«[…] Αντίθετα από ό,τι έχει λεχθεί μέχρι τώρα, η κεντρική αντίφαση αυτού του κόσμου δεν είναι η αντίθεση ανάμεσα στη μεγαλοαστική τάξη και τη μισθωτή εργασία. Η κεντρική αντίφαση αυτού του κόσμου είναι μια πολύ πιο οργανική αντίφαση, που διαπερνά τον καθένα μας όποια κι αν είναι η κοινωνική του προέλευση. Η αντίφαση αυτού του κόσμου είναι το μικροαστικό πνεύμα.
Διότι, αν η μισθωτή εργασία συνιστά πράγματι την τυπική και δομική αντίφαση αυτού του κόσμου, εκείνο που εμποδίζει την επίλυση αυτής της αντίφασης −αυτό δηλαδή που συνιστά την πραγματική και οργανική αντίφασή του− είναι το μικροαστικό πνεύμα. Ο κόσμος αυτός, από τον τεχνίτη έως τον τραπεζίτη κι από τον καθηγητή της Σορβόνης έως τον γραφειοκράτη της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών, είναι ουσιαστικά ένας μικροαστικός κόσμος.
Το μικροαστικό πνεύμα είναι αυτό που επεξεργάζεται, διαδίδει και επικροτεί όλες τις αξίες αυτού του κόσμου. […] Η μετριότητα αυτού του κόσμου δεν έχει επιβληθεί. Είναι μια μετριότητα που την επιθυμεί το μικροαστικό πνεύμα. Θα ήταν αδιανόητο τόση μετριότητα να έχει επιβληθεί χωρίς τη συγκατάθεση της γενικής θέλησης. […]
Το μικροαστικό πνεύμα είναι αυτό που υπονομεύει κάθε ανθρώπινη υπέρβαση. […]
Η αρρώστεια που σιγοτρώει το μικροαστικό πνεύμα είναι η υπερτροφία του Εγώ, ενός Εγώ που δεν έχει την παραμικρή έγνοια να ορίσει και να επαναπροσδιορίζει διαρκώς το κοινωνικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο εξελίσσεται. Το άτομο, χειραφετημένο από όλες τις ευθύνες του απέναντι σε μια κοινότητα χωρίς συγκεκριμένη νομιμότητα και υπόσταση, χάνεται μέσα στην αναζήτηση μιας αδύνατης αυτοπραγμάτωσης και βουλιάζει σ’ έναν αποκρουστικό ρασιοναλισμό και υλισμό.
Το φαινόμενο της συνείδησης δεν γίνεται κατανοητό ως άμεσο προϊόν της κοινωνικής σχέσης αλλά θεωρείται, ξανά και πάλι, σαν κάτι το μαγικό και σαν αντικείμενο κάθε λογής ανοητοθεωρητικολογίας. Η συνείδηση και η ατομικότητα θεωρούνται σαν αυτόνομες δυνάμεις κι έτσι δεν επιστρέφουν στην κοινότητα αλλά παραμένουν χωρισμένες από αυτήν και δεν έχουν πουθενά να δώσουν λόγο.
Για πολύ καιρό πίστευα πως η συνείδηση που έχουμε για το κοινωνικό και το κοινοτικό, εξαρτάται από τις συνθήκες ύπαρξής μας. Γι’ αυτό το λόγο ερμήνευα την υποδούλωση των μισθωτών ως αποτέλεσμα της τεχνητά οργανωμένης αμάθειας και βλακείας που τους επιβάλλουν.
Οπωσδήποτε αυτό είναι σωστό από τυπικής άποψης. Πώς όμως μπορεί να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι οι προνομιούχοι αυτού του κόσμου, οι οποίοι ζουν γενικά σε ένα ευνοϊκό κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον −και έχουν πρόσβαση στις αξίες, στην κουλτούρα και στην αισθητική … −, είναι τόσο στενόμυαλοι όσο και οι υπόδουλοί τους; […]
Όταν, έφηβο κιόλας, με έκλεισαν στο εργοστάσιο και ήρθα σε επαφή με τις ιδέες και με το κοινωνικό κίνημα, ένιωσα πως ήρθα σ’ επαφή μ’ ένα καινούργιο κόσμο, ένα κόσμο όχι μόνο γεμάτο ιστορία αλλά γεμάτο και από μια ζωντανή πραγματικότητα που τη ζουν εκατομμύρια ανθρώπινα όντα με τις ίδιες ελπίδες απελευθέρωσης μ’ εμένα. Χρειάστηκα 25 χρόνια και μια ορισμένη δίψα να ξεκαθαρίσω τα πράγματα και τη σκέψη μου, για να καταλάβω πως αυτός ο ‘καινούργιος κόσμος’ δεν είναι ριζικά διαφορετικός από τον παλιό και πως είναι χτισμένος και αυτός πάνω στη σύγχυση, τα ψέμματα και τις χίμαιρες −δηλαδή πως τελικά είναι και αυτός μια προέκταση του μικροαστικού πνεύματος.
Αναζητώντας μια κοινωνική αλήθεια, κατέληξα στην αλήθεια αυτού εδώ του κόσμου∙ αν όχι στον ατομικισμό του, τουλάχιστον στη βαθιά μοναξιά που τον διαπερνά. […]
Αυτή η κάπως αστεία κατάσταση θα με έκανε να σκάσω από τα γέλια αν δεν είχα την ίδια στιγμή και τη δυσάρεστη αίσθηση ότι τελικά ίσως να υπήρξα και εγώ θύμα της γενικής πλάνης. Και θα το πίστευα αυτό, αν δεν είχα καθημερινά μπροστά στα μάτια μου αυτά τα χειροπιαστά βουνά από αδικίες, που όσο με ταράζουν άλλο τόσο με πείθουν πως είδα σωστά τα πράγματα.
Μπορείς όμως να είσαι ποτέ απόλυτα βέβαιος για την πραγματική φύση της αδικίας; […]
Πάρα πολλές φορές αναρωτήθηκα, πού έκανα λάθος. Απάντηση δεν βρίσκω. Δέχομαι αυτή τη μοναξιά, είμαι αναγκασμένος να τη δεχτώ, αλλά δεν την καταλαβαίνω. Δεν αισθάνομαι να την επιδίωξα. Η μοναδική εξήγηση που μπορώ να δώσω, είναι ότι η συνείδηση του κοινού (η οποία είναι ωστόσο ένα αντικειμενικό δεδομέν χωρίς το οποίο δεν θα μπορούσαμε να υπάρξουμε ως άνθρωποι!) δεν είναι αποτέλεσμα του ίδιου του κοινού αλλά αποτέλεσμα ενός ατομικού τολμήματος και αθλήματος, το οποίο υπερβαίνει το μικροαστικό ατομικισμό και βρίσκεται πιο κοντά στο τόλμημα του Γκαοτάμα ή του Ιησού παρά στα εγχειρήματα των υλιστών διανοουμένων.
Για να πάψει το κοινό να είναι ένα απλώς αντικειμενικό δεδομένο, ή μια ποιοτική δυνατότητα και μόνο, πρέπει να το αναλάβουν, να το σηκώσουν στα χέρια τους τα άτομα εκείνα που υψώνονται στη συνείδηση του κοινού. […]
Γιατί, τι σημασία έχει στ’ αλήθεια που το κοινό υπάρχει ως αντικειμενική δομή εάν κανένας δεν αποδεικνύεται ικανός να την κατοικήσει υποκειμενικά δίνοντάς της την πραγματική κι αληθινή της διάσταση; […]
Μέχρι τώρα το κοινωνικό κίνημα συντριβόταν από την τυφλή εμμονή του σ’ έναν άρρωστο ρασιοναλισμό, ο οποίος ισχυριζόταν πως είχε βρει τη λύση για όλες τις συγκρούσεις και τις διαφωνίες μας χάρη σε μια επιστημονική απόλυτη αλήθεια.
Αυτός ο αυταρχικός ρασιοναλισμός, δημιούργημα εγκεφαλικών αστών που ποτέ δεν σκέφτηκαν πώς ν’ απελευθερωθούν αυτοί οι ίδιοι, σκότωσε ό,τι πιο πλούσιο είχει το κοινωνικό κίνημα, δηλαδή τις διαφωνίες και τις αντιπαραθέσεις εντός του. […
Είναι καιρός να καταλάβουμε πως δεν υπάρχει αλήθεια ξέχωρη από την ανταλλαγή και τις αντιπαραθέσεις μας, και πως η ικανότητά μας να οργανώσουμε τις διαφωνίες μας είναι πιο σημαντική από τις πρόσκαιρες αλήθειες που μπορεί να βγουν μέσα από αυτές. Αυτό που πρέπει να εφεύρουμε, είναι ένας τρόπος να είμαστε μαζί και να χειριζόμαστε τις αναπόφευκτες και αναγκαίες αντιπαραθέσεις μας. […]
Η μοναδική μου διεκδίκηση είναι να προσπαθήσω να είμαι όλο και πιο ανθρώπινος.»
Υβ Λε Μανάκ, Αυτοψία της κοινωνικής σχέσης (1984)
Σημ. του H.S. Το παραπάνω κείμενο του (πρώην άνεργου και νυν συνταξιούχου) βιομηχανικού εργάτη Υβ Λ.Μ. γράφτηκε ως επίλογος στο βιβλίο του συνδικαλιστή φίλου του Ζαν-Πιέρ Σεβαλιέ, Ταξίδι στα σπλάχνα ενός πτώματος. Αλληλογραφία του Ζ.-Π. Σεβαλιέ με το συνδικάτο των διορθωτών.
Το πρωτομετέφρασα και κυκλοφόρησα χέρι-χέρι σε φωτοαντίγραφα το 1985 και σε μια 2η «έκδοση» το 1999. Με χαρά σας πληροφορώ ότι βάζουμε στα σκαριά μια δεύτερη, διορθωμένη και επαυξημένη έκδοση του περίφημου βιβλίου του Λε Μανάκ, Ο Κήπος. Η δικαιοσύνη, τα κορίτσια και η αιωνιότητα. Υπομονή
.Πηγή : http://dangerfew.blogspot.gr/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου