Η αξιοποίηση των νέων ευκαιριών έχει ως προαπαιτούμενο τη βελτίωση της ελκυστικότητας των νησιών, χωρίς στόχος να είναι η δημιουργία ίδιων συνθηκών με τα αστικά κέντρα που δίνουν έμφαση στους «hard» παράγοντες -γεγονός άλλωστε που δεν είναι εφικτό-, αλλά δίνοντας έμφαση κυρίως στις «soft», όπως διακυβέρνηση, πολιτισμός, περιβάλλον, ανθρώπινο δυναμικό.
Του Δρ. Γ. Σπιλάνη*
Νησιωτικότητα είναι η πιο ακραία κατάσταση των περιοχών της Ε.Ε. με ειδικά μόνιμα και φυσικά χαρακτηριστικά (ορεινές, παράκτιες, αραιοκατοικημένες, νησιωτικές), όπως ορίζονται από το άρθρο 174 της συνθήκης της Λισαβόνας.
Το μικρό εδαφικό και πληθυσμιακό μέγεθος, η απομόνωση και η περιφερειακότητα αποτελούν όλα μαζί τα χαρακτηριστικά της νησιωτικότητας που έχουν ως συνέπεια την αύξηση του κόστους λειτουργίας όλων των οικονομικών μονάδων (νοικοκυριών, επιχειρήσεων, κράτους), αφού η έννοια των οικονομιών κλίμακας δεν έχει εφαρμογή.
Ως νησιωτικό «πρόβλημα» καταγράφεται συνήθως η δημογραφική αποψίλωση των νησιών που εμφανίζεται ως συνέπεια είτε της εγκατάλειψης των παραδοσιακών αγροτικών και μεταποιητικών δραστηριοτήτων (που είτε συρρικνώνονται είτε εγκαταλείπονται είτε χωροθετούνται σε αστικές περιοχές ή/και χώρες χαμηλού κόστους παραγωγής) είτε της αδυναμίας παροχής στους νησιώτες βασικών υπηρεσιών δημοσίου συμφέροντος (όπως π.χ. η υγεία και η παιδεία) σε επίπεδο ανάλογο με αυτό που θεωρείται ως ικανοποιητικό στις σύγχρονες κοινωνίες είτε, συχνά, ως συνδυασμός και των δύο.
Πράγματι, η καταγραφή των κοινωνικο-οικονομικών εξελίξεων στα νησιά στη μεταπολεμική περίοδο αποτυπώνει μια σημαντική πληθυσμιακή μείωση στη συντριπτική πλειοψηφία τους. Η γενική αυτή τάση φαίνεται να ανακόπτεται μετά την απογραφή του 1981.
Ως αιτίες της αντιστροφής της τάσης αυτής καταγράφεται κυρίως η ανάπτυξη του τουρισμού που αρχίζει να διαχέεται σταδιακά όλο και σε περισσότερα νησιά, ενώ παράλληλα έχει ξεκινήσει μια έντονη προσπάθεια για δημιουργία καλύτερων συνθηκών ζωής στα νησιά μέσα από την κατασκευή βασικών υποδομών και τη λειτουργία κρίσιμων υπηρεσιών.
Η παραγωγή του τουριστικού προϊόντος απαιτεί την ενεργοποίηση ενός cluster δραστηριοτήτων - επιχειρήσεων τόσο με άμεση εμπλοκή (επιχειρήσεις διανυκτέρευσης και εστίασης, επιχειρήσεις μεταφορών, ταξιδιωτικά γραφεία, ενοικιάσεις αυτοκινήτων, ξεναγήσεις, πολιτιστικές, αθλητικές δραστηριότητες & δραστηριότητες αναψυχής) όσο και έμμεση (πχ. εμπόριο, κατασκευές, πρωτογενής παραγωγή, μεταποίηση), γεγονός που διαχέει τη μεγέθυνση σε σημαντικό αριθμό κλάδων.
Η ενεργοποίηση άλλων κλάδων (π.χ. αγροδιατροφή, εξοπλισμός κ.λπ.) εξαρτάται από την ένταση του τουριστικού φαινομένου, από την «ανταπόκριση» των παραγωγών των κλάδων αυτών (συχνά έχουν ατροφήσει κατά τη προηγούμενη περίοδο συρρίκνωσης της ζήτησης) και από το είδος του παραγόμενου τουριστικού προϊόντος (ποιοτικό με ιδιαίτερο τοπικό χαρακτήρα ή μαζικό).
Ταυτόχρονα, ο αγροτικός τομέας, μετά τη σημαντική του συρρίκνωση λόγω της χαμηλής ανταγωνιστικότητας των παραγόμενων προϊόντων εξ αιτίας της νησιωτικότητας, αναζητεί ένα νέο ρόλο μέσα από τη στροφή μέρους των καταναλωτών σε ασφαλή και τοπικά προϊόντα, με την τοπική γαστρονομία να αναδεικνύεται σε σημαντικό στοιχείο του τουριστικού προϊόντος.
Κατά συνέπεια η αγροδιατροφή (άθροισμα της αγροτικής παραγωγής και της βιομηχανίας τροφίμων-ποτών) που αποτελεί το δεύτερο σημαντικό πυλώνα ανταγωνιστικών (εξαγωγικών) δραστηριοτήτων στα νησιά, βρίσκει ένα νέο ρόλο.
Οι διαχρονικές αυτές διακυμάνσεις αποτυπώνουν τη μεταβολή της ελκυστικότητας των νησιών ως τόπων παραγωγής και διαβίωσης, καθώς αυτές επηρεάζονται από τις γενικότερες εθνικές και παγκόσμιες εξελίξεις.
Έτσι, την παλαιότερη θέση των νησιών ως κόμβων ενός συστήματος θαλάσσιων μεταφορών μικρών αποστάσεων -με δεδομένα τα πλοία που υπήρχαν- διαδέχτηκε η διπλή «περιθωριοποίηση» τους, όταν άλλαξαν οι συνθήκες: ανάπτυξη χερσαίων μεταφορών και θαλάσσιων μεταφορών μεγάλης κλίμακας που «παρέκαμψαν» τα νησιά, παράλληλα με τη μαζική παραγωγή μεγάλης κλίμακας που τα νησιά δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν με το περιορισμένο μέγεθος και τους λιγοστούς πόρους.
Η ελκυστικότητα των νησιών πέφτει στο ναδίρ με συνέπεια επιχειρήσεις και κάτοικοι να μεταναστεύουν.
Η σταδιακή μετεξέλιξη του τουρισμού από μια δραστηριότητα «πολυτελείας» (που αφορούσε μόνο μικρά τμήματα του πληθυσμού) σε μια δραστηριότητα «ανάγκης», με την παράλληλη στροφή της παγκόσμιας κοινότητας σε ό,τι αφορά θέματα ποιότητας ζωής, ασφαλούς διατροφής, γνωριμίας με το διαφορετικό, και τη μικρή κλίμακα, έφεραν ξανά τα νησιά σε μια θετική τροχιά ως προς την ελκυστικότητά τους.
Ταυτόχρονα, τεχνολογικές μεταβολές, όπως πχ. στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, (μπορούν να) συμβάλουν στη μερική άρση της απομόνωσης βελτιώνοντας τις συνθήκες παραγωγής και διαβίωσης, παράγοντες που εξηγούν τη δημογραφική και οικονομική αντιστροφή που σημειώνεται σε μεγάλο αριθμό νησιών με διαφορετική ένταση, ανάλογη με τη θέση των νησιών στη νέα κατάσταση.
Η ελκυστικότητα έχει δύο διαστάσεις: η πρώτη συνδέεται με τις επιχειρήσεις και τις οικονομικές δραστηριότητες γενικότερα και η δεύτερη με τον πληθυσμό.
Η ελκυστικότητα για τις επιχειρήσεις εξαρτάται από παραμέτρους όπως τα κίνητρα στις επιχειρήσεις, η διαθεσιμότητα και η ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού (αγορά εργασίας), οι δράσεις έρευνας και καινοτομίας, η πρόσβαση σε Τεχνολογίες Πληροφορίας και Επικοινωνίας (ΤΠΕ), η προσπελασιμότητα, η πρόσβαση σε οικονομικές και κοινωνικές υποδομές και υπηρεσίες (δημόσιες και ιδιωτικές), το μέγεθος της τοπικής αγοράς, η ποιότητα της διακυβέρνησης, η ποιότητα του περιβάλλοντος (αφθονία πόρων), οι κίνδυνοι και η ασφάλεια.
Η ελκυστικότητα για τον πληθυσμό συνδέεται με τα πρότυπα της ποιότητας ζωής και εξαρτάται από παράγοντες όπως δυνατότητες απασχόλησης και καριέρας, η προσπελασιμότητα, η πρόσβαση σε διάφορες υποδομές και υπηρεσίες οικονομικές και κοινωνικές (δημόσιες και ιδιωτικές), η πρόσβαση στο φυσικό περιβάλλον, η ποιότητα διακυβέρνησης, οι κίνδυνοι και η ασφάλεια.
Οι παράμετροι αυτοί κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες:
σε εξωγενείς παράγοντες, που σχετίζονται με τα χαρακτηριστικά της νησιωτικότητας όπως είναι η έκταση, ο πληθυσμός και ο βαθμός απομόνωσης / προσπελασιμότητας που συχνά αναφέρεται ως διπλή και τριπλή νησιωτικότητα.
σε ενδογενείς παράγοντες, που σχετίζονται με τη δυναμική που έχει αναπτυχθεί τοπικά και περιλαμβάνει θέματα διακυβέρνησης (λειτουργία θεσμών, ύπαρξη αναπτυξιακών μηχανισμών και δράσεων, κινητοποίηση πολιτών), την ύπαρξη ισχυρού κοινωνικού κεφαλαίου (εμπιστοσύνη σε θεσμούς και συμπολίτες, αίσθημα υπερηφάνειας για τον τόπο), δημιουργία θετικής εικόνας προς το εξωτερικό περιβάλλον (place branding), την ύπαρξη πλέγματος κινήτρων για τη προσέλκυση επενδύσεων (κίνητρα, υπηρεσίες στήριξης κ.λπ.) και κατοίκων (π.χ. ευκολία εύρεσης κατοικίας), την ύπαρξη και το επίπεδο λειτουργίας υποδομών - υπηρεσιών που αφορούν ΥΔΣ (οικονομικές και κοινωνικές) προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά, την ύπαρξη και το επίπεδο λειτουργίας ιδιωτικών υπηρεσιών, την ύπαρξη «καινοτόμων» τοπικών πρωτοβουλιών - δράσεων και γενικότερα όλους τους υλικούς και άυλους παράγοντες που επηρεάζουν το «περιβάλλον».
Οι πρώτες μόνο οριακά μπορούν να μεταβληθούν αφού συνδέονται με μόνιμα φυσικά χαρακτηριστικά, ενώ οι δεύτερες εξαρτώνται άμεσα από τη πολιτική βούληση.
Η αξιοποίηση των νέων ευκαιριών έχει ως προαπαιτούμενο τη βελτίωση της ελκυστικότητας των νησιών, χωρίς στόχος να είναι η δημιουργία ίδιων συνθηκών με τα αστικά κέντρα που δίνουν έμφαση στους «hard» παράγοντες -γεγονός άλλωστε που δεν είναι εφικτό-, αλλά δίνοντας έμφαση κυρίως στις «soft», όπως διακυβέρνηση, πολιτισμός, περιβάλλον, ανθρώπινο δυναμικό. Οι παράγοντες αυτοί υποδεικνύουν προς τα πού οφείλουν να κινηθούν οι πολιτικές, ώστε να είναι αποτελεσματικές.
Ταυτόχρονα, η νησιωτική πολιτική οφείλει να είναι πολυεπίπεδη προσβλέποντας σε ποιοτικά, πράσινα και ίσων ευκαιριών νησιά, κατ’ αναλογία με τις αρχές της έξυπνης, πράσινης και χωρίς αποκλεισμούς μεγέθυνσης:
σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να αρθεί η αρχή «one size fits all», αφού «η διαχείριση διαφορετικών καταστάσεων με τον ίδιο τρόπο» αποτελεί πρακτική αρνητικής διάκρισης», σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (απόφαση της 23/1/83, υπόθεση 08/82).
Μια σειρά πολιτικές που έχουν χωρικό αντίκτυπο (πολιτική μεταφορών και ενέργειας, περιβαλλοντική πολιτική, αγροτική πολιτική, πολιτική κρατικών ενισχύσεων, υπηρεσίες δημοσίου συμφέροντος), αλλά και η πολιτική ανταγωνισμού, πρέπει να προσαρμοστούν ανάλογα.
σε εθνικό επίπεδο, με στόχο τη θετική διαφοροποίηση των κλαδικών πολιτικών υπέρ των νησιών, αλλά και κάλυψη του πρόσθετου κόστους της νησιωτικότητας στη λειτουργία των υπηρεσιών δημοσίου συμφέροντος, σε αναλογία με την εφαρμογή του μεταφορικού ισοδύναμου.
σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, με την εφαρμογή ειδικής αναπτυξιακής στρατηγικής που να αξιοποιεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των νησιών.
* Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου, Δ/ντης Εργαστηρίου Τοπικής και Νησιωτικής Ανάπτυξης
Πηγή : http://www.avgi.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου