Του συγγραφέα
Δημήτρη Βαρβαρήγου
«Οι έλληνες σκόρπισαν πάνω στα πράγματα κάποιο ιδιαίτερο φως. Έπλασαν τα αισθητικά και νοητικά πλαίσια, που μέσα τους κινείται και ζει κάθε τέχνη κι επιστήμη άξια να φέρει αυτά τα ονόματα»
Έλληνας φιλόσοφος. Γεννήθηκε στη Σάμο το 341 π.Χ. και πέθανε στην Αθήνα το 270 π.Χ. Το 306 ίδρυσε την ομώνυμη φιλοσοφική σχολή των Επικούριων στην Αθήνα σε μια περιοχή ανάμεσα στο άστυ και την ακαδημία που είχε πολλούς κήπους.
Γι αυτό οι μαθητές του ζούσαν μακριά από την πολιτική ζωή και προσπαθούσαν να πετύχουν τον «ευδαίμονα βίον». Δεν τους απασχολούσαν τα μεταφυσικά προβλήματα για ύπαρξη του θεού ή για τη ζωή πέρα από τον τάφο.
Δίδαξε ότι ο άνθρωπος πρέπει να έχει σκοπό του την πνευματική ηδονή η οποία επεκτείνεται και στο παρελθόν ως ανάμνηση και στο μέλλον ως ελπίδα.
Η πνευματική ηδονή είναι πνευματική ησυχία, χαρακτηριστικό μονάχα των σοφών.
Γι αυτό θεωρεί, ότι προτιμότερο είναι να είναι κανένας δυστυχισμένος με φρόνηση, παρά ευτυχισμένος δίχως φρόνηση. Όπως ο Αριστοτέλης θεωρεί, ότι η ηδονή είναι συνδεδεμένη με την αρετή, γιατί η μία δεν υπάρχει χωρίς την άλλη.
Ως δάσκαλος ήταν δογματικός και ζητούσε από τους μαθητές του να απομνημονεύσουν τα δόγματα του. Ο θάνατος του ήταν διαφορετικός από τον ηρωικό θάνατο του Σωκράτη. Ο Επίκουρος πέθανε προσπαθώντας να ανακουφίσει τους σωματικούς πόνους του, γιατί έπασχε από αγιάτρευτη αρρώστια.
Η φιλοσοφία του έβαλε τη βάση της ατομιστικής αντίληψης, την οποία ξανάφερε ο 17ος και 19ος αιώνας. Ανάμεσα στη φιλοσοφία του Επίκουρου και στις νεότερες υλιστικές θεωρίες υπάρχει διαφορά, που αναφέρεται στην εκτίμηση των μαθηματικών. Ο Επίκουρος απέρριπτε τα μαθηματικά γιατί νόμιζε πως οδηγούν στην ύπαρξη ιδεωδών αντικειμένων.
Σύμφωνα με το Διογένη το Λαέρτιο το σύστημα του Επίκουρου διαιρείται σε τρία σκέλη: το κανονικό το φυσικό και το ηθικό.
Το κανονικό περιέχεται στο σύγγραμμα του «Κανών» όπου η λογική και η γνωσιολογία του Επίκουρου στηριζόταν στο ότι οι αισθήσεις αντικατοπτρίζουν την εξωτερική αντικειμενικότητα.
Η φιλοσοφία της φύσης σύμφωνα με τον Επίκουρο συμβάλει στην ευδαιμονία της ζωής και σαν σκοπό έχει να απαλλάξει τον άνθρωπο από τις μεταφυσικές ανησυχίες. Στο ηθικό, τέλος, μέρος, ανήκει η βασική αρχή, ότι ηδονή είναι η αρχή και το τέλος της ευτυχισμένης ζωής, «του μακαρίως ζην».
Υπήρξε προσωπικότητα με μεγάλη ηθική επιρροή.
Έδινε υψηλή θέση στη φιλία που τον συνέδεε με τους μαθητές του. Οι Επικούριοι με τη διδασκαλία τους για τη φιλία ξεπέρασαν τον ωφελιμισμό και έφτασαν στη φιλανθρωπία. Ένα από τα ηθικά διδάγματα του Επίκουρου: «το να ευεργετεί κανείς είναι περισσότερο ευχάριστο από το να ευεργετείται».
Στο ζήτημα της θρησκείας παραδέχεται ότι υπάρχουν θεοί, που όμως δεν ανακατεύονται στα ανθρώπινα πράγματα.
Δέχεται ότι οι άνθρωποι πρέπει να λατρεύουν τους θεούς, να τους προσφέρουν θυσίες, να παίρνουν αυτούς σαν πρότυπα μακαριότητας και να αυξομειώνονται προς αυτούς.
Γι αυτό θεωρούσε τη φιλοσοφία ως το γιατρικό της ψυχής και την χώρισε σε τρία μέρη: τη λογική, τη φυσική και την ηθική. Από τα έργα του σώζονται τρεις διδακτικές επιστολές προς τον Ηρόδοτο, τον Πυθοκλέα και τον Μενοικέα, 37 βιβλία από το έργο του «Περί φύσεως», ο «Κανών» και πολυάριθμα αποφθέγματα (80 από αυτά βρέθηκαν το 1888 στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού).
Η ηθική του φιλοσοφία επηρέασε ολόκληρη την Ρωμαϊκή φιλοσοφική σκέψη, και στοχαστές όπως, ο Σενέκας και ο Λουκρήτιος, τον θεώρησαν δάσκαλο τους. Η διδασκαλία του κατασυκοφαντήθηκε την Χριστιανική εποχή, που θεώρησε πως η ηδονή για την οποία μιλά ο Επίκουρος είναι η στενά υλική ευχαρίστηση. Η ουσία της σκέψης του Επίκουρου ήρθε στο φως ξανά κατά την Αναγέννηση, όταν διάφοροι μελετητές κατενόησαν τα βαθύτερα νοήματα της διαδοχής του.
Ο Επίκουρος ερμηνεύοντας τη γνήσια ελληνική αντίληψη είπε, «πως οι θεοί μοιάζουν έλληνες και μιλούν ελληνικά και πως μονάχα οι έλληνες μπορούν να φιλοσοφήσουν, να κάμουν δηλαδή επιστήμη. Μ’ αίσθημα θρησκευτικού αγνισμού παραμερίζουν κάθε μη ελληνικό σα βάρβαρο και σαν ασχήμια και βλέπουν στη δική τους ύπαρξη την πεμπτουσία του κόσμου. Απ’ αυτό η ασάλευτη αγάπη σε ότι έχουν για δικό τους στη ζωή, στα γήινα αγαθά, στην ομορφιά, στον πλούτο, στη γη την ίδια. Θέλουν να τα χαρούν όσο βαστάει η ψυχή τους να τα στερεώσουν και να τα πολλαπλασιάσουν».
Όταν ο Επίκουρος λέγει πως η ζωή είναι συμπόσιο, δηλώνει τη βαθύτερη πίστη του λαού του. Μαζί του, με τη ζωή και τα έργα του ελληνικού λαού, έχουμε το αίσθημα από φως, χρώματα και ανοιξιάτικο πρωινό. Και επειδή δεν έχουν στον ίδιο με εμάς βαθμό ιστορική συνείδηση, δηλαδή τη θολή σειρά από αιώνες γεμάτους πόνους και ασχήμιες πίσω τους, πιστεύουν πως όσα βλέπουν και χαίρονται είναι ασάλευτα και αιώνια.
Κάθε τι μεγάλο κι όμορφο κι αληθινό βαστάει απ’ την αρχαία Ελλάδα. Είναι ο ύμνος που ανεβαίνει στο χείλος όσων μυούνται στο αρχαίο πνεύμα, ώστε να καταντάει κοινός τόπος.
Οι έλληνες σκόρπισαν πάνω στα πράγματα κάποιο ιδιαίτερο φως. Έπλασαν τα αισθητικά και νοητικά πλαίσια, που μέσα τους κινείται και ζει κάθε τέχνη κι επιστήμη άξια να φέρει αυτά τα ονόματα.
Δημοκρατία και φυσική, ερμηνεία, δηλαδή, του κόσμου με το λογικό κι από φυσικά αίτια με παραμερισμό κάθε μύθου, κάθε υπερφυσικού, είναι αχώριστα δεμένα και το κατ’ εξοχήν γνώρισμα του έλληνα.
Βιβλιογραφία:
Εγκυκλοπαίδεια ΤΟΜΗ. ΦΑΡΟΣ.
Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΕΣΤΙΑ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου