Τα χρηματιστήρια αποτελούν ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, στο οποίο όταν κάποιος κερδίζει, ένας άλλος χάνει – ενώ το επόμενο βασικό συμπέρασμα είναι πως οι τιμές τόσο των επιχειρήσεων, όσο και των ακινήτων, ακολουθούν μακροπρόθεσμα την εξέλιξη των μισθών.
.
Άρθρο
Στην οικονομία αναφερόμαστε σε «αναπτυξιακούς κύκλους», οι οποίοι χαρακτηρίζονται από ανόδους και καθόδους. Εν προκειμένω μία σημαντική διαπίστωση είναι το ότι, σε έναν αναπτυξιακό ανοδικό κύκλο οι επιχειρήσεις δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας – ενώ τα συνολικά λειτουργικά τους κέρδη αυξάνονται συνήθως ταχύτερα από τους συνολικούς μισθούς.
Ως «λειτουργικά κέρδη» δε ορίζονται τα έσοδα που υπερβαίνουν το κόστος, ενώ δημιουργούνται αποκλειστικά και μόνο στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, χωρίς να υπολογίζονται τα «περιουσιακά εισοδήματα» – για παράδειγμα, αυτά που τυχόν κερδίζονται από τα χρηματιστήρια. Με απλούς οικονομικούς όρους, ο τζίρος αφαιρουμένων του κόστους πωληθέντων (αγορές πρώτων υλών κλπ.), των αποσβέσεων και των μισθών. Εάν δε από αυτά τα λειτουργικά κέρδη δεν αφαιρέσουμε τους φόρους και τους τόκους, τότε αναφερόμαστε στα EBIT (Earnings before Interest and Taxes) μίας επιχείρησης.
Περαιτέρω, αυτό που κατά κανόνα διαπιστώνεται είναι πως οι διακυμάνσεις των κερδών αποτελούν τη βασική αιτία των διακυμάνσεων των συνολικών εισοδημάτων, σε ανοδικούς ή καθοδικούς αναπτυξιακούς κύκλους (ανάπτυξη, ύφεση). Ειδικότερα, σε περιόδους ανάπτυξης το συνολικό μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων αυξάνεται μεν μέσω της ανόδου των μισθών και των προσλήψεων, αλλά πιο αργά από ότι τα κέρδη – ενώ σε περιόδους υφέσεων μειώνεται μεν λόγω της πτώσης των μισθών και των απολύσεων, αλλά επίσης πιο αργά από ότι περιορίζονται τα κέρδη.
Ως εκ τούτου οι διακυμάνσεις του συνολικού μισθολογικού κόστους, σε μακροπρόθεσμες χρονικές περιόδους, είναι σημαντικά μικρότερες από αυτές των συνολικών κερδών των επιχειρήσεων. Σημαντικό ρόλο βέβαια διαδραματίζει η αναδιανομή των εισοδημάτων σε μία οικονομία – όπως είναι οι αυξήσεις των μισθών ανάλογα με την παραγωγικότητα των εργαζομένων, η αναπροσαρμογή του κοινωνικού κράτους μέσω των εισφορών ή των φόρων κοκ.
Συνεχίζοντας, στη Γερμανία ήδη πριν το 1996 τα συνολικά λειτουργικά κέρδη των επιχειρήσεων, σε περιόδους ανάπτυξης, αυξάνονταν γρηγορότερα από ότι οι συνολικοί μισθοί – με εξαίρεση το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1970, πριν το πετρελαϊκό σοκ και τον πληθωρισμό που το ακολούθησε. Το 1996 τώρα ήταν το έτος που τα συνδικάτα και οι εργαζόμενοι συμφώνησαν ανεπίσημα να αποσυνδέσουν τους μέσους μισθούς από την παραγωγικότητα των εργαζομένων – με αποτέλεσμα τα κέρδη των επιχειρήσεων να ακολουθήσουν αντίθετη πορεία (αυξητική), από τους μισθούς.
Στα πλαίσια αυτά, επειδή η μικρότερη άνοδος των μισθών δεν αύξανε την κατανάλωση, οπότε δεν δημιουργούσε μεγαλύτερη εγχώρια αγορά για τις γερμανικές επιχειρήσεις, «αναγκάσθηκαν» να επεκταθούν στο εξωτερικό – ενώ αύξησαν επί πλέον στη μείωση των πραγματικών μισθών την παραγωγικότητα τους για να μπορούν να ανταγωνίζονται τις ξένες εταιρείες, με επενδύσεις σε νέα μηχανήματα και εγκαταστάσεις (πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα).
Ενδιαφέρον βέβαια είναι το ότι, οι ίδιες κινήσεις παρατηρούνται στη χρηματιστηριακή αγορά – η οποία δεν είναι τόσο αποσυνδεδεμένη από την πραγματική οικονομία όσο φαίνεται αλλά, αντίθετα, ακολουθεί τις ίδιες εξελίξεις, με σημαντικά μεγαλύτερα μεγέθη (διακυμάνσεις). Ειδικότερα, σε ανοδικούς αναπτυξιακούς κύκλους η χρηματιστηριακή αξία των επιχειρήσεων αυξάνεται πιο γρήγορα από ότι οι συνολικοί μισθοί – ενώ σε καθοδικούς μειώνεται επίσης ταχύτερα (γράφημα).
Επεξήγηση γραφήματος: Οι συνολικοί μισθοί επηρεάζουν τα χρηματιστήρια (Επιχειρήσεις εκτός τραπεζών στη Γερμανία σε δις €).
Καθαρή προστιθέμενη αξία (βιολετί καμπύλη), Μέση χρηματιστηριακή αξία σε 12μηνη βάση (πορτοκαλί), Μέση χρηματιστηριακή αξία σε τρίμηνη βάση (μαύρη), Συνολικοί μισθοί (ανοιχτό καφέ), Συνολικά κέρδη (γαλάζια). Με γκρίζες στήλες οι υφέσεις.
.
Σε τελική ανάλυση λοιπόν τα χρηματιστήρια αποτελούν ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος – στο οποίο όταν κάποιος κερδίζει, ένας άλλος χάνει. Ένα επόμενο βασικό συμπέρασμα, το οποίο έχουμε αναφέρει πολλές φορές είναι πως οι τιμές τόσο των επιχειρήσεων, όσο και των ακινήτων, ακολουθούν την εξέλιξη των μισθών.
Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι, το έγκλημα που διενεργήθηκε στην Ελλάδα ήταν τεραστίου μεγέθους, αφού η ραγδαία πτώση των μισθών (περί το 40%) προκάλεσε μία ακόμη μεγαλύτερη πτώση των τιμών των μετοχών, των ακινήτων κοκ. – η οποία βέβαια σε μακροπρόθεσμο επίπεδο θα ισορροπήσει γύρω στο 40%.
Περαιτέρω, το ερώτημα που προκύπτει είναι σε σχέση με ποιό οικονομικό μέγεθος οι χρηματιστηριακές αξίες διακυμαίνονται – όπου σύμφωνα με τον W. Buffet το μέγεθος αυτό δεν είναι άλλο από το ΑΕΠ της κάθε χώρας. Στην Ευρώπη όμως, ειδικά σε χώρες όπως η Γερμανία, το μέγεθος αυτό είναι οι συνολικοί μισθοί – κρίνοντας από τις εκάστοτε στατιστικές που υπάρχουν.
Όπως διαπιστώνεται τώρα από το γράφημα (πηγή: makronom), η χρηματιστηριακή αξία των επιχειρήσεων στη Γερμανία μειώθηκε κάτω από τους συνολικούς μισθούς κατά τη διάρκεια της ύφεσης 2001-2003, όπως επίσης στην κρίση του 2008. Το ίδιο συνέβη το 2012/13, όταν τα συνολικά κέρδη των επιχειρήσεων συρρικνώθηκαν βραχυπρόθεσμα. Επειδή βέβαια πρόκειται για στατιστικές παρατηρήσεις, κανένας δεν γνωρίζει εάν θα συνεχίσουν να επαληθεύονται στο μέλλον.
Εάν όμως πράγματι συμβεί τότε, με δεδομένο το ότι σύμφωνα με τα νέα στοιχεία που δημοσίευσε η κεντρική τράπεζα της Γερμανίας η τρίμηνη μέση κεφαλαιοποίηση των επιχειρήσεων της είναι 48% υψηλότερη από τους συνολικούς μισθούς, θα ακολουθήσει σύντομα μία ανάλογα μεγάλη πτώση του DAX.
Οφείλουμε πάντως να σημειώσουμε εδώ πως το μέγεθος αυτό (48%) διαπιστώθηκε στο ζενίθ της τεχνολογικής φούσκας του διαδικτύου τον Απρίλιο του 2000 – χωρίς να ισχυριζόμαστε πως η ιστορία επαναλαμβάνεται, αφού τέτοιου είδους προβλέψεις δεν μπορεί να κάνει κανένας. Εκτός αυτού η πολιτική επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τις αγορές στην Ευρώπη – οπότε πριμοδοτείται η Γερμανία, ως ο de facto ηγεμόνας της.
Εν τούτοις, τα πάντα θα μπορούσαν να αλλάξουν, ενδεχομένως μετά τις γερμανικές εκλογές, εάν τυχόν φοβηθούν οι αγορές – αφού η Γερμανία είναι επίσης ο μεγαλύτερος δανειστής της ηπείρου μας οπότε, στην περίπτωση της εξόδου κάποιας χώρας, όπως της Ιταλίας, οι ζημίες της θα ήταν αντίστοιχα μεγάλες. Αποτελεί γεγονός πάντως το ότι, το χρηματιστήριο της είναι σήμερα υπερτιμημένο κατά περίπου 50% – μεταξύ άλλων λόγω των πακέτων της ΕΚΤ, τα οποία απορροφήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τις γερμανικές επιχειρήσεις και κατέληξαν στις χρηματαγορές.
Q: makronom
Πηγή : http://www.analyst.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου