Η συμβολή του Γ. Κορδάτου
του Μιχάλη Χονδροκούκη (*)
Το 1924 κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το έργο του Γιάνη Κορδάτου Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821. Το κράτος και η Ιερά Σύνοδος το καταδίκασαν άμεσα, κατασκεύασαν «μελέτες» που να αντικρούουν τα συμπεράσματά του και εκφόβιζαν τη νεολαία, ώστε να μη διαβάσουν τα νέα παιδιά το συγκεκριμένο έργο. Κατά τον ίδιο τον Κορδάτο, ο λόγος της δίωξής του ήταν ότι «πήρε ένα θέμα από τα σπουδαιότερα της Νεοελληνικής μας Ιστορίας και το εξήτασε με τη μέθοδο του ιστορικού υλισμού.
»
Πράγματι, το έργο αυτό αποτελεί σταθμό για την ελληνική ιστοριογραφία, διότι εισάγει τον ιστορικό υλισμό ως μέθοδο στη μελέτη, ανάλυση και ερμηνεία της ελληνικής ιστορίας και μάλιστα σε ένα κομμάτι της που ήταν πολύ σημαντικό και κρίσιμο για την τότε, αλλά και τη σημερινή εξουσία. Από την αστική ανάγνωση της ελληνικής επανάστασης και του χαρακτήρα της αντλούν οι αντιδραστικές δυνάμεις, από τότε έως και σήμερα, ιδεολογικά εφόδια για να κρύβουν το ρόλο τους και να θολώνουν την κρίση του λαού. Ο Κορδάτος απεκάλυψε τον αντιδραστικό ρόλο των ανώτερων κληρικών, των κοτζαμπάσηδων και των Φαναριωτών, οι οποίοι εμφανίστηκαν μετεπαναστατικά να διεκδικούν το ρόλο του εθνοσωτήρα και κατέδειξε ότι η «απελευθερωμένη» Ελλάδα έγινε «συγκεκαλυμένον προτεκτοράτον της Αγγλίας» και πως ο ελληνικός λαός δεν μπορούσε «να ασκεί τα κυριαρχικά του δικαιώματα».
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή και ας θέσουμε ορισμένα ερωτήματα σχετικά με το ιστορικό γεγονός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Ο ίδιος ο τρόπος που τίθενται τα ερωτήματα, το τί είναι αυτό που ζητεί να βρει ο κάθε μελετητής, προλαμβάνει σε ένα βαθμό και τον τύπο των συμπερασμάτων που θα προκύψουν στο τέλος. Για παράδειγμα, εάν υιοθετήσουμε ερωτήματα του τύπου «Ποιος είναι ο σπουδαιότερος Έλληνας επαναστάτης;» (βλ. εκπομπές του ΣΚΑΪ ), τότε οι απαντήσεις που θα βρούμε δε θα μας χρησιμεύσουν στην κατανόηση ούτε του ιστορικού γεγονότος της Επανάστασης ούτε του ρόλου και της συμβολής του όποιου ιστορικού προσώπου σε αυτήν. Εάν, όμως, θέσουμε το ερώτημα «Ποιος είναι ο χαρακτήρας της Ελληνικής Επανάστασης; Εθνικοαπελευθερωτικός; Ταξικός; Και τα δύο;», τότε η έρευνα αποκτά τη δυνατότητα να μας οδηγήσει στη βαθύτερη κατανόηση της Επανάστασης και της ουσίας της και στη διαμόρφωση του απαραίτητου κριτηρίου, ώστε να εκτιμήσουμε σωστά το ρόλο και τη συμβολή του κάθε ιστορικού προσώπου.
Ο Κορδάτος, λοιπόν, καταπιάνεται με τη μελέτη της Επανάστασης, προσπαθώντας να κατανοήσει όσο γίνεται καλύτερα τα γεγονότα και εφαρμόζοντας τη μέθοδο του ιστορικού υλισμού, θέτει κάποια ερωτήματα. Τα ερωτήματα αυτά δε διατυπώνονται ρητά στο έργο του, αλλά η παρουσία τους είναι προφανής δια της ρητής διατύπωσης των απαντήσεών τους.
1. Ποιος είναι ο χαρακτήρας της Ελληνικής Επανάστασης;
2. Ποιες είναι οι κινητήριες δυνάμεις της Επανάστασης και ποιοι οι στόχοι τους;
3. Γιατί η Επανάσταση ξέσπασε στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή; Γιατί μετά από τετρακόσια χρόνια και όχι νωρίτερα;
4. Ποιοι παράγοντες καθόρισαν την πορεία και την έκβαση της Επανάστασης;
5. Ποιοι από τους στόχους των επαναστατών επιτεύχθηκαν και ποιοι όχι;
6. Είναι οι Έλληνες απελευθερωμένοι μετά τη σύσταση του νεοαναδυθέντος νεοελληνικού κράτους;
7. Πώς παρουσιάζεται η Επανάσταση από την επίσημη εκδοχή της εξουσίας;
8. Ποια στοιχεία αποσιωπούνται και σβήνονται εσκεμμένα;
9. Ποια στοιχεία αποτελούν παραχάραξη της ιστορίας και τί εξυπηρετούν;
Όπως καταλαβαίνετε, οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα είναι απαραίτητες για όποιον θέλει να αποκτήσει ουσιαστική γνώση της ελληνικής ιστορίας και ο Γ. Κορδάτος μέσα στο εν λόγω έργο του δίνει τις δικές του απαντήσεις. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί στην ουσία περίληψη των κεφαλαίων του βιβλίου, με ελάχιστες παρεμβάσεις του γράφοντος.
Προπαρασκευαστικά ζητήματα
Στην Εισαγωγή του βιβλίου ο Κορδάτος ξεκαθαρίζει ορισμένα ζητήματα προπαρασκευαστικά και φροντίζει να αντιπαρατεθεί με τους αστούς ιστορικούς καταδεικνύοντας τις αντιεπιστημονικές και αντιδραστικές τους θέσεις:
1. Ποιες είναι οι ρίζες της νεοελληνικής εθνότητας και πώς σχηματίστηκε;
Αστική άποψη:
Η νεοελληνική εθνότητα αποτελεί συνέχεια από την αρχαιότητα και το Βυζάντιο έως σήμερα.
Κορδάτος:
α) Στην αρχαιότητα δεν υπήρχε ένα ελληνικό έθνος-κράτος, αλλά πόλεις-κράτη.
β) Δεν υπάρχει καθαρόαιμη ελληνική εθνότητα, αλλά με το πέρασμα των αιώνων αναμειγνύεται με διάφορους λαούς.
γ) Η διάδοση της ελληνικής γλώσσας μετά τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου δε σημαίνει ότι και όσοι τη μιλούν ήταν είναι και Έλληνες.
δ) Υπό τις επιθέσεις του χριστιανισμού ο όρος «Έλλην» πήρε τη σημασία «ειδωλολάτρης» και αργότερα έγινε συνώνυμο του «μη χριστιανός», χωρίς να παίζει ρόλο η καταγωγή του χαρακτηριζόμενου. Μετά την πτώση της Πόλης επικρατεί το όνομα «Ρωμαίος» και το «Έλλην» ξεχνιέται.
ε) Το Βυζάντιο ήταν η συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Ανατολή και αποτελούσε ένα μωσαϊκό λαών.
στ) Η διάδοση της ελληνικής γλώσσας στις διάφορες περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας οφείλεται στο ότι τη χρησιμοποίησε ο χριστιανισμός για τη δική του διάδοση.
2. Τί εννοούμε λέγοντας «έθνος»;
Αστική άποψη:
Κοινή γλώσσα, κοινή θρησκεία και κοινή φυλετική καταγωγή.
Κορδάτος:
α) Όλοι οι νεώτεροι λαοί είναι μίγματα, δεν υπάρχει καθαρόαιμος. Για τους αρχαίους έθνος σήμαινε σωρός, μάζεμα, μπουλούκι. Το ελληνικό έθνος σχηματίστηκε από Έλληνες, Ρωμαίους, Ανατολίτες, Σλάβους, Βλάχους, Αρβανίτες…
β) Το έθνος-κράτος αποτελεί ιστορική έννοια, ένα κοινωνικό φαινόμενο που κάποια στιγμή προκύπτει και κάποια στιγμή θα εκλείψει.
γ) Τα εθνικά κράτη εμφανίζονται με την ανάπτυξη του καπιταλισμού.
δ) Η αστική τάξη είναι φορέας του εθνικισμού.
3. Πότε τέθηκε για πρώτη φορά το ζήτημα σχηματισμού ελληνικού κράτους και γιατί δεν καρποφόρησε;
Στα χρόνια μετά τη δημιουργία του Δεσποτάτου του Μιστρά (15ος αι.) ο Γεώργιος Γεμιστός (Πλήθων), ένας λόγιος που διακατεχόταν από αρχαιοπληξία, προπαγάνδιζε τη δημιουργία Ελληνικού Κράτους και παράλληλα ζητούσε κατάργηση των φόρων και των αγγαρειών και νέα νομοθεσία για την ανάπτυξη της βιοτεχνίας και του εμπορίου. Όμως, η ανερχόμενη αστική τάξη που εκπροσωπούσε δεν αναπτυσσόταν επαρκώς και δεν ήταν μαχητική. Άρα, το μετασχηματισμό που επιθυμούσε ο Γεμιστός τον εξαρτούσε από τη βούληση του βυζαντινού αυτοκράτορα και των μεγαλογαιοκτημόνων. Φυσικά, οι μεγαλογαιοκτήμονες και η Εκκλησία είχαν αντίθετη γνώμη και έτσι δεν έγινε τίποτε άλλο. Ο Γεμιστός έριξε ένα σπόρο που δε μπορούσε να φυτρώσει.
4. Πώς αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι της Βαλκανικής την προοπτική της Οθωμανικής κατάκτησής τους;
Οι κάτοικοι της Βαλκανικής υπέφεραν από τους Λατίνους και είχαν την ελπίδα ότι μπορεί η οθωμανική κατάκτηση να είναι λιγότερο καταπιεστική. Αυτές οι ελπίδες διαψεύστηκαν γρήγορα και οι λαοί άρχισαν πάλι να λαχταρούν το ξεσκλάβωμά τους. Έτσι, άρχισαν να αναπτύσσεται ο νεοελληνικός εθνισμός, ο οποίος σε πρώτη φάση εκφράζεται με τη μάσκα του χριστιανισμού.
5. Γιατί αρχικά ο νεοελληνικός εθνισμός έχει παθητικό χαρακτήρα και ποιοι παράγοντες τον μετασχηματίζουν σε μαχητικό;
Αρχικά ο νεοελληνικός εθνισμός αιτείται την απελευθέρωσή του από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία). Η αργή ανάπτυξη της ελληνικής αστικής τάξης στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν μπορεί να καλλιεργήσει ένα μαχητικό εθνισμό.
Όμως, με το πέρασμα των χρόνων τα πράγματα αλλάζουν: α) Στο πλαίσιο των ρωσοτουρκικών πολέμων οι Ρώσοι κινητοποιούν τους υπόδουλους λαούς της Βαλκανικής να ξεσηκωθούν ενάντια στους Οθωμανούς, υπογράφονται συνθήκες που προωθούν το εμπόριο και τη ναυτιλία και στις ελληνικές εμπορικές παροικίες αναπτύσσεται η ιδέα της δημιουργίας μιας ασφαλούς εθνικής εστίας. β) Η Γαλλική Επανάσταση και η προέλαση του Ναπολέοντα δίνουν ώθηση στις μάζες στον αγώνα κατά των φεουδαρχών.
Ως αποτέλεσμα, στα τέλη του 18ου αι. οι φεουδαρχικές σχέσεις της Βαλκανικής υφίστανται σοβαρά πλήγματα τόσο ως προς την οικονομία, όσο και προς την ιδεολογία. Ο Ρήγας και ο Κοραής, αντίθετα από την εποχή του Γεμιστού, ως εκπρόσωποι του νεοελληνικού εθνισμού στηρίζονται σε μια πιο αναπτυγμένη εμπορική αστική τάξη, η οποία είναι πιο μαχητική, και σε λαϊκές μάζες που θέλουν να απελευθερωθούν άμεσα.
Στη φάση αυτή η ελληνική αρχαιότητα αναδεικνύεται ως ένδοξο παρελθόν, και στα Βαλκάνια η ελληνική είναι η γλώσσα των μορφωμένων. Το όνομα «Έλλην» δεν είναι πια υβριστικό και παίρνει τιμητική σημασία, διότι παραπέμπει σε μια αρχαία αλλά ένδοξη εποχή των θαυμαστών «προγόνων». Έτσι, η χριστιανική τους συνείδηση συμβιβάζεται με την αντίληψή τους ότι είναι Έλληνες και η παλιά αντίθεση αμβλύνεται και αναιρείται. Ο χριστιανισμός παίρνει πολιτικό περιεχόμενο.
Κοινωνικές τάξεις
Ο Κορδάτος αναλύει την κοινωνική και ταξική σύνθεση των κοινοτήτων στην ελλαδική περιοχή και εντοπίζει τα εξής στοιχεία:
α) Τούρκοι μεγαλογαιοκτήμονες
β) Έλληνες χριστιανοί τσιφλικάδες (προεστοί-κοτζαμπάσηδες)
γ) Πατριαρχείο και ανώτερος κλήρος Εκκλησίας
δ) Φαναριώτες (16ος αιώνας, αριστοκρατία του πλούτου στην Πόλη): πρόκειται για Έλληνες αστούς που κατοικούσαν στην περιοχή του Φαναρίου γύρω από το Πατριαρχείο και σταδιακά κατέλαβαν θέσεις στον οθωμανικό κρατικό μηχανισμό. Κυρίως εργάζονται ως δραγουμάνοι, δηλαδή ως διερμηνείς και μεταφραστές, που όμως ανέπτυσσαν διπλωματική δραστηριότητα και σταδιακά έπαιζαν σημαντικότατο και καθοριστικό ρόλο στην εξωτερική πολιτική. Η κοινωνική τους θέση τους έδωσε τη δυνατότητα να διαχειρίζονται και εκκλησιαστικά ζητήματα, όχι μόνο του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και άλλων Πατριαρχείων. Επίσης, χρησιμοποιήθηκαν από το Σουλτάνο και ως ηγεμόνες στη Μολδοβλαχία.
ε) Νησιώτες έμποροι-καραβοκύρηδες (18ος αιώνας): ασχολούνται κυρίως με το διαμετακομιστικό εμπόριο και τα συμφέροντά τους τους φέρνουν σε αντιπαράθεση με τους τσιφλικάδες και τους Τούρκους. Μετά το 1789 και υπό την επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης οι αστοί γίνονται πιο μαχητικοί και η αντιπαράθεση οξύνεται. Σε ορισμένες περιοχές συμμαχούν με τους φτωχούς αγρότες ενάντια στους τσιφλικάδες. Κατά το 19ο αιώνα η αναπτυσσόμενη αστική τάξη προχωρεί σε ίδρυση σχολείων και εκτύπωση βιβλίων που σχετίζονται με το κίνημα του διαφωτισμού, πράγμα που τη φέρνει σε ρήξη με το Πατριαρχείο. Το Πατριαρχείο απέρριπτε και τις νέες ιδέες και ήθελε να ελέγχει τα σχολεία. Έτσι, προκλήθηκαν μεγάλες ταραχές, οι οποίες οδήγησαν και στη διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα.
στ) Κατώτερος λαός των πόλεων (έως και το 18ο αιώνα): μικροέμποροι και βιοτέχνες (σινάφια), οι οποίοι δεν ήταν πολυπληθείς, δεν είχαν κάποια υπολογίσιμη οικονομική και πολιτική ισχύ και έρχονταν κατά καιρούς σε αντιπαράθεση με τους κοτζαμπάσηδες, όμως, μέχρι τότε, χωρίς κάποια ανατρεπτική προοπτική.
ζ) Κατώτερος λαός της υπαίθρου: αγρότες μικροϊδιοκτήτες (που ήταν υποχρεωμένοι να δίνουν το ένα τρίτο ή και το μισό της σοδειάς τους) και ακτήμονες (κολλήγοι).
– Επίσης, πρέπει να αναφερθεί και άλλη μια κοινωνική ομάδα, η οποία βρίσκεται εκτός ελλαδικού χώρου, αλλά θα παίξει στην πορεία σημαντικό ρόλο:
η) Έλληνες αστοί των παροικιών: έμποροι που μετανάστευσαν σε αστικά κέντρα της δυτικής και ανατολικής Ευρώπης.
Κοινωνική οργάνωση
Στις επαρχίες κυριαρχεί ο θεσμός των κοινοτήτων, ένα αποκεντρωτικό σύστημα. Κάθε μεγάλη περιοχή κυβερνάται από ένα πασά και από αυτόν εξαρτώνται οι μικρότεροι τοπικοί άρχοντες, Τούρκοι μπέηδες και Έλληνες προεστοί(κοτζαμπάσηδες). Οι κοτζαμπάσηδες, όσον αφορά στη θεσμική οργάνωση της κοινότητας, είχαν στα χέρια τους τη φορολογία και τη δικαιοσύνη. Όριζαν για τον κάθε κάτοικο το ποσό που όφειλε να πληρώσει στο επαρχιακό ταμείο και δίκαζαν, ρύθμιζαν διαφορές και επέβαλλαν ποινές. Οι Έλληνες προεστοί και προύχοντες, κατέχοντας ουσιαστικά την πολιτική εξουσία στις περισσότερες επαρχίες και κατέχοντας μεγάλες εκτάσεις γης όπου εργάζονταν με άθλιους όρους οι υπόδουλοι, καταπίεζαν πολύ σκληρά τον ελληνικό αγροτικό πληθυσμό. Αυτό το γεγονός οι Έλληνες ιστορικοί αποφεύγουν να το καταδείξουν, όταν αναφέρονται στα «μαύρα χρόνια της σκλαβιάς», προσπαθώντας να παρουσιάσουν απαλλαγμένους από κάθε ευθύνη τους Έλληνες τσιφλικάδες και να σβήσουν τον αντιδραστικό και προδοτικό τους ρόλο στην υπόθεση της Ελληνικής Επανάστασης. Πρόκειται για συνειδητή παραχάραξη της ιστορίας.
Λίγα λόγια για το ρόλο του Πατριαρχείου και τα προνόμιά του. Ο Μωάμεθ ο Β΄, πέρα από καλός στρατηγός, ήταν και ικανός πολιτικός. Φρόντισε να αναδείξει σε σημαντικές θέσεις εκείνους που τον εξυπηρετούσαν περισσότερο. Διόρισε στη θέση του Πατριάρχη το Γεννάδιο Σχολάριο, διότι ανήκε στους ανθενωτικούς κύκλους της Εκκλησίας. Πριν την πτώση της Πόλης ο Γεννάδιος και οι ανώτεροι κληρικοί που εχθρεύονταν τη Δύση και διαφωνούσαν με την ένωση των Εκκλησιών, δια των κηρυγμάτων τους καλλιεργούσαν τον φιλοτουρκισμό και ήταν εκείνοι που βοήθησαν τους Τούρκους να μπουν στην Πόλη. Για να σταθεροποιήσει τη συμμαχία του, ο Μωάμεθ ο Β΄ παραχώρησε ακόμη μεγαλύτερα προνόμια στο Πατριαρχείο, τον ανώτερο κλήρο και τα μοναστήρια, επέκτεινε την εξουσία τους και διατήρησε στο ακέραιο τις φεουδαρχικές ιδιοκτησίες τους. Έτσι, ένας μικρός αριθμός ανώτερων κληρικών και καλόγερων αντλούσαν υπέρογκα εισοδήματα από τους χιλιάδες σκλαβωμένους αγρότες που καλλιεργούσαν τα απέραντα κτήματά τους. Ακόμη, η Εκκλησία εισέπραττε από κάθε χριστιανό ραγιά και έναν ειδικό φόρο, τη ζητεία. Επιπλέον, το Πατριαρχείο είχε και δικαστικές αρμοδιότητες που σχετίζονταν με το ιδιωτικό δίκαιο. Έτσι, εντός του τουρκικού κράτους υφίσταται υπό τη μορφή της εκκλησιαστικής οργάνωσης και μία παρακυβέρνηση των ραγιάδων, εκπροσωπούμενη από το Πατριαρχείο.
Όλα αυτά εξηγούν και την προδοτική στάση του Πατριαρχείου και του ανώτερου κλήρου στην Επανάσταση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης, και μάλιστα μετά τα πρώτα χρόνια της ανάπτυξής της, πίεζε πεισματικά για τη μη ανεξαρτησία της ελληνικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο και κυρίως για τη μη κατάργηση των φεουδαρχικών προνομίων (οικονομικών και διοικητικών) του κλήρου.
Οικονομικές συνθήκες προεπαναστατικά
- 1450-1650: Την περίοδο αυτή υπάρχει παύση του εμπορίου, με αποτέλεσμα η μικρή μάζα των εμπόρων και των βιοτεχνών να έχει και μικρή οικονομική και πολιτική δύναμη. Κατά συνέπεια, οι φεουδαρχικές σχέσεις παραμένουν κραταιές και αδιαμφισβήτητα κυριαρχούν οικονομικά και πολιτικά οι μεγαλογαιοκτήμονες.
- 1650-1800: Την περίοδο αυτή σημειώνεται ανάπτυξη του εμπορίου και κυρίως της ναυτιλίας, αλλά όχι και της βιοτεχνίας. Πρόκειται κυρίως για διαμετακομιστικό εμπόριο και όχι τόσο για εσωτερική κυκλοφορία ή εξαγωγή ντόπιας παραγωγής. Προς το τέλος αυτής της φάσης, περί το 1770, αυτή η οικονομική ανάπτυξη ανάγκασε τόσο του Τούρκους, όσο και το Πατριαρχείο να αναγνωρίσουν τους εμπόρους και καραβοκύρηδες των νησιών (Ύδρα, Σπέτσες…) ως ιδιαίτερη τάξη με αναβαθμισμένα πολιτικά δικαιώματα.
Όμως, πέρα από αυτό, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι μεγαλογαιοκτήμονες δεν είχαν κανένα λόγο να δημιουργήσουν μεγάλες εσωτερικές αγορές, κατά συνέπεια δεν υπήρχε κανένα κίνητρο από μέρους τους να κατασκευαστεί ένα καλό οδικό δίκτυο, η έλλειψη του οποίου δυσχέραινε με τη σειρά του τις όποιες ασθενείς απόπειρες διεξαγωγής εσωτερικού εμπορίου και το σχηματισμό ενιαίας εσωτερικής αγοράς. Το εμπόριο διεξάγεται κυρίως στα αστικά κέντρα και κυρίως στα εξωελλαδικά. Λίγες περιοχές αναπτύσσουν βιοτεχνική παραγωγή και τελικά το εμπορικό κεφάλαιο δεν μετεξελίσσεται σε βιομηχανικό. Όταν, όμως, η αστική τάξη είναι μόνο εμπορική, και μάλιστα ασθενής, δεν είναι σε θέση να προωθήσει τον αστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αυτό το κάνει μόνο το βιομηχανικό κεφάλαιο. Έτσι, η οικονομική εξέλιξη είναι πολύ αργή και οι φεουδαρχικές σχέσεις συνιστούν τη βασική σχέση ιδιοκτησίας στον ελλαδικό χώρο.
Επίσης, το εμπορικό κεφάλαιο, προκειμένου να αναπτύξει τη δραστηριότητά του, έχει και μια άλλη λύση: μπορεί να μεταφέρει τη δραστηριότητά του σε κάποια άλλη έδρα, όπου υπάρχουν καταλληλότερες συνθήκες. Έτσι, εμφανίζεται το φαινόμενο της μετανάστευσης σε εξωελλαδικά αστικά κέντρα, όπου σταδιακά σχηματίστηκαν ακμάζουσες ελληνικές εμπορικές παροικίες.
- 1800- 1821: Την περίοδο αυτή, λόγω της κλιμακούμενης ανάπτυξης του εμπορίου, οι τσιφλικάδες καταπίεζαν ακόμη περισσότερο τους αγρότες, για να αυξήσουν την παραγωγή τους. Έτσι, περί τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα η εκμετάλλευση των αγροτών γίνεται αφόρητη και μαζί με την παραγωγή αυξάνεται και η αγανάκτησή τους. Αυτή η συνθήκη λειτουργεί καταλυτικά για μια προσωρινή, τουλάχιστον, συμμαχία μεταξύ των αστών και των λαϊκών μαζών.
Η θέση των κοινωνικών τάξεων τις παραμονές της Επανάστασης
α) Έλληνες χριστιανοί τσιφλικάδες (προεστοί-κοτζαμπάσηδες): είναι υπέρ των Τούρκων, προκειμένου να διατηρήσουν τα φεουδαρχικά τους δικαιώματα.
β) Πατριαρχείο, ανώτερος κλήρος Εκκλησίας και καλόγεροι μοναστηριών: προκειμένου να διατηρήσουν τα προνόμιά τους υποστηρίζουν ανοιχτά τους Τούρκους και καταδικάζουν κάθε προσπάθεια είτε εθνικοαπελευθερωτικού είτε κοινωνικού αγώνα. Εξαίρεση αποτελούν πολλοί παπάδες των χωριών και των πόλεων που ήταν κι αυτοί φτωχοί, ήταν άνθρωποι του λαού και υπέφεραν την ίδια καταπίεση από τους μεγαλοτσιφλικάδες.
γ) Φαναριώτες: λόγω της θέσης τους είναι όργανα του Σουλτάνου και τα συμφέροντά τους ταυτίζονται με τα δικά του.
δ) Νησιώτες αστοί (έμποροι-καραβοκύρηδες): στην προσπάθεια να προωθήσουν τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους έρχονται σε αντιπαράθεση με τους κοτζαμπάσηδες και τους Τούρκους. Σε ορισμένες περιπτώσεις συμμαχούν και με τους φτωχούς αγρότες ενάντια στους τσιφλικάδες. (Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Σάμου, όπου η ταξική πάλη οδήγησε στη διαμόρφωση δύο ανταγωνιστικών κομμάτων: το κόμμα των κοτζαμπάσηδων, οι καλικάντζαροι, και το κόμμα των αστών και των αγροτών, οι καρμανιόλοι.)
ε) Αγρότες, μικροϊδιοκτήτες και ακτήμονες (κολλήγοι): καθώς εντείνεται η καταπίεση των αγροτών από τους Έλληνες τσιφλικάδες, τους κοτζαμπάσηδες, την Εκκλησία και τους Τούρκους πασάδες, η αγανάκτηση κορυφώνεται και διαμορφώνεται μια πιο αγωνιστική διάθεση. Όμως, σε λίγες περιοχές πραγματοποιήθηκαν αγροτικά κινήματα, άλλοτε με εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα και άλλοτε ήταν εξεγέρσεις εναντίον των τσιφλικάδων. Εμπόδιο στο μαζικό και οργανωμένο ξεσηκωμό των φτωχών αγροτών στέκεται το γεγονός ότι είναι διασκορπισμένοι και όχι συγκεντρωμένοι, η μακρά συνήθεια της υποταγής, σε συνδυασμό με την αμάθεια και τη θρησκοληψία που καλλιεργούσαν την αντίληψη ότι τα βάσανά τους ήταν θέλημα θεού και παρέπεμπαν τη δικαίωση στη μετά θάνατον ζωή. Επίσης, ένας μαζικός αγώνας χρειάζεται και πολλά όπλα, τα οποία ούτε υπήρχαν ούτε μπορούσαν να τα χειριστούν οι περισσότεροι. Ωστόσο, όσο ο μαζικός ξεσηκωμός δεν πραγματοποιείται, πολλοί ήταν αυτοί που προέβησαν σε ατομική δράση. Έτσι, γέμισαν τα βουνά της Ελλάδας (όπως συνέβαινε και στα υπόλοιπα Βαλκάνια) μεκλέφτες. Όπως παρατηρεί ο Κορδάτος:
«Η κλεφτουριά είναι μια ιδιότυπη μορφή της πάλης των τάξεων…».
Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι που παραθέτει από την ανώνυμη λαϊκή Μούσα:
«Βασίλη, κάτσε φρόνημα, να γένεις νοικοκύρης,
για ν’ αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες,
χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν.
– Μάννα μ’, εγώ δεν κάθομαι να γένω νοικοκύρης,
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν
και να ’μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους*.»
* εννοεί τους κοτζαμπάσηδες
Οι κοτζαμπάσηδες αντέδρασαν με όσα μέσα είχαν και πολλές φορές μαζί με τους Τούρκους χτυπούσαν τους κλέφτες. Κάποια στιγμή σκέφτηκαν ότι θα ήταν αποτελεσματικότερο να διασπάσουν εσωτερικά τους κλέφτες. Έτσι, έπεισαν την τουρκική εξουσία να οργανώσουν ένοπλα σώματα από κλέφτες που είχαν συλληφθεί και θα έπαιρναν επί τούτου αμνηστία, στους οποίους θα έδιναν και καλούς μισθούς και θα τους επέτρεπαν κάθε ασυδοσία στα ορεινά μέρη. Αυτοί ήταν οι αρματολοί και πράγματι η δράση τους περιόρισε τη δράση των κλεφτών.
στ) Έλληνες αστοί των παροικιών: η δημιουργία Ελληνικού Κράτους αποτελούσε μια πραγματική ανάγκη της ελληνικής αστικής τάξης των παροικιών, δεδομένου ότι ένα τέτοιο κράτος θα τους προσέφερε έναν προνομιακό χώρο να δραστηριοποιηθούν επιχειρηματικά. Όμως, η ήττα του Ναπολέοντα και η επικράτηση των φεουδαρχικών δυνάμεων αποθάρρυνε τους περισσότερους Έλληνες των παροικιών της δύσης από την οργάνωση της επανάστασης. Από την άλλη, οι Έλληνες των παροικιών της ανατολικής Ευρώπης, παρά την προσχώρηση της Ρωσίας στην Ιερά Συμμαχία –η οποία καταδίκαζε κάθε εθνικό και κοινωνικό κίνημα–, συνεχίζουν να είναι προσηλωμένοι στον αγώνα, με την πεποίθηση ότι τελικά το αντιτουρκικό αίσθημα των Ρώσων θα κυριαρχήσει και θα τους βοηθήσουν.
Ρήγας και Φιλική Εταιρεία
Η ιδέα της εθνικής παλιγγενεσίας αναπτύσσεται πρώτα στις ελληνικές παροικίες για δύο λόγους: α) εκεί συγκεντρώθηκαν έμποροι και βιοτέχνες που συσσώρευσαν πολύ πλούτο και θα είχαν μεγάλο όφελος από τη δημιουργία ενός ελληνικού κράτους ως ασφαλούς και ευνοϊκής έδρας και β) εκεί ήταν αμεσότερη η επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης.
Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα εμφανίζεται μια μεγάλη προσωπικότητα, ο Ρήγας Βελεστινλής. Ζούσε στο Βουκουρέστι, ήταν καλλιεργημένος άνθρωπος και διέθετε πολιτική διορατικότητα. Αποτελεί έναν από τους πιο ενθουσιώδεις εκφραστές του νεοελληνικού εθνισμού και ανέπτυξε πλούσια επαναστατική δράση. Οργάνωσε μια μυστική εταιρεία, στην οποία δεν έδωσε χαρακτήρα αποκλειστικά ελληνικό. Συνεργάτες του ήταν Ρουμάνοι, Σέρβοι, Αρβανίτες και πιθανώς Βούλγαροι. Κατά το Ρήγα, οι λαοί της Βαλκανικής έπρεπε να ξεσηκωθούν ενωμένοι ενάντια στον κατακτητή τους, και μάλιστα, χωρίς την ανάμειξη των Μεγάλων Δυνάμεων. Η απελευθέρωση της Ελλάδας και των βαλκανικών λαών έπρεπε να γίνει χωρίς την εξάρτηση από διεθνείς κηδεμόνες.
Δυστυχώς, ο Ρήγας και οι συνεργάτες του προδόθηκαν. Ενώ ήταν πολύ προσεκτικοί στη συνωμοτική τους δράση, εξαπατήθηκαν και μύησαν το Δ. Οικονόμου και το δεσπότη του Βελιγραδίου, οι οποίοι ήταν κατάσκοποι του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄. Ο Ρήγας και αρκετοί συνεργάτες του συνελήφθησαν στην Τεργέστη και παραδόθηκαν από τις αυστριακές αρχές στους Τούρκους στο Βελιγράδι. Εκεί, βασανίστηκαν για σαράντα πέντε ημέρες και μετά στραγγαλίστηκαν και τα πτώματά τους ρίχτηκαν στο Δούναβη.
Το απελευθερωτικό κίνημα στο εξωτερικό συνεχίστηκε και αυτή τη φορά η νέα μυστική εταιρεία είχε ως έδρα τη Ρωσία. Πρόκειται για τη Φιλική Εταιρεία που ίδρυσαν ο Σκουφάς, ο Τσακάλωφ και ο Ξάνθος στην Οδησσό. Για επτά χρόνια μάζευαν χρήματα, προπαγάνδιζαν την ιδέα της Επανάστασης και προετοίμαζαν τον ένοπλο αγώνα. Για την τελική πράξη, όμως, επειδή οι ίδιοι δεν είχαν το απαραίτητο κύρος για να κινητοποιήσουν τον ελληνικό λαό, αναζητούσαν έναν αρχηγό που θα ενέπνεε και θα ενθουσίαζε. Πρώτα απευθύνθηκαν στον Καποδίστρια, ο οποίος τότε ήταν υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας και είχε ευρωπαϊκή φήμη. Όμως, ο Καποδίστριας ήταν εχθρός και των δημοκρατικών ιδεών και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Όχι μόνο αρνήθηκε, αλλά καταδίκασε κάθε επαναστατική ιδέα και πρότεινε στον Ξάνθο να διαλύσουν την Εταιρεία.
Η περίοδος αυτή συμπίπτει με την ήττα του Ναπολέοντα, την επικράτηση των φεουδαρχικών-μοναρχικών δυνάμεων και την ίδρυση της Ιεράς Συμμαχίας, της αντιδραστικής ένωσης Ρωσίας, Πρωσίας, Αυστρίας και Αγγλίας με στόχο την κατάπνιξη των εθνικών και των δημοκρατικών κινημάτων. Οι Φιλικοί, όμως, είχαν τροποποιήσει το επαναστατικό πρόγραμμα του Ρήγα και δεν προπαγάνδιζαν συστηματικά το αντιφεουδαρχικό πνεύμα ούτε και πολεμούσαν το Πατριαρχείο. Επεδίωξαν να δώσουν πανεθνικό χαρακτήρα στην επανάσταση και να πετάξουν στην άκρη την πλευρά του κοινωνικού αγώνα ενάντια στις φεουδαρχικές σχέσεις. Έτσι, προσέγγισαν και κάποιους Φαναριώτες και ορισμένους ανώτερους κληρικούς, ήρθαν σε συμβιβασμό, αφήνοντας σιωπηλά απ’ έξω τα συμφέροντα και τους πόθους των λαϊκών μαζών για άρση της κοινωνικής καταπίεσης.
Μετά την άρνηση του Καποδίστρια απευθύνθηκαν στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος ήταν πρίγκιπας και αξιωματικός του ρωσικού στρατού. Ο Υψηλάντης δέχθηκε, με την προοπτική να γίνει αρχηγός του απελευθερωτικού αγώνα της Ελλάδας, αλλά και των βαλκανικών λαών. Το σχέδιο προέβλεπε ένα ταυτόχρονο ξέσπασμα επαναστατικών εστιών στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στον ελλαδικό χώρο.
Τα γεγονότα της Επανάστασης
Ο Υψηλάντης εισβάλει με ένοπλες δυνάμεις στη Μολδαβία ως απελευθερωτής και κηρύττει την έναρξη της Επανάστασης. Όμως, η προέλασή του δε θα προχωρήσει πολύ, εξαιτίας του ταξικού προσανατολισμού που πήρε ο αγώνας. Η συμμαχία Φιλικής Εταιρείας και Φαναριωτών είχε ως αποτέλεσμα να απαλειφθούν από το πρόγραμμα της Επανάστασης το αίτημα των κολλήγων για την κατάργηση των τσιφλικάδικων προνομίων. Αυτό δυσαρέστησε και προκάλεσε τις διαμαρτυρίες των Ρουμάνων αγροτών, οι οποίοι και αποχώρησαν. Ο Υψηλάντης διέταξε τότε τη σύλληψη του αρχηγού τους Βλαδιμηρέσκου και τον εκτέλεσε. Έτσι, απογοητεύθηκαν και απομακρύνθηκαν και οι Μολδοβλάχοι και οι Βούλγαροι αγωνιστές. Με λίγες πια δυνάμεις ηττάται στο Δραγατσάνι από τις τουρκικές δυνάμεις και τελικά συλλαμβάνεται από τους Αυστριακούς.
Παράλληλα, ξεσπά η Επανάσταση και στην Πελοπόννησο. Ο Σουλτάνος νομίζει ότι από πίσω κρύβεται η Ρωσία, αλλά αυτή αμέσως καταδικάζει ανοιχτά το κίνημα. Ταυτόχρονα, ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ σπεύδει να αφορίσει την Επανάσταση και σε εγκύκλιο που διαβαζόταν στις εκκλησίες αποκαλεί τον Υψηλάντη και τους Φιλικούς «τέρατα του διαβόλου». Το γεγονός ότι ο Γρηγόριος κρεμάστηκε στο πλαίσιο του φανατισμού του τουρκικού όχλου, οφείλεται στο ότι τον κατήγγειλε ως Φιλικό ο μητροπολίτης Πισιδίας Ευγένιος, για να γίνει αυτός Πατριάρχης, όπως και έγινε. Όταν μετά από χρόνια η Επανάσταση νίκησε, ο ανώτερος κλήρος προσπάθησε να διεκδικήσει μέρος της δόξας και έτσι, παραχάραξε την ιστορία και παρουσίασε το Γρηγόριο ως επαναστάτη και εθνομάρτυρα.
Στην Πελοπόννησο υπό την πίεση του λαού πολλοί προύχοντες αναγκάστηκαν να συμμετάσχουν στην Επανάσταση παρά τη θέλησή τους. Σπουδαίος αγωνιστής αναδεικνύεται ο Παπαφλέσσας, ο οποίος χωρίς να υπολογίζει κινδύνους διέτρεχε όλη την Πελοπόννησο και έδινε το σύνθημα του ξεσηκωμού. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, που κατά τους αστούς ιστορικούς και την επίσημή τους ιστορία σήκωσε το λάβαρο της Επανάστασης, στην πραγματικότητα ήταν πολύ διστακτικός, με την πρώτη απειλή των Τούρκων υποχώρησε, προσπάθησε να αποθάρρυνε τους αγωνιστές και σε κάποιες περιπτώσεις δε δίστασε να τους σαμποτάρει και να τους προδώσει. Αυτός ο ίδιος αποκαλούσε τον Παπαφλέσσα «απατεώνα». Ο μπέης της Μάνης Μαυρομιχάλης ήταν επίσης απρόθυμος και ζητούσε διαβεβαιώσεις για την υποστήριξη της Ρωσίας, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να συνεννοηθεί με τους Τούρκους. Με παρόμοιο τρόπο αναπτύσσεται ο αγώνας στις διάφορες περιοχές της Ελλάδας, με συμμαχίες που σχοινοβατούν και πολλές προδοσίες. Στην Πελοπόννησο, στα νησιά που είχαν δύναμη οι καραβοκύρηδες και στη Στερεά η Επανάσταση κέρδιζε έδαφος, ενώ στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία οι τσιφλικάδες με τους Τούρκους κατέπνιξαν τον αγώνα.
Ένα σημαντικό γεγονός που καθόρισε αργότερα τις εξελίξεις ήταν η κίνηση που έκανε το κόμμα των εμποροναυτικών της Ύδρας και των άλλων Νησιών να παραμερίσουν τους τσιφλικάδες και να συνάψουν δάνεια με την Αγγλία. Αυτό δημιούργησε τότε έναν ενθουσιασμό, διότι δια των δανείων θεωρούσαν ότι υπήρξε μια σχετική αναγνώριση του αγώνα. Όμως, οι συνέπειες αυτού του δανεισμού θα αποδειχθούν ολέθριες.
Την άνοιξη του 1824 ο Μεχμέτ Πασάς της Αιγύπτου στέλνει το γιο του Ιμπραήμ και καταλαμβάνει την Κρήτη και καταστρέφει την Κάσσο και τα Ψαρά. Το 1825 φτάνει στην Πελοπόννησο, όπου η αντίσταση κλονίζεται. Μόνο ο Παπαφλέσσας με καμιά τριακοσαριά αγωνιστές δίνουν τη μάχη στο Μανιάκι και πέφτουν ηρωικά. Καθώς το πνεύμα ηττοπάθειας κυριαρχεί, ο Κολοκοτρώνης δίνει το σύνθημα του αγώνα και εφαρμόζει επαναστατική τρομοκρατία: «Βάλτε φωτιά και τσεκούρι, στήστε φούρκα και παλούκι… Όποιο χωριό προσκυνήσει να του καίτε τα σπίτια και τ’ αμπέλια». Έδωσε πολλές μάχες και κέρδιζε, αλλά ο Ιμπραήμ έφερνε συνεχώς νέες δυνάμεις. Είχε, όμως, και ένα συνεργάτη που τον βοηθούσε, ένα μεγαλέμπορο της Αιγύπτου, τον Τοσίτσα. Ο Τοσίτσας στάθηκε στο πλευρό του και αξιοποιώντας όσες επαφές και όση επιρροή διέθετε και καλούσε το λαό να προσκυνήσει. Ήταν αρχηγός της επιμελητείας του αιγυπτιακού στρατού και θησαύριζε με το αίμα και το θάνατο του ελληνικού λαού. Ο Κορδάτος σημειώνει: «Αυτός ο κατάπτυστος προδότης αργότερα, δίνοντας μερικές χιλιάδες εις το Ελληνικόν Κράτος και κτίζοντας ένα δυο εκπαιδευτικά ιδρύματα αντήλλαξε τον τίτλο του προδότου με τον τίτλο του εθνικού ευεργέτου.»
Το 1827, όπως οι δυνάμεις στην Πελοπόννησο, έτσι και το ελληνικό ναυτικό βρίσκεται σε πολύ δυσχερή κατάσταση. Στη φάση αυτή καταφθάνουν στα ελληνικά νερά μοίρες του στόλου της Ρωσίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας, διότι απειλούνταν τα συμφέροντά τους από την κυριαρχία του αιγυπτιακού στόλου στη Μεσόγειο. Ο Ρώσος ναύαρχος κατόρθωσε να παρασύρει τον Άγγλο ναύαρχο στα σχέδιά του και τελικά επιτέθηκαν στον Ιμπραήμ συντρίβοντας στη ναυμαχία του Ναβαρίνου τον αιγυπτιακό στόλο.
Αυτή η νίκη επί των κατακτητών έκανε τους Έλληνες να αναθαρρήσουν και να οργανώσουν ισχυρές αντεπιθέσεις σε πολλές περιοχές. Η τελική, όμως, έκβαση του αγώνα δεν κρίθηκε στις στρατιωτικές μάχες, αλλά, όπως θα δείτε παρακάτω, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων.
Παράλληλα με την εξέλιξη των πολεμικών γεγονότων, διεξάγονται και οι προσπάθειες για την πολιτική και διοικητική συγκρότηση των απελευθερωμένων περιοχών. Συγκροτούνται διευθυντήρια, γερουσίες και τελικά πραγματοποιούνται Εθνοσυνελεύσεις. Ενώ, όμως, τίθεται το ζήτημα για νέο πολίτευμα βασισμένο σε δημοκρατικές αρχές, στην ουσία οι περισσότερες δημοκρατικές διακηρύξεις μένουν στα χαρτιά. Για τις εθνικές γαίες προέκυψε μεγάλη σύγκρουση. Οι κοτζαμπάσηδες και οι καπεταναίοι ήθελαν να εκποιηθούν άμεσα, ενώ οι αστοί ήθελαν να χαρακτηριστούν εθνική ακίνητη περιουσία, ώστε να μπορούν να υποθηκευθούν για τη σύναψη δανείων με το εξωτερικό. Τελικά κυριάρχησε η τελευταία άποψη. Σχετικά με τη γη, υπήρξε διαμάχη για το ποιο δίκαιο θα ίσχυε: το βυζαντινό που προστάτευε την τσιφλικάδικη ιδιοκτησία ή το αστικό; Τελικά επικράτησε στην ουσία το βυζαντινό, πράγμα που σήμαινε και την κυριαρχία των τσιφλικάδων επί των αστών.
Πέρα από τα πιο γνωστά γεγονότα της Επανάστασης, τις πιο γνωστές μάχες και πρόσωπα, τις Γερουσίες και τις Εθνοσυνελεύσεις, διαδραματίστηκε και ένας παράλληλος αγώνας, που συνήθως αποσιωπάται, διότι οι αγωνιζόμενοι ηττήθηκαν και την ιστορία τους δεν την είπε κανείς. Πρόκειται για όλους αυτούς τους λαϊκούς αγώνες που έλαβαν χώρα σε κάθε περιοχή της επαναστατημένης Ελλάδας ενάντια στους κοτζαμπάσηδες. Ο φτωχός λαός, πότε σε συμμαχία με αστικά στοιχεία και πότε μόνος του, μαζί με την απόφαση να διώξουν τον κατακτητή, πολέμησαν για να λυτρωθούν και από τους άμεσους καταπιεστές τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Καρατζάς στην Πάτρα, ένας δημοκράτης και τσαγκάρης στο επάγγελμα, ο οποίος ξεσήκωσε το λαό την 21 Μαρτίου και χτυπήθηκε με τους Τούρκους μέσα στην πόλη. Οι πρόκριτοι και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός σύρθηκαν από τις εξελίξεις. Όμως, όταν αργότερα και υπό την πίεση των τουρκικών στρατευμάτων, αυτοί υποχώρησαν ο Καρατζάς συνέχισε τον αγώνα, ώσπου οι πρόκριτοι θεώρησαν ότι δεν τους συνέφερε και οργάνωσαν τη δολοφονία του. Παρόμοια γεγονότα συνέβησαν σε όλη την Ελλάδα. Έτσι, τα κατά τόπους λαϊκά στοιχεία του αγώνα «απαλείφονταν από την εξίσωση» και κυριαρχούσαν τα παλαιά αντιδραστικά στοιχεία.
Το λαϊκό κίνημα δεν κατόρθωσε να πάρει πιο στέρεα χαρακτηριστικά και να νικήσει, διότι, σε ένα βαθμό, δεσμευόταν από ένα τοπικιστικό πνεύμα και την έλλειψη προοπτικής. Από τη μία ζητούσε γη, αλλά στρεφόταν αυθόρμητα κατά των τοπικών κάθε φορά αρχόντων-τσιφλικάδων, χωρίς να έχει διαμορφώσει μια συνειδητή πολιτική αντίληψη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, όμως, ότι όλα αυτά που παρουσιάζονταν ως εμφύλιοι σπαραγμοί ήταν στην ουσία ταξικοί αγώνες.
Από την άλλη, αυτοί οι παλαιοί κοτζαμπάσηδες, πρόκριτοι και οι Φαναριώτες, ήταν ανοιχτά ξενόδουλοι ακόμη και κατά τη διάρκεια του αγώνα. Από την πρώτη χρονιά της Επανάστασης ο Μαυρομιχάλης έστειλε μια επιστολή, όπου παρακαλούσε να μεσολαβήσουν διάφοροι παράγοντες για να παραδώσουν τη χώρα στους Άγγλους. Λίγο μετά, το 1823, οι Κουντουριώτες και οι κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου πρότειναν να προωθήσουν αίτημα προς τις Μ. Δυνάμεις να διορίσουν έναν ξένο πρίγκιπα ως βασιλιά. Αλλά η κορύφωση της προδοτικής δράσης των αστών και των τσιφλικάδων έρχεται με τα αγγλικά δάνεια και τους όρους τους. Όταν η Αγγλία για τους δικούς της λόγους αποφάσισε να δώσει δάνεια στους επαναστατημένους Έλληνες, το έκανε με σκανδαλώδη τρόπο. Το 1824 από 800.000 λίρες εκταμιεύθηκαν μόνο 250.000. Την επόμενη χρονιά από ονομαστικής αξίας δάνειο 2.000.000 λιρών η ελληνική πλευρά έλαβε μόνο 230.115 λίρες και το υπόλοιπο καταβροχθίστηκε στο Λονδίνο. Γράφει ο Κορδάτος:
«Οι Έλληνες αστικοτσιφλικάδες τα κατάφεραν να υποδουλώσουν τον ελληνικό λαό εις το αγγλικόν κεφάλαιον. Αντί να εξοδεύσουν αυτοί δια τας ανάγκας του πολέμου –και είχαν μεγάλες περιουσίες– υποθήκευσαν την εθνική περιουσίαν εις τους Άγγλους και πήραν μερικά ψίχουλα δανείου, τα οποία εμοιράσθηκαν, εννοείται μεταξύ των. Εβόησε τότε όλος ο προοδευτικός κόσμος της Ευρώπης, δια τα ληστρικά αυτά δάνεια. Οι Άγγλοι όμως χρηματοδόται ήξευραν τι έκαμαν: εκτελούντες μυστικάς εντολάς της αγγλικής κυβερνήσεως, ενέγραφον υποθήκην επί των εθνικών γαιών και ητοιμάζοντο, ευκαιρίας δοθείσης, να κάμουν κατοχήν εις την Παελοπόννησον.»
Ενδεικτικό της προδοτικής στάσης και δουλοπρέπειας αυτών των στοιχείων είναι το υπόμνημα του Φαναριώτη Μαυροκορδάτου προς τον υπουργό εξωτερικών της Αγγλίας Κάννινγκ:
«… Η ανεξαρτησία της Ελλάδος είναι η μόνη διέξοδος, η φέρουσα εις την ίδρυσιν του φραγμού εκείνου, τον οποίον η σωτηρία της Ευρώπης απαιτεί κατά της κολοσσιαίας δυνάμεως της Ρωσσίας. Άλλοτε τον φραγμόν τούτον παρείχεν η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά της Δυνάμεως του Βορρά, ο παρών όμως αγών των Ελλήνων απέδειξε αυτήν ανίκανον να εκτελή του λοιπού το έργον τούτο […]Αποτέλεσμα της συνεννοήσεως ταύτης (δηλαδή Ελλάδος και Τουρκίας) έσται ότι η Αγγλία, Πύλη και Ελλάς θα αποτελέσουν του λοιπού μίαν και μόνην, δια να είπω ούτω, δύναμιν, ήτις θ’ αντιταχθή κατά της Ρωσσίας και τέλος η ένωσις αύτη θ’ αποτελεί μίαν επιπλέον εγγύησιν, ην προσεκτάτο η Αγγλία κατά των αποπειρών της τε Ρωσσίας και πάσης άλλης Ευρωπαϊκής Δυνάμεως εναντίον του αγγλικού εμπορίου των Ινδιών…»
Τα αγγλικά δάνεια ήταν αυτά που οδήγησαν τη Ρωσία σε αλλαγή πολιτικής στάσης, η οποία υιοθέτησε μια πιο επιθετική πολιτική. Προώθησε ως πράκτορα των συμφερόντων της τον Καποδίστρια, στο πλαίσιο ενός σχεδίου για ημιαυτόνομη Ελλάδα και υποτελή στην Τουρκία, αλλά ουσιαστικά υποχείρια της τσαρικής πολιτικής. Τελικά, από τη μία η Ελλάδα είχε εξαρτηθεί οικονομικά από την Αγγλία και από την άλλη, στην πολιτική σκηνή είχε επικρατήσει η Ρωσία τοποθετώντας ως ηγέτη τον Καποδίστρια.
Ο Καποδίστριας ήταν γνωστός αντιδημοκράτης και λειτούργησε συγκεντρωτικά, δημιουργώντας μια αυλή από ανθρώπους του στενού περιβάλλοντός του, γεγονός που προκάλεσε πολλές αντιδράσεις. Ο συνεχιζόμενος ανταγωνισμός των Μ. Δυνάμεων για έλεγχο της πολιτικής σκηνής στην Ελλάδα οδήγησε στο σχηματισμό τριών κομμάτων: το αγγλικό, το γαλλικό και το ρωσικό. Η Αγγλία, αντιπολιτευόμενη τον Καποδίστρια ως πράκτορα των ρωσικών συμφερόντων, επεδίωκε να μην προχωρήσει η απελευθέρωση ούτε καν στο σύνολο της Στερεάς Ελλάδας. Παράλληλα, εξωθούσε τους νησιώτες και τους Μανιάτες σε αντικαποδιστριακές ενέργειες. Τελικά, η οικονομική κρίση και κοινωνικός αναβρασμός που τη συνόδευε, σε συνδυασμό με την πεισματική απόρριψη του Καποδίστρια σε οικονομικές προτάσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας, οδήγησαν τις δύο τελευταίες να οργανώσουν δια των Υδραίων και των Μανιατών τη δολοφονία του Καποδίστρια.
Διεθνείς παράγοντες και γεωστρατηγική
Η τελική έκβαση του ηρωικού ελληνικού αγώνα παίχτηκε στα παρασκήνια των Μ. Δυνάμεων. Όποιος μελετά την Ελληνική Επανάσταση δεν πρέπει ποτέ να ξεχνά και τη «μεγάλη σκακιέρα». Το ζήτημα της Ελληνικής Επανάστασης αποτελεί μέρος μιας συνολικότερης γεωστρατηγικής και υπάγεται στο Ανατολικό Ζήτημα. Άρα, πρέπει να αναλυθούν και οι παράγοντες που καθορίζουν την έκβαση του Ανατολικού Ζητήματος, δηλαδή οι στρατηγικοί σχεδιασμοί και οι βλέψεις των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής.
Συνοπτικά, και όπως τα γράφει ο Κορδάτος, συμβαίνει το εξής:
«Η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας κατά το τέλος του 18ου και τις αρχές του 19ουαιώνος, έθεσε και πάλιν επί τάπητος το ανατολικόν ζήτημα. […]
»Αι τρεις Δυνάμεις, Γαλλία, Αγγλία και Ρωσία, καταβάλλουν μεγάλας προσπαθείας δια να προσεταιρισθούν την Τουρκίαν. Η Αγγλία προτιμά την ακεραιότητα της Τουρκίας, δια να εμποδίσει την κάθοδον της Ρωσίας εις το Αιγαίον. Η Γαλλία αντιθέτως αγωνίζεται να προσεταιρισθεί την Τουρκίαν, δια να κτυπήσει την Αγγλίαν εις τας μεσογειακάς της βάσεις και η Ρωσία παίζει διπλούν παιχνίδι, δια να απομακρύνει την Τουρκίαν από την επιρροήν των δύο αυτών δυνάμεων, ώστε να είναι ελευθέρα να πραγματοποιήσει εις πρώτην ευκαιρίαν τα σχέδιά της.
»Έτσι, μαζί με το ανατολικόν ζήτημα ετέθη και το ελληνικόν…»
Η τελική λύση, λοιπόν, ήρθε μετά τη νίκη της Ρωσίας στο ρωσοτουρκικό πόλεμο (1828-1829) και τη συνθήκη της Αδριανούπολης. Η αδιαμφισβήτητα αναβαθμισμένη Ρωσία έκανε την Αγγλία και τη Γαλλία να πάψουν να υπολογίζουν στην Τουρκία ως εμπόδιο στη Ρωσία και στράφηκαν προς τη συγκρότηση μιας τυπικά ανεξάρτητης Ελλάδας, που ουσιαστικά, όμως, θα εξυπηρετούσε τη δική τους εξωτερική πολιτική. Αυτές ήταν οι λεγόμενες Προστάτιδες δυνάμεις και αυτός ήταν ο ρόλος τους. Ο Κορδάτος επισημαίνει ότι:
«Προστάτιδες δυνάμεις, όπως ξενόδουλοι πολιτικοί και άκριτοι ιστορικοί αποκαλούν την Γαλλίαν, Ρωσίαν και Αγγλίαν, δεν υπήρξαν ποτέ δια την Ελλάδα. Εάν ηγωνίσθησαν, έστω και θυσίας ιδικάς των ακόμη, όπως κατά την εν Ναυαρίνω ναυμαχίαν, αι ανωτέρω δυνάμεις κατά τη διάρκειαν του ελληνοτουρκικού πολέμου υπέρ της Ελληνικής Επαναστάσεως, τούτου, επαναλαμβάνομεν το έκαμαν δια να προστατεύσουν τα συμφέροντά των. Η διπλωματική προστασία του ελληνικού αγώνος του ’21, καθώς και η σκανδαλώδης ανάμιξίς των δυνάμεων τούτων εις τα εσωτερικά της Ελλάδος, αυτήν την έννοιαν έχουν. Πάντοτε, τότε και κατόπιν και σήμερον, αι μεταξύ της Ελλάδος και των ευρωπαϊκών δυνάμεων σχέσεις κανονίζονται από το συμφέρον και μόνον αυτό.»
Τελική έκβαση και συμπεράσματα
Η Επανάσταση του 1821, απαντώντας στο αρχικό ερώτημα, είχε και εθνικό και κοινωνικό χαρακτήρα. Κατά την έκβασή της, όμως, η κοινωνική διάσταση της Επανάστασης εξοβελίστηκε, διότι οι αστοί συμμάχησαν με τους κοτζαμπάσηδες και ακρωτηρίασαν το περιεχόμενο του ταξικού αγώνα του φτωχού λαού. Τελειώνοντας, και όσον αφορά στο ερώτημα «Είναι πράγματι απελευθερωμένοι οι Έλληνες μετά την Επανάσταση;», παραθέτω την τελευταία σελίδα του βιβλίου του Κορδάτου, ο οποίος ολοκληρώνει την έκθεση της ιστορικής του μελέτης και συνοψίζει τα συμπεράσματά του με τα εξής λόγια:
«Αλλ’ εάν κατωρθώθη ο ελληνικός αγών να πάρει ένα τέλος και να ελευθερωθεί μία γωνία της Ελλάδος, ο εσωτερικό αγών έμεινε ημιτελής. Παρ’ όλον το σάρωμα της καποδιστριακής δικτατορίας και την δημοκρατικήν συνείδησιν της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, αι λεγόμεναι προστάτιδες δυνάμεις επέβαλαν εις τον καθημαγμένον ελληνικόν λαόν την μοναρχίαν. Χωρίς καν να ερωτηθεί ο ελληνικός λαός, αι τρεις δυνάμεις, με την πρωτοβουλίαν της Αγγλίας, έστειλαν εις την Ελλάδα τον νεαρόν πρίγκηπα της Βαυαρίας Όθωνα, ο οποίος ήτο γνωστός βλάξ. Και εις την περίστασιν αυτήν, η αγγλική πολιτική έδειξε όλην την αισχρότητά της. ο εν Ελλάδι διπλωματικός της αντιπρόσωπος Ντώκινς ήτο ο ουσιαστικός κυβερνήτης. Έργον του ήτο, όχι μόνον να εξουδετερώσει την ρωσικήν επιρροήν, αλλά και να εγκαινιάσει νέαν περίοδον απολυταρχίας.
»Ο ελληνικός λαός έπρεπε να μη σηκώσει κεφάλι. Ο λόρδος Πάλμερστον έβαλε τας βάσεις της πολιτικής του Φόρεϊν Όφφις απέναντι της Ελλάδος, που επί εκατό και παραπάνω χρόνια ακολουθείται πιστά από τους διαδόχους του. Η Ελλάς πρέπει να είναι συγκεκαλυμένον προτεκτοράτο της Αγγλίας και ο ελληνικός λαός δεν πρέπει να ασκεί τα κυριαρχικά του δικαιώματα. Πρέπει να ευρίσκεται εις την κατάστασιν του ημιαποίκου. Έτσι, με την ηθικήν και υλικήν βοήθειαν του τσάρου, των Άγγλων πλουτοκρατών και των Γάλλων αντιδραστικών, οι Έλληνες τσιφλικάδες, αστοί και Φαναριώτες, που πήραν την εξουσίαν στα χέρια τους, όταν δημιουργήθηκε το μικρόν ελεύθερον Ελληνικόν Κράτος, όσο κι αν τσακώνονταν και τρώγονταν πάνω στο μοίρασμα της πολιτικής εξουσίας, όλην των την προσοχή και δραστηριότητα την εσυγκέντρωσαν εις το πώς μέσα εις το νέον βασίλειον θα κρατήσουν τας λαϊκάς μάζας υποχειρίους των, δια να μπορούν να τας καταπιέζουν και να τας εκμεταλλεύονται. Έτσι, ως τα σήμερα, εσυνεχίσθη η οικονομική υποδούλωσις και αποστράγγισις του λαού και την θέσιν των Τούρκων μπέηδων, αγάδων και πασάδων, την επήραν αυτοί, που είχαν γίνει το ίδιο όπως και οι Τούρκοι κατακτηταί, ληστές και γδύστες, μαζί με τους ξένους δανειστές μας. Από το 1823 ως τα τώρα το ξένον κεφάλαιον, έχοντας τοποτηρητάς και εντολοδόχους του εις την χώραν μας τους αστοτσιφλικάδες, εγύμνωσε κάθε ικμάδα του τόπου, ελήστευσε τον λαόν και έκράτησε την χώραν καθυστερημένην, δια να μπορεί να μας μεταχειρίζεται ως αποίκους.
»Όταν κανείς έχει υπ’ όψιν του το τί έγινε κατά το διάστημα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνος από την άρχουσα τάξιν και τί επηκολούθησεν κατόπιν, εξάγει το συμπέρασμα, που το επικυρώνουν τα αδιάψευστα γεγονότα, ότι η Επανάστασις του 1821 επροδόθη, όχι μόνον από τους κοτζαμπάσηδες και Φαναριώτες, αλλά και από τους αστούς. Αυτή είναι η μόνη ιστορική αλήθεια.»
(*) Ο Μιχάλης Χονδροκούκης είναι φιλόλογος. Το παραπάνω κείμενο είναι η ομιλία του στην εκδήλωση με θέμα «Οι κοινωνικοί αγώνες για εθνική ανεξαρτησία και η εξάρτηση της χώρας από το ξένο κεφάλαιο» που διοργάνωσε ο Σύλλογος διάδοσης της Μαρξιστικής Σκέψης «Γιάνης Κορδάτος»
Πηγή :
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου