Αντί
«βιωσιμότητα» των ταμείων και δημοσιονομική επιβάρυνση είναι πιο σωστό
να μετράμε την καθαρή δημοσιονομική επιβάρυνση, με συνυπολογισμό των
άμεσων και έμμεσων φόρων που προκύπτουν από τη δομή και τη λειτουργία
του συστήματος
Η μέχρι σήμερα ανάλυση και πολιτική για το συνταξιοδοτικό ζήτημα έχει εγκλωβισθεί στο πλαίσιο της λογικής ενός συστήματος που έχει φτάσει στα όριά του. Σκοπός του κειμένου είναι να τεκμηριωθεί μια εναλλακτική που θα ανταποκρίνεται στις προκλήσεις και τις προσδοκίες της εποχής.
Α. Η αδιέξοδη λογική
Η κυρίαρχη θεώρηση του προβλήματος εγκλωβίζεται σε προβληματικές παραδοχές:
Θεωρείται κλειστό σύστημα όπου οι εισφορές πρέπει να καλύπτουν τις πληρωμές των συνταξιούχων. Τη διαφορά καλύπτει ο κρατικός προϋπολογισμός. Η έκφραση «βιωσιμότητα του συστήματος» σημαίνει στην πραγματικότητα ελαχιστοποίηση της δημοσιονομικής επιβάρυνσης (της συμμετοχής του κρατικού προϋπολογισμού).
Αγνοούνται ευρύτερες επιπτώσεις και συνέπειες του συστήματος στην ανεργία, το ΑΕΠ, την κάλυψη των ηλικιωμένων, την αναπλήρωση του εισοδήματος κ.λπ.
Στερούνται δικαιωμάτων στην υγεία και την αξιοπρεπή διαβίωση στην τρίτη ηλικία όσοι δεν είχαν πλήρη αμειβόμενη απασχόληση σχεδόν για το σύνολο του εργασιακού βίου τους, γυναίκες και επισφαλώς και μερικώς εργαζόμενοι.
Η εργασία φορολογείται τριπλά, ως εισόδημα, ως κατανάλωση και ως εμπόρευμα. Τα έσοδα από έμμεσους φόρους και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης είναι τριπλάσια από τους άμεσους φόρους (23,2% του ΑΕΠ, έναντι 7,8%)i. Ταυτόχρονα οι άμεσοι φόροι υπολείπονται του ευρωπαϊκού μέσου όρου κατά 5,5% του ΑΕΠ, δηλαδή 17,7% των φορολογικών εσόδων.
Η κυρίαρχη λογική παράγει τρεις φαύλους κύκλους:
Όσο χειροτερεύει το ισοζύγιο τόσο υπάρχει πίεση για μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης, που οδηγεί σε μείωση της κατανάλωσης με αποτέλεσμα τη μείωση απασχόλησης και συνεπώς σε περαιτέρω επιβάρυνση του ισοζυγίου.
Η κατάσταση επιδεινώνεται περαιτέρω καθώς η μείωση της κατανάλωσης επιφέρει μείωση της απασχόλησης που επιφέρει περαιτέρω μείωση της κατανάλωσης κ.ο.κ.
Η μείωση της κατανάλωσης θα επιφέρει μείωση του ΑΕΠ, άρα αύξηση του λόγου συνταξιοδοτικής δαπάνης προς ΑΕΠ και του λόγου δημοσιονομικού κόστους προς ΑΕΠ, με αποτέλεσμα περαιτέρω πίεση για μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης.
Δεν είναι δυνατόν να επιλυθεί το πρόβλημα αν δεν αμφισβητηθεί η δομή και η λογική του συστήματος, η οποία χαρακτηρίζεται και από προβληματική οικονομική ηθική:
Η λογική της ανταποδοτικότητας υποκρύπτει ουσιαστικά κεφαλαιοποιητική αντίληψη, που οδηγεί σε νοοτροπία και συμπεριφορά εξατομίκευσης, ενισχύει τάσεις ιδιωτικοποίησης και οδηγεί σε δυισμό του συστήματος, με έναν ασθενή προνοιακό πυλώνα για τους αδύναμους και έναν προνομιακό ανταποδοτικό πυλώνα, για τους ισχυρούς. Υπονομεύεται ο αναδιανεμητικός χαρακτήρας του συστήματος.
Έχει εκθρέψει μονομερή λογική διαγενεακής αλληλεγγύης. Οι νεότερες γενιές εργαζομένων συντηρούν το σύστημα μέσω των εισφορών και των φόρων τους. Όμως οι παροχές του συστήματος προς τους συνταξιούχους δεν σχετίζονται με την κατάσταση της οικονομίας. Ωστόσο, η κατάσταση της οικονομίας είναι αποτέλεσμα επιλογών που έγιναν κατά το μείζον στο παρελθόν, από τους σημερινούς συνταξιούχους. Έτσι, οι επιλογές των παλιότερων γενεών επιβαρύνουν τις νεότερες διπλά, τόσο την κατάσταση της οικονομίας, όσο και το μέγεθος της συνταξιοδοτικής δαπάνης. Είναι πιο δίκαιο η συνταξιοδοτική δαπάνη να συναρτάται με την οικονομία που οι παλιότερες γενιές κληρονομούν στις νεότερες, κατ' αντιστοιχία της οικολογικής αρχής: «το οικοσύστημα το δανειζόμαστε από τις επόμενες γενιές».
B. Καιρός για εναλλακτικό σχέδιο
Η νέα θεώρηση πρέπει να διαχωρίζει το συνταξιοδοτικό από τις λοιπές λειτουργίες του κράτους πρόνοιας. Οι πρωταρχικοί στόχοι να αφορούν στην κάλυψη του πληθυσμού σε ηλικία σύνταξης, στο επίπεδο της σύνταξης, στην επίδραση στην απασχόληση. Αντί «βιωσιμότητα» των ταμείων και δημοσιονομική επιβάρυνση είναι πιο σωστό να μετράμε την καθαρή δημοσιονομική επιβάρυνση, με συνυπολογισμό των άμεσων και έμμεσων φόρων που προκύπτουν από τη δομή και τη λειτουργία του συστήματος.
Τέτοιο παράδειγμα προσφέρει η Νέα Ζηλανδία. Οι επιδόσεις είναι εντυπωσιακές: κάλυψη πληθυσμού ηλικιωμένων 93%, εξάλειψη της φτώχειας στην τρίτη ηλικία, υψηλή αναπλήρωση εισοδήματος (ιδίως των χαμηλών) και το μικρότερο ποσοστό δημοσιονομικής επιβάρυνσης στον κόσμο (μικρότερο του 5% - στην Ελλάδα είναι διπλάσιο). Το σύστημα είναι εξαιρετικά απλό. Κάθε κάτοικος που πληροί κριτήρια κατοίκησηςii δικαιούται σύνταξη από τον κρατικό προϋπολογισμό χωρίς εισφορές. H τελευταία απόπειρα εισαγωγής στοιχείων ανταποδοτικότητας (εισφορών) απορρίφθηκε σε δημοψήφισμα με συντριπτική πλειοψηφία 87%!
Γ. Η μετάβαση σε ένα σύστημα καθολικής κρατικής σύνταξης
Το ελληνικό σύστημα εξυπηρετεί περίπου 2.660.000 συνταξιούχους, (230.000 αναπηρίας - 8,66% συνταξιούχων, 6,2% της δαπάνης). Το βασικό ζήτημα αφορά στους 2.430.000 (2,2 δισ. ευρώ τον μήνα). Οι συνταξιούχοι κάτω των 66 αποτελούν το 23,05%, λαμβάνουν το 29,8% των συντάξεων γήρατος και έχουν υψηλότερη μέση σύνταξη από τις άλλες ηλικιακές κατηγορίες. Οι υψηλο-συνταξιούχοι έχουν μεγάλο μέρος της πίτας: το 12,46% απολαμβάνει το 23,20% των συντάξεων και το 2,04 το 5,23%, με συντάξεις 1.500-2.000 και άνω των 2.000 ευρώ αντίστοιχα. H κάλυψη του πληθυσμού άνω των 65 σε σύνταξη μετά βίας υπερβαίνει το 83%. Η κρατική συνεισφορά στη συνταξιοδοτική δαπάνη είναι περίπου 60% του συνόλου, ενώ το κόστος λειτουργίας των Ταμείων υπερβαίνει τα 600 εκατ. ευρώ!
Η πιο αποτελεσματική λύση μετάβασης στο νέο σύστημα είναι ο συνδυασμός της κατάργησης των ασφαλιστικών ταμείων και των εισφορών με τη μείωση του χρόνου απασχόλησης από τις 40 στις 30 ώρες την εβδομάδα δίχως μείωση μισθού.
Η σχετική μελέτη δείχνει ότι η σταδιακή μετάβαση στο νέο σύστημα εισάγοντας κατώτατη σύνταξη 700 ευρώ με σταδιακή αύξηση μέχρι τα 1.000 ή ακόμη και 1.200 ευρώiii μέσα σε λίγα χρόνια είναι εφικτή, αποτελεσματική και αποδοτική (βιώσιμη) ακόμη και με μικρό ποσοστό οικονομικής μεγέθυνσης (1%).
Αποτελεί τη μοναδική εναλλακτική για «βιώσιμη» λύση:
* Εξασφαλίζει αξιοπρεπείς συντάξεις για όλους.
* Αναπληρώνει το εισόδημα των χαμηλών και μέσων εισοδημάτων.
* Η δημοσιονομική επιβάρυνση μειώνεται στο 5,8% του ΑΕΠ (~10% συνταξιοδοτική δαπάνη) ακόμη και με ρυθμό μεγέθυνσης 1%.
* Έχει τη μέγιστη δυνατή κάλυψη.
* Έχει ελάχιστο διαχειριστικό κόστος.
* Θεμελιώνει αμφίπλευρη διαγενεακή αλληλεγγύη.
* Συμβάλλει στην αντιμετώπιση της ανεργίας (500.000 θέσεις εργασίας από 1-1-2016).
* Ενισχύει πληθυσμιακές ομάδες που σήμερα βρίσκονται στο περιθώριο (αγρότες, γυναίκες, μακροχρόνια άνεργοι, νέοι κ.ο.κ.).
Η αύξηση της δημόσιας δαπάνης κατά τους πρώτους μήνες μπορεί να αντιμετωπισθεί με:
* Αξιοποίηση του μικρού, αλλά σημαντικού, αποθεματικού των ταμείων και του ΑΚΑΓΕ.
* Έναρξη από χαμηλότερη σύνταξη (π.χ. 600 Ευρώ) και πιο αργή σταδιακή ετήσια αύξηση (π.χ. 10%).
* Διαβάθμιση της σύνταξης βάση λίγων κριτηρίων (όπως στη Ν. Ζηλανδία: συμβίωση, ιδιοκατοίκηση κ.λπ.).
* Μείωση πρόωρων και υψηλών συντάξεων: Οι πρώτες «αποζημιώνονται» με τη μείωση ωραρίου, ενώ οι τελευταίες είναι σε μεγάλο βαθμό μη «βιώσιμες».
Το νέο συνταξιοδοτικό νομιμοποιεί αύξηση άμεσων φόρων για το ΕΣΥ και τη δωρεάν περίθαλψη. Η αξιοποίηση του προσωπικού των ταμείων για την ενίσχυση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού (και άλλων υπηρεσιών, όπως η Επιθεώρηση Εργασίας) θα συμβάλει στη βελτίωση της εισπραξιμότητας των φόρων.
Σε ό,τι αφορά το αξιακό πλαίσιο, η διαγενεακή αλληλεγγύη θα λάβει σαφέστερη, μετρήσιμη μορφή. Η σύνταξη να προσδιορίζεται με βάση τον κατώτερο (ή τον μέσο) μισθό, π.χ. από 80-130%. Το συνολικό μέγεθος της συνταξιοδοτικής δαπάνης να συνδέεται με το ΑΕΠ, π.χ. από 7-10%, ανάλογα με τις συνθήκες.
Ένα τελευταίο ζήτημα αφορά στην ωριμότητα του 30ώρου. Πρέπει να τονισθεί ότι δίχως αυτό δεν εξασφαλίζεται η αποδοτικότητα του συστήματος. Αποτελεί σημαντική και ρεαλιστική λύση στο κρίσιμο πρόβλημα της ανεργίας. Αποτελεί κυρίως απάντηση στο κορυφαίο ζήτημα της ανεργίας και στο αίτημα για κεφαλαιοποίηση της τεχνολογικής εξέλιξης από το κοινωνικό σύνολο. Ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Σουηδία) το υιοθετούν αναγνωρίζοντας τα οφέλη στην παραγωγικότητα και το αναπόφευκτο της κοινωνικής προόδου. Αποτελεί την πιο άμεση και ρεαλιστική λύση στο ζήτημα της ανεργίας.
Για πιο αναλυτική περιγραφή: https://criticalchallenger.wordpress.com
Πηγή :
Η μέχρι σήμερα ανάλυση και πολιτική για το συνταξιοδοτικό ζήτημα έχει εγκλωβισθεί στο πλαίσιο της λογικής ενός συστήματος που έχει φτάσει στα όριά του. Σκοπός του κειμένου είναι να τεκμηριωθεί μια εναλλακτική που θα ανταποκρίνεται στις προκλήσεις και τις προσδοκίες της εποχής.
Α. Η αδιέξοδη λογική
Η κυρίαρχη θεώρηση του προβλήματος εγκλωβίζεται σε προβληματικές παραδοχές:
Θεωρείται κλειστό σύστημα όπου οι εισφορές πρέπει να καλύπτουν τις πληρωμές των συνταξιούχων. Τη διαφορά καλύπτει ο κρατικός προϋπολογισμός. Η έκφραση «βιωσιμότητα του συστήματος» σημαίνει στην πραγματικότητα ελαχιστοποίηση της δημοσιονομικής επιβάρυνσης (της συμμετοχής του κρατικού προϋπολογισμού).
Αγνοούνται ευρύτερες επιπτώσεις και συνέπειες του συστήματος στην ανεργία, το ΑΕΠ, την κάλυψη των ηλικιωμένων, την αναπλήρωση του εισοδήματος κ.λπ.
Στερούνται δικαιωμάτων στην υγεία και την αξιοπρεπή διαβίωση στην τρίτη ηλικία όσοι δεν είχαν πλήρη αμειβόμενη απασχόληση σχεδόν για το σύνολο του εργασιακού βίου τους, γυναίκες και επισφαλώς και μερικώς εργαζόμενοι.
Η εργασία φορολογείται τριπλά, ως εισόδημα, ως κατανάλωση και ως εμπόρευμα. Τα έσοδα από έμμεσους φόρους και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης είναι τριπλάσια από τους άμεσους φόρους (23,2% του ΑΕΠ, έναντι 7,8%)i. Ταυτόχρονα οι άμεσοι φόροι υπολείπονται του ευρωπαϊκού μέσου όρου κατά 5,5% του ΑΕΠ, δηλαδή 17,7% των φορολογικών εσόδων.
Η κυρίαρχη λογική παράγει τρεις φαύλους κύκλους:
Όσο χειροτερεύει το ισοζύγιο τόσο υπάρχει πίεση για μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης, που οδηγεί σε μείωση της κατανάλωσης με αποτέλεσμα τη μείωση απασχόλησης και συνεπώς σε περαιτέρω επιβάρυνση του ισοζυγίου.
Η κατάσταση επιδεινώνεται περαιτέρω καθώς η μείωση της κατανάλωσης επιφέρει μείωση της απασχόλησης που επιφέρει περαιτέρω μείωση της κατανάλωσης κ.ο.κ.
Η μείωση της κατανάλωσης θα επιφέρει μείωση του ΑΕΠ, άρα αύξηση του λόγου συνταξιοδοτικής δαπάνης προς ΑΕΠ και του λόγου δημοσιονομικού κόστους προς ΑΕΠ, με αποτέλεσμα περαιτέρω πίεση για μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης.
Δεν είναι δυνατόν να επιλυθεί το πρόβλημα αν δεν αμφισβητηθεί η δομή και η λογική του συστήματος, η οποία χαρακτηρίζεται και από προβληματική οικονομική ηθική:
Η λογική της ανταποδοτικότητας υποκρύπτει ουσιαστικά κεφαλαιοποιητική αντίληψη, που οδηγεί σε νοοτροπία και συμπεριφορά εξατομίκευσης, ενισχύει τάσεις ιδιωτικοποίησης και οδηγεί σε δυισμό του συστήματος, με έναν ασθενή προνοιακό πυλώνα για τους αδύναμους και έναν προνομιακό ανταποδοτικό πυλώνα, για τους ισχυρούς. Υπονομεύεται ο αναδιανεμητικός χαρακτήρας του συστήματος.
Έχει εκθρέψει μονομερή λογική διαγενεακής αλληλεγγύης. Οι νεότερες γενιές εργαζομένων συντηρούν το σύστημα μέσω των εισφορών και των φόρων τους. Όμως οι παροχές του συστήματος προς τους συνταξιούχους δεν σχετίζονται με την κατάσταση της οικονομίας. Ωστόσο, η κατάσταση της οικονομίας είναι αποτέλεσμα επιλογών που έγιναν κατά το μείζον στο παρελθόν, από τους σημερινούς συνταξιούχους. Έτσι, οι επιλογές των παλιότερων γενεών επιβαρύνουν τις νεότερες διπλά, τόσο την κατάσταση της οικονομίας, όσο και το μέγεθος της συνταξιοδοτικής δαπάνης. Είναι πιο δίκαιο η συνταξιοδοτική δαπάνη να συναρτάται με την οικονομία που οι παλιότερες γενιές κληρονομούν στις νεότερες, κατ' αντιστοιχία της οικολογικής αρχής: «το οικοσύστημα το δανειζόμαστε από τις επόμενες γενιές».
B. Καιρός για εναλλακτικό σχέδιο
Η νέα θεώρηση πρέπει να διαχωρίζει το συνταξιοδοτικό από τις λοιπές λειτουργίες του κράτους πρόνοιας. Οι πρωταρχικοί στόχοι να αφορούν στην κάλυψη του πληθυσμού σε ηλικία σύνταξης, στο επίπεδο της σύνταξης, στην επίδραση στην απασχόληση. Αντί «βιωσιμότητα» των ταμείων και δημοσιονομική επιβάρυνση είναι πιο σωστό να μετράμε την καθαρή δημοσιονομική επιβάρυνση, με συνυπολογισμό των άμεσων και έμμεσων φόρων που προκύπτουν από τη δομή και τη λειτουργία του συστήματος.
Τέτοιο παράδειγμα προσφέρει η Νέα Ζηλανδία. Οι επιδόσεις είναι εντυπωσιακές: κάλυψη πληθυσμού ηλικιωμένων 93%, εξάλειψη της φτώχειας στην τρίτη ηλικία, υψηλή αναπλήρωση εισοδήματος (ιδίως των χαμηλών) και το μικρότερο ποσοστό δημοσιονομικής επιβάρυνσης στον κόσμο (μικρότερο του 5% - στην Ελλάδα είναι διπλάσιο). Το σύστημα είναι εξαιρετικά απλό. Κάθε κάτοικος που πληροί κριτήρια κατοίκησηςii δικαιούται σύνταξη από τον κρατικό προϋπολογισμό χωρίς εισφορές. H τελευταία απόπειρα εισαγωγής στοιχείων ανταποδοτικότητας (εισφορών) απορρίφθηκε σε δημοψήφισμα με συντριπτική πλειοψηφία 87%!
Γ. Η μετάβαση σε ένα σύστημα καθολικής κρατικής σύνταξης
Το ελληνικό σύστημα εξυπηρετεί περίπου 2.660.000 συνταξιούχους, (230.000 αναπηρίας - 8,66% συνταξιούχων, 6,2% της δαπάνης). Το βασικό ζήτημα αφορά στους 2.430.000 (2,2 δισ. ευρώ τον μήνα). Οι συνταξιούχοι κάτω των 66 αποτελούν το 23,05%, λαμβάνουν το 29,8% των συντάξεων γήρατος και έχουν υψηλότερη μέση σύνταξη από τις άλλες ηλικιακές κατηγορίες. Οι υψηλο-συνταξιούχοι έχουν μεγάλο μέρος της πίτας: το 12,46% απολαμβάνει το 23,20% των συντάξεων και το 2,04 το 5,23%, με συντάξεις 1.500-2.000 και άνω των 2.000 ευρώ αντίστοιχα. H κάλυψη του πληθυσμού άνω των 65 σε σύνταξη μετά βίας υπερβαίνει το 83%. Η κρατική συνεισφορά στη συνταξιοδοτική δαπάνη είναι περίπου 60% του συνόλου, ενώ το κόστος λειτουργίας των Ταμείων υπερβαίνει τα 600 εκατ. ευρώ!
Η πιο αποτελεσματική λύση μετάβασης στο νέο σύστημα είναι ο συνδυασμός της κατάργησης των ασφαλιστικών ταμείων και των εισφορών με τη μείωση του χρόνου απασχόλησης από τις 40 στις 30 ώρες την εβδομάδα δίχως μείωση μισθού.
Η σχετική μελέτη δείχνει ότι η σταδιακή μετάβαση στο νέο σύστημα εισάγοντας κατώτατη σύνταξη 700 ευρώ με σταδιακή αύξηση μέχρι τα 1.000 ή ακόμη και 1.200 ευρώiii μέσα σε λίγα χρόνια είναι εφικτή, αποτελεσματική και αποδοτική (βιώσιμη) ακόμη και με μικρό ποσοστό οικονομικής μεγέθυνσης (1%).
Αποτελεί τη μοναδική εναλλακτική για «βιώσιμη» λύση:
* Εξασφαλίζει αξιοπρεπείς συντάξεις για όλους.
* Αναπληρώνει το εισόδημα των χαμηλών και μέσων εισοδημάτων.
* Η δημοσιονομική επιβάρυνση μειώνεται στο 5,8% του ΑΕΠ (~10% συνταξιοδοτική δαπάνη) ακόμη και με ρυθμό μεγέθυνσης 1%.
* Έχει τη μέγιστη δυνατή κάλυψη.
* Έχει ελάχιστο διαχειριστικό κόστος.
* Θεμελιώνει αμφίπλευρη διαγενεακή αλληλεγγύη.
* Συμβάλλει στην αντιμετώπιση της ανεργίας (500.000 θέσεις εργασίας από 1-1-2016).
* Ενισχύει πληθυσμιακές ομάδες που σήμερα βρίσκονται στο περιθώριο (αγρότες, γυναίκες, μακροχρόνια άνεργοι, νέοι κ.ο.κ.).
Η αύξηση της δημόσιας δαπάνης κατά τους πρώτους μήνες μπορεί να αντιμετωπισθεί με:
* Αξιοποίηση του μικρού, αλλά σημαντικού, αποθεματικού των ταμείων και του ΑΚΑΓΕ.
* Έναρξη από χαμηλότερη σύνταξη (π.χ. 600 Ευρώ) και πιο αργή σταδιακή ετήσια αύξηση (π.χ. 10%).
* Διαβάθμιση της σύνταξης βάση λίγων κριτηρίων (όπως στη Ν. Ζηλανδία: συμβίωση, ιδιοκατοίκηση κ.λπ.).
* Μείωση πρόωρων και υψηλών συντάξεων: Οι πρώτες «αποζημιώνονται» με τη μείωση ωραρίου, ενώ οι τελευταίες είναι σε μεγάλο βαθμό μη «βιώσιμες».
Το νέο συνταξιοδοτικό νομιμοποιεί αύξηση άμεσων φόρων για το ΕΣΥ και τη δωρεάν περίθαλψη. Η αξιοποίηση του προσωπικού των ταμείων για την ενίσχυση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού (και άλλων υπηρεσιών, όπως η Επιθεώρηση Εργασίας) θα συμβάλει στη βελτίωση της εισπραξιμότητας των φόρων.
Σε ό,τι αφορά το αξιακό πλαίσιο, η διαγενεακή αλληλεγγύη θα λάβει σαφέστερη, μετρήσιμη μορφή. Η σύνταξη να προσδιορίζεται με βάση τον κατώτερο (ή τον μέσο) μισθό, π.χ. από 80-130%. Το συνολικό μέγεθος της συνταξιοδοτικής δαπάνης να συνδέεται με το ΑΕΠ, π.χ. από 7-10%, ανάλογα με τις συνθήκες.
Ένα τελευταίο ζήτημα αφορά στην ωριμότητα του 30ώρου. Πρέπει να τονισθεί ότι δίχως αυτό δεν εξασφαλίζεται η αποδοτικότητα του συστήματος. Αποτελεί σημαντική και ρεαλιστική λύση στο κρίσιμο πρόβλημα της ανεργίας. Αποτελεί κυρίως απάντηση στο κορυφαίο ζήτημα της ανεργίας και στο αίτημα για κεφαλαιοποίηση της τεχνολογικής εξέλιξης από το κοινωνικό σύνολο. Ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Σουηδία) το υιοθετούν αναγνωρίζοντας τα οφέλη στην παραγωγικότητα και το αναπόφευκτο της κοινωνικής προόδου. Αποτελεί την πιο άμεση και ρεαλιστική λύση στο ζήτημα της ανεργίας.
Για πιο αναλυτική περιγραφή: https://criticalchallenger.wordpress.com
Πηγή :
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου