artmag.gr
Ο Γεράσιμος Ρήγας, σκηνοθέτης των ντοκιμαντέρ «Πάρβας: Άγονη Γραμμή» και «Συνήθειες», μας μιλά για τη δημιουργική διαδικασία των ταινιών αυτών, καθώς και για το μελλοντικό του εγχείρημα - μια ταινία κινουμένων σχεδίων ? αφιέρωμα στον Α. Γρηγορόπουλο.
O Κινηματογράφος ξεκινάει από το ντοκιμαντέρ, δηλαδή η πρώτη ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου είναι ?Η Έξοδος από το εργοστάσιο? και αποτυπώνει την έξοδο των εργατών από το εργοστάσιο τους. Από τότε ο κινηματογράφος και το ντοκιμαντέρ εξελίσονται και καταφέρνουν να μας μεταφέρουν σε διαφορετικούς κόσμους.
Αξίζει να βλέπουμε ντοκιμαντέρ γιατί μας βοηθάνε να γνωρίσουμε διαφορετικούς πολιτισμούς, διαφορετικούς τρόπους σκέψης. Έτσι γνωρίζοντας κάτι που δεν το ξέρουμε μπορούμε να ξεπεράσουμε τους φόβους μας και να αντιμετώπισουμε την ζωή και τον εαυτό μας με περισσότερο θάρρος.
Προς το παρόν η ταινία αυτή, δεν έχει εξασφαλισμένη χρηματοδότηση, λόγω των δύσκολων καιρών που περνάμε και του υψηλού κόστους κατασκευής της. Όπως επίσης και λόγω του ότι σεναριακά δεν είμαστε ακόμη έτοιμοι. Υπάρχουν ακόμη κενά μιας και δεν έχουμε καταφέρει να μάθουμε περισότερα πράγματα από τους ανθρώπους του φιλικού περιβάλλοντος του Α. Γρηγορόπουλου. Τα παιδιά που ήταν μαζί του εκείνο το βράδυ, παρόλο που προσπαθήσαμε πολύ, δυστυχώς δεν ήθελαν να μιλήσουν. Κατά τη διάρκεια της δίκης από την πλευρά της υπεράσπισης του αστυνομικού (Κούγιας-Κορκονέας), υπήρχε μια συνειδητή προσπάθεια να δυσφημίσουν τους μάρτυρες-φίλους του Αλέξανδρου, οπότε από την πλευρά των παιδιών αυτών δημιουργήθηκε μια έντονη καχυποψία. Που βέβαια είναι μια φυσιολογική αντίδραση, αφού μιλάμε για παιδιά 17 ετών. Οπότε προς το παρόν βρισκόμαστε εν αναμονή.
Εάν τελικά προχωρήσει αυτό το project, το σχεδιαστικό κομμάτι θα το κάνει ο Βλαδίμηρος Λεβίδης, που είναι πολύ ταλαντούχος ζωγράφος και φίλος μου, ενώ η εταιρεία που θα αναλάβει τα κινούμενα σχέδια είναι η Time Lapse, σε συνεργασία με κάποια εταιρεία του εξωτερικού πιο έμπειρη στο animation, γιατί θέλουμε να γίνει όσο το δυνατόν πιο άρτιο καλλιτεχνικά και τεχνολογικά. Πάντως προβλέπουμε πως έτσι όπως πάνε τα πράγματα, η παραγωγή δεν θα ξεκινήσει τουλάχιστον για τα επόμενα δύο χρόνια. Θα ήθελα να τονίσω πως επειδή πρόκειται για μια ταινία κινουμένων σχεδίων θα πρέπει πριν ξεκινήσει η παραγωγή να έχει σχεδιαστεί και να έχει γραφτεί η παραμικρή λεπτομέρεια. Ουσιαστικά δηλαδή μιλάμε για την αντίστροφή διαδικάσια από μια ταινία σαν τον Πάρβα, όπου ξεκινάς την παραγωγή και τα γυρισμάτα χωρίς να ξέρεις που θα οδηγηθείς αργότερα.
- Ας μιλήσουμε για τον Πάρβα. Ποια ήταν η έμπνευσή σας; Γιατί γυρίσατε αυτή την ταινία; Ήσασταν παραθεριστής της Αμοργού;
Επισκεπτόμουν την Αμοργό ως απλός παραθεριστής και έτσι είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τον Πάρβα και την οικογένειά του. Αυτή η γνωριμία μου προξένησε ενδιαφέρον, μου έλεγε δηλ. το ένστικτό μου ότι αξίζει να καταγραφεί αυτή η ιστορία. Είδα ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν μια γενναιοδωρία και μια «ανοιχτοσύνη» και δημιουργούσαν μια σχέση εμπιστοσύνης με τους ανθρώπους που πήγαιναν εκεί. Έτσι, μόνος μου το αποφάσισα και πήγα ως εκεί, δεν είχα κάποια βοήθεια. Πήγα απλά για να καταγράψω αυτή την μικρή καθημερινότητα τους, γιατί πίστευα πως μπορεί να έχει μια αξία.
Όταν ξεκινάς μια τέτοιου είδους ταινία, δηλ. το στυλ του σινεμά που λέγεται «κινηματογράφος παρατήρησης», προχωράς ψάχνοντας. Δεν ξέρεις ποτέ τι θα γίνει. Η ταινία, προκύπτει μέσα από τα περιστατικά της ζωής. Στην πορεία βλέπεις τι σε ενδιαφέρει, δηλ. πηγαίνοντας εκεί ανακαλύπτεις τις σχέσεις π.χ. τη σχέση του Πάρβα με το περιβόλι του, με τη γη ή τις μεταξύ τους σχέσεις (ενδοοικογενειακές, κοινωνικές κοκ). Όπως επίσης τυχαία καταγράφεται και ο θάνατος, που είναι και αυτός μέσα στη ζωή. Κατά τη διάρκεια της ταινίας ο Πάρβας πεθαίνει. Όλα αυτά τα στοιχεία, δημιουργούν μια πλοκή κατά κάποιο τρόπο. Οι τέσσερις εποχές, ο θάνατος, η συνέχιση της ζωής μετά τον θάνατο. Ουσιαστικά η ταινία φτιάχνεται στο μοντάζ.
Και οι Συνήθειες με αυτόν τον τρόπο φτιάχτηκαν. Όπως και άλλες παρόμοιες ταινίες, όπως εκείνες της Εύας Στεφανή ή η Αγέλαστος Πέτρα του Φίλιππου Κουτσαφτή, που επίσης δουλεύει με έναν αντίστοιχο τρόπο. Ο τελευταίος π.χ. καταγράφει επί δέκα χρόνια την εξέλιξη της ζωής στην Ελευσίνα. Είναι άλλο το στυλ βέβαια, γιατί εκεί χρησιμοποιεί αφήγηση, παίρνει συνεντεύξεις, κάνει μια δική του κατάθεση. Ουσιαστικά όμως αυτά που περιγράφει έχουν να κάνουν με αυτά που πράγματι συμβαίνουν. Το ίδιο πράγμα είναι και ο Πάρβας, άσχετα αν χρησιμοποιεί άλλη "φόρμα".
- Πόσο καιρό διήρκησαν τα γυρίσματα μέχρι να ολοκληρώσετε την ταινία;
Δέκα με έντεκα μήνες διήρκησε η διαμονή μου στην Αμοργό, από
Ιανουάριο μέχρι Νοέμβριο, και μετά περίπου ένα χρόνο κράτησε το μοντάζ.
Ουσιαστικά δύο χρόνια κράτησε ολόκληρη η προσπάθεια.- Πώς βρίσκετε συνήθως θέματα; Είναι αυτό που λέμε «η έμπνευση της στιγμής» π.χ. διαβάζοντας κάτι που σας ενδιαφέρει; Ποιο μπορεί να είναι το έναυσμα μιας ταινίας και πώς το διερευνάτε;
Τα πιο πολλά θέματα που θέλω να γυρίσω σε ταινία, είναι κοινωνικά θέματα. Πρέπει να σας πω, ότι ένα βασικό πρόβλημα στην Ελλάδα με τα ντοκιμαντέρ αυτού του είδους, είναι ότι αποτελεί μεγάλη δυσκολία να δεχτεί κάποιος να συμμετάσχει σε τέτοιου είδους εγχείρημα. Δηλ. να σου δώσει την πρόσβαση, να μπεις σε έναν χώρο και να αρχίσεις να κινηματογραφείς μια πραγματικότητα. Αν ο Πάρβας είναι μια καλή ταινία και έχει ενδιαφέρον, ο βασικός λόγος είναι ότι ο ίδιος ο άνθρωπος που πρωταγωνιστεί στην ταινία, έχει την ικανότητα να είναι γενναιόδωρος απέναντι σε εμένα ? τον κινηματογραφιστή, αλλά και στον θεατή. Ουσιαστικά να προσφέρει την ζωή του απλόχερα, χωρίς να υπάρχει καχυποψία. Δηλ. υπάρχει αυτή η εμπιστοσύνη ανάμεσα σε εμένα και σε εκείνον και αυτό το πράγμα φαίνεται. Βλέπεις ότι έχει αφεθεί και αυτό για να γίνει είναι πάρα πολύ δύσκολο. Γιατί οι άνθρωποι είναι πολύ καχύποπτοι, έτσι έχουμε μάθει να είμαστε.
Το έναυσμα για τις Συνήθειες ήταν ότι τότε λίγο πριν είχα πάρει κάποια μαθήματα ιστορίας χορού στην Αμερική. Επίσης παρακολουθούσα παραστάσεις χορού και με ενδιέφερε να κάνω κάτι για τον χορό. Η κρατική σχολή χορού είναι πάρα πολύ κοντά στο σπίτι μου και από μικρός έβλεπα τους χορευτές να ανεβοκατεβαίνουν τα σκαλιά στην Ομήρου, περπατώντας με αυτόν τον δικό τους, ιδιαίτερο τρόπο. Έτσι μου δημιουργήθηκε η απορία να δω τι γίνεται μέσα στην σχολή. Ο χορός είναι μια αφηρημένη γλώσσα, που μου προκαλεί το ενδιαφέρον. Αν δούμε π.χ. το ντοκιμαντέρ του Wim Wenders για την Pina Bausch, με την εξέλιξη της τεχνολογίας και το 3D, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον η κινηματογράφηση του χορού.
- Τι ήταν αυτό που κυρίως θέλατε να καταγράψετε αφού βρεθήκατε μέσα στην κρατική σχολή χορού; Την εκπαιδευτική διαδικασία; Τον ψυχικό κόσμο των παιδιών και τις δυσκολίες που ενδεχομένως περνούν, φοιτώντας σε αυτήν;
Υπάρχει στην ταινία το εκπαιδευτικό κομμάτι, δηλ. η σχέση των δασκάλων με τους μαθητές και το πώς προσπαθούν να περάσουν τη γνώση που έχουν αποκτήσει ως παλιότεροι χορευτές στους νεότερους. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον επίσης ότι η σχολή αυτή είναι σαν το σπίτι τους, δηλ. σχεδόν ζουν μέσα σε αυτήν. Κοιμούνται, ξεκουράζονται, δεν είναι σαν τους κλασσικούς φοιτητές που πάνε π.χ. στη Νομική παρακολουθούν ένα μάθημα και φεύγουν αμέσως. Εκεί η σχέση είναι πιο «σωματική». Παρά τις αντιξοότητες, τις αβεβαιότητες, τον σωματικό πόνο που αντιμετωπίζουν καθημερινά, συνεχίζουν να κοπιάζουν για να γίνουν χορευτές. Έχει όμως και ο ίδιος ο χορός πρωταγωνιστικό ρόλο, δηλ το πώς προσπαθούν να μάθουν τις χορογραφίες, πώς χρησιμοποιούν το σώμα τους για να διηγηθούν μια ιστορία μου φαίνεται πολύ αφαιρετικό και σύγχρονο. Ο χορός είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες τέχνες πλέον, βρίσκεται στην αιχμή των πραγμάτων, όπως ήταν άλλοτε η ζωγραφική κ? η μουσική. Χορογράφοι όπως οι Pina Bausch, Maguy Marin κλπ έχουν πολύ ενδιαφέρον να τους παρακολουθείς.
- Στην κρατική σχολή χορού φαντάζομαι πως θα ήταν πιο δεκτικοί σαν καλλιτέχνες να "εισβάλετε" στον χώρο τους και να τους κινηματογραφήσετε. Πώς αποφεύγετε τον κίνδυνο όμως του να «βγουν στημένοι»;
Δουλεύουν πάρα πολύ, ασκούνται απ? το πρωί ως το βράδυ. Ενώ κάνουν π.χ. μάθημα μπαλέτου, πρέπει να είναι τρομερά συγκεντρωμένοι, στο πώς κάνουν, αυτό που κάνουν. Οπότε αυτές οι συνθήκες είναι ιδανικές, γιατί ο άλλος ξεχνά την παρουσία της κάμερας. Είναι συγκεντρωμένοι στον εαυτό τους, ακούγοντας τον δάσκαλό τους, κοιτάζοντας τον εαυτό τους στον καθρέπτη κλπ. Βέβαια όλα γίνονται πολύ διακριτικά, αφού μόνο εγώ χειρίζομαι την κάμερα και τον ήχο, δεν υπάρχει ολόκληρο συνεργείο. Πρέπει να υπάρχει και μια χημεία φυσικά, να καταφέρει κανείς να "κατακτήσει" όλη αυτή την ατμόσφαιρα, χωρίς να μπλέξει στα πόδια των άλλων. Αλλιώς δεν θα τον αφήσουν να ολοκληρώσει αυτό που θέλει να κάνει. Είναι μια αρκετά δύσκολη διαδικασία, αλλά κάνοντας κανείς τέτοιες ταινίες, αποκτά την απαραίτητη εμπειρία. Πράγμα που θα ήθελα να συνεχίσω να κάνω, απλά βλέπω ότι στην Ελλάδα είναι πάρα πολύ δύσκολο το θέμα της πρόσβασης, να δεχτούν δηλ. οι άνθρωποι να συμμετέχουν.
- Σκέφτεστε να κάνετε κάτι στο εξωτερικό, όπου ενδεχομένως να υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων;
Θα συνεχίσω την προσπάθεια μου να κάνω ντοκιμαντέρ εδώ, αλλά αυτή την περίοδο θα προσπαθήσω να κάνω ταινίες μυθοπλασίας. Η ταινία για τον Α. Γρηγορόπουλο είναι στα όρια μεταξύ του ντοκιμαντέρ και της μυθοπλασίας, δηλ. παίρνει στοιχεία απ? την πραγματικότητα, αλλά δεν είναι ένα κλασικό ντοκιμαντέρ, όπως είναι π.χ. ο Πάρβας ή οι Συνήθειες.
- Γιατί διαλέγετε να κάνετε τόσο ρεαλιστικές ταινίες, όπως είναι ο Πάρβας και οι Συνήθειες;
Οι ταινίες που μου αρέσουν ενέχουν πάντα έναν ρεαλισμό, δηλ. θέλω όταν τις βλέπω να με μεταφέρουν σε έναν κόσμο με ρεαλιστικό τρόπο. Αυτό ισχύει για παράδειγμα τόσο για "Το Κουτί" μια ταινία μικρού μήκους της Εύας Στεφανή όσο και για το "8 ½ "του Φελλίνι. . Το 8 ½ του Φελίνι, στην πραγματικότητα είναι μια ταινία που μας μεταφέρει στον "κόσμο" του Φελίνι -τον οποίο υποδύεται ο Μαστρογιάννι- δηλ. στα όνειρά του, στις φαντασιώσεις, στο παρελθόν, στο παρόν του κλπ με ρεαλιστικό τρόπο.
Όταν ξεκίνησα να ασχολούμαι με το ντοκιμαντέρ με ενδιέφερε η κοινωνική πραγματικότητα και νομίζω πως μέσα από τον ρεαλισμό, μπορώ να τη δείξω. Για παράδειγμα οι Συνήθειες, γυρίστηκαν το 2004, τη χρονιά των Ολυμπιακών Αγώνων.
Σε μια συγκεκριμένη σκηνή, μια τυφλή κοπέλα περπατά στη Σκουφά, κάτω από την κρατική σχολή χορού. Η οποία δεν μπορεί να περπατήσει ούτε δέκα μέτρα, γιατί πέφτει πάνω σε τραπέζια μπαρ, καφάσια, τρύπες στα σπασμένα πεζοδρόμια κλπ.
Αυτή η σκηνή υπάρχει στην ταινία, γιατί μια από τις χορογραφίες του Μάρκ Μόρρις που κάνουν στη σχολή χορού είναι για ένα τυφλό κορίτσι που χορεύει. Την ίδια στιγμή η Ελλάδα διοργανώνει τους Ολυμπιακούς και Παραολυμπιακούς Αγώνες. Απ΄ τη μια δηλ. ξοδεύονται τεράστια χρηματικά ποσά για τους Ολυμπιακούς, ενώ την ίδια στιγμή μες την ίδια πόλη, ένας άνθρωπος με την παραμικρή αναπηρία, δεν μπορεί να περπατήσει ούτε 5 μέτρα και αισθάνεται εγκλωβισμένος. Έμμεσα τα ντοκιμαντέρ αυτού του είδους έχουν να κάνουν με την κοινωνική πραγματικότητα, και αυτό νομίζω πως είναι μια σημαντική πληροφορία. Ρεαλιστικά τα ντοκιμαντέρ, δεν τα βλέπει πολύς κόσμος. Δεν προβάλλονται στις αίθουσες ή όταν προβάλλονται στην κρατική τηλεόραση, έχουν πολύ μικρή ακροαματικότητα. Ίσως στην Ελλάδα να μην θέλουμε να βλέπουμε την πραγματικότητα, επειδή μας απωθεί. Οι άνθρωποι γενικά προτιμούν να ζουν με αυταπάτες και ψευδαισθήσεις πράγμα το οποίο οδηγεί σε τεράστια αδιέξοδα.
Για παράδειγμα η Αγέλαστος Πέτρα, δείχνει πόσο τυχοδιωκτικά γίνονται όλα. Πολυκατοικίες που ανεγείρονται πάνω στα αρχαία, αγάλματα που φορτώνονται στα φορτηγά σαν νταμάρια κλπ. Προβλέπει ουσιαστικά ότι όλος αυτός ο τυχοδιωκτισμός θα έχει κάποιο άσχημο αποτέλεσμα και βέβαια τώρα βλέπουμε πώς έχει εξελιχθεί σήμερα η χώρα, που χαροπαλεύει να επιβιώσει. Νομίζω ότι το ντοκιμαντέρ πρέπει να έχει αυτόν τον ρόλο. Όχι ότι μπορεί να αλλάξει την πραγματικότητα, αλλά έχει μεγάλη σημασία να την δείξει με ειλικρίνεια. Στον Πάρβα ας πούμε, φαίνεται όλη η σκληρότητα της ζωής στην άγονη γραμμή. Δείχνει πώς αυτοί οι άνθρωποι παλεύουν με την φύση, τον αέρα, πώς είναι μόνοι τους, με ελάχιστα υλικά αγαθά και πώς προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα σ? αυτά τα πλαίσια. Κι αυτό το καταφέρνουν χωρίς να έχουν υπέρμετρες φιλοδοξίες. Έχουν φιλοδοξίες που είναι συμβατές με τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους. Όταν πεθαίνει ο Πάρβας, ο θάνατός του αποτυπώνεται σαν αυτό που είναι, κάτι φυσικό κάτι ανθρώπινο. Γιατί και στο θάνατο, πολλές φορές βλέπουμε φοβερές υποκρισίες. Τα ντοκιμαντέρ είναι πολύ σημαντικά ακόμα και για τους σκηνοθέτες ή τους ηθοποιούς που κάνουν μυθοπλασία, γιατί τους βοηθούν να δουν πώς αντιδρούν οι πραγματικοί άνθρωποι και πώς να γίνουν πιστευτοί. Μπορεί δηλ. να κερδίσει κανείς πάρα πολλά πράγματα μέσα απ? την παρακολούθηση ντοκιμαντέρ.
- Υπάρχουν κοινά στοιχεία, μεταξύ των ταινιών σας και ποια είναι αυτά;
Έχουν πολύ διαφορετικά θέματα αλλά είναι η φόρμα τους κοινή, δηλαδή το σενάριο κατασκευάζεται εξολοκλήρου στο μοντάζ. Επίσης ένα άλλο κοινό στοιχείο είναι ότι οι χορευτές για να αντέχουν όλη αυτή την κριτική καθημερινά για το αν είναι π.χ. το πόδι τους στο σωστό σημείο ή όχι, σημαίνει ότι ο χορός είναι κάτι που το αγαπούν πάρα πολύ, ότι εκφράζονται μέσα απ? το σώμα τους. Με την ίδια έννοια και ο Πάρβας για να πηγαίνει κάθε μέρα να φροντίζει το περιβόλι του πρέπει να έχει μια ιδιαίτερη αγάπη προς αυτό που κάνει, προς τον τόπο του, εν προκειμένω την Αμοργό. Άρα είναι η αγάπη των ανθρώπων γι? αυτό που κάνουν, το συνεκτικό στοιχείο και των δύο ταινιών.
Μια επίκαιρη παρατήρηση είναι, άν οι άνθρωποι που ηγούνται αυτής της χώρας, δηλ. οι πολιτικοί, αγαπούν πραγματικά αυτό που κάνουν ή το κάνουν για λόγους προσωπικού συμφέροντος. Γιατί έχει σημασία να αγαπάμε αυτό που κάνουμε, για να βρίσκουμε μια ισορροπία, διαφορετικά οδηγούμαστε σε λάθος κατευθύνσεις. Ο κινηματογράφος επίσης έχει πάρα πολλές δυσκολίες, π.χ. το μεγάλο οικονομικό κόστος, το κατά πόσο έχει κάποια χρησιμότητα αυτό που κάνεις ή όχι κτλ. Αυτοί που θα συνεχίσουν να το κάνουν, θα είναι αυτοί που το αγαπούν πολύ, αλλιώς δεν υπάρχει λόγος. Ότι κάνουμε πρέπει να πηγάζει από αγάπη.
- Πώς γίνατε κινηματογραφιστής; Τι σπουδάσατε;
Σπούδασα Οικονομικά στο Νομική Αθηνών, μετά έκανα Διεθνείς Σχέσεις στην Αγγλία και αφού δούλεψα για τέσσερα χρόνια πάνω στα οικονομικά, πήγα στην Αμερική όπου και σπούδασα ντοκιμαντέρ. Το έκανα γιατί κατά βάση με ενδιέφερε να καταγράψω την κοινωνική πραγματικότητα. Ανέκαθεν μου άρεσε ο κινηματογράφος, θυμάμαι ότι από τότε που ήμουν μικρός, μου άρεσε να παρατηρώ τους ανθρώπους, να φτιάχνω εικόνες στο μυαλό μου, ίσως γιατί επηρεάστηκα από τη μητέρα μου η οποία ασχολείτο με τη ζωγραφική και τον πατέρα μου που είναι χειρουργός και με τους συναδέλφους τους κινηματογραφούσαν τότε τα χειρουργεία τους και μετά κάνανε προβολές στο σπίτι μας. Ίσως αυτό να με έκανε υποσυνείδητα να έχω αυτή την μεγάλη αγάπη για ρεαλιστικές ταινίες.
Πηγή :http://artmag.gr/
Παρακαλω πολύ αν θέλετε να έχετε τη συνέντευξη στο σαιτ σας οπως προσθέσετε την πηγή - artmag.gr - και οπως σβήσετε το όνομα μου από την καταχώρηση σας. Ειμαι η συγγραφεασ της συνεντευξησ και δεν επιθυμώ να εμφανιζεται η υπογραφή μου στο ιστολόγιο σας. Ευχαριστώ εκ των προτέρων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥΓ δεν λειτουργει η φορμα επικοινωνιας σας. παρακαλω οπως επιμεληθειτε του παραπανω αιτηματος μου και οπως σβησετε, απενεργοποιησετε το λινκ, το ονομα μου και την αναρτηση σας. ευχαριστω.
ΑπάντησηΔιαγραφήτο διόρθωσα ευχαριστω καλή δύναμη
ΑπάντησηΔιαγραφή