Η Άννα του Αντώνη του Ξένου.
Μεγάλος αγρότης της εποχής με τέσσερις κόρες, γιο δεν κατάφερε, ούτε το όνομα του να μείνει.
Κοκέτα θα την έλεγε κάποιος,
γυναίκα που “έζησε” θα την πω.
Περιποιημένη μέσα και έξω,
λαμπερή από πάντα, όπως τα φρεσκοβαμμένα νύχια της.
Όλη ιστορίες και μνήμες.
Η Κλαια η Αλβανίδα, που όλο κάτι της ζητά και πάντα πρόθυμα της δίνει.
Η θεία μου η Κική, της γειτονιάς κορίτσι, που ο Γιάννος της γέρασε και δεν ήρθαν το Πάσχα.
Η ανίψια της η Ειρήνη και ο Θεοφίλης που τρέχει στα νοσοκομεία για μια φυάλη αίμα.
Η χαρά της και η λαχτάρα της, ο τζαμάς, ο εξόριστος, ο πρόεδρος, ο άντρας της, ο κυρ Λεφτέρης.
«Παντρεύτηκα έναν άγνωστο» λέει, «…μια καλημέρα μου είπε και με παντρεύτηκε».
Θυμάται τον Λεφτέρη της, με ανθοδέσμη αγκαλιά και χρυσό βραχιόλι, στη γέννηση του μοναχογιού τους, του Γιάννη του Ρεξ.
Της τον στέρησε η χούντα και ακόμα πονάει η κυρα Άννα.
Όπως και ο ίδιος πόνεσε όταν στιγματισμένος της εξορίας, δουλειά δεν βρήκε.
Ήταν τότε που Κυρα Άννα ξεκίνησε να δουλεύει. Μαρίνα Ζέας,
«μπήκα τίποτα, βγήκα τέλεια» λεει.
Ύστερα ήρθε το ξενοδοχείο 5 αστέρων, του Βαρδινογιάννη.
«Μας πήγαιναν με το πούλμαν στους αγώνες, έτσι και Παναθηναϊκός!»
Μεγαλούργησε εκεί, δούλεψε σκληρά, οι φωτογραφίες δείχνουν μια δραστήρια γυναίκα και συνάμα αρχόντισσα.
Γυάρος,
Δραπετσωνα, Φρεατειδα, Σεριφος. Παντού και πουθενά.
Ζωντανή ακόμα, αγέρωχη και όμορφη!
Με σταύρωσε, με γέμισε ευχές και έφυγα…
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου