Ήθελα να σου πω μια ιστορία για αυτή τη γυναίκα. Φορούσε εκείνο το ωραίο μαύρο τραγιασκάκι . Συναντηθήκαμε στα goodysμια παγωμένη νυχτιά του Γενάρη
Πολλές φορές καταλάβαινα απο την αφήγησή της ιστορίας της ένιωθε μια μόνιμη απειλή με τη μορφή ενός μοναχικού ύπνου ή των πρωινών που το τραπέζι δε χώρεσε τη δεύτερη κούπα. Είχα την αίσθηση ότι τρόμαζε στην ιδέα ότι κάποτε θα πέσει μέσα στο ίδιο της το σπίτι, σε μια καρέκλα στην κουζίνα ή στο μπάνιο, και θα πρέπει να μείνει εκεί για ώρα, τσαλακωμένη, ματωμένη και σπασμένη, μέχρι κάποιος να αντιληφθεί την απουσία της.
Παρά τη δραματική αυτή ενατένιση του βίου της, δε δίσταζε να παρατηρεί καθημερινά τα μικρά σημάδια ενός επερχόμενου και αόριστου τέλους. Βιαστικοί περαστικοί σε ελάχιστα ίχνη πεζοδρομίου, λεωφορεία γεμάτα αφίσες για χυμούς ή βιταμίνες, δίσκοι με μπέργκερ, κέτσαπ και αναψυκτικό, λεπτά πόδια που καταναλώνουν διαιτητικά μενού, δεκάδες προιόντα προς κατανάλωση στο ίδιο μαγαζί . Στο δρόμο αυτοκίνητα στοιβάζονταν πίσω απ’ ένα φανάρι που έφεγγε κόκκινο.
Απ’ τα ανοιχτά παράθυρα των αυτοκινήτων ιδρώτας, μπουζούκια, μικρογκρίνιες, παράπονα για τις μεταγραφές. Απέναντι στο σουβλατζίδικο μια πίτα αλάδωτη έφερνε γύρες από το δεξί στ’ αριστερό χέρι του μάστορα κι αναρωτιόταν τι σημαίνει για μας το φανάρι να είναι κόκκινο. Σταματάμε ξεκινάμε πεθαίνουμε ακολουθώντας τις οδηγίες. Η σωτηρία βρίσκεται εκεί, αρκεί να αποκωδικοποιήσεις το νόημα στις χιλιάδες πινακίδες. Η πόλη ποτέ δεν κοιμάται Σαν διαπίστωση Τώρα η επιβίωση εξαρτάται από μια ολιγόλεπτη στάση στο περίπτερο. Ίσως αν διαλέξεις τη σωστή μάρκα, τη σωστή τσίχλα.
Τα κοιτούσα όλα αυτά σαν θραύσματα μιας ζωής ξένης, σαν κομμάτια ενός ουδέτερου ονείρου. Το βάδισμά της στον κόσμο έδειχνε ξεκάθαρα ότι ήθελε να κρατήσει μια απόσταση από τα καθημερινά ατυχήματα.οδηγούσε με θάρρος και ηρεμία την μηχανή της εχει τσαγανό μέσα της σκέφτηκα για να οδηγά μηχανή στην ηλικία της Το ήξερα όμως πως δεν ήταν δυνατόν. Δεν υπάρχουν νεράιδες, πλάσματα με γαλάζιο φόρεμα και λευκό μαντήλι που περπατάνε στην άκρη του ποταμού κι ας τις ζητάμε ακόμη ανάμεσα στα άγνωστα πρόσωπα των λεωφόρων. Ευτυχώς εκείνη δεν ήταν φαντασία ή αφήγηση. Ήταν μια γυναίκα όμορφη και αέρινα κουρασμένη απο τα βάσανα της ζωής , με μια ονειρική αφηρημάδα. Ήθελα να σου πω για τον τρόπο που τα δάχτυλά της αγγίζαν απαλά το ποτήρι ή εσένα.
Ήθελα να σου πω ότι αυτό είναι αρκετό.
Ήθελα να σου πω ότι τα βραδια έχουν πια μια αλλόκοτη μυρωδιά. Σα να έρχεται από παντού μια σύγκρουση και να ζητάει την πιθανότητά της. Εδώ και καιρό με έβλεπα κάπως νευρικό..Σοφάκι μου υπεροχο πλάσμα . Ξέρω πως έχουμε γεμίσει ραγισμένες σκέψεις. Ξέρω πως κάτι παίρνει φόρα και σκάει πάνω στα χέρια, πάνω στις λέξεις, πάνω στα μάτια μας. Νιώθω σα να ετοιμαζόμαστε διαρκώς για ένα μακρινό κι υπέροχο ταξίδι που δε θα κάνουμε ποτέ. Σα να βρισκόμαστε πάντα στην εκκίνηση ενός ανεπίσημου crash test. Δεν υπάρχουν όμως πουθενά συντρίμμια ή κραυγές. Το δυστύχημα λοιπόν ήταν πως μάθαμε να αντέχουμε.
Ακόμη κι έτσι όμως, μ’ αρέσει να πιστεύω ότι καθώς οδηγούμε νύχτα στις λεωφόρους, υπάρχουν λόγοι που κρατάνε τις ρόδες μας στην άσφαλτο. Λόγοι όπως η ομορφιά αυτής της γυναίκας ή η πιθανότητα της συνύπαρξης. Ακόμη το παγωμένο αεράκι, που φυσάει σχεδόν μέσα μας να μας καθαρίσει και το ταξίδι, που δε μπορεί, κάποτε θα ξεκινήσει.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου