Του Μάρκο Πόλο
Σε μία από τις πιο δυσάρεστες περιόδους της πολιτικής της καριέρας, από την θέση της Καγκελαρίου της Γερμανίας, βρίσκεται τον τελευταίο καιρό η Άγγελα Μέρκελ, όσον αφορά την εξωτερική της πολιτική και κυρίως τις εξελίξεις στην Ουκρανία. Η γερμανική διπλωματία αναμίχθηκε απροκάλυπτα στα εσωτερικά της Ουκρανίας, προσπάθησε να προωθήσει τους δικούς της εκλεκτούς και βρέθηκε, εν μία νυκτί, να χάνει το προβάδισμα στην Μαϊντάν, να σύρεται πίσω από τους υψηλούς τόνους της Ουάσινγκτον και σήμερα, παρά τα μεγάλα λόγια και τις προειδοποιήσεις, να είναι η πρώτη που θα γευτεί τις συνέπειες των όποιων αντιποίνων αποφασίσει η Ρωσία, ιδιαίτερα αν αυτές αφορούν στις παροχές ενέργειας ή στις διμερείς εμπορικές σχέσεις.
Η γερμανική ηγεσία, από την πρώτη στιγμή των διαδηλώσεων κατά του καθεστώτος Γιανούκοβιτς, είχε φροντίσει να είναι παρούσα στις εξελίξεις, να στηρίξει οικονομικά τις διαδηλώσεις και να προωθήσει τον πρώην πυγμάχο μόνιμο κάτοικο της Γερμανίας, Βιτάλι Κλίτσκο ως εναλλακτική. Ο άπειρος Κλίτσκο, μέλη του κόμματος του οποίου εκπαιδεύονταν, όπως έγραφε ο γερμανικός Τύπος, νυχθημερόν, στη Γερμανία και στο ίδρυμα Αντενάουερ, επισκιάστηκε, χωρίς πολλές δυσκολίες, από τους έμπειρους διαχειριστές του ουκρανικού κλεπτοκρατικού συστήματος που εκφράζονταν μέσα από το κόμμα της Γιούλα Τιμοσένκο. Και όλοι σαρώθηκαν από τις ναζιστικές φασιστικές ορδές του Σβόμποντα και του Δεξιού Τομέα, η αιματηρή δράση των οποίων καθόρισε και τις εξελίξεις, τελικά, στην πλατεία Μαϊντάν, επέβαλλε την κατάργηση, μέσα σε λίγες ώρες, της ενδιάμεσης μεταβατικής συμφωνίας που υπογράφτηκε από το Γιανουκόβιτς και την αντιπολίτευση υπό την παρουσία των υπουργών Εξωτερικών Γερμανίας, Γαλλίας και Πολωνίας, και διαμόρφωσε το σημερινό τοπίο. Και όλα αυτά με την, κατά κύριο λόγο, αμερικανική, και κατά δεύτερο λόγο, ευρωπαϊκή στήριξη.
Επικίνδυνοι οικονομικοί ακροβατισμοί
Από εκεί και πέρα, τα πράγματα στριμώχθηκαν πολύ για τη γερμανική ηγεσία. Διόλου τυχαία η Αγγελα Μέρκελ τις πρώτες μέρες μετά την ανάδειξη της νέας ηγεσίας επέμενε στην αναγκαιότητα μέσης λύσης και επικοινώνησε αρκετές φορές με τον Πούτιν. Έχοντας συντρίψει τον ευρωπαϊκό νότο δια μέσου των εμμονικών πολιτικών λιτότητας και δημοσιονομικής αυστηρότητας, η Γερμανία έχει καρπωθεί σε πλεόνασμα το έλλειμμα των υπολοίπων αδύναμων εταίρων της. Ως εξαγωγική δύναμη έχει, ξεκάθαρα, πια στραφεί σε νέες αγορές προς άλωση. Στο πλαίσιο των σχεδίων αυτών εντάσσεται το τεράστιο ενδιαφέρον της για την Ουκρανία (και νέα αγορά και πολύ φτηνά χέρια εργασίας) αλλά και για τη Ρωσία, τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες και γενικότερα το σύνολο της Ασίας και της ανατολικής Ασίας, βλ. Κίνα.
Οι σχέσεις της με τη Ρωσία είναι πλέον πολύ στενές. Ενδεικτικό είναι ότι τουλάχιστον 6.000 γερμανικές εταιρείες δραστηριοποιούνται στην Ρωσία ενώ περίπου 100.000 ρωσόφωνοι ζουν και εργάζονται στη Γερμανία. Οι εμπορικές σχέσεις των δύο χωρών, το 2012, ξεπέρασαν τα 80,5 δισεκατομμύρια δολάρια, και το 2013 έφτασαν τα 76,5 δισεκατομμύρια, με τη Γερμανία να υπερτερεί αφού οι εξαγωγές της ήταν περίπου 2,1 δισεκατομμύρια ευρώ περισσότερο από ό,τι οι εισαγωγές της από τη Ρωσία, σύμφωνα τουλάχιστον με τα στοιχεία της γερμανικής επιτροπής Βιομηχανίας για την Ανατολική Ευρωπαϊκή Οικονομική Συνεργασία. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν δελέαζε περαιτέρω τη Γερμανία, και κατ’ επέκταση την ΕΕ, προσφέροντάς τα περίπου 112 εκατομμύρια πολίτες της Ευρασιατικής Ένωσης που σχεδιάζει (προς το παρόν με Ρωσία, Καζακστάν, Λευκορωσία και επίσημη αναγγελία από το 2015) ως αντάλλαγμα για περαιτέρω σύσφιγξη των οικονομικών και εμπορικών σχέσεων και περαιτέρω διείσδυση και των ρωσικών επιχειρήσεων στην ΕΕ αλλά και για εγκατάλειψη των απειλών και των πιέσεων προς τη Ρωσία, ιδιαίτερα υπό την μορφή του ΝΑΤΟ.
Επιπλέον, η Γερμανία απορροφά το ¼ του συνόλου των εξαγωγών φυσικού αερίου της Ρωσίας. Το μεγαλύτερο μέρος των γερμανικών εισαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου γίνεται από την Ρωσία εδώ και πολλά χρόνια. Σύμφωνα με πίνακες της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας, που φθάνουν μέχρι το 2011, η Γερμανία προμηθεύεται περίπου 50 – 90 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου ημερησίως και περίπου 1.000 βαρέλια πετρελαίου ημερησίως.
Καμία χώρα της Ευρώπης δεν επωφελήθηκε περισσότερο οικονομικά από ό,τι η Γερμανία, από την πτώση του λεγόμενου ανατολικού μπλοκ. Οι πρώην σοσιαλιστικές δημοκρατίες στα ανατολικά της μετατράπηκαν γρήγορα και εύκολα στην πίσω αυλή της. Ήδη από το 2007 εκθέσεις για το σχεδιασμό της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής υπογράμμιζαν την μεγάλη σημασία που έχει για τη γερμανική οικονομία η επέκτασή της προς ανατολάς και η διασφάλιση σχέσεων καλής γειτονίας και στρατηγικής συνεργασίας με τη Ρωσία. Το ζήτημα θεωρείται τόσο σημαντικό που αποτυπώθηκε με τέσσερα ξεχωριστά άρθρα ακόμη και στη συμφωνία κυβερνητικής συνεργασίας των Σοσιαλδημοκρατών με τους Χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ μετά τις τελευταίες εκλογές.
Η προοπτική ανατροπής της προνομιακής αυτής κατάστασης, ενεργειακά, εμπορικά και οικονομικά, δεν ενθουσιάζει το Βερολίνο. Πόσο μάλλον που η επιβολή κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας, με δεδομένες τις στενές σχέσεις της και με άλλες μεγάλες δυνάμεις της Ασίας, όπως η Κίνα ή η Ινδία ή σε δεύτερο επίπεδο το Ιράν, δεν θα αφήσει εντελώς ανεπηρέαστες τις σχέσεις της Γερμανίας με αυτές, οι οποίες είναι εξαιρετικά σημαντικές για τις γερμανικές εξαγωγές.
Έτσι, εξηγείται η ύπαρξη «σκληρών διαπιστώσεων» από την Μέρκελ κατά του Πούτιν αλλά η έλλειψη μεγαλόστομων απειλών με εξαίρεση μια κορώνα του Σόιμπλε ότι η γερμανική οικονομία «δεν θα υποστεί μεγάλες ζημιές από τυχόν κυρώσεις στη Ρωσία». Είναι προφανές ότι το Βερολίνο θα συνεχίσει να ισορροπεί σε τεντωμένο σχοινί και θα επιμείνει στην προσπάθειά του για «μέσες πολιτικές λύσεις» που δεν θα το φέρουν ευθέως απέναντι στην Μόσχα για όσο περισσότερο χρόνο μπορεί.
Κυνικά αποκαλυπτικός ο Σρέντερ
Εξαιρετικά αποκαλυπτική, πάντως, για το πώς, κατά το δοκούν, χειρίζονται οι ισχυροί του πλανήτη την έννοια του «διεθνούς δικαίου» ήταν η παρέμβαση του πρώην Καγκελαρίου Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο οποίος αφού δικαιολόγησε τη ρωσική στάση στο θέμα της Κριμαίας λόγω της «ανησυχίας περικύκλωσης της Ρωσίας» και αφού κατηγόρησε την ΕΕ «ότι δεν έχει ιδέα για τον πολιτιστικό διχασμό της Ουκρανίας», μιλώντας σε φόρουμ της DieZiet, είπε ότι οι ενέργειες του Πούτιν παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο αλλά δεν απέχουν από ό,τι έκανε και η γερμανική κυβέρνηση και η αμερικανική όπως και άλλες δυτικές κυβερνήσεις, όταν στήριξαν την επέμβαση του ΝΑΤΟ κατά της Σερβίας το 1999. «Βομβαρδίσαμε ως ΝΑΤΟ ένα κυρίαρχο κράτος χωρίς καμία απόφαση του ΟΗΕ να νομιμοποιεί την πράξη αυτή» δήλωσε χαρακτηριστικά, έτσι χωρίς καν ίχνος μεταμέλειας για τους νεκρούς και την καταστροφή που έσπειραν.
Οι παρατηρήσεις του Σρέντερ έκαναν πυρ και μανία την Μέρκελ που υπονόησε ότι η άποψη του Σρέντερ σχετίζεται με τα προσωπικά του συμφέροντα αφού είναι πρόεδρος του συμβουλίου της κοινοπραξίας Nord Stream AG που έχει αναλάβει την κατασκευή και τη λειτουργία του υποθαλάσσιου ομώνυμου αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου από τη Ρωσία απευθείας στη Γερμανία, ένα έργο που ο Σρέντερ πριμοδοτούσε από όταν ήταν Καγκελάριος. Αμέσως μόλις παραιτήθηκε, δέχτηκε να είναι ο εκπρόσωπος της ρωσικής Gazprom στο συμβούλιο επιβεβαιώνοντας όσους τον επέκριναν για εξυπηρέτηση συγκεκριμένων συμφερόντων.
Πηγές: bbc, reuters, voice of Russia, ria novosti, deutsche welle, die zeit, telegraph
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου