Με αφετηρία τα 70s, πατέρας και γιος επέστρεφαν ξανά και ξανά στη Δονούσα και γύρισαν μια ταινία βαθιά στοχαστική για τη σημασία της μνήμης, που είναι η μόνη μας ιδιοκτησία και ορίζει όχι μόνο το ποιοι είμαστε αλλά και το ποιοι επιλέγουμε να είμαστε.
Γράφει ο Θεοδόσης Μίχος
Ταξιδευτής ή τουρίστας; Πού ακριβώς έγκειται η μεταξύ τους διάκριση;
Γράφει ο Θεοδόσης Μίχος
Ταξιδευτής ή τουρίστας; Πού ακριβώς έγκειται η μεταξύ τους διάκριση;
Έχει να κάνει απλά και μόνο με την επιλογή του προορισμού και του τρόπου με τον οποίο θα ξοδέψει κανείς εκεί τον χρόνο και το χρήμα του; Ίσως ειδικά σήμερα, στην εποχή του μάλλον αναπόφευκτου και συχνά ισοπεδωτικού εξευγενισμού, να έχει μεγαλύτερη σημασία από ποτέ ο εντοπισμός των συμπεριφορικών και -γιατί όχι;- υπαρξιακών χαρακτηριστικών που διαφοροποιούν τον μεν από τον δε.
Ειδικά σήμερα όμως είναι και πιο δύσκολος από ποτέ.
Είναι περισσότερο ταξιδευτής και λιγότερο τουρίστας αυτός που δεν θα επισκεφτεί την Αθήνα με πολυάριθμο γκρουπ, που δεν θα προτιμήσει all-included πακέτα διαμονής και διασκέδασης, που δεν θα πέσει στις μαύρες τρύπες του «πλαστικού» μουσακά της Πλάκας, αλλά θα προτιμήσει να μείνει σε κάποιοι δυάρι airbnb του Μεταξουργείου ή σε ένα από τα καλαίσθητα boutique hotels του ιστορικού κέντρου και πριν καν προσγειωθεί στο Ελευθέριος Βενιζέλος θα έχει κάνει εκτενέστατη έρευνα σχετικά με το «τι παίζει» σε μπαρ, εστιατόρια, εκθέσεις, συναυλίες, δρώμενα πάσης φύσεως για να καταλήξει σε ένα υπερπλήρες, πολυδιάστατο και καταδικασμένο να μη βγει -ακόμη κι αν δεν λοξοδρομήσει- πρόγραμμα;
«Είχα αντικρουόμενα συναισθήματα σχετικά με τις διαφορές μεταξύ τουριστών και ταξιδευτών.
Το πρόβλημα ήταν ότι όσο περισσότερο ταξίδευα, τόσο μικρότερες γίνονταν όλες αυτές οι διαφορές. Εκτός από μία. Αυτό που παραμένει αναλλοίωτο είναι ότι οι τουρίστες πάνε διακοπές ενώ οι ταξιδευτές κάνουν κάτι άλλο: ταξιδεύουν».
Τάδε έφη Alex Garland, ο συγγραφέας του βιβλίου «Η Παραλία», που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 2000 από τον Danny Boyle, χωρίς κανείς από τους εμπλεκόμενους να μπορεί να προβλέψει ότι δύο δεκαετίες αργότερα οι αρχές της Ταϊλάνδης θα αναγκάζονταν να απαγορεύσουν επ’ αόριστον, στους χιλιάδες επισκέπτες που κατέφταναν εκεί που κάποτε κολύμπησε ο Ντικάπριο, την πρόσβαση στην παραμυθένια παραλία Maya Bay λόγω εκτεταμένης αλλοίωσης του φυσικού περιβάλλοντος.
«Οι τουρίστες δεν γνωρίζουν πού βρίσκονται και οι ταξιδευτές δεν γνωρίζουν πού πηγαίνουν» έχει γράψει ο διάσημος Αμερικανός, ταξιδιωτικός και όχι μόνο, συγγραφέας Paul Theroux.
Οι ντόπιοι στον Σταυρό τη δεκαετία του ’70.
Η οικογένεια του κυρ Μήτσου και της κυρα Ειρήνης στο Μερσήνι τη δεκαετία του 70.
Ο βραβευμένος ντοκιμαντερίστας Γιώργος Κολόζης υπήρξε, ως προς τη φιλοσοφία του ως ταξιδευτής, αν μη τι άλλο πιο σαφής: «να αφήνεις πίσω σου όσα λιγότερα ίχνη γίνεται».
Είναι μία φράση που ο Γιάννης Κολόζης, γιος του και συνδημιουργός του ντοκιμαντέρ «Ο Γιώργος του Κέδρου», άκουγε ξανά και ξανά και την έχει πάντα στο μυαλό του, όπως λέει στην Popaganda. «Και τα ίχνη δεν είναι μόνο τα κυριολεκτικά, όπως τα σκουπίδια για παράδειγμα, αλλά είναι και η συμπεριφορά, η ένταση και γενικότερα η προσπάθεια επιβολής της δικής μας νοοτροπίας και ψυχοσύνθεσης στα μέρη που πηγαίνουμε.
Ο πατέρας μου όταν ταξίδευε προσπαθούσε να μάθει, να γνωρίσει, να καταλάβει και με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να αποκτήσει σχέσεις με τους ανθρώπους, γιατί αυτό τον ενδιέφερε περισσότερο, η ανθρώπινη επαφή.
Αν μείνεις απλώς στα τοπία, στη θάλασσα και την αμμουδιά, τους λόφους και τα βουνά, τότε έχεις αφήσει έξω έναν σημαντικό παράγοντα της ταξιδιωτικής εμπειρίας και έχεις μείνει μόνο στην επιφάνεια».
Τριάντα δύο ώρες χρειάστηκε ο, δεκαεννιάχρονος τότε, Γιώργος Κολόζης για να φτάσει με το πλοίο της άγονης γραμμής στη νησιωτική κουκίδα που είχε επιλέξει τυχαία ανοίγοντας τον χάρτη το καλοκαίρι του 1972, την εποχή που οι αστακοί ήταν πιο φτηνοί από τις κονσέρβες – μια από τις πιο χαρακτηριστικές φράσεις της ταινίας. Η Δονούσα όχι μόνο ρεύμα δεν είχε, αλλά ούτε καν λιμάνι
. Ήταν σχεδόν ερημονήσι και όταν ο ανήσυχος φοιτητής από την Αθήνα με τα μακριά μαύρα μάλλια και το πυκνό μούσι κατέβηκε από το καΐκι, ρώτησε και έμαθε ότι στην παραλία του Κέδρου θα μπορούσε να στήσει τη σκηνή του ανενόχλητος και να είναι εντελώς μόνος του.
Ο Γιώργος Κολόζης στη Δονούσα με μια κουρδιστή Bolex 8mm.
Η πρώτη φωτογραφία του Γιώργου Κολόζη στη Δονούσα. Πηγαίνοντας στον Κέδρο.
Εκεί, στην έρημη παραλία, ανακάλυψε, όπως λέει σήμερα ο γιος του, ότι ο δρόμος πάνω στον οποίο ήθελε να πορευτεί ήταν του κινηματογραφιστή και συγκεκριμένα του ντοκιμαντέρ. Μαζί του είχε μια Super 8 κάμερα και αμέσως ξεκίνησε να τραβά. Θα συνέχιζε και την επόμενη χρονιά.
Και την επόμενη. Και κάθε επόμενη μέχρι το 1978, οπότε και «ο Γιώργος του Κέδρου», όπως τον φώναζαν οι ντόπιοι, θα έφευγε από το νησί χωρίς να ξέρει πότε ακριβώς θα επιστρέψει.
Στις δεκαετίες που θα ακολουθούσαν ο Γιώργος Κολόζης θα υπέγραφε τη σκηνοθεσία και την παραγωγή ντοκιμαντέρ για την ελληνική και διεθνή αγορά και θα αποσπούσε διακρίσεις για το έργο του (το πρώτο βραβείο ελληνικής τηλεόρασης για την σειρά ντοκιμαντέρ «Τα μυστικά της φύσης» και το κρατικό βραβείο ποιότητας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για την ταινία τεκμηρίωσης «Η Μνήμη», μεταξύ πολλών άλλων).
Έχοντας, όμως, πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού του εκείνο το σχεδόν ερημονήσι του Αιγαίου. «Εκεί τράβηξε από τα πρώτα του φιλμ 8mm.
Γι’αυτό τον λόγο η Δονούσα είχε πάντα ξεχωριστή σημασία γι’αυτόν. Μιλούσε πολύ συχνά για τη Δονούσα» λέει ο γιος του.
«Τη Δονούσα την επισκέφτηκε το 1999 ύστερα από πολλά χρόνια απουσίας από το νησί και τότε του ήρθε η ιδέα να κάνει το ντοκιμαντέρ.
Από τότε ήταν κάτι που είχε συχνά στο μυαλό του και ανέφερε σε κάθε ευκαιρία την ελπίδα κάποτε να το ολοκληρώσει».
Πηγή : https://popaganda.gr/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου