Οι μετανάστες και η οικονομική και
κοινωνική ζωή της Ελλάδας. «Οικονομία και κοινωνία - Οι εξελίξεις στην
ελληνική οικονομία μεταπολεμικά» είναι ο τίτλος του βιβλίου του
διδάκτορα Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών Θεόδωρου Παπαηλία, το
οποίο κυκλοφόρησε τον Μάρτιο από τις εκδόσεις Κριτική, με πρόλογο του
πρώην πρύτανη του Παντείου Ιωάννη Βαβούρα. Ο Θ. Παπαηλίας, με πλούσια
επιστημονική δραστηριότητα, έχει κατά καιρούς αρθρογραφήσει και στο
«Ποντίκι» σε μια ευρεία γκάμα αντικειμένων και μέρος από τα άρθρα του
αυτά περιλαμβάνεται και στο εν λόγω βιβλίο του. Η ανάλυσή του για
κορυφαία ζητήματα - π.χ. για το αναπόφευκτο της ελληνικής πτώχευσης -
αλλά και η παρουσίαση των κρίσιμων τομέων της οικονομίας και της
κοινωνικής διάρθρωσης, της πορείας και των επιδόσεών τους από τον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά συνθέτουν μια πλήρη εικόνα της
ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας όλες αυτές τις δεκαετίες. Ως ένα
επαρκές δείγμα γραφής παραθέτουμε το υποκεφάλαιο «Μετανάστες από και
προς την Ελλάδα (1951-2011): Έρευνα επί της υπεξαίρεσης της εργατικής
δύναμης», το οποίο αναπτύσσεται στις σελίδες 62-67.
Οι μετακινήσεις πληθυσμών αποτέλεσαν, ανέκαθεν,
σημαντικό σημείο αντιπαράθεσης κατά τη διαμόρφωση της οικονομικής και
κοινωνικής πολιτικής. Αντίστοιχες συγκρούσεις εμφανίζονται και στην
οικονομική θεωρία. Έτσι, κατά τους μεν η μετανάστευση συνιστά έναν
εξισορροπητικό μηχανισμό, ενώ κατ' άλλους το αντίθετο.
Η καινοτομία του παρόντος σύντομου δοκιμίου
εντοπίζεται στην καταγραφή των οικονομικών, κυρίως, συνεπειών που
παρουσίασε στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στο θέμα της υπεξαίρεσης του
ανθρώπινου κεφαλαίου, αντικειμένου που δεν απαντάται συστηματικά στη
διεθνή βιβλιογραφία.
Η περίοδος 1951-1971
Η μετανάστευση αποτελεί ένα γνώριμο φαινόμενο
στην Ελλάδα. Στη μετά την απελευθέρωση περίοδο έλαβε έντονο ρυθμό μεταξύ
των ετών 1880 και 1890. Ο Πόλεμος και η παγκόσμια κρίση (1929-1933)
περιόρισαν το φαινόμενο. Μεταπολεμικά, αρχικά λόγω πολιτικών αιτιών
(Εμφύλιος) και εν συνεχεία ένεκα της οικονομικής ανάπτυξης (διπλή
αναπτυξιακή σύνθλιψη του αγροτικού τομέα) μεγάλες μάζες αγροτών και
ακολούθως αστικού πληθυσμού (λόγω της διατήρησης του εργατικού μισθού σε
χαμηλά επίπεδα), εγκατέλειψαν την Ελλάδα. Στο διάστημα 1951-1971 η
καθαρή μετανάστευση άγγιξε τις 300 χιλιάδες από την ύπαιθρο και 370 από
τις πόλεις.
Οι συνέπειες περιγράφονται συνήθως ως ολέθριες
για τις χώρες εκροής. Στην περίπτωση της Ελλάδας, πλέον της απορρύθμισης
της φυσικής αύξησης του πληθυσμού, αφού το 80% των μεταναστών
ευρίσκονταν στις ηλικίες 15-44 ετών, οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις ήταν
εξίσου σημαντικές.
Περαιτέρω, η παλιννόστηση, κυρίως των δεκαετιών
1980 και 1990, αφορούσε ηλικιωμένα άτομα με αναπόφευκτες επιδράσεις στο
σύστημα υγείας και ασφάλισης. Προέκυψε, όμως, βαθύτερη συνέπεια στις
εξελίξεις. Τα άτομα που μεταναστεύουν έχουν επιβαρύνει τη χώρα τους με
ποικίλες δαπάνες (εκπαίδευσης, υγείας κ.λπ.). Το κόστος διάπλασης ενός
ατόμου σχετίζεται, προφανώς, με το επίπεδο ανάπτυξης του κάθε κράτους,
τη δομή του κ.ο.κ (Παπαηλίας, 1997).
Στον Πίνακα 1 παρουσιάζεται σε ορισμένα
έτη, χάριν συντομίας, η αξία της εκροής της εργατικής δύναμης από την
Ελλάδα στην αλλοδαπή. Το 1951 στον αστικό τομέα το κόστος ανερχόταν στα
5,1 χιλ. δολάρια ΗΠΑ [στήλη (3)], ενώ στον αγροτικό στα 4,6 χιλ. [στήλη
(5)]. Λαμβάνοντας υπ' όψιν το πλήθος των μεταναστών τεκμαίρεται ότι το
έτος αυτό οι εκροές ανήλθαν σε 99 εκατ. δολάρια. Το 1971 το συνολικό
κόστος ήταν 402 εκατ. δολάρια. Συνάγεται, δηλαδή, ότι η Ελλάδα επιδότησε
την ανάπτυξη, κατά κύριο λόγο, της Δυτικής Γερμανίας με το δυσκολότερο
δημιουργούμενο αγαθό: την εργατική δύναμη. (Αντίστοιχα, φυσικά, ίσχυσαν
για όλες τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου). Μεγάλο μέρος του γερμανικού
θαύματος οφείλεται ακριβώς σε αυτό, δηλαδή στην υπεξαίρεση της εργατικής
δύναμης.
Περίοδος 1991-2000
Ο Πίνακας 2 φωτογραφίζει την αντίθετη πλευρά.
Μετά την κατάρρευση του σοσιαλιστικού συστήματος,
μεγάλα πλήθη από τις χώρες αυτές (κυρίως Αλβανία και Βουλγαρία)
μετακινήθηκαν προς την Ελλάδα. Στη στήλη (2) παρουσιάζονται οι νόμιμοι
και οι εκτιμώμενοι παράνομοι μετανάστες. Η στήλη (3) αποτυπώνει το
κόστος σχηματισμού του ατόμου του έτους 1991 σε τιμές 1971.
Διατυπώθηκε η άκρως συντηρητική υπόθεση ότι το
επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης των χωρών αυτών ήταν το ίδιο με εκείνο της
Ελλάδος το 1971, ή αλλιώς ότι οι χώρες αυτές υπολείπονταν της Ελλάδος
κατά είκοσι έτη στο βιοτικό επίπεδο (στις δαπάνες διαμόρφωσης ενός νέου·
στην πραγματικότητα, όπως προκύπτει από τις διεθνείς στατιστικές, ήταν
αρκετά υψηλότερο, άρα και το κόστος μεγαλύτερο).
Τεκμαίρεται ότι τα κράτη αυτά επιδότησαν την
Ελλάδα το 1991 με 1.112 δισ. δραχμές [στήλη (4)] ή με 6,1 δισ. δολ.
[στήλη (6)], ενώ το 2000 με 27,4 δισ. δολ. Ως ποσοστό του ΑΕΠ [στήλη
(8)] το όφελος κυμάνθηκε από 7,7% το 1991 σε 28,1% το 2000.
Υπό αυτή την έννοια η Ελλάδα εκμεταλλεύτηκε
εργατικό δυναμικό (υπεξαίρεσε πόρους), όπως παλαιότερα οι ΗΠΑ, η
Γερμανία κ.λπ., από τις αδύναμες χώρες, για του οποίου τη δημιουργία δεν
είχε καταβάλει καμία δαπάνη. Δηλαδή συνάγεται ότι οι ισχυρότερες χώρες,
αντί να παράγουν εργατική δύναμη, εκμεταλλεύονται τη δημιουργούμενη από
τις φτωχότερες. Όμοια όπως ο κεφαλαιοκράτης μισθώνει εργατική δύναμη
για το κόστος της οποίας δεν δαπάνησε οτιδήποτε.
Τα οφέλη όμως υπήρξαν πολλαπλάσια. Πλέον της
σταθεροποίησης της αμοιβής εργασίας σε χαμηλά επίπεδα (κάτι για το οποίο
κατηγορούνταν εντόνως οι μετανάστες της νότιας Ευρώπης από τους
γερμανούς εργαζομένους στην περίοδο 1960-1975), δημιουργήθηκε καθαρό
προϊόν.
Σύμφωνα με τον Πίνακα 3:
Στη στήλη (3) εμφανίζεται το πλήθος των
ημερομισθίων που εισέπραξε έκαστος των μεταναστών ετησίως. Το 1991
υπολογίστηκε ότι ο μέσος μετανάστης εργαζόταν 100 ημέρες (όταν ο Έλληνας
απασχολείτο 300).
Το 2000 ο αριθμός των ημερών
απασχόλησης είχε ανέλθει κατά μέσο όρο σε 150 ημέρες (αυτό σημαίνει ότι
το μισό έτος οι μετανάστες θεωρήθηκαν άνεργοι). Υπολογίσθηκε [στήλη (5)]
ότι το μέσο ημερομίσθιο με τις πάσης φύσεως επιβαρύνσεις του μετανάστη
το 1991 ανερχόταν σε 5 χιλ. δρχ., ενώ το 2000 πλησίασε τις 9 χιλ. δρχ.
Η στήλη (6) καταγράφει το ετήσιο εισόδημα (εξ
εργασίας), που εισέπραξαν όλοι οι μετανάστες. Στην αρχή της περιόδου
άγγιξε τα 100 δισ., ενώ το 2000 το 1 τρισ. δρχ. Στη στήλη (9)
σημειώνεται το μέσο μεικτό ημερομίσθιο του έλληνα εργάτη (στο οποίο
περιλαμβάνονται οι ασφαλιστικές εισφορές κ.λπ.). Από 8 χιλ. το 1991
προσέγγισε τις 16 χιλ. το 2000. Εάν οι μετανάστες αμείβονταν με τα
κατώτερα ημερομίσθια των Ελλήνων, τότε οι πάσης φύσεως εργοδότες θα
επιβαρύνονταν ετησίως με 160 δισ. δρχ. το 1991 [στήλη (10)] έναντι 1,9
τρισ. το 2000.
Στη στήλη (11) ανιχνεύεται το ετήσιο όφελος
(καθαρό προϊόν) από τη χρήση αλλοδαπών εργαζομένων αντί Ελλήνων, ενώ στη
στήλη (12) αναδύεται το ετήσιο πλεόνασμα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ο
πραγματικός ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας δεν διέφερε
αξιόλογα από το μερίδιο αυτό. Ως εκ τούτου, από τον παντοπώλη της
γειτονιάς, που αύξαινε τις πωλήσεις του, ή τον ενοικιαστή αθλίων
κατοικιών, μέχρι τον αγρότη ή τον βιοτέχνη ή τον βιομήχανο που
υποάμειβαν (εκμεταλλευόμενοι) τον αλλοδαπό εργάτη, έμεναν όλοι
κερδισμένοι (υπεξαιρούσαν πλεόνασμα). Τυπική περίπτωση κλοπής υπεραξίας.
Τα έτη 2006 και μετά
Μετά το 2000, και ιδιαίτερα μετά το 2005, ένας
ογκούμενος αριθμός αλλοδαπών εισέρχεται καθημερινώς στα σύνορα. Είναι
προφανές ότι η πλεονάζουσα αυτή εργατική δύναμη δεν δύναται να
απασχοληθεί (λόγω ισχνής οικονομικής ανάπτυξης).
Ενώ οι μετανάστες της περιόδου 1991-2000
μετακινούνταν από χώρες που διέθεταν βιομηχανία (με συνέπεια να έχουν
αποκτήσει συνείδηση εργοστασίου), οι εισερχόμενοι μετά το 2005
προέρχονται κατά κύριο λόγο από χώρες της Αφρικής ή της Ασίας, πολλοί εκ
των οποίων ουδέποτε έχουν εργασθεί σε βιομηχανία, με συνέπεια η
συντριπτική πλειονότητα να ασχολείται με το εμπόριο ή, στην καλύτερη των
περιπτώσεων, με τη γεωργία.
Υφίσταται δηλαδή ποιοτική διαφορά: οι
παλιννοστούντες, οι Ρωσοπόντιοι, οι οικονομικοί μετανάστες από τις
σοσιαλιστικές χώρες είχαν κάποια εργασία, κάτι που δεν φαίνεται να
συμβαίνει με τους πλείστους των μετοίκων από την Αφρική και την Ασία.
Αυτό το πλεονάζον, ανεκπαίδευτο εργατικό δυναμικό αναζητεί δουλειά
κυρίως στον τριτογενή τομέα, με γλίσχρες αμοιβές και υπό εξαθλιωμένες
συνθήκες διαβίωσης. Στην πραγματικότητα φυτοζωεί δημιουργώντας
δυσχέρειες στις πόλεις.
Φαίνεται ότι, ενώ η Ελλάδα στις αρχές του 1960
κατάφερε να αποφύγει τις παραγκουπόλεις και τις τενεκεδοσυνοικίες, αφού
το υποαπασχολούμενο δυναμικό διοχετεύθηκε στο εξωτερικό, εκτονώνοντας ως
βαλβίδα την κοινωνική πίεση, τώρα, στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας
του 21ου αιώνα, επανακάμπτει ο κίνδυνος δημιουργίας παρόμοιων
καταστάσεων.
Στον Πίνακα 4 εκτίθενται τα προσωρινά, μη
πλήρως επιβεβαιωμένα, ευρήματα έρευνας, στην οποία καταγράφεται το
οικονομικό βάρος που υφίσταται η χώρα από τους μετανάστες αυτούς. Στο
κόστος έχουν προσμετρηθεί η επιβάρυνση για τη συλλογή των απορριμμάτων, η
επιπρόσθετη αστυνόμευση, τα κονδύλια της όποιας - χαμηλής
- υγειονομικής περίθαλψης προκύπτουν κ.λπ.
Το 2006 ο αριθμός των πλεοναζόντων, ήτοι των άνευ
εργασίας αλλοδαπών, ανερχόταν σε 360 χιλ. άτομα περίπου έναντι 740 χιλ.
το 2010 και 830 το 2011. Στη στήλη (3) ιχνηλατείται η ημερήσια
επιβάρυνση των ανθρώπων αυτών στην οικονομία. Το 2006 πλησίαζε σε κάτι
λιγότερο από 110 λεπτά κατά κεφαλήν, έναντι 2,5 ευρώ το 2010 και 2,9 το
2011. Σε ετήσια βάση [στήλη (4)] το κόστος ήταν 402, 910 και 1.059 ευρώ
αντίστοιχα κατ' άτομο.
Τοιουτοτρόπως, η επιβάρυνση της οικονομίας
προσεγγίζεται σε 145 εκατ. ευρώ το 2006 έναντι 879 το 2011 (δηλαδή
υπερεξαπλασιάσθηκε). Στα ανωτέρω δεν υπολογίσθηκαν οι διάφορες δαπάνες
(κόστος περιπολίας στα σύνορα, αμοιβές συνοροφυλάκων, κόστος λειτουργίας
επίγειων και θαλασσίων μέσων αντιμετώπισης της λαθρομετανάστευσης
κ.λπ.). Συνεκτιμώμενες, το συνολικό κόστος ίσως είναι διπλάσιο ή και
πλέον.
Πηγή: topontiki.gr
Πηγή :
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου