Οι τράπεζες ως στρατηγικοί κακοπληρωτές
Του ΚΙΜΠΙ
Οι αριθμοί δεν λένε πάντα την αλήθεια ή δεν λένε όλη την αλήθεια, αλλά μερικές φορές είναι η μοναδική ένδειξη για να καταλάβουμε πού πατάμε και πού βαδίζουμε. Έχουμε και λέμε λοιπόν: βγαίνουν οι διοικήσεις των τραπεζών η μια μετά την άλλη και ανακοινώνουν περιχαρείς αυξήσεις εσόδων από τόκους και προμήθειες 50% και πάνω, αντίστοιχες αυξήσεις κερδών και θηριώδεις μειώσεις των «κόκκινων» δανείων που μένουν στα χαρτοφυλάκιά τους, ξεφορτώνοντας τα σαπάκια στα φαντ και στους σέρβισερς που θα κάνουν τη λοιπή βρομοδουλειά.
Προαναγγέλλουν επίσης, και κάποιες ήδη το έχουν κάνει, την πλήρη επανιδιωτικοποίησή τους, με την περίφημη αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), δηλαδή την πώληση κοψοχρονιά των μεριδίων που έχει το Δημόσιο στις τράπεζες για τα σχεδόν 50 δισ. ευρώ που έβαλε από το 2011 και μετά για τις ανακεφαλαιοποιήσεις τους, δηλαδή τη διάσωσή τους. Το παρουσιάζουν δε αυτό ως μια μείζονα δική τους επιτυχία, λες και τα χρήματα που έβαλε το Δημόσιο και θα πληρωθούν μέχρι τελευταίου σεντ από τους φορολογούμενους μέχρι και το 2060 μ.Χ. κόπηκαν από το περίφημο λεφτόδενδρο, που δεν υπάρχει για κανέναν άλλο πλην του χρηματοπιστωτικού Λεβιάθαν.
Τι μας κόστισαν τα τρία κύματα ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, εκτός από τον πόνο και την καταστροφή που μοίρασαν γενναιόδωρα στην ελληνική κοινωνία, μαζί με τους λοιπούς μνημονιακούς ολετήρες; Τυπικά περίπου 46 δισ. ευρώ, αλλά καθώς έρχεται η ώρα της απο-κεφαλαιοποίησης (αποεπένδυσης) για το Δημόσιο, πρέπει να δούμε τι θα μείνει στο κρατικό ταμείο. Ειδικά όταν συναλλάσσεσαι με τράπεζες και το τελευταίο ευρώ μετράει, σωστά; Σκεφτείτε ότι μπορεί να έχετε έναν ξεχασμένο λογαριασμό από εποχής δραχμής, για παράδειγμα, με ένα υπόλοιπο 90 λεπτών και η καλή τράπεζα να εξακολουθεί να σας στέλνει ενημερώσεις και προειδοποιήσεις απενεργοποίησής του, τόσο λεπτολόγες είναι. Ερχονται λοιπόν δύο αναλυτές του ΚΕΠΕ, που δεν το λες και «δεξαμενή» της μαρξιστικής σκέψης, και κάνουν τον πρώτο αδρό υπολογισμό: α) τα 46 δισ. ευρώ που έχει βάλει το Δημόσιο στις τράπεζες ισοδυναμούν με το 170% των ιδίων κεφαλαίων τους, πράγμα που τις καθιστά «οιονεί Δημόσιο» (θου Κύριε…), β) με βάση τη σημερινή κεφαλαιοποίηση των συστημικών τραπεζών, η πλήρης πώληση των μεριδίων του Δημοσίου σε αυτές το αργότερο μέχρι το 2025 θα φέρει ζημιά πάνω από 40 δισ. ευρώ, μια και τα έσοδα που θα μείνουν στο κρατικό ταμείο δεν θα ξεπερνούν τα 4 δισ. ευρώ, γ) με βάση τη διεθνή εμπειρία και πρακτική στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, ο απολογισμός αυτής της καταστροφής πρέπει να γίνει δημόσια και με πλήρη διαφάνεια. Ακόμη και στις ΗΠΑ, που έδωσαν πολλαπλάσια για να σώσουν όσες τράπεζες δεν άφησαν να χρεοκοπήσουν (σχεδόν 700 δισ. δολάρια), στο τέλος έμεινε κι ένα κέρδος 45 δισ. δολαρίων για το Δημόσιο.
Δεν έχω την παραμικρή ελπίδα και προσδοκία ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, οι ίδιες οι τράπεζες και οι επόπτες τους στη Φρανκφούρτη ή στην Αθήνα, που ζουν τον μύθο του ελληνικού success story, θα μπουν στον κόπο του απολογισμού και καταλογισμού για τη ζημιά που υφίσταται το Δημόσιο, που θα μπορούσε να θεωρηθεί και διασπάθιση δημόσιου χρήματος για την οποία κάποιος/κάποιοι θα έπρεπε να πληρώσουν (εκτός από τους μλκς που θα ξεπληρώνουμε το χρέος). Αλλά αν αυτή είναι μια ηθικά και πολιτικά αποδεκτή συναλλαγή για τον τραπεζικό μας πολιτισμό, δηλαδή το κράτος να δανείζει τις τράπεζες με 46 δισ. και να αποδέχεται τη διαγραφή του 90% της αξίωσής του, ότι δηλαδή με 3-4 δισ. ευρώ πάει, ξόφλησαν οι τράπεζες, γιατί να μην καταστεί αυτό κανόνας και για τα δάνεια των «κόκκινων» δανειοληπτών; Από τα περίπου 100 δισ. «σαπάκια», έναντι των οποίων οι ίδιες οι τράπεζες και τα αντ’ αυτών γεράκια κυνηγάνε νοικοκυριά και περιουσίες, με 10 δισ. ευρώ θα καθάριζαν όλοι, σωστά; Τίμια εξήγηση δεν είναι; Εξάλλου, δεν είναι κρίμα οι αγαπημένες μας τράπεζες, που βλέπουν δολιότητα και σκοτεινούς σχεδιασμούς πίσω από κάθε αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων, να κολλήσουν τη ρετσινιά των κατεξοχήν στρατηγικών κακοπληρωτών της οικονομικής μπανανίας μας;
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Ληστέψανε την τράπεζα
και τι με νοιάζει εμένα
δεν είμαι με κανέναν.
Σου λέω καλά της κάνανε
γιατί μας προκαλούσε...
γεμάτη εκατομμύρια,
ενώ κι ο Θεός πεινούσε!
Περαστικοί, αδιάφορα,
εκάτσαν κι εκοιτούσαν.
Του διευθυντή της οι κοιλιές,
κι αυτούς τους ενοχλούσαν.
Κάποιος πανικοβλήθηκε
μπας κι ήτανε ο γυιος του
κι ο ιδρωμένος λογιστής,
μπας κι ήταν ανεψιός του
κι όσο για τον ταμία
που πήγε ν' αμυνθεί,
όταν αναρωτήθηκε
για ποιον και το γιατί,
«στα τέτοια μου» ψιθύρισε
και γέμισε τις τσάντες.
Παύλος Σιδηρόπουλος, «Άντε... και καλή τύχη μάγκες!»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου