Του Νίκου Γεωργαντώνη
Γύρισε απ’ τη δουλειά.
Κάθισε στο τραπέζι…
Ακούμπησε τους αγκώνες του μπροστά
κι έπιασε το πρόσωπό του…
Όχι… Όχι.
Δεν ήθελε να τον πάρουν τα δάκρυα…
Πίεσε τον εαυτό του, κυριάρχησε… Aπόμεινε
xαμένος στα χέρια του δίχως να κλάψει.
Είχε μπει αθόρυβα στο σπίτι και η Ρινιώ του…
δεν τον είχε αντιληφθεί.
Το όμορφο πρόσωπό της ήταν έξω στο μπαλκόνι
ποτίζοντας τα λίγα γεράνια τους…
Τα περιποιόνταν με φροντίδα, με στοργή,
μ’ αγάπη… Όπως αγαπούσε όλα τ΄ αγαπημένα
της πρόσωπα… όλους τους ανθρώπους.
Αφού πότισε όλες τις γλάστρες της, στάθηκε λίγο
και κοίταξε γύρω τα μεγάλα κτίρια που έπνιγαν
τα όνειρά τους… Έπειτα, μπήκε μέσα στο σπίτι,
έκλεισε την μπαλκονόπορτα, γύρισε και προχώρησε
προς την κουζίνα.
Σαν μπήκε στην κουζίνα, τον είδε…
«Στέλιο μου;… αγάπη μου; ήρθες;…» είπε λουσμένη στην
αγωνία αντικρίζοντας τον άντρα της έτσι χαμένο στα
χέρια του…
«Καρδούλα μου, τι έχεις;!»
Ο Στέλιος δεν άντεξε…
Κατέβασε τα χέρια του κι ένα δάκρυ κύλησε από τα
μικρά του μάτια…
Γύρισε για να μην τον δει…
«Με συγχωρείς!…» είπε…
«Τι ‘ναι αυτά που λες! Τι έγινε;!…» τον ρώτησε η Ρινιώ
αγκαλιάζοντάς τον στοργικά στην πλάτη και χαϊδεύοντάς
τον με την μαλακή της παλάμη στους κροτάφους…
«Πήγα!… Ήταν ένας υπεύθυνος… Με ρωτάει: “Η δουλειά
είναι αυτή… Θα δουλεύεις ημιαπασχόληση… Θα πληρώνεσαι
άτυπα!”»
«Του είπα τουλάχιστον αν μπορούσε να με έχει ασφαλισμένο…»
«Αυτή είναι η δουλειά! Αν θέλεις δουλεύεις, αν θέλεις όχι!»
Τα μάτια του Στέλιου πόνεσαν και βούρκωσαν σαν να
συγκέντρωναν όλο τον πόνο των ανθρώπων…
«Δεν πειράζει, αγάπη μου!… Θα τα καταφέρουμε!…
Κοίτα!… κοίτα!… ο θείος Κώστας πέρασε και έφερε
παστίτσιο της θείας Έλενας… Του είπα να κάτσει
να φάμε παρέα, αλλά είχε δουλειά…»
«Να ‘ναι καλά…»
«Σήμερα, το απόγευμα θα έρθει και ο ανιψιός μας… Έχει
κάτι δουλειές, λέει, από εδώ και θα περάσει…»
Ο Στέλιος ένευσε συγκαταβατικά…
«Έλα, έλα και μη στενοχωριέσαι!… τώρα… τώρα θα δεις!…
Οι άνθρωποι θα βρουν πάλι τη ζεστασιά και το όμορφο
λουλούδι στην καρδιά τους… θα δεις!… θα σμίξουνε πάλι
οι άνθρωποι!… θα έρθουν κοντά!… θα βοηθήσουν πάλι ο ένας
τον άλλον… Έλα, και μη μου στενοχωριέσαι…»
Η Ρινιώ έγειρε στον ώμο του χαϊδεύοντας τον άντρα της
στην πλάτη…
«Ρινάκι μου!…» είπε ο Στέλιος γυρίζοντας κι αγκαλιάζοντας
την τρυφερή γυναίκα του… «Καλό μου! τρυφερό μου!
δυνατό μου! Ρινάκι!…»
Χάθηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου… κούρνιασαν τα
πρόσωπά τους ο ένας στον ώμο του άλλου… έκλεισαν τα
μάτια… συγκινήθηκαν…
Άνεργο το Ρινάκι…
Άνεργος ο Στελής…
Φτωχοί…
Μα και πλούσιοι…
Με μια τέτοια τρυφερή και βαθιά κι όμορφη Αγάπη…
<
Πηγή : http://seisaxthia.wordpress.com
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου