Πρόκειται για έναν καλά προστατευμένο από τους αέρηδες κόλπο σστον οποίο οδηγεί ένας χωματόδρομος. Ο δρόμος είναι κατηφορικός και ξεκινάει λίγο μετά τον Κουταλά με κατεύθυνση προς το Μεγάλο Λιβάδι. Στο πρώτο πλάτωμα που θα συναντήσετε είναι προτιμώτερο να αφήσετε το αμάξι και να συνεχίσετε με τα πόδια (περίπου 5').Η ονομασία του οφέιλεται επειδή οι ντόπιοι κτηνοτρόφοι πήγαιναν τα πρόβατα για κούρεμα στην συγγεκριμένη παραλία
Ήταν η πρώτη φορά -μετά από πάρα πολλά χρόνια που ξανοίχτηκα στα σκούρα βαθιά. Mόνο εγώ κανένας άλλος και, δέκα μέτρα παραπέρα, ανάμεσα σε μένα και τον ουρανο τα βράχια. Ουρανος, βράχια, μπλε. Καρτ ποστάλ χιλιοειδωμένη, πάντα βάλσαμο.
Γαλήνη. Με όποιο τρόπο και να τη γράψεις, όποια λέξη και να εφεύρεις. Έκανα μιαν απελπισμένη απόπειρα να βουτήξω, προσπαθώντας να φτάσω στο βυθό.
Δεν είχα το κουράγιο, μπορεί και να φοβήθηκα πως δεν θα τα καταφέρω, στα μισά παραιτήθηκα.
Θα ‘ταν τέσσερα, τεσσεράμισι μέτρα, μια διαδρομή βατή κάποτε, τώρα βουνό. Στη θάλασσα. Το νερό διαυγές, γυαλί, πιο καθαρό κι απ΄την ψυχή ενός νεογέννητου.
Αυτά με τα προπατορικά που σέρνουμε στην πλάτη μας από την πρώτη μέρα δεν τα πιστεύω, έχω πολλούς άλλους λόγους, ρεπερτόριο ολόκληρο, για να τρομάζω.
Ο ήλιος ευλογία, καύσιμο για την ψυχή. Δεν έμεινε γωνιά της αφώτιστη.
Οι μαύρες σκέψεις -αυτά τα βαμπίρ που την βασανίζουν κάθε μέρα- λούφαξαν στην αρχή, μετά τρόμαξαν, στο τέλος την άφησαν επιτέλους μόνη.
Ξάπλωσα στο νερό σαν τον άνθρωπο του Βιτρούβιου, με πόδια και χέρια ανοιχτά όσο άντεχαν τα κουρασμένα, σκουριασμένα άκρα μου. Αλάφρυνα. Θα ‘μουν δεν θα ΄μουν δυο, τρία κιλά.
Έδωσα ρεπό στη σάρκα να φύγει, να απαλλαχτώ από την παρουσία της, να ηρεμήσει κι αυτή απ’ τις προσταγές του μυαλού τύραννου.
Άδειασα από κάθε Κακό. Γλάροι πέρναγαν μισό μέτρο, ούτε καν μισό, πάνω απ΄ το κεφάλι μου.
Η παραλία καλύπτεται από χοντρή άμμο και λεπτά βότσαλα ενώ έχει και λίγα δέντρα για σκιά. Εδώ μπορεί να συναντήσετε μοναχικούς κατασκηνωτές καθώς αρκετοί είναι αυτοί που την προτιμούν λόγω της απομονωμένης θέσης της και της προστασίας που προσφέρει από τους ανέμους. Πάνω από την παραλία διακρίνονται στοές που χρησιμοποιούσαν οι μεταλλωρύχοι.
Πρώτη φορά, κι αυτό. Χαμογελούσα τρισδιάστατα (αυτό εγγράφεται στο βιβλίο των ευτυχισμένων στιγμών, στις μπροστά μπροστά σελίδες) με κλειστά μάτια όταν τους άκουγα να ξαναπερνάνε, όσο ένιωθα τον αέρα από τα φτερά τους πάνω μου.
Βρήκαν παιχνίδι; Bρήκα κάθαρση.
Χρόνος δεν υφίσταται εκεί μέσα, δεν έχω ιδέα πόσο έμεινα. Μισόν αιώνα, ίσως.
Το τσιγάρο που άναψα μετά, εγώ ο άκαπνος, είχε γεύση που όμοιά της δεν θυμάμαι εδώ και πολύ καιρό.
Πόσο πολύ; Άλλον μισό αιώνα, ίσως.
Ουδείς γνωρίζει το αύριο, ούτε καν το πέντε λεπτά μετά. Μα εκεί νιώθεις απέθαντος. Μπορεί και να ΄ναι η πηγή της ζωής που ψάχναν, μάταια, οι κονκισταδόρες.
Πηγή :
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου