Του ΚΩΣΤΑ ΡΑΠΤΗ*
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Barack Obama είχε παλαιότερα κατονομάσει τον Τούρκο πρωθυπουργό Tayyip Erdogan ως έναν από τους ξένους ηγέτες με τους οποίους είχε τη στενότερη επικοινωνία. Ωστόσο, τους τελευταίους έξι μήνες οι τουρκο-αμερικανικές σχέσεις είχαν σαφώς μπεί στο ψυγείο.
Οι λόγοι πολλοί: Η άγρια καταστολή του κινήματος του Πάρκου Gezi, η οποία δεν επέτρεπε πλέον την προβολή της Τουρκίας ως “μοντέλου” σύνθεσης του Ισλάμ με τη Δημοκρατία για όλη τη Μέση Ανατολή. Η απροθυμία του Erdogan να προχωρήσει στην αποκατάσταση των σχέσεων της χώρας του με το Ισραήλ, παρά τη “συγγνώμη” Netanyahu για το επεισόδιο του Mavi Marmara, την οποία εκμαίευσε προσωπικά ο Obama. Οι αποκαλύψεις για την στήριξη από την Άγκυρα τζιχαντιστών στη Συρία. Οι συμφωνίες της Τουρκίας με την κουρδική διοίκηση του αυτόνομου βόρειου Ιράκ για εξαγωγή πετρελαίου, ερήμην της κεντρικής κυβέρνησης της Βαγδάτης. Οι υποψίες (που τροφοδοτούσαν τόσο το Ισραήλ όσο και οι Γκιουλενιστές στην Τουρκία) για υπόγεια συνεργασία των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών με το Ιράν, παρά τις αντιτιθέμενες επιδιώξεις των δύο κρατών στην συριακή κρίση. Κυρίως δε, τα σχέδια για αγορά από Τουρκία (χώρα του ΝΑΤΟ) κινεζικών αντιπυραυλικών συστημάτων και μάλιστα από εταιρεία την οποία η Ουάσιγκτον έχει θέσει σε μαύρη λίστα.
Είναι χαρακτηριστική η ευκολία με την οποία ο Erdogan επίρριπτε υπαινικτικά κάθε αμφισβήτησή του στον “υπερατλαντικό δάκτυλο”, φθάνοντας μέχρι του σημείου να απειλεί ότι θα εκδιώξει τον Αμερικανό πρεσβευτή Francis Ricciardone για ανάμιξη στα εσωτερικά της χώρας του.
Και όμως: στις 19 Φεβρουαρίου οι Obama και Erdogan είχαν, με πρωτοβουλία του πρώτου, τηλεφωνική επικοινωνία 90 λεπτών, η οποία, με βάση τις επίσημες ανακοινώσεις του Λευκού Οίκου, μπορεί να περιγραφεί ως “επίθεση γοητείας” για την αποκατάσταση μιας παλαιάς φιλίας.
Το προφανές ερμηνευτικό κλειδί για αυτή την αλλαγή κλίματος είναι η ουκρανική κρίση. Σε μία συγκυρία κατά την οποία δίνεται ολοφάνερα μάχη με τη Μόσχα για τον έλεγχο της Μαύρης Θάλασσας, η Τουρκία ως κλειδοκράτορας των Στενών του Βοσπόρου και χώρα με συμφέροντα στον Καύκασο πρέπει να αναλάβει πλήρως τον παλαιό ψυχροπολεμικό της ρόλο στην περιοχή.
Το στοίχημα είναι μεγάλο, διότι, χωρίς επαρκή κίνητρα η Τουρκία θα μπορούσε να ακολουθήσει την απολύτως αντίθετη κατεύθυνση: να δελεασθεί δηλ. από τον Vladimir Putin στη βάση της ενεργειακής τους συνεργασίας και του κοινού τους φόβου απέναντι στη Δύση, με αποτέλεσμα να προκύψει ο τέλειος για τη Μόσχα αντιπερισπασμός για την προώθηση της επιρροής του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία. Οι λεονταρισμοί του Erdogan ότι η χώρα του θα μπορούσε να προσχηρήσει στον Οργανισμό της Σαγκάης (τον οποίο ίδρυσαν η Ρωσία και η Κίνα) μπορεί να μην είναι τίποτε περισσότερο από ρητορικό ξέσπασμα απέναντι στο βάλτωμα της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας στην Ε.Ε. Όμως η ιστορική εμπειρία δεν επιτρέπει να διαγραφεί το ιστορικό προηγούμενο της συμφωνίας Κεμάλ και μπολσεβίκων το 1921, όταν οι δύο διεθνείς παρίες της εποχής προχώρησαν απέναντι στην Entente σε μια σπάνια στην ιστορία των δύο κρατών σύμπραξη. (Η Ελλάδα είχε τότε αποστείλει το Α΄ Σώμα Στρατού στην Ουκρανία στο πλαίσιο της διεθνούς επέμβασης στον ρωσικό εμφύλιο πόλεμο…).
Δεν είναι τυχαίο ότι η Τουρκία κρατά μέχρι τώρα εξαιρετικά χαμηλούς τόνους ως προς τις ουκρανικές εξελίξεις (σε αντίθεση λ.χ. με τις ηχηρές αντιδράσεις της για την ανατροπή Morsi στην Αίγυπτο). Ούτε ότι ο Αμερικανός αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών William Burns επισκέφθηκε αιφνιδιαστικά την Τουρκία, καθ΄ οδόν προς το Κίεβο.
Το αν ο πολλαπλασιασμός, σε έναν ενδιαφέροντα συγχρονισμό με την ουκρανική κρίση, των καταγγελιών κατά του Erdogan για
διαφθορά πρόκειται να έχει ως αποτέλεσμα την έξωση του Τούρκου
πρωθυπουργού αποτελεί ακόμη ανοικτό ερώτημα – όπως και το αν, σε
περίπτωση πολιτικής επιβίωσής του θα ερμηνεύσει καταλλήλως τα μηνύματα, συντασσόμενος αναφανδόν με το δυτικό στρατόπεδο.
Άλλωστε, η Τουρκία δεν είναι απλώς μία χώρα της Μαύρης Θάλασσας – είναι και χώρα της ευρύτερης Μέσης Ανατολής, συνδυάζοντας και γεωγραφικά τα δύο μεγάλα μέτωπα (Ουκρανία και Συρία) στα οποία εκτυλίσσεται η τρέχουσα μεγάλη γεωπολιτική αντιπαράθεση ΗΠΑ-Ρωσίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι μετά το ναυάγιο της διάσκεψης “Γενεύη 2”, η
ρωσο-αμερικανική συνεννόηση για τη συριακή κρίση αποτελεί παρελθόν, με
τον Ρώσο υπουργό Εξωτερικών Sergey Lavrov να
καταγγέλλει ότι η ΗΠΑ επιλέγουν τη στήριξη των τζιχαντιστών και τους
Αμερικανούς ιθύνοντες να ανακαλύπτουν εκ νέου με δηλώσεις τους την
πιθανότητα μιας “στρατιωτικής επιλογής”.
Εξ ού και η τηλεφωνική συνομιλία Obama-Erdogan αφιερώθηκε όχι μόνο στην ουκρανική αλλά και στη συριακή κρίση, καθώς και στην προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού…
*Πηγή: http://www.capital.gr
Πηγή :
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου