«Ζούσα
άλλοτε ολοκληρωτικά για την απόλαυση. Απόφευγα κάθε λογής πόνο και
θλίψη. Τα μισούσα και τα δυο. Είχα αποφασίσει να τ’ αγνοήσω, όσο μου
ήταν δυνατόν, δηλαδή να φερθώ απέναντί τους σαν να ήταν μορφές της
ατέλειας. Δεν αποτελούσαν μέρος του σχεδίου μου για τη ζωή. Δεν είχαν
καμμιά θέση στη φιλοσοφία μου. […]
Ιδέα δεν είχα πως αυτό ήταν ένα από τα ιδιαίτερα
πράγματα, που φύλαγαν για μένα οι Μοίρες. Πως αληθινά, έναν ολόκληρο
χρόνο απ’ τη ζωή μου, σχεδόν τίποτε άλλο δεν θα έκανα. Και τους
τελευταίους μήνες, ύστερ’ από τρομερές δυσκολίες κι αγώνες, στάθηκα
ικανός να καταλάβω μερικά απ’ τα μαθήματα που κρύβονται στην καρδιά του
πόνου. Κληρικοί και άνθρωποι που μεταχειρίζονται φράσεις χωρίς γνώση,
μιλάνε κάποτε κάποτε για τον πόνο σαν για κάποιο μυστήριο. Πραγματικά
είναι αποκάλυψη. Διακρίνει κανείς πράγματα, που ποτέ πριν δεν τα
διέκρινε. Πλησιάζει κανείς όλη την ιστορία από διαφορετική άποψη. […]
Άλλα
πράγματα μπορεί να είναι ξεγελάσματα για το μάτι, ή για την όρεξη,
καμωμένα για να τυφλώνουν το ένα και να χορταίνουν την άλλη∙ από θλίψη
όμως πλάστηκαν οι κόσμοι, και στη γέννηση παιδιού ή άστρου υπάρχει
πόνος. Κάτι περισσότερο: υπάρχει στη θλίψη μια έντονη, ασυνήθιστη
πραγματικότητα. […]
Τώρα
μου φαίνεται πως κάποιας λογής αγάπη είναι η μόνη δυνατή εξήγηση για
την εξαιρετική ποσότητα πόνου που υπάρχει στον κόσμο […] γιατί με
κανέναν άλλο τρόπο η ψυχή του ανθρώπου δεν θα μπορούσε να φτάσει στο
ακέριο ανάστημα της τελειότητάς της. […]
Θυμάμαι,
τον καιρό που ήμουν στην Οξφόρδη, ένα χρόνο πριν πάρω το δίπλωμά μου,
πως έλεγα σε κάποιο φίλο μου καθώς περπατούσαμε άσκοπα ένα πρωΐ στα
στενά γεμάτα πουλιά, δρομάκια του Μάγκνταλεν, ότι επιθυμούσα να δοκιμάσω
τον καρπό απ’ όλα τα δέντρα που βρίσκονται στον κήπο του κόσμου κι ότι
θα ’βγαινα στον κόσμο μ’ αυτό το πάθος στην ψυχή μου.
Κι έτσι πραγματικά
βγήκα κι έτσι έζησα. Το μόνο μου λάθος ήταν πως περιορίστηκα τόσο
αποκλειστικά στα δέντρα εκείνου του κομματιού του κήπου που μου φαινόταν
ηλιοφώτιστο, κι απόφυγα το άλλο κομμάτι για τον ίσκιο και τη σκοτεινιά
του. […]
Δεν
μετανιώνω ούτε μια στιγμή που έζησα για την απόλαυση. Το έκαμα στα
γεμάτα, όπως θα ’πρεπε κανείς να κάνει το κάθε τι που κάνει. […] Αλλά να
εξακολουθήσω την ίδια ζωή δεν θα ήταν σωστό, γιατί θα ήταν
περιοριστικό. Έπρεπε να προχωρήσω. Και το άλλο μισό του κήπου είχε
μυστικά για μένα.
Όσκαρ Ουάιλντ, De Profundis∙ Τέσσερα γράμματα από τη φυλακή του Ραίντινγκ (1896),
μετάφραση-εισαγωγή Στάθης Σπηλιωτόπουλος, εκδ. «Κλασσικά» Παπύρου (δρχ. 14).
μετάφραση-εισαγωγή Στάθης Σπηλιωτόπουλος, εκδ. «Κλασσικά» Παπύρου (δρχ. 14).
Σημ.τ.H.S. Δεν
θυμάμαι τη χρονολογία αυτής της ελληνικής έκδοσης. Η τιμή όμως, μπορεί
να μας βοηθήσει να την εντοπίσουμε με σχετική ακρίβεια. Ήταν τότε που
μια έκδοση τσέπης 200 σελίδων κόστιζε 4 (τέσσερα) λεπτά του ευρώ. Υπήρξε
ποτέ τέτοια εποχή; ... Επιτρέψτε μου μόνο, με την ευκαιρία, να θυμήσω
κάτι που γράφαμε εδώ πριν από τρία χρόνια:
«Είναι πολύς καιρός που το πένθος διατρέχει (και) αυτή τη χώρα. Είχαμε σχεδόν ξεχάσει επί πόσες δεκαετίες, μετά την πρόσκαιρη χαρά που έφερε η πτώση της δικτατορίας, ακούγαμε για το "φως στο βάθος του τούνελ", όταν, περίπου ξαφνικά, ανακαλύψαμε ότι το φως αυτό δεν ήταν της εξόδου αλλά του τρένου που ερχόταν καταπάνω μας.
Είναι κάποιος καιρός που, σαν από το πουθενά (παρ' όλα τα σημάδια), η φαρσοκωμωδίας της "ανάπτυξης" έδωσε τη θέση της στην τραγωδία της κατάρρευσης ... και το ψωροφαντασμένο σύνθημα "Ο καθένας για τον εαυτό του" στην πανικοβλημένη πίσω όψη του: "Ο σώζων εαυτόν σωθήτω".
Είναι λίγος καιρός που (και) αυτή η χώρα άρχισε να ξεπέφτει μαζικά από την ευημερία με κυμαινόμενο επιτόκιο στη σταθερή, γυμνή απώλεια. Όλα ― κεκτημένα, μεροκάματα, σχέσεις, φιλίες, προσδοκίες, νόημα, ένας ολόκληρος κόσμος … ― βρέθηκαν στην κόψη του ξυραφιού. Και το ξυράφι είχε αρχίσει κιόλας να κόβει καθώς, πίσω από την απώλεια πραγμάτων, έφεγγε σιγά-σιγά εκείνη η αποτρόπαια αλήθεια, που όλα τούτα ήταν σαν να ’θελαν να κρύψουν: Είναι η ζωή μια απελπισμένη μάχη με το Μηδέν, έρμαιο της ωμής δύναμης κι έκθετη σε κάθε φρίκη ― είναι; [....] Το πένθος ξεκίνησε να γίνεται κοινό. Λόγια να το εκφράσουμε, δεν έχουν ακόμα βρεθεί. Ένας λόγος κοινός. Ακόμα πέφτουμε».
Πηγή : http://dangerfew.blogspot.gr«Είναι πολύς καιρός που το πένθος διατρέχει (και) αυτή τη χώρα. Είχαμε σχεδόν ξεχάσει επί πόσες δεκαετίες, μετά την πρόσκαιρη χαρά που έφερε η πτώση της δικτατορίας, ακούγαμε για το "φως στο βάθος του τούνελ", όταν, περίπου ξαφνικά, ανακαλύψαμε ότι το φως αυτό δεν ήταν της εξόδου αλλά του τρένου που ερχόταν καταπάνω μας.
Είναι κάποιος καιρός που, σαν από το πουθενά (παρ' όλα τα σημάδια), η φαρσοκωμωδίας της "ανάπτυξης" έδωσε τη θέση της στην τραγωδία της κατάρρευσης ... και το ψωροφαντασμένο σύνθημα "Ο καθένας για τον εαυτό του" στην πανικοβλημένη πίσω όψη του: "Ο σώζων εαυτόν σωθήτω".
Είναι λίγος καιρός που (και) αυτή η χώρα άρχισε να ξεπέφτει μαζικά από την ευημερία με κυμαινόμενο επιτόκιο στη σταθερή, γυμνή απώλεια. Όλα ― κεκτημένα, μεροκάματα, σχέσεις, φιλίες, προσδοκίες, νόημα, ένας ολόκληρος κόσμος … ― βρέθηκαν στην κόψη του ξυραφιού. Και το ξυράφι είχε αρχίσει κιόλας να κόβει καθώς, πίσω από την απώλεια πραγμάτων, έφεγγε σιγά-σιγά εκείνη η αποτρόπαια αλήθεια, που όλα τούτα ήταν σαν να ’θελαν να κρύψουν: Είναι η ζωή μια απελπισμένη μάχη με το Μηδέν, έρμαιο της ωμής δύναμης κι έκθετη σε κάθε φρίκη ― είναι; [....] Το πένθος ξεκίνησε να γίνεται κοινό. Λόγια να το εκφράσουμε, δεν έχουν ακόμα βρεθεί. Ένας λόγος κοινός. Ακόμα πέφτουμε».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου