Εκπνέοντος του Αυγούστου, όπως θα λεγε κι ο καθαρευουσιάνος αφηγητής, παραδοσιακές κουβέντες κάθε τέτοια εποχή ήταν τα «που πήγατε ρε», «καλά, αν σου δείξω φωτογραφίες…» ή ακόμα «με τέτοιο μαύρισμα, να κρατάς κουραμπιέ τη νύχτα, για να φαίνεσαι». Όχι, δεν θα επιδοθώ στο διηγώντας τα να κλαις – εξάλλου αρκετοί συμπολίτες μας και φέτος αυτά τα ίδια εκστόμισαν και ανάλογα με το βαθμό συναίσθησης που διέθεταν, επέλεγαν το ύφος και την ένταση της φωνής και των λόγων τους.
Υπήρχαν όμως και βλέμματα, που άδειαζαν με το που έπεφτε η λέξη «διακοπές»… Σ’ έκαναν να νομίζεις πως διέπραττες ύβρη ή τουλάχιστον πως έδειχνες αλαζονεία υπέρμετρη. Ίσως να το χει κι η ίδια η λέξη από τη ρίζα της, από γεννησιμιού της. Μια θειά μου χρησιμοποιούσε τη λέξη «αλλαγή» για τη θερινή απόδραση, πριν φθαρεί από τους πολιτικούς, κι έδινε μεγαλύτερο βάρος στο τοπικό στοιχείο. Για να διακόπτεις κάτι ή από κάτι, σημαίνει πως το ασκείς συνέχεια και επί μεγάλο διάστημα και πως σ’ έχει κουράσει πια ,γι’ αυτό και σταματάς -- για να πάρεις μιαν ανάσα.
Λογικό επόμενο λοιπόν να αδυνατούν ή να δυσκολεύονται να προφέρουν τη λέξη «διακοπές» περίπου ένα εκατομμύριο Συνέλληνες προς το παρόν -- αυτοί που βρίσκονται στο λάκκο των λεόντων της ανεργίας. Δεν μπορούσαν να διακόψουν από αυτό που δεν είχαν κι αν από κάτι θα θελαν να διακόψουν, θα ‘ταν ο εφιάλτης του να σαι οικονομικά ανενεργός και ψυχολογικά περίπου απόβλητος.
Τι να σου πει η άγονη γραμμή, αν έφτασες στα –αντα να περιμένεις τσοντάρισμα από τους γονείς; Πώς να ψαρώσεις από τις πορείες στις ερημίες ακόμη και της Γαύδου, αν έχεις ξεποδαριαστεί στη βία των προσωπικών συνεντεύξεων και των απορρίψεων; Ποιο μπορεί να σου φαίνεται πιο extreme sport από το να μοιράζεις απελπισμένα βιογραφικά ή από το να πρέπει να στηθείς στην ουρά του ΟΑΕΔ;
Βλέμματα άλλαζαν ή άκουγες το αόριστο «κάτι λίγες μέρες, εδώ κοντά, αυθημερόν», κι από εκείνους, που είχαν δουλειά να διακόψουν αλλά η μέτρηση κι επανακαταμέτρηση των μπικικινίων, οδηγούσε σε κατ’ οίκον περιορισμό ή το πολύ σε ημερήσιες εκδρομές – αψευδής μάρτυρας η κίνηση, τις βραδινές ώρες, εθνικών οδών επιστροφής από παραθαλάσσιους προορισμούς.
Πολλοί πλέον αναζητούν μετά μανίας διαφημιστικές καταχωρήσεις Τραπεζών της παλαιάς π.Κ. (προ Κρίσης) εποχής για διακοποδάνεια, όχι τόσο από νοσταλγία για το χαμένο παράδεισο αλλά ως πειστήριο για τις επόμενες γενιές, ότι αυτό το φαινόμενο όντως συνέβη και δεν θα ναι διήγηση γκαγκάν γκαγκάν κανενός παραμυθά παππού στο μέλλον.
Οι δύσκολοι αυτοί χρόνοι δεν θα αφήσουν παρακαταθήκη στους επόμενους Γιώργο Θαλάσση αλλά μόνο Σπίθα.
Τα διλήμματα και οι διαχωριστικές γραμμές της χθεσινής μέρας ήδη μοιάζουν παλιά. Δεν υπάρχει πλέον το μνημονιακός και το αντιμνημονιακός, το αγανακτισμένος και το εφησυχασμένος, το ευρώ ή η δραχμή, το χρωστάω ή δε χρωστάω. Με το τέλος της διακοπής και της θερινής ραστώνης, φαίνεται ήδη η πιο σκληρή διαχωριστική: τη βγάζω ή δεν τη βγάζω. Όσοι τη βγάζουν, ας σεμνύνονται, από έγνοια για τους υπόλοιπους… Όταν το διακύβευμα είναι η επιβίωση και η αξιοπρέπεια, εκείνο το «έλιωσα», που άκουσα από φίλη άνεργη, πολύ λίγη σχέση υποψιάζομαι πως έχει, με τον καύσωνα της πόλης και τις διακοπές, που δεν πήγε.
«Αχ να φυσήξει μια …» που λεγε κι ο στίχος… Κυρίως για εκείνους που δεν πήγαν διακοπές….
http://www.protagon.gr/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου