Φαντάζομαι μία πολιτισμική περίσταση «απ’ το μέλλον». Φαντάζομαι μία οπερική σκηνή, ένα έργο, μέγα και θαυμαστό. Ένα κοινό που όχι μόνο παρεβρίσκεται, αλλά συμμετέχει στο έργο. Ένα κοινό, μέρος ενός έργου που δε θα παιζόταν αν δεν υπήρχε έστω κι ένα πρόσωπο εκτός των λειτουργών-εκτελεστών του έργου. Τί επίπεδο θα είχε μία τέτοια όχι μόνο παράσταση, αλλά παράσταση συμπαράστασης θεατών, σεναριογράφων, σκηνογράφων, συνθετών, ηθοποιών, μουσικών! Ένα έργο που σηκώνει το παν. Που μιλά γι’ αυτό, με τη χάρη και τη δύναμη αυτού.
«Σύνοψη του σύμπαντος» ήταν το παρατσούκλι της Σορβόννης (Εύα Κιουρί, Μαρία Κιουρί). Όταν έπεσα πάνω στην πληροφορία, αυτομάτως μεταφέρθηκα σε μία επαφή που μου είχε τύχει, κάποτε (2018), στο κέντρο της Αθήνας:
Μιλούσα με έναν άνθρωπο – Κινέζος Αμερικής, τουριστικός πλανόδιος στους δρόμους του κέντρου – και μου εξηγούσε-ομολογούσε το δέος του για τη βαρύτητα του μέρους, κυρίως από φιλοσοφικής και ιστορικής πλευράς. Ένιωσα όλο αυτό το δροσερό ποτήρι που είχε πιει. Είχε μεγαλώσει στην Καλιφόρνια, πρωτεύουσα των shows και ηγέτιδα πολιτεία της Ένωσης που σου υπόσχεται (όχι πως ψεύδεται) πως μπορείς να ζήσεις «το όνειρό σου».
Ένιωσα την ομορφιά που αποκόμιζε από την επίσκεψή του, που αναδιάρθρωσε το εσωτερικό του τοπίο. «Έχεις δίκιο», του έλεγα σε διάφορες κοινές μας αντιλήψεις. «Κι όλη αυτή η σοφία, όλο αυτό το πλήθος, των 30 αιώνων ιστορίας και προσώπων, ενός διαιώνιου πνευματικού κορμού, είναι αποθηκευμένα μέσα σε αυτό το εκκλησάκι, που συναντάς εδώ κι εκεί – σε πόλη, κτίρια, διαμερίσματα, χωριά, νησιά, νησίδες, λόφους, όρη και σπηλιές».
Τί έχει μέσα το εκκλησάκι αυτό; Μία «σύνοψη του σύμπαντος», πακέτο με τις εξηγήσεις της υπάρξεως και του σκοπού του, απόκρυφες από σεβασμό, κοινωνήσιμες από φιλευσπλαχνία. Μία ασυναγώνιστη προσφορά δωρεάς. Ο σεβασμός του Θεού προς την ανθρωπότητα και το αντίστροφο, φωλιάζει εκεί. Ο σεβασμός του ανθρώπου που επισκέπτεται μία ακόμα Αγία Τράπεζα, πάνω στην οποία τελούνται μυστήρια κι ακολουθίες. Μέρη των τελευταίων, όλα όσα χρειάζεται ο άνθρωπος, όλες οι εκφραστικές του γλώσσες αρχαιόθεν: Αρχιτεκτονική (κατοικήσιμη – οίκος του Θεού του αχωρήτου, που ζει και συμπεριφέρεται ως Πατήρ, Υιός και Πνεύμα Άγιο), Εικόνες (προσώπων και ιστορίας), Μελωδίες (φωνών), Ποιήματα και Σοφία (ερωτευμένων με τη ζωή, διψασμένων για τη ζωή, συναντημένων με τη ζωή), Κεριά, Φως, Θυμίαμα, Ύδωρ, Κρασί, Άρτος, Βασιλικός, Έλαιον, Στασίδια, Καντήλια, Λουλούδια, Αναθήματα, Παγκάρι για τον «Άγνωστο Αναγκεμένο». Εκεί μέσα είναι κάθε ηλικία, κάθε φύλο, κάθε φυλή, κάθε ανθρώπινη κατάσταση, κάθε μορφωτικό επίπεδο, κάθε κτιστό και άκτιστο: όλα μέσα σε μία «Μερίδα Θεανθρώπου», κοινωνήσιμη. Εκεί μέσα παντρεύονται Χώροι, Χρόνοι, Τρόποι και καταργούνται ως φαινομενικές αποστάσεις. Εκεί ο ευγνώμων κι ο αιτών, ο ξεκουρασμένος και ο κουρασμένος, ο χαρούμενος και ο θλιμμένος, ο μοναχικός και άγνωστος, ο δημόσιος και περίφημος, ο ζωντανός και ο κεκοιμημένος, η ζωή, ο «θάνατος» και η ανάσταση των πάντων. Εκεί ο αγιασμός κι όχι μία επιμέρους εκλέπτυνση και καλλιέργεια κάποιων εκλεκτών, που πέρασαν τις «εξετάσεις» κατ’ άνθρωπον κι έγιναν δεχτοί ως υπότροφοι. Όχι αποχαυνωμένοι που «παρακολουθούν τη νεκρώσιμη ακολουθία της νιότης τους» (Ζ. Λορεντζάτος, Collectanea/73/περί των θρανιών της Σορβόννης…). Εκεί ο διψών πίνει από «το ύδωρ της ζωής δωρεάν» (Αποκ. 21,6), επειδή το θέλει ο Θεός κι όχι πως θα μπορούσε ποτέ να το φανταστεί και αιτηθεί ο άνθρωπος.
Εκεί μέσα ευχαριστούμε τα χέρια της αγάπης που έπλασε το σύμπαν, την ανθρώπινη φύση, τη γνώση, τη «σύνοψη του σύμπαντος» ως συνλειτουργική ζωή ευχαριστίας (εκκλησία) και ζούμε-εργαζόμαστε το μυστήριο του ότι δεν υπάρχει μέσα κι έξω, παρόντας και απόντας, φίλος και εχθρός, οικογένεια κι ορφάνια, θεωρία και πράξη, προσευχή και παύση, ζωή και θάνατος. Εκεί μέσα όλα και όλοι θα είναι αιωνίως Ένα εν αγάπη Θεία. Εκεί μέσα «φτάνουνε τον άφταστο» (Χαιρετισμοί/Στάσις Β’) τα «μωρά του κόσμου», τα «αγενή», τα «εξουθενημένα» και τα «μη όντα», «ὅπως μὴ καυχήσηται πᾶσα σάρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (Α’ Κορ. 1,27-29). Γιατί χωρίς την προϋπόθεση της «ακαυχησίας», πώς μπορεί κανείς να ελπίζει, να προσεύχεται υπέρ της «ἄνωθεν εἰρήνης», της «σωτηρίας τῶν ψυχῶν», της «εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου» (Θεία Λειτουργία Ιω. Χρυσοστόμου/Ειρηνικά);
Ο άνθρωπος «χωράει» μόνο στην ταπείνωση. Ό,τι δεν είναι ταπεινό είναι κολοβωμένο, είναι σε κατάσταση ταραχής, είναι αρνητικό του παραδείσου που πασχίζει να δωρίσει ο Θεός χωρίς να παραβιάσει την ελευθερία του ανθρώπου, που την έχει ακριβώς επειδή είναι κομμάτι Του. Κι ακριβώς επειδή ο Θεός είναι Θεός, κι ο άνθρωπος άνθρωπος, ο πρώτος επιτρέπει στον δεύτερο να τον αρνείται όσο θέλει.
Μόνο «ό,τι έχει ταπείνωση είναι θεϊκά ωραίο» (Αββάς Ισαάκ, Λόγοι Ασκητικοί), γιατί μόνο αυτό Του μοιάζει. Όλα τα άλλα τον υποτιμούν – τον Θεό και τον άνθρωπο – είτε άμεσα, είτε έμμεσα, υπερτιμώντας τον με την ανθρώπινη λογική (που έχει όρια).
Ο άνθρωπος βρίσκεται, άθελά του, εντός μιας παιδικώς αγαθής τρέλας, ανεπίδεκτης ακριβούς κι ολιστικού εντοπισμού. Ο άνθρωπος είναι ένα «φτερό στον άνεμο του Θεού» και δεν πρέπει να παλέψει για κάτι συγκεκριμένο, αλλά μόνο να αφεθεί μες στο παν, να ενωθεί μαζί του, λειτουργώντας την αγάπη που κρύβει μέσα του, που είναι ταπεινή ώστε να είναι φιλάνθρωπη. «Έξω από τη Θεία Λειτουργία οι άνθρωποι αντιμάχονται και μάταια βασανίζονται, γιατί νομίζουν ότι στον καθένα ανήκει ένα κομμάτι. Δεν έχουν καταλάβει ότι σε όλους ανήκουν όλα» (αρχιμ. Βασίλειος Γοντικάκης, Λειτουργικός τρόπος).
Εύχομαι στον καθένα να βρει την «σύνοψή» του, να βρει την έκκληση και τον εκκλησιασμό της ανθρωπότητας γύρω από το Ένα Πρόσωπο, στο «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» μέρος και μέλος που της κληροδότησε. «Καὶ οὐκ ἀκουσθήσεται ἔτι ἀδικία ἐν τῇ γῇ σου, οὐδὲ σύντριμμα οὐδὲ ταλαιπωρία ἐν τοῖς ὁρίοις σου, ἀλλὰ κληθήσεται Σωτήριον τὰ τείχη σου, καὶ αἱ πύλαι σου Γλύμμα. καὶ οὐκ ἔσται σοι ἔτι ὁ ἥλιος εἰς φῶς ἡμέρας, οὐδὲ ἀνατολὴ σελήνης φωτιεῖ σου τὴν νύκτα, ἀλλ᾿ ἔσται σοι Κύριος φῶς αἰώνιον καὶ ὁ Θεὸς δόξα σου» (Ησ. 60,18-19).
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Χωρίς τίτλο”, 2008) είναι έργο του Βασίλη Σούλη.
Πηγή : https://antifono.gr/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου