Πέθανε σήμερα σε ηλικία 85 ετών μετά από
χρόνια μάχη με την ασθένεια της νόσου alzheimer ο «Λαουτιέρης του
Αιγαίου» Βασίλης Νικολάου ΧατζόπουλοςΗ
νεκρώσιμη ακολουθία θα τελεσθεί αύριο Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου στις 15:00
στον ιερό ναό Μητροπόλεως στην Χώρα της Νάξου. Λεωφορείο για την
μεταφορά του κόσμου προς τη Χώρα θα ξεκινήσει στις 13:30 από την Κωμιακή
και στις 14:00 από τον Κυνίδαρο.
δειτε το βιντεο
Το παρακάτω αφιέρωμα στον Βασίλη Χατζόπουλο έχει γίνει από την Αθηνά Περράκη και δημοσιεύτηκε κάποια χρόνια πριν στην εφημερίδα «Ηχώ» του Γαλατσίου (αναδημοσιεύτηκε από το xefteri.wordpress.com)
Βασίλης Χατζόπουλος: Ο Λαουτιέρης, ο Συνθέτης, ο Στιχουργός, ο Τραγουδιστής
Μια ζωή σαν παραμύθι
«Γεννήθηκα
το 1930 σ’ ένα χωριό της Νάξου, που το λένε Κωμιακή (Κορωνίδα), από
Κωμιακίτες γονείς. Το χωριό είναι βορειοανατολικά του νησιού σε μια
βουνοπλαγιά και σε υψόμετρο 700 μ. Απέχει 38 χιλ. από την πόλη (Χώρα)».
«Μεγάλωσα
και λάτρεψα το χωριό αυτό και γενικότερα το νησί μου. Στην οικογένεια
μου ήμασταν 4 αγόρια και 2 κορίτσια. Είμαι το τέταρτο κατά σειρά παιδί
της οικογένειάς μου. Εκείνα τα χρόνια ήταν φτωχά και δύσκολα. Ήρθε και η
κατοχή του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου που με βρήκε να είμαι μαθητής της 5ης
τάξης του Δημοτικού σχολείου Κωμιακής. Ο πατέρας μου είχε ζουλοπρόβατα
κι έτσι αναγκάστηκα να κάνω το βοσκό στα βουνά του χωριού μου. Στα
χρόνια αυτά αντιμετώπισα πολλές κακουχίες (κρύα, βροχές, χιόνια) χωρίς
ψωμί και λάδι. Τις πιο πολλές φορές βρεχόμουνα πριν βγάλω απ’ τη μάντρα
το κοπάδι και όλη μέρα ήμουν με τα ρούχα βρεγμένα. Τα παπούτσια ήταν
φτιαγμένα από καουτσούκ (λάστιχα αυτοκινήτων). Για φαγητό έτρωγα κι εγώ
χόρτα απ’ αυτά που τρωγότανε κι έπιανα και καμιά κατσίκα και τη βύζαινα
Για ενδυμασία φορούσαμε ό,τι γινόταν απ’ τις τρίχες των ζώων. Παντελόνι
τρίχινο από τρίχες κατσίκας ή τράγου. Φανέλες, μπλούζες από μαλλιά
προβάτου και πατατούκα από βρασμένο μαλλί προβάτου. Αλλά το καλοκαίρι,
και γενικά τις καλές μέρες, χαιρόμουνα την ομορφιά της φύσης και τον
καθαρό αέρα του βουνού. Οι βοσκότοποι είναι σε ύψος 750-800 μ. Την
άνοιξη οι μυρωδιές που ξεχώριζαν, και που ακόμα τις θυμάμαι, είναι της
ασπαρθιάς, του ασπάλαθρα, του φρύγανου και του χαμομηλιού».
«Η
ζωή αυτή ακολούθησε μέχρι το 1950, όπου και μου έγινε η πρόταση να γίνω
λαουτιέρης από τον αείμνηστο Μιχάλη Λιαγούρη, ο οποίος είχε καφενέ και
πλάτσα στο κέντρο του χωριού μπροστά στην εκκλησία τη “Θεοσκέπαστη”. Ο
γιος του έπαιζε και παίζει βιολί και για να του κάνει σύντροφο διάλεξε
εμένα απ’ όλα τα κοπέλια του χωριού. Όπως αποδείχθηκε από την όλη μου
πορεία στη μουσική, ο άνθρωπος αυτός είχε μεγάλη ικανότητα, ώστε ν’
ανακαλύψει πως έκανα γι’ αυτή τη δουλειά. Διερωτώμαι με ποια σιγουριά
διάλεξε εμένα απ’ όλα τα κοπέλια του χωριού και βρίσκω ότι με ξεχώρισε
από τον χορό που χορεύαμε στην πλάτσα του και επειδή ήταν πολύ μερακλής
και χορευτής γι’ αυτό και δεν έπεσε έξω. Εγώ ξαφνιάστηκα ακούγοντας την
πρόταση του και ο πατέρας μου έφερε μεγάλη αντίρρηση λέγοντας του: “Άστο το κοπέλι ήσυχο, γιατί δεν ‘εροσύρνουνε σ’ αυτό το επάγγελμα”.
Ο Μιχάλης Λιαγούρης όμως, παρ’ όλες τις αντιρρήσεις, τηλεγράφησε στην
Αθήνα σε κάποιο ταχυδρόμο (Στοβογιώργη) να πάρει ένα λαούτο να το φέρει
στο χωριό και όσα κάνει θα του τα δώσει. Αφού λοιπόν το έφερε, ο πατέρας
μου το θεώρησε υποχρέωσή του να το πληρώσει. Το ίδιο βράδυ το κούρδισε ο
γιος του ο Βασίλης Λιαγούρης και μου έδειξε τα πρώτα πιασίματα. Το ΛΑ,
το ΣΙ, ΝΤΟ, ΡΕ, ΜΙ. Μου είπε ότι με τα τρία δάκτυλα είναι το Μινόρε και
με το τέταρτο γίνεται Ματζόρε. Αμέσως μου είπε να πιάσω Σι Μινόρε και
ξεκίνησε παίζοντας “τσι γειτόνισσες”. Εγώ όμως, που όλα
αυτά τα χρόνια που ήμουν βοσκαρούδι, τραγουδούσα όλη μέρα στις
βουνοπλαγιές και χόρευα όπου έβρισκα στρωτό μέρος, προπάντων στ’ αλώνι.
Ήξερα και όλα τα τραγούδια, αυτά που έπαιζαν τα βιολιά, μια και
ραδιόφωνα δεν υπήρχαν στην Κωμιακή τότε για να τα μάθουμε από αλλού. “Οι
γειτόνισσες” λοιπόν, ήταν το αγαπημένο μου τραγούδι, και το τραγούδησα
αμέσως. Εγώ από ρυθμό και τραγούδι δεν είχα πρόβλημα. Επακολούθησαν κι
άλλα τραγούδια κρατώντας τον τόνο που μου είπε και μην αλλάζοντάς τον.
Αυτό ήταν αρκετό για τον πατέρα του Βασίλη Λιαγούρη και για πολλούς
φίλους που ήθελαν να χορέψουν. Μας έφτιαξε, λοιπόν ένα πάλκο βάζοντας
δύο τραπεζάκια του καφενείου δίπλα – δίπλα και δύο καρέκλες απάνω και
μια μπροστά για ν’ ανέβουμε να παίξουμε. Έτσι άρχισε το γλέντι και
κράτησε μέχρι το πρωί. Για μένα όμως που ήταν η πρώτη φορά τα δάκτυλά
μου μάτωσαν με τις χορδές. Το σώμα μου πήρε το καθιστό της καρέκλας και
το πρωί δεν μπορούσα να ισιώσω».
Τα πρώτα λεφτά που έπιασε στα χέρια του, στάθηκαν η αφορμή να μην ξαναπιάσει άλλη δουλειά, παρά να κρατά το λαούτο και να μελετά. Και τι μπορούσε αλήθεια να μελετά τότε…
Τα πρώτα λεφτά που έπιασε στα χέρια του, στάθηκαν η αφορμή να μην ξαναπιάσει άλλη δουλειά, παρά να κρατά το λαούτο και να μελετά. Και τι μπορούσε αλήθεια να μελετά τότε…
«Είχα
ακούσει από το δάσκαλο του σχολείου ότι η μουσική είναι μεγάλη τέχνη
αφού με 7 φωνές γράφονται τόσα τραγούδια και δεν μοιάζει το ‘να με τ’
άλλο. Έχοντας αυτό στο μυαλό μου έψαχνα πάνω στο λαούτο να βρω 7 ΛΑ, 7
ΣΙ, 7 ΝΤΟ, 7 ΡΕ, 7 ΜΙ. Έτσι προχώρησα και βρήκα 5 ημιτόνια και πολλά
άλλα. Αυτοδίδακτος λοιπόν και έχοντας πρότυπο ένα καλό λαουτιέρη, τον Δημήτρη Φυρογένη,
προσπαθούσα να τον αντιγράφω βλέποντας τον να παίζει σε διάφορους
γάμους και πανηγύρια. Γίναμε, από τότε, τακίμι με το Λιαγούρη και
παίζαμε σε γάμους, σε πανηγύρια και σε κάθε χαρά».
«Εγώ τα πρώτα χρόνια έπαιζα και τραγουδούσα στο χωριό μου μέχρι που με άκουσε ο Μωρός (οΜιχάλης Κονιτόπουλος),
ο αξέχαστος και ακούραστος βιολιτζής που τον θαύμαζαν όλοι στο νησί για
το ωραίο Βιολί που έπαιζε. Εκείνος μου πρότεινε να πάω μαζί του, να
γίνουμε τακίμι. Εγώ ευχαρίστως το δέχθηκα, για να γνωρίσω και να με
γνωρίσουν όλοι οι Ναξιώτες και Ναξιώτισσες».
«Τα
χρόνια όμως ήταν φτωχά και μόνο σε γιορτές παίρναμε και εμείς κάποια
λεφτά. Τον υπόλοιπο καιρό καθόμαστε μέχρι να τύχει κανένας γάμος ή
κανένα πανηγυράκι. Γι’ αυτό, οι περισσότεροι οργανοπαίκτες ήταν άλλος
τσαγκάρης, άλλος κουρέας, άλλος μαραγκός, άλλος φούρναρης, άλλος
καφετζής, άλλος μυλωνάς, και γεωργοί ακόμη ήταν ορισμένοι, παρ’ όλο που η
σκληρή δουλειά στο χωράφι τους χάλαγε τα χέρια και δεν μπορούσαν να
αποδώσουν στη μουσική όσο θέλανε. Γι’ αυτό οι περισσότεροι προτιμούσαν
τα ελαφριά επαγγέλματα».
«Η
συνεργασία μας όμως, με τον Μιχάλη Κονιτόπουλο, διακόπηκε γιατί έπρεπε
να υπηρετήσω τη στρατιωτική μου θητεία, η οποία κράτησε 18 μήνες. Αυτή
ήταν και η πρώτη φορά που βγήκα έξω απ’ το νησί. Παρουσιάστηκα στο
κέντρο Κορίνθου, ως νεοσύλλεκτος και μετά από 40 μέρες εκπαίδευση, πήρα
απόσπαση για το 519 τάγμα πεζικού, που η έδρα του ήταν στη Δράμα. Η
ειδικότητα μου ήταν ελεύθερος σκοπευτής και για ιδιαίτερη εκπαίδευση
έμεινα 2 μήνες στο Νευροκόπι της Δράμας. Εκεί εκπαιδεύτηκα και
ανιχνευτής. Γυρίζοντας ξανά στο τάγμα πεζικού στο οποίο ανήκα, σε λίγο
καιρό απολυόταν η προηγούμενη σειρά οπλιτών. Τότε απολύθηκε και ο
αποθηκάριος του τάγματος και βάλανε εμένα αποθηκάριο στη διαχείριση του
τάγματος, όπου τροφοδοτούσαμε όλους τους λόχους του τάγματος με ιματισμό
και υποδήματα. Έτσι η θητεία μου περνούσε πολύ ευχάριστα, χωρίς
σκοπιές, πορείες και αγγαρείες».
Μέχρι
που έφτασε η μεγάλη ώρα που ο Βασίλης Χατζόπουλος απολύθηκε στις
15-10-1954 και επέστρεψε στη Νάξο, για να συνεχίσει ξανά τη μουσική του
δουλειά, που τόσο αγάπησε και αγαπά. «Συνέχισα λοιπόν τη συνεργασία μου
με τον Μωρό, χειμώνα – καλοκαίρι. Τότε γνωρίστηκα με όλο το Ναξιώτικο
λαό και κοίταξα και για νέους ορίζοντες. Αργότερα, έφευγα το χειμώνα από
τη Νάξο και γύριζα τη Μεγαλοβδομάδα. Το διάστημα αυτό έμενα στην Αθήνα
και τραγουδούσα κάθε Κυριακή σε κάποιες ταβερνούλες κυρίως στο Γαλάτσι
όπου και κατοικούσα».
Την
εποχή εκείνη, το 1958, προσπάθησα να μπω στο κρατικό ραδιόφωνο να παίξω
και να τραγουδήσω να γίνω γνωστός και σ’ άλλον κόσμο. Ήταν πολύ
δύσκολο, γιατί υπήρχε μουσική επιτροπή υπό τη διεύθυνση του Σίμωνος
Καρρά. “Δόξα τω θεώ” όμως, τα κατάφερα και εγκρίθηκα ύστερα από ακρόαση
της επιτροπής. Από τότε άρχισα να κάνω τακτικά εκπομπές με Ναξιώτικα
τραγούδια και από το 1961-1963 κάθε Κυριακή κάναμε νησιώτικη εκπομπή στο
1ο Ραδιοφωνικό Πρόγραμμα με τον Σταμάτη Μπαρδάνη. Ο
Σταμάτης έπαιζε το πιο γλυκό Βιολί και είχαμε γίνει ένα καλό τακίμι. Η
καταγωγή του ήταν απ’ την Απείρανθο και όταν δεν έπαιζε βιολί ήταν ο
καλός κουρέας του χωριού του. Ήταν αισθηματίας, του άρεσε να πίνει και
να κοιτάζει τις όμορφες γυναίκες και γι’ αυτό ίσως έπαιζε τόσο καλό
βιολί αν και αυτοδίδακτος. Την μουσική επιμέλεια στις ραδιοφωνικές
εκπομπές, είχαν ο Νίκος Σφυρόερας και ο Γιάννης Μαντζουράνης».
Την
εποχή εκείνη, ο Βασίλης Χατζόπουλος γνώρισε και παντρεύτηκε μια χωριανή
του. Τη Μαρία Λυερού. «Ο γάμος μας έγινε στον Άγιο Λουκά Αθηνών. Η
γυναίκα μου ήταν το 9ο παιδί της οικογένειας Εμμανουήλ Λυερού, που
σχεδόν δεν γνώρισε πατέρα και έτσι αναγκάστηκε από μικρή να πάει στην
Αθήνα και να βρει δουλειά σε κάποιο εργοστάσιο σαν υφάντρια. Μετά το
γάμο η γυναίκα μου σταμάτησε να δουλεύει. Γιατί εμείς οι Κωμιακίτες το
‘χαμε σε κακό να δουλεύει η γυναίκα μας σε ξένα χέρια. Αυτό έκανα κι εγώ
γιατί ήθελα η γυναίκα μου να σταθεί δίπλα σε μένα και στα παιδιά που
επακολούθησαν. Κάναμε δύο κόρες με διαφορά ηλικίας 7 χρόνια η μια απ’
την άλλη και τούτο γιατί η φτώχεια, μας είχε φοβίσει και λέγαμε να μην
κάνουμε άλλο παιδί να περάσει τα δικά μας βάσανα. Στη διάρκεια όμως των 7
χρόνων άρχισα να διακρίνομαι στη δουλειά μου και γενικά ο κόσμος άρχισε
να ευημερεί, οπότε είδαμε πως μπορούμε να κάνουμε και το δεύτερο παιδί,
με τη σιγουριά πως θα ζήσει πιο καλά από μας και τότε το κάναμε. Στο
μεταξύ, είχα γνωριστεί από τις διάφορες εκπομπές του ραδιοφώνου που
έκανα και σε άλλα νησιά. Σε κάθε μουσική και κοινωνική εκδήλωση, γάμο,
αρραβώνα, βαφτίσια, πανηγύρια κλπ, με καλούσαν. Περισσότερο δε Πάρο –
Αντίπαρο, Μύκονο, Τήνο, Νιο, Σαντορίνη, Αμοργό, μέχρι που έφθασα στα
νησιά του Αργοσαρωνικού: Αίγινα, Πόρο, Μέθανα κ.ά. Ακόμα στα νησιά του
Αρχιπελάγους Σάμο, Χίο, Μυτιλήνη, Λήμνο, ακόμη και στην Εύβοια. Με
αποτέλεσμα να είμαι συχνά μακριά απ’ το σπίτι μου και την οικογένεια
μου. Ποτέ όμως δεν ξέχασα το χωριό μου, την Κωμιακή της Νάξου. Γι’ αυτό
κάθε καλοκαίρι πήγαινα απ’ το Πάσχα μέχρι τις 15 του Σεπτέμβρη, που
είναι του Σταυρού το τελευταίο καλοκαιρινό πανηγύρι. Όλο το διάστημα
αυτό (του καλοκαιριού) δεν σταμάταγα να παίζω, να τραγουδώ και να
διασκεδάζω με το τακίμι μου τον κόσμο σε κάθε είδους διασκέδαση. Το
τακίμι μου τότε ήταν διάφοροι πλέον βιολιτζήδες. Το ένα καλοκαίρι ο
ένας, το άλλο ο άλλος, όπως ο Μανώλης Μπαρμεράκης (Φακίνος) που παίζει βιολί και τραγουδάει. ΟΓιώργος Κονιτόπουλος βιολί – τραγούδι, ο Μιχάλης Καράβολας(Στάης) βιολί, ο Γιώργος Θεουδάκης (Κονιτόπουλος) βιολί, ο Μιχάλης Χαρχαλιάς(Οικονόμου) βιολί και τέλος ο Γιώργος Μαργιολάς (Μανωλάς)
συνθέτης και βιολιστής. Το τακίμι φτιάχνεται για την κάθε σεζόν
χειμερινή ή καλοκαιρινή και μένει αδιάσπαστο. Πολλές φορές γινόμαστε
παρέα και λέγαμε διάφορες ιστορίες και καλαμπούρια και τελειώναμε με
βιολιά και λαούτα, τραγουδώντας τα παραδοσιακά τραγούδια, όπως το“Βιτζηλαιαδίστικο” τον “Ποταμό”, το “Όλα τα πάντα” κ.ά.
Και
ξαφνικά το 1967 έρχεται η δικατορία και τους απαγορεύει να παίζουν,
ακόμα και στις μικρές ταβερνούλες. «Τότε», μας λέει ο Βασίλης
Χατζόπουλος, «διοργάνωσα ένα συγκροτηματάκι που το αποτελούσαν βιολί
Καράβολας, μπουζούκι Κ. Ρώτας, η Ρούλα Πρίφτη στο τραγούδι και φυσικά
εγώ με το λαούτο μου. Όλοι τραγουδούσαμε, άλλος πολύ κι άλλος λίγο.
Ξεκινήσαμε λοιπόν και πήγαμε στη Μύκονο, γιατί αυτή η πολιτική κατάσταση
με βρήκε χρεωμένο, αφού είχα ξεκινήσει το 1966 να φτιάξω ένα σπιτάκι
στο Γαλάτσι. Έπρεπε λοιπόν να βρω δουλειά να ζω και να δίνω το χρέος μου
για το σπίτι και για τη συντήρηση της οικογένειάς μου. Στη Μύκονο
νόμιζα ότι βρισκόμουν σε ξένο κράτος από πολλές απόψεις. Πρώτον, η
ελευθερία χρόνου και διασκέδασης. Δεύτερον, τα λεφτά που ήταν πολλά και
σε ξένο νόμισμα. Καθίσαμε λοιπόν 2 χρόνια εκεί χειμώνα – καλοκαίρι,
ερχόμενος κάπου – κάπου για την οικογένεια μου. Έτσι ξεχρέωσα το σπίτι
κι ένιωσα υπερήφανος γι’ αυτό. Στη συνέχεια, δόθηκε λίγη ελευθερία στα
κέντρα της Αθήνας να έχουν μουσική. Τότε μου έγινε μια καλή πρόταση απ’
τον Γιώργο και την Ειρήνη Κονιτοπούλου να
συνεργαστούμε σε μια ταβέρνα στη Ν. Φιλαδέλφεια κάτω απ’ τις εξέδρες
του γηπέδου της ΑΕΚ και να τραγουδάμε κάθε Σαββατοκύριακο. Ήταν δε η
πρώτη φορά που η Ειρήνη βγήκε να τραγουδήσει σε πάλκο. Η συμμετοχή του
κόσμου ήταν μεγάλη ενώ η ταβέρνα πολύ μικρή, δεν χώραγε ούτε το μισό
κόσμο που ερχότανε να μας δει και να μας ακούσει. Γι’ αυτό την επόμενη
χειμερινή σεζόν πήγαμε σ’ ένα πολύ μεγάλο κέντρο τα παλιά “Παναθήναια”
(Συντριβάνι). Εκεί άρχισαν και οι πρώτοι χοροί από σωματεία και
συλλόγους, λόγω της χωρητικότητας της αίθουσας 800 ατόμων».
Μετά
από μια περιπέτεια της υγείας του, ο Βασίλης Χατζόπουλος δημιουργεί ένα
συγκρότημα με τον αδελφό του (κλαρίνο & βιολί) και αγοράζουν την
επιχείρηση στην οποία δούλευαν στην Ν. Φιλαδέλφεια. Έτσι, δημιουργείται
το 1972 το κέντρο «Γλάρος». «Λειτουργούσε με μουσική
και φαγητό κάθε Σαββατοκύριακο και επίσημες γιορτές. Η διασκέδαση
γινόταν όπως και στο χωριό και τα πανηγύρια, με σειρά προτεραιότητας για
το χορό και επί πληρωμή (χαρτούρα). Πολλές χαρές γινόταν στο κέντρο
ιδιαίτερα γάμοι, βαφτίσια, αρραβώνες, μέχρι γενέθλια. Εγώ έχω ένα
ξεχωριστό προτέρημα εκτός των άλλων. Να αυτοσχεδιάζω κοτσάκια
(τραγούδια), ανάλογα με την κάθε περίπτωση. Έτσι σιγά – σιγά ο ένας με
τον άλλο συζητούσαν πως διασκέδασαν ωραία στο “Γλάρο” και πάνω απ’ όλα
θαύμαζαν τα αυτοσχέδια τραγούδια που τους έλεγα, με τ’ όνομα τους, για
τη χαρά τους, για τη λεβεντιά τους, για τη δουλειά τους κλπ. Όλα αυτά τα
ταίριαζα εκείνη τη στιγμή πάνω στο πάλκο. Έτσι μ’ αγάπησε όλος ο κόσμος
κι όποιος έκανε το γάμο του ή τη χαρά του ερχόταν εκεί για ν’ ακούσει
αυτά τα όμορφα αυτοσχέδια τραγούδια»
«Ωράριο
δεν υπήρχε τότε στη λειτουργία του κέντρου και πολλές φορές παίζαμε
μέχρι τις 8-9 το πρωί κι ο ήλιος χτύπαγε μέσα. Ποτέ δεν ήθελα να φύγει
άνθρωπος στενοχωρημένος ή παραπονούμενος σε καμία περίπτωση. Τους έδινα
τη μουσική με τη ψυχή μου και ήμουν και είμαι ειλικρινής και πολύ
δουλευτής. Σε όποια μαγαζιά έχω δουλέψει οι καταστηματάρχες μ’ αγαπάνε
και δεν θέλουν να τους αφήσω. Γι’ αυτό ακόμα και σήμερα, που με βλέπουν
πολλοί και απλοί άνθρωποι, με θυμούνται όπως λένε απ’ το κέντρο
“Γλάρος”, γιατί πράγματι αφήσαμε πολλές και καλές αναμνήσεις, που δεν θα
ξεχαστούν, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Η σεζόν εκεί κράταγε 10 μήνες.
Ένας λόγος ήτανε που η θέση του κέντρου (κάτω από τις εξέδρες του
γηπέδου) είχε πολύ δροσιά για το καλοκαίρι. Μάλιστα μπορούσαμε να το
κρατήσουμε ανοικτό όλο το χρόνο. Όμως η αγάπη μας για το νησί ήταν τόση,
που κλείναμε τους 2 καλοκαιρινούς μήνες (Ιούλιο και Αύγουστο) για να
χαρούμε το χωριό και τους δικούς μας».
Ο
Βασίλης Χατζόπουλος, όλα αυτά τα χρόνια που είχε αρχίσει τις
ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές, συνεργάστηκε με πολλούς
καλλιτέχνες, στο δημοτικό τραγούδι απ’ όλη την Ελλάδα. Όπως με τον Τάσο Χαλκιά στο κλαρίνο, τον Δημήτρη Βάγια τραγούδι (Ήπειρος). Με το Χρόνη Αηδονίδη τραγούδι, τον Καριοφίλη Δοϊτσίδη ούτι – τραγούδι, που μαζί του τραγουδούσαν και οι δύο του κόρες (Θράκη). Με τον Κόρο βιολί, τονΑριστείδη Μόσχοσαντούρι, τον Βασίλη Σούκα κλαρίνο, την Τασία Βέρα τραγούδι, τονΑλέκο Αραπάκη βιολί, τον Χαρμαλιά κλαρίνο, τον Βασίλη Νόνη κανονάκι – τραγούδι και η γυναίκα του Άννα τραγούδι. Με τον Στάθη Κουκουλάρη βιολί και τηνΆννα Σαρρή Καραμπεσίνη τραγούδι (Δωδεκάνησα). Ακόμα, με τον Δημήτρη Λαβίδα βιολί, τηνΑμαλία Πατσούμητραγούδι
(Σμύρνη). Συνόδεψε με το λαούτο του όλους αυτούς και πολλούς ακόμα,
μέχρι Κυπρίους τραγουδιστές. «Είμαι περήφανος», μας λέει, «που την
επιμέλεια των ραδιοφωνικών εκπομπών είχε τότε ο μεγάλος μουσικολόγοςΣίμων Καρράς και αργότερα που αποσύρθηκε συνέχισα με τη γυναίκα του Αγγελική Καρρά. Στην τηλεόραση συνεργάστηκα με τον Παναγιώτη Μυλωνά, με το Γιάννη Μαντζουράνη, τη Ρούλα Μουζουράκη, το Νίκο Διοσυνόπουλο, τη Φεβρωνία Ρεβύνθη, τον Κώστα Στρατηγάκη, τη Δόμνα Σαμίου, τον Κώστα Βενετσάνο και άλλους, πάντα σε παραδοσιακά νησιώτικα και δημοτικά τραγούδια».
Το
1974 η πρεσβεία μας στο Τελ – Αβίβ ζήτησε από τη ραδιοφωνία και
τηλεόραση ένα παραδοσιακό μουσικοχορευτικό συγκρότημα και ο υπεύθυνος
της ΕΡΤ Παναγιώτης Μυλωνάς διάλεξε εκείνους που έπρεπε να πάρει. Μέσα σ’
αυτούς ήταν κι ο Βασίλης Χατζόπουλος. «Εκεί δώσαμε 13 συναυλίες σε
διάφορες πόλεις και κωμοπόλεις του Ισραήλ. Είχαμε μεγάλη επιτυχία και το
Πατριαρχείο Ιεροσολύμων με τον τότε Πατριάρχη Βενέδικτο μας κάλεσε,
γιατί ήθελε να καμαρώσει στο Πατριαρχείο ελληνικό λεβέντικο χορό και
τραγούδι. Τα τραγούδια που ζήτησε ήταν: «Σαμιώτισα», Καλαματιανός και ο
«Αϊτός» τσάμικο. Συγκινήθηκε τόσο που παράγγειλε και μας χάρισε από ένα
χρυσό σταυρό με τίμιο ξύλο και την χρυσή καδένα του».
Το
1986 έγινε ένα πανευρωπαϊκό συνέδριο μουσικολόγων στους Δελφούς. Πήραν
μέρος διάφοροι παραδοσιακοί μουσικοί και τραγουδιστές. «Εγώ συμμετείχα
στο μουσικοχορευτικό συγκρότημα της Λήμνου, σαν λαουτιέρης. Οι σύνεδροι
σε συνεργασία με το υπουργείο Αιγαίου εξέλεξαν εμάς να εκπροσωπήσουμε
την Ελλάδα στην Ιταλία, που είχε ανακηρυχθεί πολιτιστική πρωτεύουσα της
Ευρώπης. Εκεί θα δίναμε 15 συναυλίες σε διάφορες πόλεις της Β. Ιταλίας.
Φτάσαμε στο Τρεβίζο όπου μας υποδέχτηκε ο δήμαρχος της πόλης. Από εκεί
πηγαίναμε κάθε μέρα σε διαφορετική πολιτεία να τραγουδήσουμε και να
χορέψει το χορευτικό των «Κεχαγιάδων» της Λήμνου».
«Δύο
χρόνια μετά, το 1988, με κάλεσε ο σύλλογος Αμοργιανών της Αστόρια, στη
Νέα Υόρκη, να πάω για να παίξω και να τραγουδήσω τα νησιώτικα τραγούδια
στη χοροεσπερίδα που είχαν οργανώσει στο Κρύσταλ Πάλας. Εγώ το δέχτηκα
με πολλή χαρά και πήγα με τον Μιχάλη Στάη (Καράβολα) που παίζει βιολί.
Στο αεροδρόμιο Κένεντυ της Ν. Υόρκης είχαν έρθει εκπρόσωποι του
συλλόγου. Μας υποδέχτηκαν και μας πήγαν στην Αστόρια. Το ίδιο βράδυ
έγινε ο χορός τους και είχε μεγάλη επιτυχία. Τα πρώτα τραγούδια που τους
είπα και που τους έκαναν μεγάλη εντύπωση ήταν τα αυτοσχέδια».
Τα
όνειρα όμως δεν σταματούν ποτέ. Ο Βασίλης Χατζόπουλος φιλοδοξεί να
γίνει και συνθέτης. «Είχα ετοιμάσει αρκετά τραγούδια μα δεν έβρισκα
εταιρία να τα πω. Ώσπου με πήρε η εταιρία «Κυκλάδες» να παίξω λαούτο σε
δύο σαντορινιά τραγούδια. Το στούντιο ήταν κλεισμένο για τρεις ώρες και
εμείς τελειώσαμε σε μια ώρα. Τότε κυκλοφορούσαν μικρά δισκάκια 45
στροφών. Εγώ βλέποντας την ώρα που περίσσεψε και έχοντας τα τραγούδια τα
δικά μου (στίχοι και μουσική) είπα στον παραγωγό της εταιρίας να
τραγουδήσω κι εγώ δύο από τα δικά μου τραγούδια. Αντέδρασε, αλλά εγώ
επέμενα και τελικά τον κατάφερα να τα τραγουδήσω, χωρίς την υπόσχεσή του
ότι θα τα κυκλοφορήσει σε δίσκο. Δεν πέρασαν όμως μερικές μέρες και μου
τηλεφώνησε πως του αρέσουν και αν αρέσουν και μένα, όπως τα είχα πει,
να τα κυκλοφορήσει. Μου έβαλε και άκουσα λίγο από το τηλέφωνο.
Πραγματικά μου άρεσαν και του είπα να τα κυκλοφορήσει. Κυκλοφόρησε
λοιπόν το δισκάκι μου και εγώ το χάριζα όχι μόνο σε φίλους και γνωστούς,
αλλά και σε όσους ήξερα πως έχουν πικάπ. Η εταιρία βλέποντας την
κατανάλωση που είχε το δισκάκι σε πωλήσεις, μου είπε να ετοιμάσω κι
άλλο. Εγώ είχα τραγούδια και είπα στον παραγωγό να κλείσει στούντιο και
να με ειδοποιήσει. Σε λίγο καιρό έγραψα και κυκλοφόρησα το δεύτερο
δισκάκι. Το πρώτο τραγούδι που άρεσε περισσότερο ήταν το «θα πετάξω τη
γραβάτα, και θα βάλω την τραγιάσκα». Την ίδια επιτυχία σε πωλήσεις είχε
και το δεύτερο δισκάκι. Αφού λοιπόν η εταιρία ήταν ευχαριστημένη μαζί
μου και με εμπιστεύτηκε, ζήτησα να κάνω μεγάλο δίσκο 33 στροφών με 13
τραγούδια. Η εταιρία το δέχτηκε. Το 1976 γράφω τον 1ο μου μεγάλο δίσκο
με τίτλο «Νησιώτικο Γλέντι», με καλά παραδοσιακά Ναξιώτικα τραγούδια.
Εκτός από μένα, στο δίσκο αυτό έδωσα και είπαν τραγούδια και οι
συνεργάτες μου στο συγκρότημα».
Από
τότε έως σήμερα, έχουν κυκλοφορήσει 11 μεγάλοι δίσκοι και cd Βασίλη
Χατζόπουλου. Ο ίδιος έχει γράψει και τρία βιβλία. Το 1991 κυκλοφόρησε το
πρώτο του βιβλίο, με τίτλο «Βασίλης Χατζόπουλος, ο Παραδοσιακός Λαουτιέρης – 40 χρόνια μέθοδος Λαούτου». Το 1997 κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο του με τίτλο «Στοχασμοί για το νησιώτικο γλέντι από τον Λαουτιέρη του Αιγαίου», ενώ σήμερα κυκλοφορεί το τρίτο βιβλίο με το 11ο cd, με τίτλο «Αγκαλιά με το λαούτο – μοναδικές καταγραφές – προσωπικές εμπειρίες».
Αξίζει να πούμε ακόμη, ότι ο Βασίλης Χατζόπουλος με την πολυετή μελέτη
και την πείρα του, έγινε δάσκαλος στο λαούτο. «Έβγαλα και βγάζω πολλούς
μαθητές όλων των ηλικιών, γυναίκες και άντρες. Όταν ο υπουργείο
Πολιτισμού ίδρυσε τη Σχολή Παραδοσιακής Μουσικής, κάλεσαν εμένα να
μαθαίνω λαούτο σ’ αυτούς που το αγαπούσαν. Και δεν ήταν και λίγοι.
Πολλές φορές είχα και 20 μαθητές. Αυτή τη σχολή τη διεύθυνε ο Αριστείδης
Μόσχος που παίζει σαντούρι. Στο κάθε όργανο ήταν και ο κατάλληλος
δάσκαλος. Σ’ αυτή τη σχολή έμεινα και δίδασκα λαούτο τρία χρόνια.
Σταμάτησα όμως, γιατί η σχολή έκλεινε τέλος Ιουνίου κι εγώ ήθελα να
πηγαίνω από το Πάσχα στο νησί, όπως ήμουν μαθημένος. Για τη διευκόλυνση
των μαθητών, έφτιαξα μια μέθοδο (διδασκαλίας) δικιά μου, που τους
βοηθάει να μαθαίνουν γρηγορότερα και ορισμένα πράγματα, πάνω στο λαούτο,
χωρίς δάσκαλο».
Κλείνοντας τούτη την αφήγησή του, μας λέει φανερά συγκινημένος:
«Είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος από την καλλιτεχνική μου καριέρα και ευχαριστώ τον Θεό, που μου έδωσε δύναμη και τους συνανθρώπους που με αγάπησαν και με βοήθησαν να αφήσω πίσω μου τις κακουχίες, την πείνα, το τρίχινο παντελόνι, το καουτσουκένιο παπούτσι και την περιπέτεια της υγείας μου. Η καριέρα μου συνεχίζεται…».
«Είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος από την καλλιτεχνική μου καριέρα και ευχαριστώ τον Θεό, που μου έδωσε δύναμη και τους συνανθρώπους που με αγάπησαν και με βοήθησαν να αφήσω πίσω μου τις κακουχίες, την πείνα, το τρίχινο παντελόνι, το καουτσουκένιο παπούτσι και την περιπέτεια της υγείας μου. Η καριέρα μου συνεχίζεται…».
* Για τη ζωή και το έργο του Βασίλη Χατζόπουλου έχει γράψει το blog του χωριού του koronida.blogspot
Βασίλης Χατζόπουλος. 50 χρόνια της δημοτικής μουσικής. Της γνήσιας δημοτικής μουσικής. Του γνήσιου δημοτικού τραγουδιού, που είναι ζυμωμένο από τον αγέρα και την αλμύρα της θάλασσας. Βασίλης Χατζόπουλος. Ο λαουτιέρης, ο συνθέτης, ο στιχουργός, ο τραγουδιστής, ο κύριος εκφραστής του νησιώτικου τραγουδιού. Μέσα από τις σελίδες της «ΗΧΟΥΣ», ο Βασίλης Χατζόπουλος μας ξεναγεί στη νησιώτικη μουσική μας ιστορία, στα προσωπικά του βιώματα, στις αναμνήσεις του, με απλότητα, ειλικρίνεια, αυθορμητισμό. Ένας αυτοδίδακτος οργανοπαίχτης της δημοτικής μουσικής, που συνεχίζει ακόμη και σήμερα να την υπηρετεί πιστά, και να προσφέρει σημαντικές δημιουργίες.
Πηγή :
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου