του Νίκου Καραβέλου (*)
Αφορμή για το παρόν δημοσίευμα αποτελεί το γεγονός ότι τελευταία ορισμένοι πολιτικοί εγείρουν αγωγές αποζημίωσης σε βάρος δημοσιογράφων, παραπονούμενοι για δημοσιεύματα που προσβάλλουν την τιμή και την υπόληψή τους.
Προσεγγίζοντας το ζήτημα με τη μέγιστη, κατά τις περιστάσεις, νηφαλιότητα, θα σημειώσουμε τα ακόλουθα:
α) Τιμή είναι η εκτίμηση που αποδίδεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο σύμφωνα με την κοινωνική συμπεριφορά του.
β) Υπόληψη είναι η καλή φήμη, η εκτίμηση, δηλαδή, που αποδίδεται από τρίτους σε κάποιο πρόσωπο σύμφωνα με την εκπλήρωση της κοινωνικής εν γένει παρουσίας του. (1)
Με άλλα λόγια, η τιμή αποδίδεται σε κάποιον με βάση την εκπλήρωση των ηθικών και νομικών καθηκόντων του και η υπόληψη απονέμεται με βάση την εκπλήρωση των κοινωνικών του υποχρεώσεων.
Επομένως, για να αξιώνει κάποιος να γίνεται σεβαστή η τιμή και η υπόληψή του, θα πρέπει αυτές να μην είναι έννοιες ανύπαρκτες.
Στην περίπτωση πολιτικού, η αξίωση σεβασμού θα πρέπει να πηγάζει από την κοινή πεποίθηση ότι ο ίδιος χαίρει του σεβασμού τον οποίο αξιώνει. Να είναι, δηλαδή, ο σεβασμός το αντίδωρο της δικής του ορθής κοινωνικής και πολιτικής συμπεριφοράς. Με λίγα λόγια να ενεργεί σύμφωνα με τη λαϊκή εντολή, προς το συμφέρον του λαού και όπως απαιτούν το Σύνταγμα, οι νόμοι και οι διεθνείς συνθήκες.
Θα πρέπει, κοντολογίς, ο πολιτικός να σέβεται και να υπηρετεί το λαό. Αν, αντί γι’ αυτό, υπηρετεί ξένα συμφέροντα, τότε, εάν έχει δόλο, ανακηρύσσεται πολιτικά ανέντιμος, αν όχι, ανακηρύσσεται βλαξ. Επομένως, είναι αδιανόητο να απαιτεί σεβασμό της τιμής και της υπόληψής του, για τον απλούστατο λόγο ότι οι έννοιες αυτές δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του, τουλάχιστον κατά την κοινή πεποίθηση.
Από τους σημερινούς πολιτικούς που κυβερνούν, οι περισσότεροι ενεπλάκησαν ως συναυτουργοί ή συνήργησαν στη δέσμευση της χώρας με το Μνημόνιο και τις παράνομες δανειακές δουλείες. Κατά τρόπο αξιοκατάκριτο αποδέχτηκαν, με την υπογραφή ή την ψήφο τους, να καταστρέφεται η πατρίδα μας. Συμμετέχουν και παρέχουν συνδρομή στη διάλυση της Ελλάδας, στην κατακρεούργηση των ανθρώπων, στην καταστροφή των δομών και του κοινωνικού και πολιτικού ιστού. Επιχειρούν να παραπλανήσουν το λαό και να του εμπεδώσουν το αίσθημα του φόβου και της υποταγής. Αυτοί οι πολιτικοί αποκαλούνται από το λαό, σχεδόν καθημερινά, «καταχραστές της λαϊκής εντολής και πολιτικά ανέντιμοι».
Ας ακούσουμε τον Μίκη Θεοδωράκη: «Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να με εμπλέκουν στα παιχνίδια τους οι παντός είδους εκπρόσωποι του προσωπικού της υποτέλειας και μάλιστα ως παράγοντα λύσης στο πρόβλημά τους; Αλλωστε μόλις προχθές ανέπτυξα στην Ακαδημία Αθηνών την άποψή μου υπογραμμίζοντας ότι η “Μόνη Λύση” είναι η κατάκτηση της Εθνικής μας ανεξαρτησίας. Μπροστά σ’ αυτό το Στόχο, ας μου επιτραπεί να θεωρώ τα πολιτικά παιχνίδια που απασχολούν το υπάρχον πολιτικό δυναμικό σαν ένα τμήμα της βαθιάς κρίσης ενός πολιτικού χώρου, ο οποίος εγκατέλειψε προ πολλού τον ελληνικό λαό τυφλωμένος από πολιτικές φιλοδοξίες και απέναντι στον οποίο η δική μου θέση είναι η κάθετη αντίθεση και η ανθρώπινη θλίψη» (Αθήνα 31.12.2013). (2)
Επομένως, οι ίδιοι έχουν απαξιωθεί στη συνείδηση των πολιτών και της κοινωνίας. Γιατί έχουν παραβεί το καθήκον τους. Γιατί από τη δική τους και μόνο συμπεριφορά πηγάζουν οι βαριές εκφράσεις, με τις οποίες τους «στολίζουν». Αυτές αποτελούν το «αντίδωρο» στη δική τους πολιτική αναλγησία ή την αδιαφορία.
Οι περισσότεροι αποφεύγουν τα δικαστήρια. Κυρίως τα ποινικά, γιατί στη ζωντανή διαδικασία τα πράγματα θα γύριζαν σε βάρος τους και η μάχη θα κατέληγε σε Βατερλό. Γι’ αυτό ορισμένοι προτιμούν να καταθέτουν αγωγές αποζημίωσης. Να ρευστοποιούν σε χρήμα την τιμή και την υπόληψή τους και να αξιώνουν το αντίστοιχο ποσό. Αυτοί είναι οι προκλητικοί ή, αν θέλετε, οι τολμηροί.
Οσοι ξέρουν να φυλάγονται, έχουν ίσως υπόψη τους τη ρήση του Μαρκ Τουέιν, που βρίσκεται χαραγμένη στη φοιτητική εστία του Πανεπιστημίου του Βίρτμπουργκ: «Είναι καλύτερα να κρατάς το στόμα σου κλειστό και να αναρωτιούνται οι άλλοι αν είσαι βλαξ, παρά να το ανοίγεις και να διαλύεται και η παραμικρή περί αυτού αμφιβολία». Γιατί γνωρίζουν ότι οι βαρείς χαρακτηρισμοί που τους αποδίδονται, είναι ήδη στο στόμα σχεδόν όλων των ανθρώπων και αποτελούν στοιχείο της κοινής απαξίωσης. Και ακόμα ότι αυτοί που τους βρίζουν έχουν εδραία την πεποίθηση ότι αποδίδουν την πραγματικότητα, άρα δεν έχουν δόλο. Και, τέλος, ότι δεν τίθεται ζήτημα προσβολής της τιμής και της υπόληψής τους, αφού οι εν λόγω χαρακτηρισμοί δεν προσθέτουν τίποτε περισσότερο σε ό,τι έχει ήδη συσσωρευθεί ως κοινή απαξία.
Ένας ευφυής και παρεξηγημένος από την κρατούσα διανόηση της εποχής του έγραφε ότι το να αποκαλέσεις κάποιον «καταχραστή» ή «άνθρωπο, οι απόψεις του οποίου “για το δικό μου” και “το δικό σου” είναι λίαν συγκεχυμένες», δεν αλλάζει την ουσία των πραγμάτων, αλλά είναι απλώς ζήτημα ύφους. (3) Παρά ταύτα είναι πολύ πιθανό κάποιο δικαστήριο να δικαιώσει τον ταλαίπωρο-υβριζόμενο πολιτικό. Στην περίπτωση αυτή θα είναι διπλά ευτυχής. Πρώτον, γιατί θα κερδίσει τη δίκη και δεύτερον γιατί θα του χορηγηθεί, με βάση τη δικαστική αυτή απόφαση, πιστοποιητικό εντιμότητας και ευφυΐας. (4)
1. Αθ. Κονταξής «Ποινικός Κώδικας»
2. «Ελευθεροτυπία», 2.1.2014
3. Ευάγγελου Λεμπέση «Η κοινωνιολογία του Τύπου»
4. Β. Ραφαηλίδης «Στοιχειώδης αισθητική»
(*) Ο Νίκος Καραβέλος είναι δικηγόρος – συγγραφέας
από το enet.gr
Πηγή :
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου