνα.

Πηγή : https://www.linkedin.com/

to synoro blog

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...