Με αφορμή του 47ου Φεστιβάλ Δράμας (2024)
Πώς να μιλάς για την ομορφιά του κινηματογράφου σε μια πολιτική πραγματικότητα που τον εναντιώνεται [1] καθημερινά; Κι ενώ το φετινό Φεστιβάλ Δράμας έχει ήδη ξεκινήσει, δυστυχώς το ερώτημα αυτό επανέρχεται συνεχώς.
Κι αυτό γιατί παρόλη την όλο και αυξανόμενη παραγωγή ταινιών και την ύπαρξη πολλών πανεπιστημιακών σχολών κινηματογράφου, για να μπορέσεις να πραγματοποιήσεις γενικά μια ταινία παραμένει ως σήμερα μια αποστολή ιδιαιτέρως δύσκολη. Η δυσκολία αγγίζει αντιστοίχως και τις ταινίες μικρού μήκους, κυρίως ίσως αυτές, καθώς είναι κι εκείνες που δεν έχουν κανένα εμπορικό αντίκτυπο (να ικανοποιήσουν δηλαδή τις τσέπες παραγωγών) και το χειρότερο, καμιά δυνατότητα τις περισσότερες φορές να ξεχρεώσουν τα έξοδά τους. Δεν δύνανται καν να καλύψουν το αυτονόητο: την εργασία των ίδιων τους των δημιουργών. Οι σκηνοθέτες τους απλώς ευελπιστούν και ενίοτε δυστυχώς ταΐζουν χίμαιρες. Να αποκτήσουν καλλιτεχνικό κεφάλαιο για ένα ενδεχόμενο μελλοντικό βιογραφικό στο χώρο της δημιουργίας ή, για όσους αρέσκονται να πορεύονται με μεγαλύτερες αυταπάτες, την είσοδό τους στον υψηλά αμειβόμενο κόσμο του μεγάλου θεάματος [2] και την ανάλογη αναγνώριση.Αυτές τις πλαστές ανάγκες τούς τις τροφοδοτεί και τους τις τάζει το σύγχρονο κρατικό-ιδιωτικό σύμπλεγμα του εμπορίου τέχνης και είναι πολλοί αυτοί που πέφτουν με τα μούτρα στο να ικανοποιούν έξωθεν επιταγές κάθε είδους (από αισθητικές ως ηθικές και πολιτικές), ζημιώνοντας και απορρίπτοντας κατ’ επέκταση το ίδιο τους το έργο και τις αρχικές τους καλλιτεχνικές προθέσεις. Ασχέτως την όποια τεχνική και αφηγηματική αρτιότητα του αποτελέσματος που μπορεί να καταφερθεί (άλλωστε αν πολλά δώσεις κάτι θα πάρεις πίσω) και που, είναι αλήθεια, έχει φτάσει σε ένα πολύ ενδιαφέρον επίπεδο στη χώρα μας, το έργο όλο και πιο συχνά δεν φαίνεται να ανήκει στον δημιουργό αλλά στον χρηματοδότη του.
Το επώδυνο backround της καλλιτεχνικής δημιουργίας
Η ταινία θέλει μια ιδέα, η ιδέα να γίνει σενάριο, να αναθεωρήσεις το σενάριο δεκάδες φορές, να βρεθούν οι κατάλληλοι συνεργάτες και επαγγελματίες, να ψάξεις να βρεις τα κατάλληλα τεχνικά εργαλεία για να την πραγματοποιήσεις -τα οποία κοστίζουν ακριβά (ναι, για να βγει κινηματογραφική δουλειά τα μέσα είναι ακόμα πάρα πολύ ακριβά)-, και κυρίως να μπορέσεις να δικτυωθείς «καταλλήλως» και να έχεις τις επαφές εκείνες, αυτές του «δούνε και λαβείν», αυτές που γεννούν μανιέρες δυο-τριών όλων και όλων συμβατικών και ευπώλητων θεματικών και επιπλέον αμφίβολης ποιότητας υποχρεώσεις.
Έτσι ίσως καταφέρεις να αποκτήσεις την πολυπόθητη χρηματοδότηση και να ξεκινήσεις τα γυρίσματα ενώ ταυτόχρονα θα συνεχίσεις να δέχεσαι τις λογικές «εμπόρων», άσχετων συχνά επί της ουσίας της τέχνης και της καλλιτεχνικής έκφρασης, που με τα δικά τους κριτήρια, εμπορικά και ιδεολογικά, θα αποφασίσουνε, σε τελική ανάλυση, για σένα. Είναι αυτοί που κρίνουν την ενδεχομένη αξία του έργου σου, την αξία σου εν γένει. Η ιδέα σου, το σενάριο σου, τα χρόνια σου (που είναι πολλά: μια ταινία δέκα λεπτών έχει μια προπαρασκευή πολύ μεγαλύτερη χρονικά από όσο νομίζουμε) που ασχολήθηκες για να την πραγματοποιήσεις, τα επιβουλεύονται για να τους ανήκουν.Αν θες να συνεχίσεις έξω από όλα τούτα και να μείνεις ανεξάρτητος, τότε αναγκάζεσαι να χώσεις το χέρι βαθιά στην ίδια σου την τσέπη (κάτι που συμβαίνει πάρα πολύ συχνά και στη χώρα μας) για να την αυτο-χρηματοδοτήσεις, να βάλεις τους φίλους σου να δουλέψουν εθελοντικά. Σαφώς λοιπόν υπάρχει, υπό μια έννοια, ταξική διαίρεση των ίδιων των έργων. Κάποιες ταινίες γυρίζονται με πενιχρά μέσα κι απλήρωτη εργασία, κάποιες έχουν την αναγκαία (ή και κατά πολύ μεγαλύτερη από τις πραγματικές ανάγκες) χρηματοδότηση για να ολοκληρωθούν με τη μεγαλύτερη δυνατή άνεση σε μέσα και ανθρώπινο δυναμικό. Κι έτσι ανάλογο είναι το αποτέλεσμα, άρα η κριτική αξιολόγηση πρέπει να παίρνει πάντοτε υπόψη αυτόν τον βασικό, δομικό διαχωρισμό.
Δεν αρκεί μονάχα η ενέργεια και η έμπνευση, λοιπόν. Σαφώς και χρειάζονται και είναι αναγκαία αυτά τα χαρακτηριστικά, περισσότερο από ποτέ σήμερα. Ωστόσο, θέλει χρήμα και στομάχι. Κι αυτό διότι, πέραν της τεχνικής, που όπως είπαμε έχει φτάσει σε γενικές γραμμές σε πληρότητα (εφόσον βασικά έχει εξασφαλισθεί το χρήμα), αυτό που επιζητάμε από ένα έργο και τον δημιουργό του κι αυτό που διακρίνει πλέον τα κινηματογραφικά έργα μεταξύ τους είναι η ουσιαστική καλλιτεχνική πρόταση, η αυθεντικότητα, το προσωπικό βλέμμα και η εμβάθυνση των θεματικών, ο ελεύθερος εκφραστικός πειραματισμός, τα out of the box προτάγματα, η κοινωνική στάση μέσα από το έργο.Οι ελληνικές ταινίες μικρού μήκους έχουν μια μόνιμη ποιοτική αφηγηματική και καλλιτεχνική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια. Το σπουδαστικό πρόγραμμα του Φεστιβάλ Δράμας επικυρώνει αυτή τη διαπίστωση. Οι άνθρωποι του κλάδου γνωρίζουν καλά το πεδίο τους και αποτελούν μια σίγουρη συνταγή κατασκευάζοντας ένα καλλιτεχνικό σινεμά «σωστό». Όταν λέω «σωστό», εννοώ ότι αυτή τη στιγμή που μιλάμε, μια σταθερή βάση έχει δομηθεί και οι Έλληνες δημιουργοί παράγουν ταινίες συγκροτημένες σεναριακά, στρωτές αφηγηματικά, εντυπωσιακές φωτογραφικά, φωτιστικά και ηχητικά ενώ η υποκριτική ικανότητα των ηθοποιών είναι σε γενικές γραμμές σε μόνιμα υψηλό επίπεδο. Ένα σινεμά που έχουμε γενικά ανάγκη, καθώς έχει τις δυνατότητες να καλλιεργεί το κοινό αισθητικά έξω από τη netflixιανή και τηλεοπτική αντίληψη. Ένα art house σινεμά φαινομενικά, ωστόσο εγκλωβισμένο και συμβατικό ουσιαστικά.
Ακριβώς λόγω του βάρους που πέφτει στη κινηματογραφική αρτιότητα της αφηγηματικής φόρμας λείπει το ουσιώδες: αυτό που λέμε η τομή, το breakthrough, η πειραματική προσπάθεια και η ανάλογη επιτέλεση για κάτι έξω από το «σίγουρο» και το «ασφαλές», και σε φόρμα και σε περιεχόμενο και σε θεματικές. Αποτέλεσμα των γενικότερων συνθηκών, σαφώς. Κάθε ριζοσπαστική και ρηξικέλευθη δυνατότητα στη τέχνη αποτελεί συνέπεια γενικότερων τέτοιων κοινωνικών δυνατοτήτων. Το σινεμά μας έχει σταθερή ποιότητα, αλλά η ποιότητα αυτή έχει πιάσει ταβάνι και μένει εκεί. Δεν έχει δυναμική. Οριοθετημένο μέσα στην αισθητική πληρότητα, το κοινό δεν βρίσκει δρόμους, σε τελική ανάλυση, να υπερβεί τα ήδη δεδομένα, διανοητικά, συναισθηματικά και αισθητικά.Αυτό το πλαίσιο παράγει και συνέπειες εργασιακού χαρακτήρα: οι έμπειροι νέοι άνθρωποι του ελληνικού κινηματογράφου μπορούν να θεωρηθούν πολύ «χρήσιμοι», καθώς πολύ εύκολα μπορούν να αναγκαστούν να μετατραπούν σε χαμηλόμισθους εργαζόμενους μεγάλων πολυεθνικών παραγωγών (να εισέλθουν στον κόσμο του μεγάλου θεάματος, που λέγαμε πρωτύτερα, και που στην πραγματικότητα είναι χώροι-κάτεργα). Οι έμποροι της παγκόσμιας κινηματογραφικής τέχνης μπορούν να τρίβουν τα χέρια τους από ικανοποίηση που τα πανεπιστήμια και οι σχολές μας μπορούν και βγάζουν δεκάδες άρτιους τεχνίτες, εξειδικευμένους και έτοιμους για υψηλού επιπέδου εργασία στον οπτικοακουστικό τομέα, ποιοτικά και ποσοτικά. Αλλά το ερώτημα παραμένει: καλλιτέχνες θα έχουμε; Εθνικό σινεμά θα υπάρχει;
Να στηριχθεί η καλλιτεχνική έκφραση των νέων σκηνοθετών
Δυστυχώς συνηθίσαμε τα τελευταία χρόνια να βλέπουμε πίσω από ολοκληρωμένες και ικανοποιητικές οπτικά παραγωγές -που έχει τη σημασία του, αλλά αποτελεί μια φαινομενική, μια πρόσκαιρη καλλιτεχνική επιτυχία-, ανθρώπους σε μια μόνιμη ανυπομονησία αναγνώρισης αντί για αυθεντικούς καλλιτέχνες, ανθρώπους που έχουν χάσει τη λαλιά τους και η φωνή τους μοιάζει (έπειτα από συνεχή «συμβουλευτική» δημόσιας εικόνας) όλο και περισσότερο με αυτή των παραγωγών-χρηματοδοτών τους, των κρατικών θεσμών και των ιδρυμάτων που επενδύουν στα πολιτιστικά προϊόντα, ανθρώπους που παρόλα αυτά προσπαθούν να χαμογελάνε, με δυσκολία ασφαλώς και εμφανώς. Καθώς έχει εξαντληθεί κάθε ελευθερία έκφρασης και ενέργειας γυροφέρνουν σε event, εκδηλώσεις και διάφορα εργαστήρια, και το χαμόγελο τους αρχίζει να σπάει. Αυτό είναι το κυρίαρχο story, το δεδομένο και με αυτό αναμετρώνται όλοι (επίδοξοι και μη) καλλιτέχνες.
Ωστόσο δεν είναι όλα απογοητευτικά. Μέσα σε αυτό το σκοτεινό, άδικο, ψυχοφθόρο και μίζερο δομικό πλαίσιο στο οποίο πορεύεται ο σύγχρονος (εγχώριος και μη) κινηματογράφος, μέσα σε αυτό το προαναφερόμενο κρατικό-ιδιωτικό σύμπλεγμα παραγωγής ταινιών, υπάρχει πάντοτε μια πραγματική ανάγκη (και δυνατότητα) των ανθρώπων να εκφραστούν καλλιτεχνικά. Επειδή λοιπόν αυτή η ουσιαστική ανάγκη μετατρέπεται συχνά και σε απτό αποτέλεσμα, σε μια κινηματογραφική ταινία με «σάρκα και οστά», είναι ωφέλιμο να παίρνουμε υπόψη όλα τα δεδομένα επί της διαδικασίας, το background της όποιας καλλιτεχνικής προσπάθειας, αυτή την ιστορία που πολύ θλίψη κουβαλά πίσω από τα καρέ της. Ναι, βλέπουμε σινεμά γιατί ενίοτε έχει τεράστιο ενδιαφέρον το πώς μπορεί και ξεφεύγει λίγη ομορφιά, ευαισθησία και ανθρωπιά μέσα από τη συστηματική, θεσμική βία, τον θεσμικό έλεγχο, τη θεσμική συγκατάβαση και το δασκάλεμα.Και τότε τα φώτα σβήνουν, βγαίνει η ταινία στην αίθουσα και είναι αυτά τα δέκα-είκοσι λεπτά της με τα οποία προσπαθεί να κερδίσει το κοινό της. Και το κοινό, από την άλλη, έχει αυτά τα δέκα-είκοσι λεπτά για να αγγιχθεί συναισθηματικά και διανοητικά, να αξιολογήσει αισθητικά το αποτέλεσμα. Την όλη παραπάνω φάση του καλλιτέχνη, το κοινό δεν τη γνωρίζει, δεν τη κατανοεί, στην πραγματικότητα δεν τον ενδιαφέρει. Ένα αποτέλεσμα θέλει. Για κάθε δουλειά μονάχα αυτοί που την πραγματοποιούν γνωρίζουν τι χρειάζεται για να γίνει. Όλοι οι υπόλοιποι ένα αποτέλεσμα θέλουμε, κάτι απτό και να μην πολυσκοτιζόμαστε για τα πώς και τα γιατί.
Κι όμως. Ένας νέος άνθρωπος ασχολήθηκε δύο με τρία χρόνια για να βγει αυτό που βγήκε, που δέχτηκε ή απέρριψε ελέγχους και παραελέγχους, θεωρήσεις και αναθεωρήσεις επί των ιδεών του μυαλού του, από κρατικούς και ιδιωτικούς φορείς, θεσμούς και επιτροπές που τον μεταχειρίζονται και προσπαθούν να μεταχειριστούν συχνά, δυστυχώς αυτή είναι η αλήθεια, ως μια μαριονέτα. Ας τους υπερασπιστούμε λοιπόν. Βλέποντας τις δημιουργίες τους, τους δίνουμε μια στήριξη. Μην τους αφήσουμε στο έλεος της κατάστασης που οι απογοητεύσεις και οι ματαιώσεις είναι ο κανόνας. Ο ελληνικός κινηματογράφος πρέπει να προστατευτεί από τα σπάργανά του (από τις μικρούς μήκους προσπάθειες, δηλαδή και το Φεστιβάλ Δράμας έχει ακέραια αυτή την ευθύνη) συλλογικά από το κοινό. Να συγχρωτιστούν οι φωνές μας με τις φωνές τους.
***
Πρόταση ταινιών ως σήμερα από το 47ο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας. Όλο το φεστιβάλ θα είναι online και δωρεάν ως τη Δευτέρα 9 Σεπτέμβρη 2024 εδώ.
Διεθνές Διαγωνιστικό
Workers’ Wings, Ilir Hasanaj, 18’ (Kosovo[3]) | Cross My Heart and Hope to Die, Sam Manacsa, 17’ (Phillipines) | fishing, Josie Charles, 9’ (UK) | A Bird Flew, Leinad Pájaro De la Hoz, 20’ (Colombia, Cuba) | If the Sun Drowned into an Ocean of Clouds, Wissam Charaf, 20’ (Lebanon) | Montsouris, Guil Sela, 14’ (France)
Εθνικό Διαγωνιστικό
36 Roses Street, Κριστιάν Ξυπολιάς, 15’ | Zange, Ίρις Μπαγλανέα, 17’ | Honeymoon, Άλκι Παπασταθόπουλος, 24’ | Πακιστανός, Χρίστος Ζένιου, 15’ | Theater, Αναστασία Λόλα, 13’ | Φοίβη, Βαγγελιώ Σουμέλη, 15’
*Ο Χρήστος Σκυλλάκος είναι κριτικός και θεωρητικός κινηματογράφου, φωτογράφος, εικαστικός, επιμελητής εκδόσεων και εισηγητής σεμιναρίων θεωρίας & ιστορίας κινηματογράφου. Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και μέλος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ).
[1] Δεν είναι μόνο το πρόσφατο σκάνδαλο με τις επιτροπές του Υπουργείου Πολιτισμού για τα Όσκαρ που επιβεβαιώνει την αισχρή πολιτική για τον κινηματογράφου στη χώρα μας. Είναι και το θεσμικά κατοχυρωμένο, νόμιμο και μόνιμο «σκάνδαλο» των φοροελαφρύνσεων, της αποικιακής νοοτροπίας συντελεστών διεθνών παραγωγών προσβάλλοντας μας straight to the face, ενώ ελληνικές ταινίες δεν μπορούν καν να μπούνε σε στάδιο προπαραγωγής, τα ζητήματα των επιχορηγήσεων, των επιδοτήσεων και των ιδρυμάτων, του 1,5% που οφείλουν τα κανάλια προς το ελληνικό σινεμά και που ποτέ δεν δίνουν, των φανερών και κρυφών short lists και των ανεπίσημων black lists, των πολιτικών blocks, των κρυφών ατζέντων, τoν αποκλεισμό καλλιτεχνών από λαούς που βιώνουν γενοκτονίες και την επιβράβευση άλλων από χώρες δολοφόνους, τα «σκάνδαλα» με τους αρχαιολογικούς χώρους, τις εκμισθώσεις, τις παραχωρήσεις τόπων και χώρων σε κινηματογραφικές πολυεθνικές για γυρίσματα, μετατρέποντας τη γη μας σε ερείπιο εργασιακά, οικολογικά, και ό,τι άλλο βάζει ο νους σας, μην αφήνοντας πίσω πάρα υλικά και αισθητικά σκουπίδια. Η κρατική πολιτική για τον ελληνικό κινηματογράφο βρίσκεται σε μια από τις χειρότερες επιθέσεις της εναντίον του και αυτό αποτελεί κοινό μυστικό.
[2] Στην πραγματικότητα, η πλειονότητα των σκηνοθετών, ανάμεσα στα έργα τους, δουλεύει σε όλα τα πόστα της διαφήμισης με δωδεκάωρα και βάλε.
[3] Σύμφωνα με την ονομασία που δίνει το φεστιβάλ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου