της Αθηνάς
Ντάσιου-Γιάννου
Το τζάκι έκαιγε στην μικρή
παραδοσιακή ταβέρνα, στο κέντρο σχεδόν της Αθήνας. Τα τραπέζια γύρω ήταν γεμάτα.
Βαρύς ο χειμώνας που γνώριζε φέτος η πρωτεύουσα και μια επίσκεψη στο ζεστό
ταβερνάκι με λίγη καλή συντροφιά, ήταν ότι έπρεπε. Κάποια στιγμή, η πόρτα
άνοιξε, και μαζί με τον κρύο αέρα, που προσπάθησε να εισβάλλει μες το χώρο, ένας
νεαρός με κασκόλ και σκουφί μπήκε μέσα. Το βλέμμα του περιπλανήθηκε στο
χώρο.
-Θοδωρή, Θοδωρή!
Εδώ!
Ο φίλος του ο Ηλίας τον περίμενε
από ώρα.
-Καλησπέρα! Άργησα,
ε;
-Μα, που γυρνάς Σαββατόβραδο μες’
την παγωνιά; Φαίνεσαι ταλαιπωρημένος. Κάτσε να ζεσταθείς. Έχω παραγγείλει και
για σένα. Σε λίγο φτάνουν τα μεζεδάκια μας.
-Μόλις τελείωσε η πορεία
διαμαρτυρίας κατά του πολέμου στο Ιράκ. Ήμουν κι εγώ εκεί, να κάνω το χρέος
μου.
-Μα το λες σοβαρά; Τι σ’ έπιασε
πάλι; Δεν μπορώ να καταλάβω Θοδωρή γιατί καταπιάνεσαι μ’ αυτά! Πτυχιούχος της
Γεωπονικής σήμερα, του χρόνου μεταπτυχιακός στο Λονδίνο, και γυρνάς στις
διαδηλώσεις; Δε λέω, κακό πράγμα ο πόλεμος, μα εσύ θα σώσεις τον
κόσμο;
-Δεν είναι έτσι, Ηλία, και το
ξέρεις. Αν ενώσουμε όλοι τις φωνές μας πάνω στη Γη, αν πιστέψουμε όλοι στην αξία
της ειρήνης και την φωνάζουμε, κάποτε θα σταματήσουν τα δεινά του πολέμου, της
βίας, του εξευτελισμού του ανθρώπου.
Ο σερβιτόρος έφερε τα παραγγέλματα,
κι ο Ηλίας κέρασε κρασί στα ποτήρια.
-Κι εμένα με νοιάζει, δε λέω, δεν
είναι καλό πράγμα ο πόλεμος! Φέρνει συμφορές, φέρνει θανάτους, φέρνει όπως λες
τον εξευτελισμό τη ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά τι μπορώ να κάνω;
-Και νομίζεις, Ηλία, πως φέρνει
θανάτους μόνο στο πεδίο της μάχης;...Κι εγώ σαν κι εσένανε σκεφτόμουνα, ώσπου
...άσε με να σου διηγηθώ μια ιστορία.
Ήταν καλοκαίρι του ’96. Περνούσα τον
καιρό μου στο πατρικό μου σπίτι με το μεγάλο αγρόκτημα, στον κάμπο της
Ηγουμενίτσας, ξέρεις. Εκείνο το καλοκαίρι, ετοιμαζόμουν για τις εξετάσεις στο
πανεπιστήμιο και είχα πολύ διάβασμα. Καθόμουν στη βεράντα τη μεγάλη με την
ξύλινη σκεπή κι αγνάντευα το κτήμα μας με τις πορτοκαλιές, και στο βάθος τη
θάλασσα με την απεραντοσύνη της. Το’ χα πάρει απόφαση πως το μόνο που ήθελα να
σπουδάσω είναι η γεωπονική. Μ’ αρέσει ν’ ασχολούμαι με τη γη, να πιάνω το χώμα,
να φυτεύω και να βλέπω τα φυτά μου να μεγαλώνουν, να τα γιατρεύω σαν
μαραίνονται, όπως ο γιατρός τους ασθενείς του.
Διάβαζα λοιπόν, συνέχεια και που και
που σήκωνα τα μάτια προς τη θάλασσα. Ειδικά τ’ απογεύματα που σμίγει ο ήλιος στα
νερά της, το θέαμα είναι μαγευτικό. Πρόσεξα λοιπόν, πως κάθε απόγευμα, την ώρα
που φεύγει ο ήλιος, ένα κορίτσι με μαύρα μαλλιά και αναιμικό πρόσωπο καθόταν στο
κεφαλόσκαλο της ξύλινης σκάλας μας κι αγνάντευε το πέλαγο με μάτια διάπλατα, σα
να ‘ θελε να το ρουφήξει ολόκληρο, να πάρει από εκείνο λίγη απ’ τη ζωντάνια του.
Ήταν στη δούλεψη του πατέρα μου, Σερβίδα πρόσφυγας από τη Γιουγκοσλαβία. Είχε
προσλάβει τέσσερις – πέντε ανθρώπους ο πατέρας μου για τις δουλειές του σπιτιού
και του αγροκτήματος. Είχαμε πολλή σοδιά εκείνο το καλοκαίρι. Ένα βράδυ κάθισα
δίπλα της. Τη ρώτησα πως τη λένε. Δεν μου απάντησε. Με κοίταξε με τα μεγάλα της
μάτια και σιωπηλή κι αμίλητη, σαν κούκλα όμορφη μα άψυχη,
έφυγε.
Νόμισα πως δεν ήξερε ελληνικά, αλλά
την άλλη μέρα την είδα στο περιβόλι κι ανακάλυψα πως και μιλάει και καταλαβαίνει
ελληνικά.
-Για πες μου, είμαι γεμάτος
περιέργεια, διέκοψε ο Ηλίας , που είχε σταματήσει να τρώει και που κρεμόταν απ’
το στόμα του φίλου του.
-Εγώ να δεις περιέργεια. Το άλλο
βράδυ την περίμενα ξανά. Ήρθε να απολαύσει πάλι το ηλιοβασίλεμα απ’ το
κεφαλόσκαλο. Πήγα αμέσως κοντά της και τη ρώτησα. Πάλι δε
μίλαγε.
-Μα γιατί δε μου μιλάς; Της είπα με
παράπονο και νεύρο.
-Γιατί δεν θα καταλάβεις! Μου είπε.
Κι έφυγε. Την άφησα κι εγώ να απολαμβάνει τη θέα και δεν της ξαναμίλησα για
μερικά βράδια.
Μέσα μου όμως μ’ έτρωγε σα σαράκι
αυτή η απόρριψη. Τι πα’ να πει δεν θα καταλάβω; Γιατί να μην καταλάβω εγώ,
δηλαδή; Αν μου εξηγήσει, θα καταλάβω. Ένα απόγευμα, ήταν τέλη Αυγούστου, πήγα
πάλι κοντά της, αποφασισμένος αυτή τη φορά να της πιάσω οπωσδήποτε κουβέντα.
-Θα μου πεις τ’ όνομά σου; Τη ρώτησα
με αγένεια σχεδόν. Είχε τα μεγάλα μάτια στραμμένα στη θάλασσα, Ηλία και το
πρόσωπό της είχε κοκκινίσει από το χρώμα του ήλιου που τη χάιδευε απαλά,
δίνοντας της μια αίσθηση εξωπραγματική, εξαϋλωμένη, σαν αγία που ζωντάνεψε
ξαφνικά μέσα στο κάδρο της. Με κοίταξε ήσυχα, απλά, αυτή τη φορά, αλλά το βλέμμα
της με διαπέρασε σ’ όλη μου την ύπαρξη, με σκούντηξε τόσο που κινδύνεψα να πέσω
και κρατήθηκα από το κάγκελο της σκάλας.
-Με λένε Ζωή και είμαι 18 χρονών,
μου είπε με μια απαλή φωνή, σαν ξεψυχισμένη.
-Κι εμένα με λένε Θοδωρή, κι είμαι
στην ίδια ηλικία με σένα, της είπα, προσπαθώντας να τακτοποιήσω τις δυνάμεις
της χαμένης μου αυτοπεποίθησής. Θέλεις να κάνουμε
παρέα;
Είχε τα μάτια πάντα στραμμένα προς
τη θάλασσα κι η απάντησή της ήρθε σαν κύμα και με
σύντριψε.
-Όχι! Και σηκώθηκε έτοιμη να
φύγει.
-Γιατί όχι; Τη ρώτησα με θυμό και
τέντωσα το κορμί μου φράζοντας της το δρόμο.
-Γιατί δεν θα καταλάβεις, μου πέταξε
πάλι.
-Δεν θα καταλάβω
τι;
Τα μάτια της πλανήθηκαν για ώρα μέσα
στα δικά μου. Με κοίταξε βαθιά, σαν να μετρούσε την ψυχή μου, σαν να ζύγιαζε την
αξία μου, κι ύστερα έσκυψε και κάθισε πάλι στο πλατύσκαλο. Είχε παρμένη την
απόφασή της. Κάθισα κι εγώ δύο σκαλοπάτια παρακάτω, έτοιμος να την
ακούσω.
-Έζησα σε δύσκολους καιρούς, εγώ,
Θοδωρή, κι έρχομαι από κάπου που σκοτώνουν και σκοτώνονται
αλύπητα...
Τα μάτια της πύρωναν από τον ήλιο
που πύρωνε κι΄ αυτός όλο και περισσότερο καθώς έπεφτε στην αγκαλιά της θάλασσας
για να λυτρωθεί. Κι εκείνη, σαν καλλονή που ξεπήδησε απ’ τα βιβλία, σαν εικόνα
φωτεινή, έτοιμη να την λατρέψεις, μου είπε για τους ανθρώπους που έκαψαν, για
τους ανθρώπους που κακοποίησαν, που κομμάτιασαν, για τους ανθρώπους που έμοιαζαν
φρικαλέα εξέλιξη μιας παλιάς ανθρώπινης φύσης.
Κι ύστερα, μου είπε για τους
ανθρώπους που κάηκαν, για τους ανθρώπους που κακοποιήθηκαν, που κομματιάστηκαν,
για τους ανθρώπους που έμοιαζαν να ζητιανεύουν λίγη ζωή με την παλιά της, την
ανθρώπινη φύση.
-Δύο χρόνια πριν οι γονείς μου
σκοτώθηκαν ένα βράδυ μπροστά στα μάτια μου, μέσα στο σπίτι μας. Μια σφαίρα στον
καθένα. Ένα μπαλάκι από σίδερο, μικρό σαν μπίλια από ’κείνες που παίζουν τα
παιδιά, κι όμως, αρκεί να σκορπίσει τον θάνατο. Κι ύστερα εγώ κακοποιήθηκα πάλι
και πάλι, μέχρι που...δεν θυμάμαι τίποτα άλλο από εκείνη τη νύχτα. Την άλλη
ημέρα, άνοιξα τα μάτια μου σ’ ένα πρόχειρο νοσοκομείο. Θυμάμαι πως δεν μπορούσα
να κουνήσω τα πόδια μου. Μια νοσοκόμα ήρθε, με χάιδεψε και μου μίλησε σε μια
γλώσσα που άκουγα για πρώτη φορά. Ήταν ελληνικά και ήταν οι γιατροί χωρίς
σύνορα.
Μόλις έπαψαν να μιλούν οι εικόνες
από τα μεγάλα μάτια της , κύλησαν δύο δάκρυα για να φανεί το τέλος. Ο ήλιος είχε
σβηστεί πια απ’ τον ουρανό και μόνο το χρώμα του είχε αφήσει δώρο στα σύννεφα.
Μόλις πρόλαβα να συνέλθω από τη σύγκορμη ανατριχίλα, απ’ τη ντροπή που ένιωθα
μπροστά σε τόσο πόνο, ξεκίνησα να της μιλώ για τις ελπίδες, για το μέλλον της
στην καινούργια πατρίδα-πως το παρελθόν θα γίνει ανάμνηση και πως κάποτε ίσως
σβήσει τελικά...
Τα μεγάλα μάτια της τέντωσαν πάνω
μου φοβερά.
-Δεν κατάλαβες, ούτε κι εσύ, λοιπόν.
Στο είχα πει πως δεν θα καταλάβαινες. Δεν έχω όνειρα!, φώναξε. Κι ήταν η
τελευταία φράση.
Σηκώθηκε απότομα κι έφυγε σαν
κυνηγημένη, μέσα στο σκοτάδι. Η νύχτα είχε πια κυριεύσει το στερέωμα.
Ντροπιασμένος σηκώθηκα κι έκανα μερικά βήματα. Μου φαινόταν δύσκολο να αισθανθώ
πως είναι δυνατόν ένα κορίτσι να ζει μόνο μ’ αναμνήσεις και χωρίς όνειρα στα 18
του χρόνια.
Το κατάλαβα μόνο, ένα μήνα μετά.
Τέλειωνε ο Σεπτέμβρης όταν έμαθα πως η Ζωή άφησε την τελευταία της πνοή ένα
βράδυ εκεί στο κεφαλόσκαλο, σιωπηλά, χωρίς να μιλήσει σε κανέναν, χωρίς κανείς
να την πάρει είδηση. Ο πόλεμος είχε βιάσει τη ψυχή της κι είχε φέρει ήδη τον
θάνατο από εκείνο το βράδυ που μου είχε διηγηθεί. Στο σώμα της πήρε απλώς δύο
τρία χρόνια ακόμα για να πει το αντίο στη γη. Για κάποιους ανθρώπους, η τιμή,
Ηλία, είναι πιο σπουδαία και από την ίδια τη ζωή. Η Ζωή είχε αρνηθεί σιωπηλά να
ζήσει πια σε τούτον τον τρελό κόσμο, που την πόνεσε και δεν την
καταλάβαινε.
-Και σε ρωτάω, τώρα, Ηλία, τούτον
τον άνθρωπο τον υπολογίζουνε στα νούμερα που μετράν τα θύματα του πολέμου;
Μετράνε τις πληγές απ’ τα κορμιά, μα όχι τις πληγές της ψυχής, πληγές που αργούν
να σβήσουν ή άλλες που δεν γιατρεύονται ποτέ.
Γι’ αυτό κι εγώ πολεμώ τον πόλεμο με
τόση λύσσα. Για τη Ζωή.
Ο Ηλίας καθόταν αμίλητος να κοιτάζει
τις φλόγες στα τζάκι και μυστικά να κλαίει για τη Ζωή κι ας μην την είχε ποτέ
δει: «Μαύρα, μεγάλα κι ασυνήθιστα μάτια, ας σας γιάτρευε του πελάγου η
απεραντοσύνη».
(Το διήγημα της Αθηνάς
Ντάσιου-Γιάννου «Για τη Zωή» απέσπασε το Α΄ Βραβείο στον 2ο
Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Ποίησης-Διηγήματος Δ. Αθήνας 2003, που προκήρυξε το
περιοδικό ΕΝΝΕΑΔΑ)
Πηγή :
http://peritexnisologos.blogspot.gr/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου