Αννα Ρώτα ( ετών 90 -κόρη και σύζυγος μεταλλεργάτη-κατοικεί στο Μέγα Λιβάδι) Τίτλος : «Μπαίνανε στις στοές και δεν ήξεραν αν θα βγούνε»
« Και ο πατέρας μου ο Πέτρος Λιβάνιος και ο άνδρας μου ο Ανδρέας Ρώτας εργαζόταν στα μεταλλεία της Σερίφου. Ο πατέρας μου δούλευε μέσα κι έξω από τις στοές μέχρι που πήρε σύνταξη. Ηταν πρόεδρος του σωματείου. Ολη μου την ζωή έζησα ακούγοντας για τα μεταλλεία. Θυμάμαι από παιδί τον πατέρα μου να λέει, ότι ο δικός του πατέρας, την ημέρα της ματωμένης απεργίας τον Αύγουστο του 1916- ήταν 16 ετών -δεν του επέτρεψε να κατέβη κάτω στην συγκέντρωση στο Μέγα Λιβάδι γιατί φοβόταν τα επεισόδια.
Όμως αυτός δεν τον άκουσε και πήγε. Ετσι μας διηγούνταν για τους ρουφιάνους της εταιρείας που μέσα από το Διοικητήριο των Γκρόμαν, πυροβολούσαν στον αέρα για εκφοβισμό και τον παπά Γιάννη Ρώτα να σηκώνει έναν σταυρό μπροστά στο εξαγριωμένο πλήθος παρακαλώντας να μην ανατινάξουν το διοικητήριο.. Πολύ θάνατος, πολύ δυστυχία για ένα κομμάτι ψωμί από ήλιο σε ήλιο. Ο κόσμος φοβόταν γιατί γινόταν πολλά δυστυχήματα. Μπαίνανε μέσα στις στοές και δεν ξέρανε αν θα βγούνε. Αγρότης ο πατέρας μου, δεν του έφτανε να ζήσει την οικογένεια. Δούλεψε στα μεταλλεία για ένα κομμάτι ψωμί.. Τότε οι εργάτες ερχόνταν με τα πόδια από τα γύρω χωριά. Όποιος είχε ρολόι δεν τον έπαιρναν στην δουλειά . Από ήλιο σε ήλιο μέχρι την απεργία που καθιέρωσε το 8ωρο.Πριν χαράξει μπαίνανε στις στοές και βγαίνανε μετά την δύση του ήλιου. Τρείς ώρες ποδαρόδρομο. Ξυπνούσαν στη μια τα χαράματα, όταν λαλούσε ο πετεινός. Δεν υπήρχαν ρολόγια. Ξυπνούσε ο ένας τον άλλον. Με βροχή και κρύο κινούσαν με τα πόδια για την δουλειά. Μαζευόντουσαν μπροστά στη στοά όλοι οι εργάτες.
Ο επιστάτης έβγαζε το μπαστούνι –τέτοιες εντολές είχε από τα αφεντικά- και χώριζε τους εργάτες σε αυτούς που ήταν τυχεροί και θα δούλευαν εκείνη την ημέρα και στους άτυχους που θα γυρνούσαν στα σπίτια τους χωρίς μεροκάματο. Αυτά επί Γκρόμαν. Καψώνι κανονικό. Τρείς γενιές Γκρόμαν πέρασαν από την Σέριφο. Σκληρές εποχές.
Εγώ παντρεύτηκα το 1956. Ημουν 23 ετών και ο άνδρας μου 25 .
Ηταν ήδη εργάτης στα μεταλλεία, δούλευε κομπρεσέρ μέσα στις στοές, έσπαγε τις μεγάλες πέτρες. Δύσκολη,κοπιαστική δουλειά. Φοβόμουνα για την ζωή του κάθε πρωί που έφευγε μη και «πετρωθεί». Και «πετρώθηκε» σε άσχημο σημείο τον πρώτο χρόνο του γάμου μας ,ενώ δούλευε το «πιστόλι» μέσα στην γαλαρία. Εσπαγε έναν βράχο. Μαζί του ήταν ο Γιώργος Κουζούπης και ο Αγγελής Λιβάνιος, μεγαλύτεροι του. Ετσι όπως ήταν σκυμμένος μέσα στα σκοτάδια πάνω στην πέτρα, δίπλα του ήταν ένα βαγονέτο γεμάτο μετάλλευμα. Τότε πέφτει ένας βράχος δίπλα του, και όπως ήταν σκυμμένος τον παίρνει ακριβώς από κάτω. Ένα κομμάτι βράχου-πλάκα- πέφτει πάνω στην μια άκρη του βαγονιού , το αναποδογυρίζει και τον παίρνει τον Ανδρέα από κάτω.. Τον «πέτρωσε» και τον έσωσε.
Οι άλλοι δυο «μπαζώθηκαν» από το μετάλλευμα όταν αναποδογύρισε το βαγόνι. Ηταν κάτω από τα μπάζια, δεν σκοτώθηκαν, αλλά ήταν ακινητοποιημένοι και οι δύο, χωρίς να μπορεί να βοηθήσει ο ένας τον άλλον. Το μόνο που κατόρθωσαν ήταν να πιάσουν μια τσάπα ,χτύπησαν έναν σιδερένιο σωλήνα για να φτάσει το μήνυμα του ατυχήματος και σε άλλους εργάτες. Οσοι ήταν έξω από την στοά, κατέβηκαν κάτω για να τους βγάλουν έξω.
Τράβηξαν με δυσκολία τα μπάζια γιατί ήταν σκοτάδι και στενός ο χώρος . Τους βγάλανε έξω στο φως. Ο άνδρας μου ο Ανδρέας ήταν λιπόθυμος και τραυματισμένος .Τον φόρτωσαν σ΄ένα καίκι και τον πήγαν μόνο του στο νοσοκομείο στην Σύρα. Είχε κάταγμα λεκάνης , εκεί τον βρήκε η πέτρα και δεν μπορούσε να σηκωθεί.. Τον μεραφέραμε με δικά μας έξοδα στο «Ασκληπείο» της Βούλας και έμεινε 3 μήνες .Η εταιρεία άφαντη και αδιάφορη. Καμμία αποζημίωση για το ατύχημα .Περπατούσε με πατερίτσες..
Πέρασε από επιτροπή και βγήκε σε σύνταξη στα 26 του χρόνια. Περνούσε κάθε οχτώ μήνες από την επιτροπή, ανεβοκατέβαινε στην Αθήνα με δικά του έξοδα και σε 5 χρόνια του έκοψαν την σύνταξη γιατί του μείωναν συνεχώς το ποσοστό αναπηρίας… Το κάταγμα στην λεκάνη του άφησε μόνιμη αναπηρία ενώ και τα πόδια του δεν τον κρατούσαν.. Αφού το «κόψαν» την σύνταξη, ασχολήθηκε με τις ελαφρές αγροτικές δουλειές και την οικοδομή…
Οσοι Σερφιώτες «πετρώνονταν» ή σκοτωνόντουσαν τους αναζητούσαν οι δικοί τους.
Όμως ξέρεις πόσοι Μυκονιάτες εργάτες έχουν αφήσει τα κόκκαλα τους μέσα στα στοές πάνω από την σκάλα στο Μέγα Λιβάδι, στην περιοχή «Μουντάκι»; Δεν τους βγάζανε έξω να τους θάψουνε. Όταν ερχόταν οι δικοί τους και τους αναζητούσαν η εταιρεία απαντούσε « Α… έχουν φύγει καιρό από εδώ, δεν δούλευαν στα μεταλλεία».Εκρυβαν τους νεκρούς.
Την βλέπεις παιδί μου αυτήν την γκρι λάμπα ασετυλίνης που είναι κρεμασμένη στον τοίχο; Ο κάθε εργάτης είχε την δική του λάμπα ,με νερό και ασετυλίνη και με αυτήν έμπαινε στα σκοτάδια της στοάς. Με δικά τους έξοδα την αγόραζαν οι εργάτες.
. Όταν επέστρεφε από τα μεταλλεία ο Ανδρέας , ήταν μέσα στην μουτζούρα , στο κορμί, στα ρούχα και στα πνευμόνια. Είχε καταπιεί τόση σκόνη .. Μόνο πίκρες έχω να θυμάμαι. Ασε που θέλουν να μας πάρουν και τώρα την γή μας αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία»..
Πηγή :
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου