Δεν του άρεσε καθόλου να τον φωνάζουν «Ντίκι». Ακουγόταν σαν το όνομα κάποιου μποξέρ ελαφρών βαρών – και δεν ταίριαζε καθόλου στον Ρίτσαρντ Ατένμπορο, τον σκηνοθέτη του βραβευμένου με οκτώ Οσκαρ «Γκάντι». Παχουλός σαν χερουβείμ και ασυγκράτητος πολυλογάς, ήταν ένας απίστευτα λαμπερός και γοητευτικός άνθρωπος: ηθοποιός, παραγωγός, σκηνοθέτης, ακαταπόνητος διοργανωτής φιλανθρωπικών πρωτοβουλιών, αλλά και δαιμόνιος επιχειρηματίας, αναδείχθηκε σε στυλοβάτη της βρετανικής πολιτιστικής ζωής.

Αρχισε την καριέρα του ως καρατερίστας: ήταν ο Πίνκι, ο ψυχοπαθής νεαρός κακοποιός με το παιδικό πρόσωπο στο «Brighton Rock» το 1947, και, πριν από αυτό, ένας φοβισμένος έφεδρος του πολεμικού ναυτικού στο «In Which We Serve» (1942). Αργότερα, θα μεταμορφωνόταν στον αυστηρό, έντιμο επισμηναγό Μπάρτλετ στη «Μεγάλη απόδραση», το 1963, και θα επέστρεφε στους «κακούς» ρόλους με τον κατά συρροήν δολοφόνο Ρέτζιναλντ Κρίστι, στο «10 Rillington Place» το 1971. Τελικά όμως έμελλε να καταλήξει στον συμπαθητικό ηλικιωμένο οραματιστή στο «Jurassic Park» του Σπίλμπεργκ (1993) και σ’ έναν αξιαγάπητο χοντρούλη Αγιο Βασίλη στο «Miracle on 34th Street» (1994).


Το Χόλιγουντ όμως θα το κατακτούσε ως σκηνοθέτης, με δύο βραβεία Οσκαρ για τον «Γκάντι» – η ταινία απέσπασε συνολικά οκτώ. Τελικά στη RADA, τη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης, τον καταχώρισαν ως «Ντίκι Ατένμπορο», γιατί είχαν ήδη έναν Ρίτσαρντ και έναν Ντικ.

Ο Ρίτσαρντ Ατένμπορο ήταν ένας κινηματογραφικός μεγιστάνας της παλιάς σχολής, που έπαιρνε αποφάσεις και έκλεινε συμβόλαια στη διάρκεια γευμάτων. Οταν άρχισε να δουλεύει για τον Γκάντι, τη δεκαετία του ’60, απλώς ζήτησε από τον λόρδο Μαουντμπάντεν να του συστήσει τον Νεχρού, και έπιασε τα πράγματα από εκεί. Οπαδός των Εργατικών μια ζωή, δεν άφηνε ωστόσο την πολιτική να σταθεί εμπόδιο στα κινηματογραφικά του σχέδια και δεν δίστασε να εκτοξεύσει τα βέλη του εκρηκτικού ενθουσιασμού του και της γοητείας του στη Μάργκαρετ Θάτσερ. «Μα γιατί, σερ Ρίτσαρντ, δεν ήρθατε ποτέ πριν να με επισκεφθείτε;» τον ρώτησε εκείνη ύστερα από ένα σεμινάριο στην πρωθυπουργική κατοικία. «Γιατί ποτέ δεν μου το ζητήσατε, darling!» της απάντησε.

Ο Ρίτσαρντ Ατένμπορο χρησιμοποιούσε την προσφώνηση «darling» για να αιχμαλωτίζει τους ανθρώπους και η φράση του «εξαρτάται εντελώς από σένα, αγάπη μου» ήταν μια δεξιοτεχνική πινελιά πειθαναγκασμού. Ζητούσε από ηθοποιούς και άλλους παράγοντες να συμμετάσχουν στις ταινίες του, αλλά τους έλεγε «εξαρτάται εντελώς από σένα». Κανένας δεν του αντιστεκόταν.




Ως καρατερίστας, στην αρχική φάση της καριέρας του, είχε ένα εύπλαστο πρόσωπο καθημερινού ανθρώπου που τον έκανε κατάλληλο για οποιονδήποτε μη πρωταγωνιστικό ρόλο. Εδειχνε, ωστόσο, πάντα πολύ νέος και συχνά κατέληγε να πάρει «εφηβικούς» ρόλους – με πιο χτυπητό παράδειγμα το φιλμ του 1948 «Το πειραματόζωο», όπου ερμήνευσε ένα αγόρι από λαϊκή γειτονιά του Λονδίνου που του έδωσαν υποτροφία για ένα υψηλής στάθμης δημόσιο σχολείο ως μέρος ενός πειράματος κοινωνικής ανάμειξης. Ο Ατένμπορο ήταν τότε 25 ετών και χρειάστηκε να φοράει συνεχώς το σχολικό πηλήκιο έτσι που κανένας να μην μπορεί να δει την αρχή φαλάκρας στο κεφάλι του.

Ακόμα και τότε, όμως, οικοδομούσε ήδη σχέσεις με παραγωγούς και σκηνοθέτες και είχε ένα φυσικό ταλέντο στο να διακρίνει ευνοϊκές ευκαιρίες και σχέδια. Μέρος της συνεργασίας του με τον Μπράιαν Φορμπς έχει μεγάλο ενδιαφέρον: ο Φορμπς έγραψε το σενάριο του φιλμ «The Angry Silence» (1960), στο οποίο ο Ατένμπορο ερμηνεύει έναν νεαρό εργάτη εργοστασίου που βρίσκεται κοντά στην ψυχική κατάρρευση γιατί τον στέλνουν οι συνάδελφοί του στο Κόβεντρι επειδή έσπασε μια απεργία. Η ταινία θεωρήθηκε ότι στρέφεται ελαφρώς κατά των συνδικάτων, είναι όμως στην πραγματικότητα τολμηρή και αιχμηρή. Παρόμοια διφορούμενος είναι ο ρόλος του στο θρίλερ του 1964 «Seance on a Wet Afternoon» (πάλι σε σενάριο του Φορμπς), όπου υποδύεται τον σύζυγο μιας ψευτο-πνευματίστριας.



Ο Ατένμπορο πέρασε στη σκηνοθεσία με την επιτυχημένη κινηματογραφική εκδοχή της σάτιρας της Τζόαν Λίτλγουντ για τον A΄ Παγκόσμιο Πόλεμο «Oh! What A Lovely War». Καθώς έγινε εμφανής η ικανότητά του να γοητεύει και να ηγείται, το ενδιαφέρον του στράφηκε στα ιστορικά και στρατιωτικά θέματα. Οι επόμενες ταινίες του ήταν ο «Νεαρός Ουίνστον» και το «A Bridge Too Far».

Η καλύτερη στιγμή του όμως ήρθε με τη μνημειώδη τρίωρη κινηματογραφική βιογραφία του Γκάντι. Ηταν ένα υψηλού φρονήματος, «παλιομοδίτικο» έπος με εξαιρετικό πρωταγωνιστή, στο οποίο χρησιμοποιήθηκαν πολλές χιλιάδες πραγματικοί –και όχι ψηφιακοί– κομπάρσοι. Το τελευταίο ίσως ιστορικό έπος του είδους.

Γκάντι και Τσάπλιν
Ο «Γκάντι» ήταν μια μεγαλειώδης ταινία, στο στυλ των ταινιών του Ντέιβιντ Λιν, και ο θρίαμβός της προκάλεσε κάποια ψυχρότητα ανάμεσα στον Ατένμπορο και τον Λιν, ο οποίος σχεδίαζε επίσης να γυρίσει μια ταινία για τον Γκάντι. Επέτρεψε τελικά στον Ατένμπορο να πραγματοποιήσει αυτός το σχέδιο – και λέγεται ότι καθόλου δεν τον ευχαρίστησε η επιτυχία του, καθώς μάλιστα η δική του καριέρα είχε πάρει την κάτω βόλτα και το «ινδικό» του εγχείρημα, η κινηματογραφική εκδοχή του έργου του Φόρστερ «Πέρασμα στην Ινδία», συνάντησε χλιαρή υποδοχή.

Ο Ατένμπορο ήταν πολύ τυχερός που βρήκε τον Αγγλοϊνδό ηθοποιό Μπεν Κίνγκσλεϊ και του ανέθεσε να υποδυθεί τον Γκάντι, τον ρόλο που ήταν γεννημένος για να ερμηνεύσει. Αργότερα, όταν αναζητούσε τον ερμηνευτή του Τσάπλιν για την κινηματογραφική βιογραφία που σκηνοθέτησε, είχε την τύχη να συναντήσει τον πρωτεϊκό νεαρό ηθοποιό Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, ο οποίος κατάφερε να δώσει μια πραγματικά υποβλητική ερμηνεία. Ο Ατένμπορο έδειξε κι εδώ τη χαρακτηριστική αυτοπεποίθησή του: έκανε πρωταγωνιστή έναν άγνωστο, έτσι ώστε η ταινία η ίδια να είναι το αστέρι.