Κώστας Μελάς
Πίσω από όλες τα μεγάλα λόγια, τις φανταχτερές εκφράσεις, τα πομπώδη συνθήματα για την υποτιθέμενη επερχόμενη αλλαγή στην ελληνική οικονομία φαίνεται να υπάρχει σκόπιμη (ή και αθέλητη) απόκρυψη της «νέας» πραγματικότητας.
Η προσεκτική ματιά ανακαλύπτει με ευκολία ότι το πολυδιαφημιζόμενο «νέο» οικονομικό υπόδειγμα, το οποίο σιγά-σιγά αποκαλύπτεται, δεν διαφέρει σχεδόν σε τίποτε από αυτό που ίσχυε μέχρι σήμερα. Προσοχή.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν άλλαξαν όλα! Ακριβώς άλλαξαν όλα για να μείνουν όλα τα ίδια, όπως χαρακτηριστικά ήλπιζε ο πρίγκιπας di Lambedusa. Από τη γωνία εμφανίζεται σιγά-σιγά η «νέα» οικονομική πραγματικότητα που αποτελεί αντίγραφο της παλαιάς.
Η βασική αλλαγή που πραγματώθηκε με την εφαρμογή του Μνημονίου, οφείλεται στη μετατόπιση του άξονα της οικονομικής πολιτικής προς την πλευρά της δημοσιονομικής προσαρμογής σύμφωνα και με το νέο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Διακυβέρνησης, όπως αυτό ισχύει από την αρχή του 2014.Αυτή η μετατόπιση αποτελεί το μακροοικονομικό πλαίσιο, εντός του οποίου καλείται να δημιουργηθεί το νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα.
Σωστότερα, είναι το πλαίσιο που επιχειρεί να επιβάλλει επιτακτικά τους όρους δημιουργίας του νέου αναπτυξιακού υποδείγματος. Δεν περιλαμβάνει, με τη γενική έννοια, απλά τους διεθνείς περιορισμούς. Αποτελεί, επίσης, το ατσάλινο πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας που δεν επιδέχεται ευελιξίες και ευλυγισίες.
Οι δημοσιονομικοί περιορισμοί αποτελούν τη βαρύνουσα πλευρά του πλαισίου, αποτρέποντας σχεδόν παντελώς τις κεϋνσιανές σταθμισμένες παρεμβατικές πολιτικές. Αυτό αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία μετά από τη μεγάλη κρίση του 1929. Με απλά λόγια, μέχρι το 2022 αυτό σημαίνει για την ελληνική οικονομία τα εξής:
Πίσω από όλες τα μεγάλα λόγια, τις φανταχτερές εκφράσεις, τα πομπώδη συνθήματα για την υποτιθέμενη επερχόμενη αλλαγή στην ελληνική οικονομία φαίνεται να υπάρχει σκόπιμη (ή και αθέλητη) απόκρυψη της «νέας» πραγματικότητας.
Η προσεκτική ματιά ανακαλύπτει με ευκολία ότι το πολυδιαφημιζόμενο «νέο» οικονομικό υπόδειγμα, το οποίο σιγά-σιγά αποκαλύπτεται, δεν διαφέρει σχεδόν σε τίποτε από αυτό που ίσχυε μέχρι σήμερα. Προσοχή.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν άλλαξαν όλα! Ακριβώς άλλαξαν όλα για να μείνουν όλα τα ίδια, όπως χαρακτηριστικά ήλπιζε ο πρίγκιπας di Lambedusa. Από τη γωνία εμφανίζεται σιγά-σιγά η «νέα» οικονομική πραγματικότητα που αποτελεί αντίγραφο της παλαιάς.
Η βασική αλλαγή που πραγματώθηκε με την εφαρμογή του Μνημονίου, οφείλεται στη μετατόπιση του άξονα της οικονομικής πολιτικής προς την πλευρά της δημοσιονομικής προσαρμογής σύμφωνα και με το νέο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Διακυβέρνησης, όπως αυτό ισχύει από την αρχή του 2014.Αυτή η μετατόπιση αποτελεί το μακροοικονομικό πλαίσιο, εντός του οποίου καλείται να δημιουργηθεί το νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα.
Σωστότερα, είναι το πλαίσιο που επιχειρεί να επιβάλλει επιτακτικά τους όρους δημιουργίας του νέου αναπτυξιακού υποδείγματος. Δεν περιλαμβάνει, με τη γενική έννοια, απλά τους διεθνείς περιορισμούς. Αποτελεί, επίσης, το ατσάλινο πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας που δεν επιδέχεται ευελιξίες και ευλυγισίες.
Οι δημοσιονομικοί περιορισμοί αποτελούν τη βαρύνουσα πλευρά του πλαισίου, αποτρέποντας σχεδόν παντελώς τις κεϋνσιανές σταθμισμένες παρεμβατικές πολιτικές. Αυτό αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία μετά από τη μεγάλη κρίση του 1929. Με απλά λόγια, μέχρι το 2022 αυτό σημαίνει για την ελληνική οικονομία τα εξής:
Δημιουργία συνεχών πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5% μέχρι το 2022, τα οποία θα εκρέουν από το εισοδηματικό κύκλωμα, προκειμένου να αντιμετωπισθεί το δημόσιο χρέος.
Ισοσκελισμένο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Η μεγέθυνση της οικονομίας επαφίεται στις επενδύσεις και στις εξαγωγές.
Η ανεργία θα μειωθεί μόνο με τη δημιουργία νέων θέσεων από τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα.
Δεν χρειάζεται να θέσουμε υπό τη βάσανο της θεωρητικής κριτικής τις παραπάνω θέσεις, διότι είναι η ίδια η εξέλιξη της πραγματικότητας, η οποία δίνει καταρχάς απαντήσεις.
Οι αλλαγές που επήλθαν και συνεχίζουν να επέρχονται (οι περίφημες μεταρρυθμίσεις) έχουν αλλάξει ολοκληρωτικά το θεσμικό πλαίσιο της οικονομικής διαδικασίας.
Το κόστος της δημιουργικής καταστροφής
Οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις προκάλεσαν ένα τεράστιο κόστος στην ελληνική οικονομία σε καταστροφή παραγωγικού δυναμικού (κλείσιμο ή υποαπασχόληση παραγωγικού δυναμικού των επιχειρήσεων, υψηλή ανεργία κτλ).
Στην Ελλάδα, με βάση το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, επιτεύχθηκε μόνο η ποσοτική μείωση του εισοδήματος (25%) και κατ’ αναλογία η μείωση των εισοδηματικών κριτηρίων (από 30-40%). Επίσης μειώθηκε η αξία των περιουσιακών στοιχείων, με αποτέλεσμα το σπάσιμο της φούσκας που είχε δημιουργηθεί μέσω του δημόσιου δανεισμού και η οποία δεν μπορούσε πλέον να αναχρηματοδοτηθεί.
Παρότι το καταβληθέν κόστος ευκαιρίας είναι υπέρμετρα υψηλό και καταστροφικό, με τεράστια ανεκτικότητα θα μπορούσε κανείς να το θεωρήσει κόστος της δημιουργικής καταστροφής.
Όμως, ούτε αυτό μπορεί να υποστηριχθεί εκ του αποτελέσματος. Το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων, την αγορά εργασίας, τις αγορές επενδύσεων-αποταμιεύσεων και τις αγορές χρήματος έχει μεταβληθεί ολοκληρωτικά.
Στόχος όλων αυτών των αλλαγών είναι η συμβολή τους στην ανάδυση ενός ποιοτικά διαφορετικού οικονομικού υποδείγματος, το οποίο θα βασίζεται στη «νέα επιχειρηματικότητα», στην «εξωστρέφεια», στην «ενσωμάτωση νέων υψηλής στάθμης τεχνολογιών», αλλά και στη μεταλλαγή των υφισταμένων παραγωγικών μονάδων σε διεθνώς ανταγωνιστικές.
Αυτό σημαίνει ότι σήμερα θα έπρεπε να ανιχνεύονται τουλάχιστον σημάδια αυτής της ποιοτικής μεταλλαγής του παραγωγικού υποδείγματος τόσο μικροοικονομικά όσο και μακροοικονομικά. Θα έπρεπε να παρατηρείται ενδυνάμωση των εξωστρεφών κλάδων και αύξηση των εξαγωγών με σαφή αλλαγή στο μείγμα των εξαγομένων προϊόντων (προϊόντα υψηλότερης ενσωματωμένης τεχνολογίας, μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία κτλ).
Άφαντοι οι επενδυτές
Όλες οι κυβερνήσεις μετά το 2010, συνεπικουρούμενες από τα κυρίαρχα ΜΜΕ, προσπαθούν επίμονα να πείσουν ότι αυτό συμβαίνει. Μέχρι σήμερα, όμως, δεν υπάρχει κάτι που αξίζει να θεωρηθεί σημαντικό. Μεμονωμένες προσπάθειες γίνονται, όπως πάντοτε στον ελλαδικό χώρο, αλλά ακριβώς επειδή είναι μεμονωμένες, δεν αποκτούν τη δυναμική που θα μπορούσαν σε ένα διαφορετικό περιβάλλον.
Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να παράγει το ίδιο καλάθι προϊόντων και στους τρεις τομείς της. Η αλλαγή της παραγωγικής βάσης χρειάζεται επέκταση σε καινοτόμα προϊόντα σύγχρονης τεχνολογίας.
Αυτό μπορούν να το επιτευχθεί κυρίως μέσω των πολυεθνικών επιχειρήσεων και των άμεσων ξένων επενδύσεών τους σε μία χώρα. Ας σημειωθεί ότι ο κύριος όγκος των ξένων επενδύσεων πραγματοποιείται μεταξύ των αναπτυγμένων χωρών. Η σημασία του γεγονότος αυτού είναι μεγάλη, γιατί ο βαθμός διάδοσης των νέων τεχνολογιών αποτελεί μέσο εκσυγχρονισμού της οικονομίας.
Οι χώρες όπου κατευθύνονται οι ξένες επενδύσεις με ενσωματωμένη υψηλή τεχνολογία δεν είναι χαμηλού εργατικού κόστους, αλλά υψηλής παραγωγικότητας και συνήθως υψηλής ποιότητας ανθρωπίνου κεφαλαίου.
Δυστυχώς στην Ελλάδα οι άμεσες ξένες επενδύσεις αποτελούν δυσεύρετο είδος τα τελευταία 40 έτη.
Πρόκειται για μια μεγάλη ιστορική περίοδο, η οποία αφήνει εμφανώς τα ίχνη της αμφιβολίας και για τις μελλοντικές εξελίξεις. Δεν είναι τυχαίο ότι η Τράπεζα Ελλάδος υπογραμμίζει, με εύσχημο τρόπο, ότι μια βασική αβεβαιότητα σχετικά με τις μελλοντικές εξελίξεις αποτελεί «η υλοποίηση των προθέσεων των πολυεθνικών επιχειρήσεων για παραγωγικές επενδύσεις στην Ελλάδα».
Δηλαδή, τίποτε δεν είναι βέβαιο σχετικά με νέες ξένες επενδύσεις στην ελληνική οικονομία. Αντιθέτως, βλέπουμε να επαναλαμβάνεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο το μοτίβο της εισροής επενδύσεων χαρτοφυλακίου (βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων, τα οποία δεν ακινητοποιούνται, ούτε εμπεριέχουν καμία τεχνολογία, ώστε να επιδράσουν στη μεταβολή της παραγωγικής βάσης). Εστιάζουν για ακόμη μια φορά στο χρηματοπιστωτικό τομέα.
Χωρίς πυξίδα η παραγωγική βάση
Δύο μόνο λόγια για την τεράστια σημασία των άμεσων ξένων επενδύσεων στο ακολουθούμενο οικονομικό υπόδειγμα: ως συνέπεια των ιδιωτικοποιήσεων, αυτές οι επενδύσεις στην ουσία υποκαθιστούν τις δημόσιες επενδύσεις του κεϋνσιανού υποδείγματος.
Ως γνωστόν, οι δημόσιες επενδύσεις ανοίγουν τον δρόμο για την ανάκαμψη της οικονομίας, κυρίως μέσω της δημιουργίας θετικών προσδοκιών. Συγχρόνως, μειώνουν το κόστος των υποδομών για τις ιδιωτικές επενδύσεις με αποτέλεσμα την ευκολότερη προσέλκυσή τους. Τον ίδιο ρόλο έχουν και οι άμεσες ξένες επενδύσεις στο νεοκλασικό υπόδειγμα.
Η ουσιαστική διαφορά είναι ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις, επειδή είναι απόρροια των δυνάμεων της αγοράς, εμπεριέχουν μεγάλη αβεβαιότητα ως προς την πιθανότητα πραγματοποίησής τους. Στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, το κρίσιμο ερώτημα σχετικά με τις ξένες επενδύσεις είναι εάν δεν έρθουν τι θα πρέπει να πράξει το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Κάποιος πρέπει επιτέλους να απαντήσει.
Η παραγωγική βάση της οικονομίας αφέθηκε στο έλεος των συνεπειών αυτών των επιλογών, χωρίς καμία κατεύθυνση, χωρίς καμία καθοδήγηση, χωρίς κανένα προσανατολισμό, χωρίς καμία βοήθεια. Αφέθηκε να βρει μόνη της το δρόμο της διεξόδου.
Οι επιχειρήσεις της μνημονιακής περιόδου
Σύμφωνα με όσα ισχύουν σε όλες τις θεσμικές (αλλά και φυσικές) οντότητες, αν δεν υπάρξει καθοδήγηση, αυτό που θα αναζητήσουν οι περισσότερες από αυτές τις οντότητες είναι το οικείο, το γνωστό. Θα ακολουθήσουν τον δρόμο, στον οποίο επί χρόνια έχουν συνηθίσει να πορεύονται.
Όλοι γνωρίζουμε ποιο είναι το οικείο στην ελληνική οικονομία. Άλλωστε, το ζούμε, παρατηρώντας τα δεκάδες καφέ, αρτοποιεία, σουβλατζίδικα, επισκευές οικιακών συσκευών κτλ, που κατακλύζουν τις περιοχές της Αθήνας και όχι μόνο.
Αξίζει να ρίξουμε μια ματιά στις επενδύσεις της οικονομίας ανά κλάδο για να το εμπεδώσουμε και στατιστικά.Ο μόνος κλάδος που παρουσίασε θετικές καθαρές επενδύσεις στη μνημονιακή περίοδο αφορά στις Λοιπές Υπηρεσίες.
Στον κλάδο αυτό καταγράφονται επισκευές συσκευών και ειδών προσωπικού και οικιακού εξοπλισμού, καθαριστήρια, κομμωτήρια/κουρεία, κέντρα αισθητικής, γυμναστήρια, γραφεία κηδειών, καθώς και παντός είδους δραστηριότητες οργανώσεων- (επιχειρηματικών, εργοδοτικών, επαγγελματικών, συνδικαλιστικών, θρησκευτικών, πολιτικών, κ.ο.κ). Σημειώνεται ότι οι επενδύσεις στις Λοιπές Υπηρεσίες ως ποσοστό των επενδύσεων πλην αγοράς ακινήτων έχουν διπλασιασθεί στη διάρκεια της κρίσης και έχουν ανέλθει σε 7,9% το 2015 έναντι 4,3% το 2009.
Η αύξηση των επενδύσεων σε επισκευές προσωπικών και οικιακών συσκευών αποτυπώνουν την τάση των νοικοκυριών, λόγω περιορισμένων πόρων, να επιζητούν να επισκευάζουν τις παλιές, παρά να αγοράζουν νέες, συσκευές.
Επίσης, η αύξηση των επενδύσεων σε δραστηριότητες παροχής προσωπικών υπηρεσιών εξηγείται με τη στροφή των νοικοκυριών, λόγω υψηλής ανεργίας, στην «επιχειρηματικότητα ανάγκης».
Η ανεργία θα μειωθεί μόνο με τη δημιουργία νέων θέσεων από τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα.
Δεν χρειάζεται να θέσουμε υπό τη βάσανο της θεωρητικής κριτικής τις παραπάνω θέσεις, διότι είναι η ίδια η εξέλιξη της πραγματικότητας, η οποία δίνει καταρχάς απαντήσεις.
Οι αλλαγές που επήλθαν και συνεχίζουν να επέρχονται (οι περίφημες μεταρρυθμίσεις) έχουν αλλάξει ολοκληρωτικά το θεσμικό πλαίσιο της οικονομικής διαδικασίας.
Το κόστος της δημιουργικής καταστροφής
Οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις προκάλεσαν ένα τεράστιο κόστος στην ελληνική οικονομία σε καταστροφή παραγωγικού δυναμικού (κλείσιμο ή υποαπασχόληση παραγωγικού δυναμικού των επιχειρήσεων, υψηλή ανεργία κτλ).
Στην Ελλάδα, με βάση το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, επιτεύχθηκε μόνο η ποσοτική μείωση του εισοδήματος (25%) και κατ’ αναλογία η μείωση των εισοδηματικών κριτηρίων (από 30-40%). Επίσης μειώθηκε η αξία των περιουσιακών στοιχείων, με αποτέλεσμα το σπάσιμο της φούσκας που είχε δημιουργηθεί μέσω του δημόσιου δανεισμού και η οποία δεν μπορούσε πλέον να αναχρηματοδοτηθεί.
Παρότι το καταβληθέν κόστος ευκαιρίας είναι υπέρμετρα υψηλό και καταστροφικό, με τεράστια ανεκτικότητα θα μπορούσε κανείς να το θεωρήσει κόστος της δημιουργικής καταστροφής.
Όμως, ούτε αυτό μπορεί να υποστηριχθεί εκ του αποτελέσματος. Το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντων, την αγορά εργασίας, τις αγορές επενδύσεων-αποταμιεύσεων και τις αγορές χρήματος έχει μεταβληθεί ολοκληρωτικά.
Στόχος όλων αυτών των αλλαγών είναι η συμβολή τους στην ανάδυση ενός ποιοτικά διαφορετικού οικονομικού υποδείγματος, το οποίο θα βασίζεται στη «νέα επιχειρηματικότητα», στην «εξωστρέφεια», στην «ενσωμάτωση νέων υψηλής στάθμης τεχνολογιών», αλλά και στη μεταλλαγή των υφισταμένων παραγωγικών μονάδων σε διεθνώς ανταγωνιστικές.
Αυτό σημαίνει ότι σήμερα θα έπρεπε να ανιχνεύονται τουλάχιστον σημάδια αυτής της ποιοτικής μεταλλαγής του παραγωγικού υποδείγματος τόσο μικροοικονομικά όσο και μακροοικονομικά. Θα έπρεπε να παρατηρείται ενδυνάμωση των εξωστρεφών κλάδων και αύξηση των εξαγωγών με σαφή αλλαγή στο μείγμα των εξαγομένων προϊόντων (προϊόντα υψηλότερης ενσωματωμένης τεχνολογίας, μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία κτλ).
Άφαντοι οι επενδυτές
Όλες οι κυβερνήσεις μετά το 2010, συνεπικουρούμενες από τα κυρίαρχα ΜΜΕ, προσπαθούν επίμονα να πείσουν ότι αυτό συμβαίνει. Μέχρι σήμερα, όμως, δεν υπάρχει κάτι που αξίζει να θεωρηθεί σημαντικό. Μεμονωμένες προσπάθειες γίνονται, όπως πάντοτε στον ελλαδικό χώρο, αλλά ακριβώς επειδή είναι μεμονωμένες, δεν αποκτούν τη δυναμική που θα μπορούσαν σε ένα διαφορετικό περιβάλλον.
Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να παράγει το ίδιο καλάθι προϊόντων και στους τρεις τομείς της. Η αλλαγή της παραγωγικής βάσης χρειάζεται επέκταση σε καινοτόμα προϊόντα σύγχρονης τεχνολογίας.
Αυτό μπορούν να το επιτευχθεί κυρίως μέσω των πολυεθνικών επιχειρήσεων και των άμεσων ξένων επενδύσεών τους σε μία χώρα. Ας σημειωθεί ότι ο κύριος όγκος των ξένων επενδύσεων πραγματοποιείται μεταξύ των αναπτυγμένων χωρών. Η σημασία του γεγονότος αυτού είναι μεγάλη, γιατί ο βαθμός διάδοσης των νέων τεχνολογιών αποτελεί μέσο εκσυγχρονισμού της οικονομίας.
Οι χώρες όπου κατευθύνονται οι ξένες επενδύσεις με ενσωματωμένη υψηλή τεχνολογία δεν είναι χαμηλού εργατικού κόστους, αλλά υψηλής παραγωγικότητας και συνήθως υψηλής ποιότητας ανθρωπίνου κεφαλαίου.
Δυστυχώς στην Ελλάδα οι άμεσες ξένες επενδύσεις αποτελούν δυσεύρετο είδος τα τελευταία 40 έτη.
Πρόκειται για μια μεγάλη ιστορική περίοδο, η οποία αφήνει εμφανώς τα ίχνη της αμφιβολίας και για τις μελλοντικές εξελίξεις. Δεν είναι τυχαίο ότι η Τράπεζα Ελλάδος υπογραμμίζει, με εύσχημο τρόπο, ότι μια βασική αβεβαιότητα σχετικά με τις μελλοντικές εξελίξεις αποτελεί «η υλοποίηση των προθέσεων των πολυεθνικών επιχειρήσεων για παραγωγικές επενδύσεις στην Ελλάδα».
Δηλαδή, τίποτε δεν είναι βέβαιο σχετικά με νέες ξένες επενδύσεις στην ελληνική οικονομία. Αντιθέτως, βλέπουμε να επαναλαμβάνεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο το μοτίβο της εισροής επενδύσεων χαρτοφυλακίου (βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων, τα οποία δεν ακινητοποιούνται, ούτε εμπεριέχουν καμία τεχνολογία, ώστε να επιδράσουν στη μεταβολή της παραγωγικής βάσης). Εστιάζουν για ακόμη μια φορά στο χρηματοπιστωτικό τομέα.
Χωρίς πυξίδα η παραγωγική βάση
Δύο μόνο λόγια για την τεράστια σημασία των άμεσων ξένων επενδύσεων στο ακολουθούμενο οικονομικό υπόδειγμα: ως συνέπεια των ιδιωτικοποιήσεων, αυτές οι επενδύσεις στην ουσία υποκαθιστούν τις δημόσιες επενδύσεις του κεϋνσιανού υποδείγματος.
Ως γνωστόν, οι δημόσιες επενδύσεις ανοίγουν τον δρόμο για την ανάκαμψη της οικονομίας, κυρίως μέσω της δημιουργίας θετικών προσδοκιών. Συγχρόνως, μειώνουν το κόστος των υποδομών για τις ιδιωτικές επενδύσεις με αποτέλεσμα την ευκολότερη προσέλκυσή τους. Τον ίδιο ρόλο έχουν και οι άμεσες ξένες επενδύσεις στο νεοκλασικό υπόδειγμα.
Η ουσιαστική διαφορά είναι ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις, επειδή είναι απόρροια των δυνάμεων της αγοράς, εμπεριέχουν μεγάλη αβεβαιότητα ως προς την πιθανότητα πραγματοποίησής τους. Στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, το κρίσιμο ερώτημα σχετικά με τις ξένες επενδύσεις είναι εάν δεν έρθουν τι θα πρέπει να πράξει το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Κάποιος πρέπει επιτέλους να απαντήσει.
Η παραγωγική βάση της οικονομίας αφέθηκε στο έλεος των συνεπειών αυτών των επιλογών, χωρίς καμία κατεύθυνση, χωρίς καμία καθοδήγηση, χωρίς κανένα προσανατολισμό, χωρίς καμία βοήθεια. Αφέθηκε να βρει μόνη της το δρόμο της διεξόδου.
Οι επιχειρήσεις της μνημονιακής περιόδου
Σύμφωνα με όσα ισχύουν σε όλες τις θεσμικές (αλλά και φυσικές) οντότητες, αν δεν υπάρξει καθοδήγηση, αυτό που θα αναζητήσουν οι περισσότερες από αυτές τις οντότητες είναι το οικείο, το γνωστό. Θα ακολουθήσουν τον δρόμο, στον οποίο επί χρόνια έχουν συνηθίσει να πορεύονται.
Όλοι γνωρίζουμε ποιο είναι το οικείο στην ελληνική οικονομία. Άλλωστε, το ζούμε, παρατηρώντας τα δεκάδες καφέ, αρτοποιεία, σουβλατζίδικα, επισκευές οικιακών συσκευών κτλ, που κατακλύζουν τις περιοχές της Αθήνας και όχι μόνο.
Αξίζει να ρίξουμε μια ματιά στις επενδύσεις της οικονομίας ανά κλάδο για να το εμπεδώσουμε και στατιστικά.Ο μόνος κλάδος που παρουσίασε θετικές καθαρές επενδύσεις στη μνημονιακή περίοδο αφορά στις Λοιπές Υπηρεσίες.
Στον κλάδο αυτό καταγράφονται επισκευές συσκευών και ειδών προσωπικού και οικιακού εξοπλισμού, καθαριστήρια, κομμωτήρια/κουρεία, κέντρα αισθητικής, γυμναστήρια, γραφεία κηδειών, καθώς και παντός είδους δραστηριότητες οργανώσεων- (επιχειρηματικών, εργοδοτικών, επαγγελματικών, συνδικαλιστικών, θρησκευτικών, πολιτικών, κ.ο.κ). Σημειώνεται ότι οι επενδύσεις στις Λοιπές Υπηρεσίες ως ποσοστό των επενδύσεων πλην αγοράς ακινήτων έχουν διπλασιασθεί στη διάρκεια της κρίσης και έχουν ανέλθει σε 7,9% το 2015 έναντι 4,3% το 2009.
Η αύξηση των επενδύσεων σε επισκευές προσωπικών και οικιακών συσκευών αποτυπώνουν την τάση των νοικοκυριών, λόγω περιορισμένων πόρων, να επιζητούν να επισκευάζουν τις παλιές, παρά να αγοράζουν νέες, συσκευές.
Επίσης, η αύξηση των επενδύσεων σε δραστηριότητες παροχής προσωπικών υπηρεσιών εξηγείται με τη στροφή των νοικοκυριών, λόγω υψηλής ανεργίας, στην «επιχειρηματικότητα ανάγκης».
Πηγή : https://slpress.gr/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου