Γιάννης Σπιλάνης
Η «καυτή πατάτα» βρίσκεται στα χέρια των επιχειρηματιών τουρισμού και του κράτους που πρέπει να συμβάλουν, ο καθένας με βάση τις δικές του αρμοδιότητες, να αντιμετωπίσουν το «hands drain».
Η εμφάνιση του προβλήματος της έλλειψης μεγάλου αριθμού εργαζόμενων από τον τουρισμό, ειδικά μετά από τις πολλαπλές κρίσεις που ζούμε ως χώρα εδώ και περισσότερα από δέκα χρόνια, έπεσε για πολλούς, και ιδιαίτερα για τους τουριστικούς επιχειρηματίες όπως φαίνεται, «ως κεραυνός εν αιθρία». Είναι προφανές ότι δεν είχαν κατανοήσει τον βαθμό σημασίας της επιδείνωσης των όρων εργασίας (μισθού και συνθηκών) ή σκόπιμα δεν ενδιαφέρονταν διότι πίστευαν ότι και στην περίπτωση αυτή θα λειτουργούσε κάποιος αυτοματισμός «απελπισίας» των ανέργων για ευκαιριακή απασχόληση εξαιτίας των σταθερά υψηλών ποσοστών ανεργίας στη χώρα.
Η αβεβαιότητα της δυνατότητας να εργαστούν που επισώρευσε η πανδημία, η απομάκρυνση από τον χώρο μεγάλου τμήματος όσων έβλεπαν τον τουρισμό ως μια ευκαιριακή απασχόληση, αλλά και όσων έβλεπαν ότι τα «καθαρά» έσοδα από την εργασία αυτή συρρικνώνονταν χρόνο με τον χρόνο, φαίνεται ότι τελικά βάρυναν στη τελική επιλογή. Οι Ελληνες επιχειρηματίες του τουρισμού, όπως και πολλοί συνάδελφοί τους ανά τον κόσμο, δεν έχουν αντιληφθεί ότι η χειροτέρευση των συνθηκών εργασίας έχει όρια.
Παρόμοια φαινόμενα «μεγάλης παραίτησης», που εμφανίστηκαν παγκόσμια και όχι μόνο στον τουρισμό, έχουν την ίδια βάση: την προσπάθεια μείωσης του κόστους παραγωγής που έχει γίνει «φετίχ» στην παγκοσμιοποιημένη νεοφιλελεύθερη οικονομία μας.
Και ενώ αυτή η προσέγγιση φαίνεται λογική όταν εξετάζεται από τη σκοπιά της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και προφανώς δικαιολογείται η κάθε προσπάθεια μείωσης κάθε σπατάλης, πώς εξηγείται η ανάθεση σε μια καθαρίστρια να καθαρίζει όχι δέκα αλλά είκοσι δωμάτια σε μια βάρδια που δεν τελειώνει; Βασικό ερώτημα είναι αν η πίεση προς τους εργαζόμενους γίνεται γιατί είναι ο μοναδικός τρόπος επιβίωσης της επιχείρησης ή αν αυτό χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για υπερκέρδη.
Με βάση τα στοιχειώδη οικονομικά, μια επιχείρηση είναι οικονομικά βιώσιμη όταν τα έσοδά της είναι υψηλότερα από τα κόστη, σταθερά και λειτουργικά, αφήνοντας και ένα «εύλογο» ποσοστό κέρδους ως αμοιβή για τη ανάληψη του επιχειρηματικού ρίσκου.
Αν δεν συμβαίνει αυτό, μπορεί να αντιμετωπιστεί είτε με αύξηση της τιμής του πωλούμενου προϊόντος ή υπηρεσίας, είτε με τη μείωση του κόστους παραγωγής. Σε αντίθετη περίπτωση η επιχείρηση θα σωρεύσει ζημιές και θα κλείσει. Το τι τελικά θα επιλέξει η επιχείρηση εξαρτάται από τη θέση της στην αγορά, αφού όταν έχει δεσπόζουσα θέση (π.χ. μονοπώλιο) έχει σχετικά ελεύθερα τα χέρια της να κινηθεί και προς τις δυο κατευθύνσεις και να εξασφαλίσει υπερκέρδη. Η νεοφιλελεύθερη προσέγγιση συνήθως ξεκινά από το δεύτερο και τα πιθανά θύματά της είναι τρία: οι προμηθευτές της, οι εργαζόμενοι της και το περιβάλλον.
Η επιλογή αυτή εμφανίζεται ως η μοναδική όταν η αγορά είναι άκρως ανταγωνιστική και η παραμικρή αύξηση της τιμής πώλησης κινδυνεύει να οδηγήσει σε κατάρρευση των εσόδων.
Ταυτόχρονα η συγκράτηση των τιμών πώλησης «ακούγεται» θετικά στα αυτιά των καταναλωτών που θέλουν να απολαύσουν με το διαθέσιμο εισόδημά τους όσο περισσότερα αγαθά με το μικρότερο δυνατό κόστος, χωρίς να εξετάζουν ποιος «πληρώνει το μάρμαρο». Τελικά μπορεί να είναι άμεσα ο ίδιος ο καταναλωτής λόγω της υποβάθμισης της ποιότητας του προϊόντος, της υποβάθμισης της παροχής υπηρεσίας ή της περιβαλλοντικής υποβάθμισης, αλλά και έμμεσα ο ίδιος ως παραγωγός ή εργαζόμενος άλλης επιχείρησης. Τι συμβαίνει με τον ελληνικό τουρισμό; Εδώ και περισσότερα από είκοσι χρόνια, η ανάπτυξη των προορισμών χαμηλού κόστους εργασίας με το ίδιο τουριστικό προϊόν (του ήλιου, της θάλασσας και της παραλίας – 3S) που έχει η χώρα μας, έχει φέρει σε δύσκολη θέση μεγάλο τμήμα του ελληνικού τουρισμού.
Ετσι ένα ελληνικό resort που προσπαθεί να ανταγωνιστεί το αντίστοιχο στην Τουρκία, την Τυνησία, την Αίγυπτο, τις Μαλδίβες διαθέτει στην αγορά προϊόν στην ίδια τιμή χωρίς να έχει τα ίδια κόστη, είτε προμηθευτών, είτε εργαζόμενων, είτε περιβαλλοντικά. Αποτέλεσμα είναι να εισάγει φτηνά και χειρότερης ποιότητας προϊόντα αντί να χρησιμοποιεί τα τοπικά, να κακοπληρώνει τους εργαζόμενους, εισαγόμενους ή μη, και τέλος να επιβαρύνει το περιβάλλον ώστε να μειώσει το λειτουργικό του κόστος. Υπάρχει λύση;
Η οικονομική επιστήμη δίνει τη λύση (διαφοροποίηση προϊόντος) και η πολιτική οφείλει να την ακολουθήσει. Στην περίπτωση του τουρισμού είναι αυτό που επαναλαμβάνουμε οι επιστήμονες της βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης περί διαφοροποίησης του τουριστικού προϊόντος με την αξιοποίηση των ειδικών συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας (περιβάλλον, πολιτισμός, αγροδιατροφή) για παραγωγή ποιοτικού τουρισμού υψηλής προστιθέμενης αξίας (δηλαδή με ενσωμάτωσης εξειδικευμένης εργασίας).
Επομένως το «μπαλάκι» ή -καλύτερα- η «καυτή πατάτα» βρίσκεται στα χέρια των επιχειρηματιών τουρισμού και του κράτους που πρέπει να συμβάλουν, ο καθένας με βάση τις δικές του αρμοδιότητες, να αντιμετωπίσουν το «hands drain» του τουρισμού. Αρκεί να μη συνεχίσουν να υιοθετούν την άποψη ότι φταίνε οι εργαζόμενοι και η χαμηλή εκπαίδευσή τους (και το ότι πράγματι συμβαίνει είναι δική τους ευθύνη) όπως κάνουν συνολικά σε επίπεδο χώρας, όπου δεν αναγνωρίζουν ότι οι πεντακόσιες χιλιάδες εκπαιδευμένοι νέοι που έφυγαν στην περίοδο της κρίσης γιατί δεν έβρισκαν δουλειά στην Ελλάδα, βρήκαν στις πιο απαιτητικές αγορές του κόσμου.
Οταν αρμενίζουμε στραβά, ας μη θεωρούμε ότι στράβωσε ο γιαλός.
* Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου, δ/ντής Παρατηρητηρίου Βιώσιμου Τουρισμού Αιγαίου
Πηγή : https://www.efsyn.gr/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου