Κάποτε, ως φανταράκι σε νησί, βρέθηκα να κόβω τις πετονιές από την
προπέλα ενός βολιώτικου ξιφιάδικου που είχε πάθει αβαρία σε μια από
αυτές τις αλίμενες, ακατοίκητες ακτές που διαλέγουμε οι ψαροντουφεκάδες.
Χοντρή μάνα και παράμαλα ξιφοπαράγαδου είχαν σχηματίσει γύρω από τον
άξονα της προπέλας έναν γόρδιο δεσμό που λύθηκε μετά ένα μισάωρο
εργώδους προσπάθειας. Οι μετανάστες αυτοί ψαράδες είχαν διασχίσει το
Κεντρικό Αιγαίο με το σιδερένιο, φρεσκοκτισμένο με την ευρωπαϊκή
επιδότηση, σκαρί και συνάντησαν έναν άλλο μετανάστη που επέστρεφε
τουρτουρίζοντας από το ψάρεμα – η αρχαία καταδυτική φόρμα είχε προ
πολλού φάει τα ψωμιά της.
Οι ψαράδες, τυχεροί μέσα την ατυχία τους, έδειχναν ατζαμήδες αφού όταν διαπίστωσα πως η κοντή λάμα του καταδυτικού σουγιά δεν έφτανε μέχρι τα ριζά της προπέλας, το πενταμελές πλήρωμα μού πρότεινε ένα στομωμένο κουζινομάχαιρο. Πάνω απ’ όλα όμως, και αυτό έχει σημασία, ήταν γενναιόδωροι. Οταν απελευθέρωσα το σκάφος απ’ τα δεσμά και έσπευσα να απομακρυνθώ άκουσα ένα πλατς από πίσω μου: Ηταν ένας νεαρός εξάκιλος ξιφιός που ενθουσίασε την παλιοσειρά που με κουβάλησε στην ακτή, έναν απλό στρατιώτη σκαπανέα όπως εγώ, ο οποίος όμως διέθετε ένα παλιό φιατάκι, προνόμιο της πολιτικής εργασίας του ως αρχιτέκτονα, πολύτιμο όταν είχαμε κοινή απογευματινή έξοδο. Ο οικογενειάρχης, με τα διπλάσιά μου χρόνια, αγκομαχούσε να σκαρφαλώσει το ανηφορικό μονοπάτι που διέσχιζε το δασωμένο φαράγγι καθώς τον ταλαιπωρούσε η ισχυαλγία των λευκών κολάρων όμως εγκαρτερούσε με την προοπτική της επικείμενης συνάντησής του με τη σύζυγο και τη γλυκύτατη πεντάχρονη κόρη του που θα περιλάμβανε -οπωσδήποτε!- σουβλάκια ξιφία στην τοπική ταβέρνα!
Στη μέση της διαδρομής του ίδιου φαραγγιού, δυο χρόνια μετά, θα συναντούσα μόνος μου αυτή τη φορά, αναπάντεχα, τρεις ένστολους λιμενικούς οι οποίοι είχαν δεχθεί μέρα μεσημέρι καταγγελία για «παράνομο ψάρεμα», η αλήθεια, όχι σπάνιο φαινόμενο εκείνα τα χρόνια που η ρίψη «φωτιάς» είχε κόψει το νήμα της ζωής σε δύο πρόσφατα ατυχήματα δυναμιτιστών. Το γεγονός όμως ότι επέστρεφα από ένα άγονο κολυμπητό ψάρεμα όπου ο μισός χρόνος είχε καταναλωθεί στον καθαρισμό της μάσκας ενός καϊκιού για τον οποίο «διατάχτηκα» από τον ντόπιο αυτή τη φορά, «φεουδάρχη» επαγγελματία, ακούγοντας εκείνη τη φωνή που ήταν μάλλον αυταρχικό κέλευσμα παρά ικεσία τη στιγμή που έβγαινα άψαρος απ’ την παραλία στον μυχό του κόλπου της Αυλωνιάς, αυτό το γεγονός ένιωθα ότι δεν ήταν τυχαίο.
Παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής, πριν βγει απ’ το οπτικό μου πεδίο η εικόνα του καϊκιού με την αποκαταστημένη σβελτάδα, γύρισα σαν τον Λωτ της Παλαιάς Διαθήκης και είδα τον μεσήλικα καπετάνιο να μιλά απορροφημένος, με μια σκυθρωπή, μπορεί και μοχθηρή έκφραση στο κινητό τηλέφωνο, ένα προϊόν που μόλις άρχιζε να γίνεται καταναλωτικό φετίχ. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε και συνάντησα ξανά αυτόν τον ψαρά σε μια δημόσια τελετή, ένα μνημόσυνο. Στις δυο δεκαετίες που γνωρίζω τους ψαράδες του Ανατολικού Αιγαίου, εκτός από τους λίγους που συναντώ κάθε τόσο, όλοι οι υπόλοιποι κυμαίνονται ανάμεσα στις δύο άκρες, ανάμεσα στο «ποιος είναι αυτός, κάπου τον ξέρω», έως «τον ξέρω αλλά πώς τον λένε;» κι αυτό το καταλαβαίνεις από τον χρόνο που χρειάζεσαι να τους αναγνωρίσεις, ενδεχομένως από τις βοηθητικές ερωτήσεις στον διπλανό σου.
Εκείνο όμως που σου έρχεται πρώτο είναι όχι η απορία του νου αλλά η συναισθηματική διάθεση: αποστροφή ή τρυφερότητα, απειλή ή νοσταλγία, ενοχές ή διεκδίκηση δικαίωσης. Το παρελθόν δεν έρχεται στο παρόν ως πληροφορία αλλά και ως συναίσθημα, δεν υπάρχει παρελθόν αδιάφορο, που το περιεχόμενό του να είναι μόνο εικόνες, επεισόδια και πληροφορίες. Εχει ενοχές, ανεκπλήρωτα, οργή, προδοσίες φιλίας, αχαριστίες, νοσταλγία. Αλγος. Κι ακόμη τα καλά και τα κακά συναισθήματα σπανίως βρίσκονται σε σχέση αμοιβαιότητας και ανταποδοτικότητας. Εκεί που εσύ τείνεις το χέρι σου και είσαι έτοιμος να ασπασθείς τον άλλο, νιώθεις την αντίσταση και την απώθηση, ή το πικρό ύφος κάτω απ’ το ευγενικό χαμόγελο. Εκεί που τείνεις διστακτικά το χέρι σου, ανταποκρίνονται με σφικτό αγκάλιασμα όπως του ψαρά που μου ανακοίνωσε περιχαρής την επιτυχία των παιδιών του στο στίβο του Εμπορικού Ναυτικού και ότι ο ίδιος εκμεταλλεύεται τα δημοφιλή στους Γάλλους και Ιταλούς ενοικιαζόμενά του που του απέφεραν πολύ περισσότερα από τα μανωμένα δίχτυα.
Ηταν έκδηλη όμως η αναντιστοιχία της μορφής του με τη μνήμη του προσώπου που είχα δει όταν έσκυψε απ’ την κουβέρτα να δει την πορεία των εργασιών και το αγέρωχο βλέμμα του συναντήθηκε με το δικό μου, μέσα από το γυαλί της μάσκας. Δεν θύμιζε σε τίποτα τον ηττημένο ηλικιωμένο με το τρομαγμένο ύφος του σήμερα που προσπαθούσε να υπερασπισθεί το κεκτημένο δικαίωμά του να μην κόβει αποδείξεις στους κουτόφραγκους και διαμαρτύρονταν για τα μπαγιάτικα κουλουράκια γλυκάνισου και το κονιάκ με την πετρελαιοειδή γεύση που προσφέρθηκαν στο μνημόσυνο. Ο χρόνος είναι αμείλικτος και πολυμήχανος στο να μην αφήνει τίποτε ίδιο, ό,τι και να σκαρφιστείς, ό,τι και να κάνεις, ακόμα κι αν τα μάτια σου επαιτούν την αναγνώριση του άλλου, ότι κάποτε αλώνιζες τις ακτές και τους κάβους του νησιού..
Ξαφνικά, κατάλαβα ότι όλα τα πρόσωπα των ψαράδων που έχω συναντήσει, συχνά πρόσωπα που έχουν σβηστεί τα ίχνη τους από τη μνήμη μου, ψαράδες από τους οποίους αναγνωρίζω μόνο μια σκιά από γνώριμο ύφος μέσα από τις αλλαγές που επέφερε ο χρόνος στο πρόσωπο και στο σουλούπι, όλοι αυτοί κουβαλούν και σου αφήνουν όχι ένα διαρκές παρόν ούτε ένα ενιαίο παρελθόν πλεγμένο σαν μίσχος γύρω από ένα μέτρο δεκαετιών, που το μετράς με τις φωτογραφίες από τα ψαρέματά σου με φόντο τα τραβηγμένα τρεχαντήρια του λιμανιού, αλλά είναι παρελθόντα διαφορετικά, σχεδόν ξένα, απωθημένα ή μισοξεχασμένα, όπως τα άλλοτε οικεία πρόσωπα που δύσκολα αναγνωρίζεις τώρα. Καταλαβαίνεις λοιπόν ότι η ιστορία σου δεν είναι μόνο αυτή που σε εμπεριέχει και αναγνωρίζεις αλλά και άλλες που αγνοείς.
Η ετερότητα των ψαράδων, των πολιτισμών του ψαρέματος είναι χειροπιαστή, και κυρίως τη νιώθεις στο στομάχι σου. Η συζήτηση λοιπόν πάνω στην έννοια «της ετερότητας» του παρελθόντος, πάνω στην αναγνώριση της διαφοράς ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν δημιουργεί την ικανότητα να σχετικοποιούμε το παρελθόν της ψαροσύνης και μας εξασφαλίζει τα απαραίτητα αντίδοτα στον νέο-ρομαντισμό που έχει ενσκήψει εσχάτως και τη λατρεία ενός επινοημένου παρελθόντος όπου οι ψαράδες σ’ αυτή τη γωνιά της Μεσογείου δεν έχουν περάσει καταδιώξεις, προσφυγιές, πολέμους, δεν έχουν βιώσει εναλλακτικά την ιδιότητα του ιθαγενούς και του μετανάστη, δεν έχουν εμπειρίες-επομένως και φόβους και προσδοκίες.
Ο άνθρωπος που έβαλε πρώτος στην ατζέντα της συζήτησης το πώς να χειριζόμαστε τις διηρημένες μνήμες των ψαράδων, που τόνισε τη σημασία όχι τι να θυμόμαστε (τεχνικές και ψαρότοποι) αλλά πώς να θυμόμαστε τους ψαράδες, το έκανε, όπως και ο γράφων, για να επεξεργαστεί τις αναμνήσεις ώστε να προλάβει τον μετασχηματισμό της μνήμης σε μια ανεξέλεγκτη συναισθηματική δύναμη που αναζητεί εκδίκηση αντί επούλωση της τραυματικής μνήμης. Ο αείμνηστος Τάσος Ζάππας, το 1972, στο περιοδικό «Αλιεία» θυμάται το τραυματικό περιστατικό που απέμεινε ζωηρό στην ευαίσθητη παιδική του μνήμη με σκοπό να δείξει τα προπολεμικά ψαράδικα ήθη που εφάρμοζαν μερικοί ευέξαπτοι και με υπερτροφικό εγώ ψαράδες:
«-Ενα βράδυ ο πατέρας με πήρε και μένα μαζί του και πήγαμε στη σπηλιά, εκειδά στον κάβο-Τόλια του Νιμποριού. Βάλαμε το απλάδι μας και γυρίσαμε σπίτι. Σε λίγο έφτασε οργισμένος στο ίδιο καρτέρι ένας γείτονάς μας και έριξε μπροστά από το δίχτυ μας, το δικό του δίχτυ. Σαν πήγαμε το πρωί να το σηκώσουμε, ήρθε τρεχάτος, με σύντροφο το γαμπρό του να μας εμβολίσει για να βάλουμε μυαλό! Καταφέραμε να ξεφύγουμε ωστόσο. Επιχείρησε ή μας φοβέρισε τότε να μας ρίξει δυναμίτη. Δεν συγκρατώ αν έριξε ή στάθηκε μόνο στη φοβέρα. Θυμάμαι μονάχα πως η πράξη τούτη έφτασε στα δικαστήρια της Χαλκίδας, όπου ήμουν και μάρτυρας.
Ενα μικρό φοβισμένο παιδί, έξι-εφτά χρονών» Δύο χρόνια μετά ο Τάσος Ζάππας χάνει τον πατέρα του σε ανεξιχνίαστο ατύχημα την ώρα που ψάρευε και δεκατριών χρονών η μοίρα τον είχε κιόλας βάλει παράωρα καπετάνιο στη βάρκα τους, με μοναδικό σύντροφο τον εντεκάχρονο αδελφό του. «Με τη μικρή μας φελούκα είχαμε πάρει απάνου μας το βαρύ χρέος ν’ αναπληρώσουμε τον πατέρα και να θρέψουμε τα μικρά μας αδέρφια. Την ψαροσύνη δε την τράβαγε η καρδιά μου. Για αλλού έβαζε πλώρη ο νους μου κι ας ονειρευόμουν μέρα-νύχτα τη θάλασσα. Όμως δε γινόταν αλλιώτικα. Μ’ αυτό δα το βαρκάκι, που μας είχε αφημένο ο γονιός, ξεθαρρευόμασταν, λογαριάζοντας τους εαυτούς μας μεγάλους, και τραβάγαμε καθημερινά στους μακρινούς κάβους και τα ξερονήσια. Ψαρεύαμε χταπόδια, ψάρια, σαλάχια, με το παραγάδι, το πυροφάνι, το γυαλί. Μαζεύαμε αλάτι και κάπαρη στις ακροθαλασσιές, σκαρφαλώναμε σε γκρέμια να πιάσουμε αγριοπερίστερα..» Ο μεγάλος μας θαλασσογράφος δίνει άφεση αμαρτιών στο τέλος της αφήγησής του σ’ αυτόν που κυνήγησε τον πατέρα του:
«Θεός σχωρέστον, κι αυτόν και τον γαμπρό του, και τον πατέρα μου. Αλαφρό το χώμα εκεί που πέσανε. Ομως, κάνανε το λάθος να πιστεύουνε πως οι ψαρομεριές, τα καρτέρια, αποτελούσαν χτήμα τους, λες και το ‘χανε με συμβόλαιο στην κατοχή τους, όπου κανείς άλλος διχτάς δεν είχε δικαίωμα να πάει να ρίξει δίχτυα κι αν κάποιος παρέβαινε τον αυθαίρετο νόμο που μονάχοι τους είχαν σοφιστεί, πηγαίναν και του ρίχναν μπροστά, κολλητά στο δικό του απλάδι, άλλο, να του το φράξουν, τον τρομοκρατούσαν και τον απειλούσαν με πράξεις βίας, με ξυλοδαρμό, με εμβολισμό και με ποινές ακόμα βαρύτερες και κολάσιμες».
Κάθε μεσημέρι, έτσι και σήμερα θα πάρω τον μικρό από το ολοήμερο δημόσιο σχολείο- κάθε βράδυ προσεύχομαι αυτή η μεγάλη κατάκτηση του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας να μη σβήσει και αυξηθεί ακόμα πιο δραματικά η τεράστια ανισoκατανομή εκπαιδευτικών ευκαιριών- και κατεβαίνουμε με τα πόδια στο λιμανάκι της Δασκαλόπετρας. Προσπαθώ να του εμπνεύσω αγάπη για τη θάλασσα, πονηρά σκεπτόμενος πως εδώ και πολλές δεκαετίες είναι η πιο επικερδής επαγγελματική διέξοδος για τους Χιώτες. Ο πατέρας του, ένας μετανάστης δασκαλάκος, πάντα αντιμετώπιζε με δέος το μισθολογικό βάραθρο που τον χωρίζει απ’ τους Χιώτες μηχανικούς και καπετάνιους, ακόμα και πρωτόμπαρκους και τώρα εύχεται ο γιος του να γλείψει έστω κι ένα κοκαλάκι των πανίσχυρων εταιριών του Χιώτικου εφοπλισμού σαν καμαρότος, μάγειρας ή τζόβενο! Του έχω αγοράσει κι ένα ξύλινο μοντέλο αιγαιοπελαγίτικου τρεχαντηριού απ’ υο οποίο ο μικρός αφαίρεσε τη βάση στήριξης επειδή απαιτούσε να το κολυμπήσει στο λιμανάκι.
Ομως, μόλις το πλεούμενο ρίχθηκε στο νερό ακαριαία μπάταρε και όλες οι προσπάθειες να του προσθέτουμε επιπόλαια έρμα από βότσαλα αποδείχθηκαν φρούδες. Ηταν μια καλή ιδέα για να εντρυφήσουμε στο μέγα κράτος της ναυπηγικής Τέχνης και μια ευκαιρία για εξόρυξη γνώσης από τον Βρονταδούση πολύπειρο ψαρά που συναντήσαμε. Ηταν κατηγορηματικός: «Πρέπει να βρείτε το κέντρο βάρους και να το βαρυδώσετε σταθερά με μολύβι. Το σκαρί έχει πολλές υπερκατασκευές από πάνω». Εκείνες τις μέρες είχε διαδηλώσεις και απεργίες και βρίσκω αφορμή να τον ρωτήσω για το μέλλον της πατρίδας. «-Κουπάκι και ροδάκι!» μου αποκρίνεται σιβυλλικά. Του ζητάω διευκρινίσεις. «-Κουπάκι και ροδάκι! Ξέρεις τι θα πει τούτο;
Τα παλιότερα χρόνια στα νησιά, όταν πήγαινε ο καπετάνιος του σφουγγαράδικου καϊκιού να τσουρμάρει το πλήρωμα που του χρειαζόταν για τη δουλειά του, για να πετύχει καλούς όρους συμφωνίας και να μη δώσει πολύ μερτικό στο ναύτη, του έλεγε: ?- Δε θα ‘χεις πολλή δουλειά στο καΐκι. Μόνο κουπάκι και ροδάκι!? Τα υποκοριστικά όμως αυτά μπορούσανε να ξεγελάσουνε μόνο τους αρχάριους. Οι παλιότεροι είχαν μάθει πια πως «κουπάκι» ήταν ένα τεράστιο κουπί, εφτά μέτρα κι ακόμα, που τους ξεβίδωνε την πλάτη όλη την ημέρα. Το «ροδάκι» πάλι ήταν οι δύο ρόδες της χειροκίνητης αεραντλίας, που δίνει αέρα στον βουτηχτή σαν βρίσκεται στον βυθό. Τη μηχανή αυτή τη δουλεύουν ασταμάτητα και χωρίς να πάρουν ανάσα δύο άντρες. Εργο πολύ κουραστικό και φοβερά υπεύθυνο, αφού από αυτό εξαρτάται η ζωή του βουτηχτή που δουλεύει στον πάτο της θάλασσας. Ωσπου να τελειώσουν απ’ τη μια βάρδια πήγαιναν αλαφιασμένοι στην άλλη. ?Δεν είναι τίποτα. Κουπάκι και ροδάκι!»
Μπροστά στη δύναμη αυτής της αλληγορίας νιώθω την ανάγκη να συνεισφέρω στην κουβέντα ενημερώνοντάς τον για τις τελευταίες εξελίξεις που έρχονται απ’ τις Βρυξέλλες. Του ζητάω να σχολιάσει πώς βλέπει το γεγονός ότι ένα στα τέσσερα ψαροτόπια θα γίνει θαλάσσιο καταφύγιο και ότι η συντεχνία των επαγγελματιών ψαράδων θα παραχωρεί το δικαίωμα στην αλιεία σε μας τους υπόλοιπους με τους δικούς της όρους, όπως πρότεινε η Ελληνίδα Επίτροπος; Με κοίταξε διαπεραστικά:«- Ακουσε Δάσκαλε, μερικοί απ’ το σινάφι βγάζουμε τα μάτια μας μόνοι μας.
Καλή η εμπιστοσύνη αλλά καλύτερος ο έλεγχος. Ο πειρασμός θα είναι μεγάλος στα καταφύγια. Αν οι μηχανότρατες διαβαίνουν από κει με αποσυνδεμένα τα συρματόσκοινα της πόρτας απ’ τα δίχτυα, αν τα δίχτυα έχουν στοιβαχθεί και δεθεί, αν τα παραγάδια είναι δεμένα στο αμπάρι, έχει καλώς. Μην κοροϊδευόμαστε όμως. Η μεγαλύτερη σφαγή γίνεται από τις τράτες. Αν τις υποχρεώσουν, αντί να πετάνε τα ανεπιθύμητα ψάρια στο πέλαγος, να τα φέρνουν και να τα ζυγίζουν στο λιμάνι, θα φρίξετε..»
Για να ελαφρύνει λίγο η κουβέντα του ζητώ να συγκρίνει τη σημερινή κατάσταση των ψαράδων με την παλιότερη. Χαμογελά αινιγματικά: «-Σήμερα είναι άλλοι καιροί. Τα παλιά τα χρόνια η δουλειά ήτανε πολύ σκληρή γιατί οι καιροί δεν επιτρέπανε καθημερινώς να ‘ρχόμαστε στο μέρος που ΄πρεπε κι όταν έκανε αντίθετο καιρό παιδευόμαστε πάρα πολύ. Παγαίναμε όλο με κουπιά, ταλαιπωρούμαστε πάρα πολύ, καΐκια δεν υπήρχαν, υπήρχαν μόνο βαρκούλες, ωραίες όμως κι ελαφριές. Οταν μας έκαμε καιρούς άσχημους τραβούσαμε τις βαρκούλες στην άμμο, επιτόπου μαγειρεύαμε, κάναμε κακαβιά, δηλαδή ψάρια διάφορα, τα βάζαμε στο καζάνι όλα και γινούτανε μια σούπα πολύ ωραία. Και πέντε και δέκα μαζευόμαστε και καθόμαστε μέχρι να πέσει ο καιρός. Το φαγητό του ψαρά είναι ψάρια, καθημερινώς να τρώει ψάρια δε τα βαριέται. Εχει και χταπόδια αλλά τα περισσότερα χταπόδια βγαίνουν από πάνω, στην Εγνούσσα. Τον παλιό καιρό ήταν ο πρώτος μπαρμπουνότοπος αλλά από τότες που ήρθανε οι ανεμότρατες τα καταστρέψανε τα μπαρμπούνια που ‘χε άλλοτε, δεν είναι τίποτε απολύτως τώρα , έχει όμως γόπες χοντρές κοντά στα κλουβιά και μας τις ζητούν οι μανάβηδες του Πειραιά».
Ο γιος μου με τραβά απ’ το μανίκι, μάλλον είναι μικρός για να κατασκευάσει νόημα από μια παρελθοντολογία που θα μπορούσε να ήταν νοσταλγική αν δεν διαποτιζόταν από ένα δυστοπικό μέλλον όπου γιγαντιαίες καλαμόγοπες βόσκουν κάτω από κλουβιά με βαλκανική χωροταξία, που δεν πείθουν για την αειφορία τους ούτε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή πια η οποία δεν δείχνει να ανέχεται στο μέλλον ιχθυοτροφές με βαρύτατο αποτύπωμα άνθρακα. Αν και, για να πούμε τα θετικά, με την διατροφική αυτάρκεια που προσφέρουν οι εταιρίες ιχθυοκαλλιεργειών και υπέρ της οποίας ομνύει η Ευρωπαϊκή Ενωση, εξέλειψε το καταγέλαστο επιχείρημα του άθλιου ψαροκυνηγού που ντουφεκούσε κατά συρροή ανήλικα ροφοειδή «για τη σούπα του παιδιού»? Ε, όχι! Προτιμώ ελληνικό ολόφρεσκο λαυράκι ιχθυοκαλλιέργειας αντί να πιέζω, με χτυπήματα κάτω από τη μέση, τα παράκτια οικοσυστήματα. Άλλωστε έχει να φάει το παιδί αρκετή «τρελή αγελάδα» μέχρι να μεγαλώσει?
Ο Νίκος απογοητευμένος από το μπατάρισμα του τρεχαντηριού, αίφνης αποθύμησε βαρκάδα και αναγαλλιάζω! Να που μπορεί ένας φεμινιστής ψαροντουφεκάς που θέλει να έχει δικαίωμα η γυναίκα του σ’ αυτό που έλεγαν οι Αρχαίοι «καλλιέργεια εαυτού»-αδιάφορο αν πρόκειται για γυμναστήριο ή συνάντηση με φίλες- μπορεί να επιτύχει το κατόρθωμα της προπόνησης. Σε λίγα λεπτά φουσκώνω το συμβατικό φουσκωτάκι, ξεχασμένο στη σκιά μιας πεζότρατας η οποία περιμένει να κοπεί για την επιδότηση. Σε ένα τσουβάλι κάτω απ’ τα αγκυρόσκοινα με περιμένει μια καταδυτική φόρμα με τ’ αλάτια του καλοκαιριού, μια μάσκα κι ένα ζευγάρι βατραχοπέδιλα. Παίρνω κόστα κόστα την παραλία τραβώντας το σκαφίδι με το χέρι ενώ ο μικρός από πίσω μου κρατά ένα κουβαδάκι στο οποίο ο τζαμάς αφαιρώντας τον πάτο έχει στερεώσει ένα πλαστικό γυαλί. Κάθε τόσο ο εξερευνητής παρατηρεί με το γυαλί τη ρηχοτοπιά και ριγά από ενθουσιασμό όταν εμφανίζεται από κάτω του μια άφοβη τσιπουρίτσα, σκαστή από κλουβί.
Οφείλουμε, αγαπητοί αναγνώστες, να είμαστε συγκαταβατικοί με τη νεότητα και να που ο μικρός καπετάνιος δυσανασχετεί με την εικόνα ενός μπαμπά που κάνει μακροβούτια. Δεν θα του χαλάσω δα και το χατίρι, άλλωστε το επίδικο ζήτημα είναι να γυμναστεί η μυϊκή ομάδα που κινητοποιείται στο κολύμπι με βατραχοπέδιλα και αυτό το κριτήριο ικανοποιείται μια χαρά! Ολη αυτή η ιστορία πέρα από ένα ρομαντικό περίπατο, ένα ξεκούραστο, ευχάριστο κολύμπι, απλό, με πρόχειρα μέσα έχει και μια μεγάλη σημασία. Από βραχάκι σε βραχάκι, από καβάκι σε καβάκι, απάνω απ’ τα ήσυχα και καθαρά νερά που έχει σήμερα, κολυμπώ αργά, στέκομαι, χαζεύω τους βυθούς και τέλος αράζω στο βραχάκι της επιλογής μου.
Οπως καταλάβατε μερικοί, σ’ αυτόν τον βράχο, κάτω απ’ το μοναστήρι του Μερσινιδιού, με την πολύτιμη αντιστασιακή δράση των καλογέρων που φυγάδευαν κάτω απ’ τη μύτη των Γερμανών τους Αγγλους με ψαρόβαρκες, πρόκειται να ψαρέψουμε με πεταχτάρια, μέσα στα χρώματα του δειλινού. Και μόνο ένας δύτης μπορεί να κάνει σοφή επιλογή γιατί το μέρος «πρέπει να συγκεντρώνει πολλές αρετές, πολλά προσόντα», όπως λέει κι ο Θέμος Ποταμιάνος. Ο βράχος απαραιτήτως πρέπει να είναι κάπως ομαλός, στρωτός, ούτε πολύ ψηλός ούτε πολύ χαμηλός και αρκετά ευρύχωρος. Αλλιώτικα δεν μπορείς να ξετυλίξεις, ν’ απλώσεις και να ρίξεις το πεταχτάρι, ούτε να καθίσεις αναπαυτικά, ούτε να πάρεις έξω με σιγουριά το πιασμένο ψάρι. Πρέπει επίσης ο βράχος να έχει μπροστά του κατάλληλο βυθό. Απαιτείται βυθός «άσπρος» καθαρός, χωρίς πυκνή βλάστηση, και χωρίς γκρεμνά και χαντάκια και χαραμάδες, για να μην μπλέκει το αγκίστρι κάτω. Απαιτείται βυθός στρωτός, που να μην βαθαίνει απότομα, όλα πράγματα που ξεδιαλύνονται με τη ματιά ενός δύτη.
Στις πλάκες, μπροστά στον μισογκρεμισμένο ταρσανά της μονής, με περιμένει μια υπέροχη έκπληξη. Στην απότομη πλαγιά ενός βράχου που ξενερίζει συναντώ τα ράμματα, κάτι περίεργα θαλασσινά φυτά, με στέλεχος λεπτό, μακρύ μια σπιθαμή και χωρίς διακλαδώσεις, σκέτο γυμνό στέλεχος, χωρίς κλαδιά και φύλλα. Είναι αρκετά όμοια με τα άγρια σπαράγγια, με χρώμα σκούρο καστανό. Φύτρωναν τούφες-τούφες στις ξέρες στα ρηχά αλλά πολλοί ψαράδες μου παραπονιόντουσαν πως έχουν εξαφανιστεί. Εδώ και είκοσι χρόνια, όταν είχα μείνει για ένα χρόνο στα Ψαρά, ο καπετάν- Γιαννακός μου έλεγε ότι στις βόρειες ξέρες χάθηκε αυτό το φυτό, η μαλούπα, το καφέ κοντό φύκι που καθάριζε το γυαλί, όταν γυάλευε για τα μαγιάτικα του Σκώγιου.
Πιο πρόσφατα, ανεκδοτολογικές μαρτυρίες ανεξάρτητων παρατηρητών από τη Λήμνο και τη Μήλο κάνουν λόγο για βράχια σχεδόν γυμνά στα περισσότερα κατρακύλια που ήταν καλυμμένα με το φυτό που οι Κυκλαδίτες αποκαλούν όβρια. Αν το θαλάσσιο αυτό φυτό είχε μειωθεί λόγω της καταστροφής του Τσερνόμπιλ όπως υποστήριζε ο καπετάν-Γιαννακός ή εξαιτίας λεσεψιανού φύκους ή πολύ πιθανόν λόγω επίδρασης της αυξημένης υπεριώδους ακτινοβολίας το σίγουρο είναι ότι υπάρχουν θώκοι- σε σκιερά μέρη, όπως παρατήρησα- που έχουν ανακάμψει. Και θα ήταν κρίμα να συνέβαινε το αντίθετο, όχι μόνο για τον υπέρτατο λόγο της βιοποικιλότητας αλλά και για την αιγαιοπελαγίτικη γαστρονομία αφού τα ράμματα τρώγονται όπως είναι.
Η τραγανή τους σάρκα γίνεται μια νοστιμότατη σαλάτα με λαδόξιδο που έχει μια πολύ ευχάριστη, ιωδιούχα γεύση. Η κορυφαία κουζινογράφος της Κρήτης Μυρσίνη Λαμπράκη, στο βιβλίο της «Τα χόρτα», μας πληροφορεί: Στο δυτικότερο σημείο της Κρήτης, στην Κίσαμο του Ν. Χανίων, οι κάτοικοι όλων των παραλιακών χωριών καταναλώνουν κάθε Μάρτιο και Απρίλιο μεγάλες ποσότητες από ένα είδος μικρού καφέ φυκιού. Το φύκι αυτό, πουλιέται ακόμα και από τους πλανόδιους ψαράδες, ονομάζεται από τους ντόπιους «σαλάτα της θάλασσας» και συχνά μαγειρεύεται με διάφορα θαλασσινά- όστρακα κυρίως- στην κατσαρόλα μαζί με πατάτες.
Σκέφτομαι να μιμηθώ τους Χανιώτες και ξεριζώνω μια χούφτα ράμματα για την βραδινή σαλάτα και για τις ανάγκες της φωτογραφικής τεκμηρίωσης. Ο Νίκος, εζήλωσε φήμη του νεαρού Τζίμ Χώκινς στο αγαπημένο του Νησί των θησαυρών, και σάλταρε με τα παπούτσια στο νερό. Την περιέργειά του αποσπά ο σωρός από φύκια που στοίβαξε το κύμα στην ακρογιαλιά. Περιεργάζεται τους ψύλλους, ψύλλους θαλασσινούς, οι οποίοι μοιάζουν με τους ψύλλους της στεριάς, αλλά είναι τριπλάσιοι στο μπόι. Εχουν χρώμα κοκκινόμαυρο, μεγάλα πόδια και πηδούν όπως οι χερσαίοι ψύλλοι. Ευτυχώς δεν είναι αιμοβόροι, δεν τσιμπούν κι έτσι ο μικρός έχει ξαπλώσει φαρδύς-πλατύς σ’ αυτό το μαλακό ντιβάνι που μυρίζει θάλασσα.
Είναι ώρα να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής, εγώ στα κουπιά και ο Νίκος στην μπρακαρόλα που στην πραγματικότητα είναι μια αλυσίδα. Εχουμε πιστέψει και οι δύο ότι είναι το αλιευτικό εργαλείο με το οποίο οι συνταξιούχοι ναυτικοί της Δασκαλόπετρας εξορμούν προς άγρα χταποδιών. Τις έχουμε δέσει και δυο-τρεις χάνους που πιάσαμε αλλά ιδού, δέκα μέτρα πιο πέρα ο ζωντανός θρύλος στο ψάρεμα χταποδιών του νησιού , ?καπτα?-Κώστας Κουσκουσάκης μας χαιρετά κραδαίνοντας το συνηθισμένο του θήραμα και πρόσω ολοταχώς τον πλησιάζουμε για να πιάσουμε την κουβέντα. Είναι ένας άνθρωπος γεμάτος καλοσύνη και ειλικρίνεια, φιλότιμος, ανοιχτόκαρδος, που σε σκλαβώνει με την ντομπροσύνη του. Οι περισσότεροι ερασιτέχνες έχουμε ελάχιστα ωφεληθεί από τις γνώσεις των μεγάλων μαστόρων του χταποδιού.
Είναι εύλογο γιατί το σινάφι κρατά επίζηλα τα μυστικά του. Ρωτάς απονήρευτα το βράδυ στο μόλο, «κατά πού λέτε να ψαρέψετε αύριο με το καλό», κι ο πονηρός χταποδάς σου απαντάει έτσι, που να σε κάνει, ανυποψίαστα, να πας το πρωί σε τόπο ψαρεμένο, που δεν πρόκειται τίποτα να πιάσεις, ενώ αυτός θα πάει στην αψάρευτη μεριά και θα σοδέψει. Κοιτάζει πάντα να σε παραπλανήσει- έχει κι αυτός τη στρατηγική του- να σε «πουλήσει» και να μείνει μόνος του να ψαρέψει τον τόπο. Ο Τάσος Ζάππας διασώζει ένα ανέκδοτο: «Είχανε ανταμώσει δυο χταποδάδες στον κάβο. Ο ένας, τάχα απονήρευτα, ρώτησε τον άλλο: «-Πώς πάει η πεσκάδα;». Προτού προλάβει όμως ο άλλος, πιο πονηρός χταποδάς, να του αποκριθεί και να τον παραπλανήσει, πετάχτηκε απρόσμενα ο γιος του με την παιδιάστικη αφέλεια και του είπε: «-Δόξα τω Θεώ, καλά πάει. Πιάσαμε χτες στην Καβαλιανή καμιά πενηνταριά οκάδες!». Σαν χωρίστηκαν οι δύο βάρκες, ο γέρος είπε επιτιμητικά: «Βρε δαίμονα, λένε στον λύκο πού είναι τα πρόβατα;».
Ο Κώστας ο Κουσκουσάκης, ζωηρός, εύθυμος, ομιλητικός και χωρατατζής είναι στην τέχνη του χταποδά άφταστος. Μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού εκείνοι που θα μπορούσαν να παραβγούν μαζί του. Ξέρει απέξω κάθε θαλάμι, κάθε φυκιάδα και κάθε πέτρα. Όταν τον συναντώ να γυρίζει τα απογεύματα με τη βάρκα του στους κάβους, αεικίνητο, με ροδαλό πρόσωπο, με κάτι μικρά μάτια ευκίνητα, διαπεραστικά, που μπορούν να διακρίνουν το χταπόδι στα δέκα μέτρα βάθος μου εξομολογείται: «-Ετσι και ανοίξεις την καρδιά σου στη θάλασσα και της δοθείς, δε σ’ αφήνει πια να την αποχωριστείς. Μένεις δεμένος για πάντα κοντά της.
Σάμπως να σου’ χει κάνει μάγια, να σ’ έχει με φίλτρα ποτίσει. Γαντζώνομαι πάνω της σαν όστρακο για να ξεφύγω απ’ την επικράτεια της θνητότητας..» Γιατί ο Kαπτα-Κώστας, η αλήθεια, είναι ιδιοκτήτης του γραφείου τελετών «Αγιος Παύλος», του πλέον δημοφιλούς σε συγγενείς τεθνεώτων ψαράδων και ναυτικών, και γνωρίζει την ισχυρότερη εστία αντίληψης του παρελθόντος και του χρόνου που είναι η διαβατήρια τελετουργία της κηδείας και της ταφής. Το πενθείν είναι μια από τις ισχυρότερες μεταφορές όχι μόνο για την ψυχαναλυτική κουλτούρα αλλά και για την ιστοριογραφία του ψαρέματος. Οι κηδείες είναι ομότροπες με τις ιστορίες που αφηγούμαστε: τελετουργίες απομάκρυνσης των νεκρών από την πόλη. Τους συνοδεύουμε στην τελευταία τους κατοικία γιατί δεν θέλουμε να ξαναγυρνούν ως φαντάσματα ανεξέλεγκτα…
Οταν μας έκαμε καιρούς άσχημους τραβούσαμε τις βαρκούλες στην άμμο, επιτόπου μαγειρεύαμε, κάναμε κακαβιά, δηλαδή ψάρια διάφορα, τα βάζαμε στο καζάνι όλα και γινούτανε μια σούπα πολύ ωραία. Και πέντε και δέκα μαζευόμαστε και καθόμαστε μέχρι να πέσει ο καιρός. Το φαγητό του ψαρά είναι ψάρια, καθημερινώς να τρώει ψάρια δε τα βαριέται.
Τα παλιότερα χρόνια στα νησιά, όταν πήγαινε ο καπετάνιος του σφουγγαράδικου καϊκιού να τσουρμάρει το πλήρωμα που του χρειαζόταν για τη δουλειά του, για να πετύχει καλούς όρους συμφωνίας και να μη δώσει πολύ μερτικό στο ναύτη, του έλεγε: ?- Δε θα ‘χεις πολλή δουλειά στο καΐκι. Μόνο κουπάκι και ροδάκι!
Αν υποχρεώσουν τις τράτες, αντί να πετάνε τα ανεπιθύμητα ψάρια στο πέλαγος, να τα φέρνουν και να τα ζυγίζουν στο λιμάνι, θα φρίξετε..»
Εχουμε πιστέψει και οι δύο ότι είναι το αλιευτικό εργαλείο με το οποίο οι συνταξιούχοι ναυτικοί της Δασκαλόπετρας εξορμούν προς άγρα χταποδιών.
Ξαφνικά, κατάλαβα ότι όλα τα πρόσωπα των ψαράδων που έχω συναντήσει, συχνά πρόσωπα που έχουν σβηστεί τα ίχνη τους από τη μνήμη μου, ψαράδες από τους οποίους αναγνωρίζω μόνο μια σκιά από γνώριμο ύφος μέσα από τις αλλαγές που επέφερε ο χρόνος στο πρόσωπο και στο σουλούπι, όλοι αυτοί κουβαλούν και σου αφήνουν όχι ένα διαρκές παρόν ούτε ένα ενιαίο παρελθόν αλλά παρελθόντα διαφορετικά, σχεδόν ξένα, απωθημένα ή μισοξεχα-σμένα, όπως τα άλλοτε οικεία πρόσωπα που δύσκολα αναγνωρίζεις.
Πηγή : http://www.psarema.info/
Οι ψαράδες, τυχεροί μέσα την ατυχία τους, έδειχναν ατζαμήδες αφού όταν διαπίστωσα πως η κοντή λάμα του καταδυτικού σουγιά δεν έφτανε μέχρι τα ριζά της προπέλας, το πενταμελές πλήρωμα μού πρότεινε ένα στομωμένο κουζινομάχαιρο. Πάνω απ’ όλα όμως, και αυτό έχει σημασία, ήταν γενναιόδωροι. Οταν απελευθέρωσα το σκάφος απ’ τα δεσμά και έσπευσα να απομακρυνθώ άκουσα ένα πλατς από πίσω μου: Ηταν ένας νεαρός εξάκιλος ξιφιός που ενθουσίασε την παλιοσειρά που με κουβάλησε στην ακτή, έναν απλό στρατιώτη σκαπανέα όπως εγώ, ο οποίος όμως διέθετε ένα παλιό φιατάκι, προνόμιο της πολιτικής εργασίας του ως αρχιτέκτονα, πολύτιμο όταν είχαμε κοινή απογευματινή έξοδο. Ο οικογενειάρχης, με τα διπλάσιά μου χρόνια, αγκομαχούσε να σκαρφαλώσει το ανηφορικό μονοπάτι που διέσχιζε το δασωμένο φαράγγι καθώς τον ταλαιπωρούσε η ισχυαλγία των λευκών κολάρων όμως εγκαρτερούσε με την προοπτική της επικείμενης συνάντησής του με τη σύζυγο και τη γλυκύτατη πεντάχρονη κόρη του που θα περιλάμβανε -οπωσδήποτε!- σουβλάκια ξιφία στην τοπική ταβέρνα!
Στη μέση της διαδρομής του ίδιου φαραγγιού, δυο χρόνια μετά, θα συναντούσα μόνος μου αυτή τη φορά, αναπάντεχα, τρεις ένστολους λιμενικούς οι οποίοι είχαν δεχθεί μέρα μεσημέρι καταγγελία για «παράνομο ψάρεμα», η αλήθεια, όχι σπάνιο φαινόμενο εκείνα τα χρόνια που η ρίψη «φωτιάς» είχε κόψει το νήμα της ζωής σε δύο πρόσφατα ατυχήματα δυναμιτιστών. Το γεγονός όμως ότι επέστρεφα από ένα άγονο κολυμπητό ψάρεμα όπου ο μισός χρόνος είχε καταναλωθεί στον καθαρισμό της μάσκας ενός καϊκιού για τον οποίο «διατάχτηκα» από τον ντόπιο αυτή τη φορά, «φεουδάρχη» επαγγελματία, ακούγοντας εκείνη τη φωνή που ήταν μάλλον αυταρχικό κέλευσμα παρά ικεσία τη στιγμή που έβγαινα άψαρος απ’ την παραλία στον μυχό του κόλπου της Αυλωνιάς, αυτό το γεγονός ένιωθα ότι δεν ήταν τυχαίο.
Παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής, πριν βγει απ’ το οπτικό μου πεδίο η εικόνα του καϊκιού με την αποκαταστημένη σβελτάδα, γύρισα σαν τον Λωτ της Παλαιάς Διαθήκης και είδα τον μεσήλικα καπετάνιο να μιλά απορροφημένος, με μια σκυθρωπή, μπορεί και μοχθηρή έκφραση στο κινητό τηλέφωνο, ένα προϊόν που μόλις άρχιζε να γίνεται καταναλωτικό φετίχ. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε και συνάντησα ξανά αυτόν τον ψαρά σε μια δημόσια τελετή, ένα μνημόσυνο. Στις δυο δεκαετίες που γνωρίζω τους ψαράδες του Ανατολικού Αιγαίου, εκτός από τους λίγους που συναντώ κάθε τόσο, όλοι οι υπόλοιποι κυμαίνονται ανάμεσα στις δύο άκρες, ανάμεσα στο «ποιος είναι αυτός, κάπου τον ξέρω», έως «τον ξέρω αλλά πώς τον λένε;» κι αυτό το καταλαβαίνεις από τον χρόνο που χρειάζεσαι να τους αναγνωρίσεις, ενδεχομένως από τις βοηθητικές ερωτήσεις στον διπλανό σου.
Εκείνο όμως που σου έρχεται πρώτο είναι όχι η απορία του νου αλλά η συναισθηματική διάθεση: αποστροφή ή τρυφερότητα, απειλή ή νοσταλγία, ενοχές ή διεκδίκηση δικαίωσης. Το παρελθόν δεν έρχεται στο παρόν ως πληροφορία αλλά και ως συναίσθημα, δεν υπάρχει παρελθόν αδιάφορο, που το περιεχόμενό του να είναι μόνο εικόνες, επεισόδια και πληροφορίες. Εχει ενοχές, ανεκπλήρωτα, οργή, προδοσίες φιλίας, αχαριστίες, νοσταλγία. Αλγος. Κι ακόμη τα καλά και τα κακά συναισθήματα σπανίως βρίσκονται σε σχέση αμοιβαιότητας και ανταποδοτικότητας. Εκεί που εσύ τείνεις το χέρι σου και είσαι έτοιμος να ασπασθείς τον άλλο, νιώθεις την αντίσταση και την απώθηση, ή το πικρό ύφος κάτω απ’ το ευγενικό χαμόγελο. Εκεί που τείνεις διστακτικά το χέρι σου, ανταποκρίνονται με σφικτό αγκάλιασμα όπως του ψαρά που μου ανακοίνωσε περιχαρής την επιτυχία των παιδιών του στο στίβο του Εμπορικού Ναυτικού και ότι ο ίδιος εκμεταλλεύεται τα δημοφιλή στους Γάλλους και Ιταλούς ενοικιαζόμενά του που του απέφεραν πολύ περισσότερα από τα μανωμένα δίχτυα.
Ηταν έκδηλη όμως η αναντιστοιχία της μορφής του με τη μνήμη του προσώπου που είχα δει όταν έσκυψε απ’ την κουβέρτα να δει την πορεία των εργασιών και το αγέρωχο βλέμμα του συναντήθηκε με το δικό μου, μέσα από το γυαλί της μάσκας. Δεν θύμιζε σε τίποτα τον ηττημένο ηλικιωμένο με το τρομαγμένο ύφος του σήμερα που προσπαθούσε να υπερασπισθεί το κεκτημένο δικαίωμά του να μην κόβει αποδείξεις στους κουτόφραγκους και διαμαρτύρονταν για τα μπαγιάτικα κουλουράκια γλυκάνισου και το κονιάκ με την πετρελαιοειδή γεύση που προσφέρθηκαν στο μνημόσυνο. Ο χρόνος είναι αμείλικτος και πολυμήχανος στο να μην αφήνει τίποτε ίδιο, ό,τι και να σκαρφιστείς, ό,τι και να κάνεις, ακόμα κι αν τα μάτια σου επαιτούν την αναγνώριση του άλλου, ότι κάποτε αλώνιζες τις ακτές και τους κάβους του νησιού..
Ξαφνικά, κατάλαβα ότι όλα τα πρόσωπα των ψαράδων που έχω συναντήσει, συχνά πρόσωπα που έχουν σβηστεί τα ίχνη τους από τη μνήμη μου, ψαράδες από τους οποίους αναγνωρίζω μόνο μια σκιά από γνώριμο ύφος μέσα από τις αλλαγές που επέφερε ο χρόνος στο πρόσωπο και στο σουλούπι, όλοι αυτοί κουβαλούν και σου αφήνουν όχι ένα διαρκές παρόν ούτε ένα ενιαίο παρελθόν πλεγμένο σαν μίσχος γύρω από ένα μέτρο δεκαετιών, που το μετράς με τις φωτογραφίες από τα ψαρέματά σου με φόντο τα τραβηγμένα τρεχαντήρια του λιμανιού, αλλά είναι παρελθόντα διαφορετικά, σχεδόν ξένα, απωθημένα ή μισοξεχασμένα, όπως τα άλλοτε οικεία πρόσωπα που δύσκολα αναγνωρίζεις τώρα. Καταλαβαίνεις λοιπόν ότι η ιστορία σου δεν είναι μόνο αυτή που σε εμπεριέχει και αναγνωρίζεις αλλά και άλλες που αγνοείς.
Η ετερότητα των ψαράδων, των πολιτισμών του ψαρέματος είναι χειροπιαστή, και κυρίως τη νιώθεις στο στομάχι σου. Η συζήτηση λοιπόν πάνω στην έννοια «της ετερότητας» του παρελθόντος, πάνω στην αναγνώριση της διαφοράς ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν δημιουργεί την ικανότητα να σχετικοποιούμε το παρελθόν της ψαροσύνης και μας εξασφαλίζει τα απαραίτητα αντίδοτα στον νέο-ρομαντισμό που έχει ενσκήψει εσχάτως και τη λατρεία ενός επινοημένου παρελθόντος όπου οι ψαράδες σ’ αυτή τη γωνιά της Μεσογείου δεν έχουν περάσει καταδιώξεις, προσφυγιές, πολέμους, δεν έχουν βιώσει εναλλακτικά την ιδιότητα του ιθαγενούς και του μετανάστη, δεν έχουν εμπειρίες-επομένως και φόβους και προσδοκίες.
Ο άνθρωπος που έβαλε πρώτος στην ατζέντα της συζήτησης το πώς να χειριζόμαστε τις διηρημένες μνήμες των ψαράδων, που τόνισε τη σημασία όχι τι να θυμόμαστε (τεχνικές και ψαρότοποι) αλλά πώς να θυμόμαστε τους ψαράδες, το έκανε, όπως και ο γράφων, για να επεξεργαστεί τις αναμνήσεις ώστε να προλάβει τον μετασχηματισμό της μνήμης σε μια ανεξέλεγκτη συναισθηματική δύναμη που αναζητεί εκδίκηση αντί επούλωση της τραυματικής μνήμης. Ο αείμνηστος Τάσος Ζάππας, το 1972, στο περιοδικό «Αλιεία» θυμάται το τραυματικό περιστατικό που απέμεινε ζωηρό στην ευαίσθητη παιδική του μνήμη με σκοπό να δείξει τα προπολεμικά ψαράδικα ήθη που εφάρμοζαν μερικοί ευέξαπτοι και με υπερτροφικό εγώ ψαράδες:
«-Ενα βράδυ ο πατέρας με πήρε και μένα μαζί του και πήγαμε στη σπηλιά, εκειδά στον κάβο-Τόλια του Νιμποριού. Βάλαμε το απλάδι μας και γυρίσαμε σπίτι. Σε λίγο έφτασε οργισμένος στο ίδιο καρτέρι ένας γείτονάς μας και έριξε μπροστά από το δίχτυ μας, το δικό του δίχτυ. Σαν πήγαμε το πρωί να το σηκώσουμε, ήρθε τρεχάτος, με σύντροφο το γαμπρό του να μας εμβολίσει για να βάλουμε μυαλό! Καταφέραμε να ξεφύγουμε ωστόσο. Επιχείρησε ή μας φοβέρισε τότε να μας ρίξει δυναμίτη. Δεν συγκρατώ αν έριξε ή στάθηκε μόνο στη φοβέρα. Θυμάμαι μονάχα πως η πράξη τούτη έφτασε στα δικαστήρια της Χαλκίδας, όπου ήμουν και μάρτυρας.
Ενα μικρό φοβισμένο παιδί, έξι-εφτά χρονών» Δύο χρόνια μετά ο Τάσος Ζάππας χάνει τον πατέρα του σε ανεξιχνίαστο ατύχημα την ώρα που ψάρευε και δεκατριών χρονών η μοίρα τον είχε κιόλας βάλει παράωρα καπετάνιο στη βάρκα τους, με μοναδικό σύντροφο τον εντεκάχρονο αδελφό του. «Με τη μικρή μας φελούκα είχαμε πάρει απάνου μας το βαρύ χρέος ν’ αναπληρώσουμε τον πατέρα και να θρέψουμε τα μικρά μας αδέρφια. Την ψαροσύνη δε την τράβαγε η καρδιά μου. Για αλλού έβαζε πλώρη ο νους μου κι ας ονειρευόμουν μέρα-νύχτα τη θάλασσα. Όμως δε γινόταν αλλιώτικα. Μ’ αυτό δα το βαρκάκι, που μας είχε αφημένο ο γονιός, ξεθαρρευόμασταν, λογαριάζοντας τους εαυτούς μας μεγάλους, και τραβάγαμε καθημερινά στους μακρινούς κάβους και τα ξερονήσια. Ψαρεύαμε χταπόδια, ψάρια, σαλάχια, με το παραγάδι, το πυροφάνι, το γυαλί. Μαζεύαμε αλάτι και κάπαρη στις ακροθαλασσιές, σκαρφαλώναμε σε γκρέμια να πιάσουμε αγριοπερίστερα..» Ο μεγάλος μας θαλασσογράφος δίνει άφεση αμαρτιών στο τέλος της αφήγησής του σ’ αυτόν που κυνήγησε τον πατέρα του:
«Θεός σχωρέστον, κι αυτόν και τον γαμπρό του, και τον πατέρα μου. Αλαφρό το χώμα εκεί που πέσανε. Ομως, κάνανε το λάθος να πιστεύουνε πως οι ψαρομεριές, τα καρτέρια, αποτελούσαν χτήμα τους, λες και το ‘χανε με συμβόλαιο στην κατοχή τους, όπου κανείς άλλος διχτάς δεν είχε δικαίωμα να πάει να ρίξει δίχτυα κι αν κάποιος παρέβαινε τον αυθαίρετο νόμο που μονάχοι τους είχαν σοφιστεί, πηγαίναν και του ρίχναν μπροστά, κολλητά στο δικό του απλάδι, άλλο, να του το φράξουν, τον τρομοκρατούσαν και τον απειλούσαν με πράξεις βίας, με ξυλοδαρμό, με εμβολισμό και με ποινές ακόμα βαρύτερες και κολάσιμες».
Κάθε μεσημέρι, έτσι και σήμερα θα πάρω τον μικρό από το ολοήμερο δημόσιο σχολείο- κάθε βράδυ προσεύχομαι αυτή η μεγάλη κατάκτηση του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας να μη σβήσει και αυξηθεί ακόμα πιο δραματικά η τεράστια ανισoκατανομή εκπαιδευτικών ευκαιριών- και κατεβαίνουμε με τα πόδια στο λιμανάκι της Δασκαλόπετρας. Προσπαθώ να του εμπνεύσω αγάπη για τη θάλασσα, πονηρά σκεπτόμενος πως εδώ και πολλές δεκαετίες είναι η πιο επικερδής επαγγελματική διέξοδος για τους Χιώτες. Ο πατέρας του, ένας μετανάστης δασκαλάκος, πάντα αντιμετώπιζε με δέος το μισθολογικό βάραθρο που τον χωρίζει απ’ τους Χιώτες μηχανικούς και καπετάνιους, ακόμα και πρωτόμπαρκους και τώρα εύχεται ο γιος του να γλείψει έστω κι ένα κοκαλάκι των πανίσχυρων εταιριών του Χιώτικου εφοπλισμού σαν καμαρότος, μάγειρας ή τζόβενο! Του έχω αγοράσει κι ένα ξύλινο μοντέλο αιγαιοπελαγίτικου τρεχαντηριού απ’ υο οποίο ο μικρός αφαίρεσε τη βάση στήριξης επειδή απαιτούσε να το κολυμπήσει στο λιμανάκι.
Ομως, μόλις το πλεούμενο ρίχθηκε στο νερό ακαριαία μπάταρε και όλες οι προσπάθειες να του προσθέτουμε επιπόλαια έρμα από βότσαλα αποδείχθηκαν φρούδες. Ηταν μια καλή ιδέα για να εντρυφήσουμε στο μέγα κράτος της ναυπηγικής Τέχνης και μια ευκαιρία για εξόρυξη γνώσης από τον Βρονταδούση πολύπειρο ψαρά που συναντήσαμε. Ηταν κατηγορηματικός: «Πρέπει να βρείτε το κέντρο βάρους και να το βαρυδώσετε σταθερά με μολύβι. Το σκαρί έχει πολλές υπερκατασκευές από πάνω». Εκείνες τις μέρες είχε διαδηλώσεις και απεργίες και βρίσκω αφορμή να τον ρωτήσω για το μέλλον της πατρίδας. «-Κουπάκι και ροδάκι!» μου αποκρίνεται σιβυλλικά. Του ζητάω διευκρινίσεις. «-Κουπάκι και ροδάκι! Ξέρεις τι θα πει τούτο;
Τα παλιότερα χρόνια στα νησιά, όταν πήγαινε ο καπετάνιος του σφουγγαράδικου καϊκιού να τσουρμάρει το πλήρωμα που του χρειαζόταν για τη δουλειά του, για να πετύχει καλούς όρους συμφωνίας και να μη δώσει πολύ μερτικό στο ναύτη, του έλεγε: ?- Δε θα ‘χεις πολλή δουλειά στο καΐκι. Μόνο κουπάκι και ροδάκι!? Τα υποκοριστικά όμως αυτά μπορούσανε να ξεγελάσουνε μόνο τους αρχάριους. Οι παλιότεροι είχαν μάθει πια πως «κουπάκι» ήταν ένα τεράστιο κουπί, εφτά μέτρα κι ακόμα, που τους ξεβίδωνε την πλάτη όλη την ημέρα. Το «ροδάκι» πάλι ήταν οι δύο ρόδες της χειροκίνητης αεραντλίας, που δίνει αέρα στον βουτηχτή σαν βρίσκεται στον βυθό. Τη μηχανή αυτή τη δουλεύουν ασταμάτητα και χωρίς να πάρουν ανάσα δύο άντρες. Εργο πολύ κουραστικό και φοβερά υπεύθυνο, αφού από αυτό εξαρτάται η ζωή του βουτηχτή που δουλεύει στον πάτο της θάλασσας. Ωσπου να τελειώσουν απ’ τη μια βάρδια πήγαιναν αλαφιασμένοι στην άλλη. ?Δεν είναι τίποτα. Κουπάκι και ροδάκι!»
Μπροστά στη δύναμη αυτής της αλληγορίας νιώθω την ανάγκη να συνεισφέρω στην κουβέντα ενημερώνοντάς τον για τις τελευταίες εξελίξεις που έρχονται απ’ τις Βρυξέλλες. Του ζητάω να σχολιάσει πώς βλέπει το γεγονός ότι ένα στα τέσσερα ψαροτόπια θα γίνει θαλάσσιο καταφύγιο και ότι η συντεχνία των επαγγελματιών ψαράδων θα παραχωρεί το δικαίωμα στην αλιεία σε μας τους υπόλοιπους με τους δικούς της όρους, όπως πρότεινε η Ελληνίδα Επίτροπος; Με κοίταξε διαπεραστικά:«- Ακουσε Δάσκαλε, μερικοί απ’ το σινάφι βγάζουμε τα μάτια μας μόνοι μας.
Καλή η εμπιστοσύνη αλλά καλύτερος ο έλεγχος. Ο πειρασμός θα είναι μεγάλος στα καταφύγια. Αν οι μηχανότρατες διαβαίνουν από κει με αποσυνδεμένα τα συρματόσκοινα της πόρτας απ’ τα δίχτυα, αν τα δίχτυα έχουν στοιβαχθεί και δεθεί, αν τα παραγάδια είναι δεμένα στο αμπάρι, έχει καλώς. Μην κοροϊδευόμαστε όμως. Η μεγαλύτερη σφαγή γίνεται από τις τράτες. Αν τις υποχρεώσουν, αντί να πετάνε τα ανεπιθύμητα ψάρια στο πέλαγος, να τα φέρνουν και να τα ζυγίζουν στο λιμάνι, θα φρίξετε..»
Για να ελαφρύνει λίγο η κουβέντα του ζητώ να συγκρίνει τη σημερινή κατάσταση των ψαράδων με την παλιότερη. Χαμογελά αινιγματικά: «-Σήμερα είναι άλλοι καιροί. Τα παλιά τα χρόνια η δουλειά ήτανε πολύ σκληρή γιατί οι καιροί δεν επιτρέπανε καθημερινώς να ‘ρχόμαστε στο μέρος που ΄πρεπε κι όταν έκανε αντίθετο καιρό παιδευόμαστε πάρα πολύ. Παγαίναμε όλο με κουπιά, ταλαιπωρούμαστε πάρα πολύ, καΐκια δεν υπήρχαν, υπήρχαν μόνο βαρκούλες, ωραίες όμως κι ελαφριές. Οταν μας έκαμε καιρούς άσχημους τραβούσαμε τις βαρκούλες στην άμμο, επιτόπου μαγειρεύαμε, κάναμε κακαβιά, δηλαδή ψάρια διάφορα, τα βάζαμε στο καζάνι όλα και γινούτανε μια σούπα πολύ ωραία. Και πέντε και δέκα μαζευόμαστε και καθόμαστε μέχρι να πέσει ο καιρός. Το φαγητό του ψαρά είναι ψάρια, καθημερινώς να τρώει ψάρια δε τα βαριέται. Εχει και χταπόδια αλλά τα περισσότερα χταπόδια βγαίνουν από πάνω, στην Εγνούσσα. Τον παλιό καιρό ήταν ο πρώτος μπαρμπουνότοπος αλλά από τότες που ήρθανε οι ανεμότρατες τα καταστρέψανε τα μπαρμπούνια που ‘χε άλλοτε, δεν είναι τίποτε απολύτως τώρα , έχει όμως γόπες χοντρές κοντά στα κλουβιά και μας τις ζητούν οι μανάβηδες του Πειραιά».
Ο γιος μου με τραβά απ’ το μανίκι, μάλλον είναι μικρός για να κατασκευάσει νόημα από μια παρελθοντολογία που θα μπορούσε να ήταν νοσταλγική αν δεν διαποτιζόταν από ένα δυστοπικό μέλλον όπου γιγαντιαίες καλαμόγοπες βόσκουν κάτω από κλουβιά με βαλκανική χωροταξία, που δεν πείθουν για την αειφορία τους ούτε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή πια η οποία δεν δείχνει να ανέχεται στο μέλλον ιχθυοτροφές με βαρύτατο αποτύπωμα άνθρακα. Αν και, για να πούμε τα θετικά, με την διατροφική αυτάρκεια που προσφέρουν οι εταιρίες ιχθυοκαλλιεργειών και υπέρ της οποίας ομνύει η Ευρωπαϊκή Ενωση, εξέλειψε το καταγέλαστο επιχείρημα του άθλιου ψαροκυνηγού που ντουφεκούσε κατά συρροή ανήλικα ροφοειδή «για τη σούπα του παιδιού»? Ε, όχι! Προτιμώ ελληνικό ολόφρεσκο λαυράκι ιχθυοκαλλιέργειας αντί να πιέζω, με χτυπήματα κάτω από τη μέση, τα παράκτια οικοσυστήματα. Άλλωστε έχει να φάει το παιδί αρκετή «τρελή αγελάδα» μέχρι να μεγαλώσει?
Ο Νίκος απογοητευμένος από το μπατάρισμα του τρεχαντηριού, αίφνης αποθύμησε βαρκάδα και αναγαλλιάζω! Να που μπορεί ένας φεμινιστής ψαροντουφεκάς που θέλει να έχει δικαίωμα η γυναίκα του σ’ αυτό που έλεγαν οι Αρχαίοι «καλλιέργεια εαυτού»-αδιάφορο αν πρόκειται για γυμναστήριο ή συνάντηση με φίλες- μπορεί να επιτύχει το κατόρθωμα της προπόνησης. Σε λίγα λεπτά φουσκώνω το συμβατικό φουσκωτάκι, ξεχασμένο στη σκιά μιας πεζότρατας η οποία περιμένει να κοπεί για την επιδότηση. Σε ένα τσουβάλι κάτω απ’ τα αγκυρόσκοινα με περιμένει μια καταδυτική φόρμα με τ’ αλάτια του καλοκαιριού, μια μάσκα κι ένα ζευγάρι βατραχοπέδιλα. Παίρνω κόστα κόστα την παραλία τραβώντας το σκαφίδι με το χέρι ενώ ο μικρός από πίσω μου κρατά ένα κουβαδάκι στο οποίο ο τζαμάς αφαιρώντας τον πάτο έχει στερεώσει ένα πλαστικό γυαλί. Κάθε τόσο ο εξερευνητής παρατηρεί με το γυαλί τη ρηχοτοπιά και ριγά από ενθουσιασμό όταν εμφανίζεται από κάτω του μια άφοβη τσιπουρίτσα, σκαστή από κλουβί.
Οφείλουμε, αγαπητοί αναγνώστες, να είμαστε συγκαταβατικοί με τη νεότητα και να που ο μικρός καπετάνιος δυσανασχετεί με την εικόνα ενός μπαμπά που κάνει μακροβούτια. Δεν θα του χαλάσω δα και το χατίρι, άλλωστε το επίδικο ζήτημα είναι να γυμναστεί η μυϊκή ομάδα που κινητοποιείται στο κολύμπι με βατραχοπέδιλα και αυτό το κριτήριο ικανοποιείται μια χαρά! Ολη αυτή η ιστορία πέρα από ένα ρομαντικό περίπατο, ένα ξεκούραστο, ευχάριστο κολύμπι, απλό, με πρόχειρα μέσα έχει και μια μεγάλη σημασία. Από βραχάκι σε βραχάκι, από καβάκι σε καβάκι, απάνω απ’ τα ήσυχα και καθαρά νερά που έχει σήμερα, κολυμπώ αργά, στέκομαι, χαζεύω τους βυθούς και τέλος αράζω στο βραχάκι της επιλογής μου.
Οπως καταλάβατε μερικοί, σ’ αυτόν τον βράχο, κάτω απ’ το μοναστήρι του Μερσινιδιού, με την πολύτιμη αντιστασιακή δράση των καλογέρων που φυγάδευαν κάτω απ’ τη μύτη των Γερμανών τους Αγγλους με ψαρόβαρκες, πρόκειται να ψαρέψουμε με πεταχτάρια, μέσα στα χρώματα του δειλινού. Και μόνο ένας δύτης μπορεί να κάνει σοφή επιλογή γιατί το μέρος «πρέπει να συγκεντρώνει πολλές αρετές, πολλά προσόντα», όπως λέει κι ο Θέμος Ποταμιάνος. Ο βράχος απαραιτήτως πρέπει να είναι κάπως ομαλός, στρωτός, ούτε πολύ ψηλός ούτε πολύ χαμηλός και αρκετά ευρύχωρος. Αλλιώτικα δεν μπορείς να ξετυλίξεις, ν’ απλώσεις και να ρίξεις το πεταχτάρι, ούτε να καθίσεις αναπαυτικά, ούτε να πάρεις έξω με σιγουριά το πιασμένο ψάρι. Πρέπει επίσης ο βράχος να έχει μπροστά του κατάλληλο βυθό. Απαιτείται βυθός «άσπρος» καθαρός, χωρίς πυκνή βλάστηση, και χωρίς γκρεμνά και χαντάκια και χαραμάδες, για να μην μπλέκει το αγκίστρι κάτω. Απαιτείται βυθός στρωτός, που να μην βαθαίνει απότομα, όλα πράγματα που ξεδιαλύνονται με τη ματιά ενός δύτη.
Στις πλάκες, μπροστά στον μισογκρεμισμένο ταρσανά της μονής, με περιμένει μια υπέροχη έκπληξη. Στην απότομη πλαγιά ενός βράχου που ξενερίζει συναντώ τα ράμματα, κάτι περίεργα θαλασσινά φυτά, με στέλεχος λεπτό, μακρύ μια σπιθαμή και χωρίς διακλαδώσεις, σκέτο γυμνό στέλεχος, χωρίς κλαδιά και φύλλα. Είναι αρκετά όμοια με τα άγρια σπαράγγια, με χρώμα σκούρο καστανό. Φύτρωναν τούφες-τούφες στις ξέρες στα ρηχά αλλά πολλοί ψαράδες μου παραπονιόντουσαν πως έχουν εξαφανιστεί. Εδώ και είκοσι χρόνια, όταν είχα μείνει για ένα χρόνο στα Ψαρά, ο καπετάν- Γιαννακός μου έλεγε ότι στις βόρειες ξέρες χάθηκε αυτό το φυτό, η μαλούπα, το καφέ κοντό φύκι που καθάριζε το γυαλί, όταν γυάλευε για τα μαγιάτικα του Σκώγιου.
Πιο πρόσφατα, ανεκδοτολογικές μαρτυρίες ανεξάρτητων παρατηρητών από τη Λήμνο και τη Μήλο κάνουν λόγο για βράχια σχεδόν γυμνά στα περισσότερα κατρακύλια που ήταν καλυμμένα με το φυτό που οι Κυκλαδίτες αποκαλούν όβρια. Αν το θαλάσσιο αυτό φυτό είχε μειωθεί λόγω της καταστροφής του Τσερνόμπιλ όπως υποστήριζε ο καπετάν-Γιαννακός ή εξαιτίας λεσεψιανού φύκους ή πολύ πιθανόν λόγω επίδρασης της αυξημένης υπεριώδους ακτινοβολίας το σίγουρο είναι ότι υπάρχουν θώκοι- σε σκιερά μέρη, όπως παρατήρησα- που έχουν ανακάμψει. Και θα ήταν κρίμα να συνέβαινε το αντίθετο, όχι μόνο για τον υπέρτατο λόγο της βιοποικιλότητας αλλά και για την αιγαιοπελαγίτικη γαστρονομία αφού τα ράμματα τρώγονται όπως είναι.
Η τραγανή τους σάρκα γίνεται μια νοστιμότατη σαλάτα με λαδόξιδο που έχει μια πολύ ευχάριστη, ιωδιούχα γεύση. Η κορυφαία κουζινογράφος της Κρήτης Μυρσίνη Λαμπράκη, στο βιβλίο της «Τα χόρτα», μας πληροφορεί: Στο δυτικότερο σημείο της Κρήτης, στην Κίσαμο του Ν. Χανίων, οι κάτοικοι όλων των παραλιακών χωριών καταναλώνουν κάθε Μάρτιο και Απρίλιο μεγάλες ποσότητες από ένα είδος μικρού καφέ φυκιού. Το φύκι αυτό, πουλιέται ακόμα και από τους πλανόδιους ψαράδες, ονομάζεται από τους ντόπιους «σαλάτα της θάλασσας» και συχνά μαγειρεύεται με διάφορα θαλασσινά- όστρακα κυρίως- στην κατσαρόλα μαζί με πατάτες.
Σκέφτομαι να μιμηθώ τους Χανιώτες και ξεριζώνω μια χούφτα ράμματα για την βραδινή σαλάτα και για τις ανάγκες της φωτογραφικής τεκμηρίωσης. Ο Νίκος, εζήλωσε φήμη του νεαρού Τζίμ Χώκινς στο αγαπημένο του Νησί των θησαυρών, και σάλταρε με τα παπούτσια στο νερό. Την περιέργειά του αποσπά ο σωρός από φύκια που στοίβαξε το κύμα στην ακρογιαλιά. Περιεργάζεται τους ψύλλους, ψύλλους θαλασσινούς, οι οποίοι μοιάζουν με τους ψύλλους της στεριάς, αλλά είναι τριπλάσιοι στο μπόι. Εχουν χρώμα κοκκινόμαυρο, μεγάλα πόδια και πηδούν όπως οι χερσαίοι ψύλλοι. Ευτυχώς δεν είναι αιμοβόροι, δεν τσιμπούν κι έτσι ο μικρός έχει ξαπλώσει φαρδύς-πλατύς σ’ αυτό το μαλακό ντιβάνι που μυρίζει θάλασσα.
Είναι ώρα να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής, εγώ στα κουπιά και ο Νίκος στην μπρακαρόλα που στην πραγματικότητα είναι μια αλυσίδα. Εχουμε πιστέψει και οι δύο ότι είναι το αλιευτικό εργαλείο με το οποίο οι συνταξιούχοι ναυτικοί της Δασκαλόπετρας εξορμούν προς άγρα χταποδιών. Τις έχουμε δέσει και δυο-τρεις χάνους που πιάσαμε αλλά ιδού, δέκα μέτρα πιο πέρα ο ζωντανός θρύλος στο ψάρεμα χταποδιών του νησιού , ?καπτα?-Κώστας Κουσκουσάκης μας χαιρετά κραδαίνοντας το συνηθισμένο του θήραμα και πρόσω ολοταχώς τον πλησιάζουμε για να πιάσουμε την κουβέντα. Είναι ένας άνθρωπος γεμάτος καλοσύνη και ειλικρίνεια, φιλότιμος, ανοιχτόκαρδος, που σε σκλαβώνει με την ντομπροσύνη του. Οι περισσότεροι ερασιτέχνες έχουμε ελάχιστα ωφεληθεί από τις γνώσεις των μεγάλων μαστόρων του χταποδιού.
Είναι εύλογο γιατί το σινάφι κρατά επίζηλα τα μυστικά του. Ρωτάς απονήρευτα το βράδυ στο μόλο, «κατά πού λέτε να ψαρέψετε αύριο με το καλό», κι ο πονηρός χταποδάς σου απαντάει έτσι, που να σε κάνει, ανυποψίαστα, να πας το πρωί σε τόπο ψαρεμένο, που δεν πρόκειται τίποτα να πιάσεις, ενώ αυτός θα πάει στην αψάρευτη μεριά και θα σοδέψει. Κοιτάζει πάντα να σε παραπλανήσει- έχει κι αυτός τη στρατηγική του- να σε «πουλήσει» και να μείνει μόνος του να ψαρέψει τον τόπο. Ο Τάσος Ζάππας διασώζει ένα ανέκδοτο: «Είχανε ανταμώσει δυο χταποδάδες στον κάβο. Ο ένας, τάχα απονήρευτα, ρώτησε τον άλλο: «-Πώς πάει η πεσκάδα;». Προτού προλάβει όμως ο άλλος, πιο πονηρός χταποδάς, να του αποκριθεί και να τον παραπλανήσει, πετάχτηκε απρόσμενα ο γιος του με την παιδιάστικη αφέλεια και του είπε: «-Δόξα τω Θεώ, καλά πάει. Πιάσαμε χτες στην Καβαλιανή καμιά πενηνταριά οκάδες!». Σαν χωρίστηκαν οι δύο βάρκες, ο γέρος είπε επιτιμητικά: «Βρε δαίμονα, λένε στον λύκο πού είναι τα πρόβατα;».
Ο Κώστας ο Κουσκουσάκης, ζωηρός, εύθυμος, ομιλητικός και χωρατατζής είναι στην τέχνη του χταποδά άφταστος. Μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού εκείνοι που θα μπορούσαν να παραβγούν μαζί του. Ξέρει απέξω κάθε θαλάμι, κάθε φυκιάδα και κάθε πέτρα. Όταν τον συναντώ να γυρίζει τα απογεύματα με τη βάρκα του στους κάβους, αεικίνητο, με ροδαλό πρόσωπο, με κάτι μικρά μάτια ευκίνητα, διαπεραστικά, που μπορούν να διακρίνουν το χταπόδι στα δέκα μέτρα βάθος μου εξομολογείται: «-Ετσι και ανοίξεις την καρδιά σου στη θάλασσα και της δοθείς, δε σ’ αφήνει πια να την αποχωριστείς. Μένεις δεμένος για πάντα κοντά της.
Σάμπως να σου’ χει κάνει μάγια, να σ’ έχει με φίλτρα ποτίσει. Γαντζώνομαι πάνω της σαν όστρακο για να ξεφύγω απ’ την επικράτεια της θνητότητας..» Γιατί ο Kαπτα-Κώστας, η αλήθεια, είναι ιδιοκτήτης του γραφείου τελετών «Αγιος Παύλος», του πλέον δημοφιλούς σε συγγενείς τεθνεώτων ψαράδων και ναυτικών, και γνωρίζει την ισχυρότερη εστία αντίληψης του παρελθόντος και του χρόνου που είναι η διαβατήρια τελετουργία της κηδείας και της ταφής. Το πενθείν είναι μια από τις ισχυρότερες μεταφορές όχι μόνο για την ψυχαναλυτική κουλτούρα αλλά και για την ιστοριογραφία του ψαρέματος. Οι κηδείες είναι ομότροπες με τις ιστορίες που αφηγούμαστε: τελετουργίες απομάκρυνσης των νεκρών από την πόλη. Τους συνοδεύουμε στην τελευταία τους κατοικία γιατί δεν θέλουμε να ξαναγυρνούν ως φαντάσματα ανεξέλεγκτα…
Οταν μας έκαμε καιρούς άσχημους τραβούσαμε τις βαρκούλες στην άμμο, επιτόπου μαγειρεύαμε, κάναμε κακαβιά, δηλαδή ψάρια διάφορα, τα βάζαμε στο καζάνι όλα και γινούτανε μια σούπα πολύ ωραία. Και πέντε και δέκα μαζευόμαστε και καθόμαστε μέχρι να πέσει ο καιρός. Το φαγητό του ψαρά είναι ψάρια, καθημερινώς να τρώει ψάρια δε τα βαριέται.
Τα παλιότερα χρόνια στα νησιά, όταν πήγαινε ο καπετάνιος του σφουγγαράδικου καϊκιού να τσουρμάρει το πλήρωμα που του χρειαζόταν για τη δουλειά του, για να πετύχει καλούς όρους συμφωνίας και να μη δώσει πολύ μερτικό στο ναύτη, του έλεγε: ?- Δε θα ‘χεις πολλή δουλειά στο καΐκι. Μόνο κουπάκι και ροδάκι!
Αν υποχρεώσουν τις τράτες, αντί να πετάνε τα ανεπιθύμητα ψάρια στο πέλαγος, να τα φέρνουν και να τα ζυγίζουν στο λιμάνι, θα φρίξετε..»
Εχουμε πιστέψει και οι δύο ότι είναι το αλιευτικό εργαλείο με το οποίο οι συνταξιούχοι ναυτικοί της Δασκαλόπετρας εξορμούν προς άγρα χταποδιών.
Ξαφνικά, κατάλαβα ότι όλα τα πρόσωπα των ψαράδων που έχω συναντήσει, συχνά πρόσωπα που έχουν σβηστεί τα ίχνη τους από τη μνήμη μου, ψαράδες από τους οποίους αναγνωρίζω μόνο μια σκιά από γνώριμο ύφος μέσα από τις αλλαγές που επέφερε ο χρόνος στο πρόσωπο και στο σουλούπι, όλοι αυτοί κουβαλούν και σου αφήνουν όχι ένα διαρκές παρόν ούτε ένα ενιαίο παρελθόν αλλά παρελθόντα διαφορετικά, σχεδόν ξένα, απωθημένα ή μισοξεχα-σμένα, όπως τα άλλοτε οικεία πρόσωπα που δύσκολα αναγνωρίζεις.
Πηγή : http://www.psarema.info/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου