7 Φεβ 2016

Για πέρδικες στη Σέριφο το 1938!

Ξεκίνημα για κυνήγι της πέρδικας. Με το «Ζάκυνθος» της Ακτοπλοΐας της ‘Ελλάδος, αποπλέομεν την 7ην μ. μ. από το λιμάνι του Πειραιώς, παραπλέομεν το Ν.Α. άκρον της Αττικής, αφίνοντας αριστερά το Φάληρο, Γλυφάδα, Βουλιαγμένη, Βάρκιζα κλπ. Στο κατάστρωμα του πλοίου, οι πιο ρομαντικοί σχηματίζουν συν­τροφιές και τραγουδούν με κιθά­ρες και μανδολίνα, ενω τα σκυλιά, που είναι δεμένα γύρω στην κουπαστή του καραβιού, τούς σιγοντάρουν με τα γαυγίσματά τους.
Περί την 10ην μ. μ. κάτω από το φως του φθινοπωριάτικου φεγγαριού αντικρίζουμε τις Κάβο-Κολώνες. Ένας γαλήνιος, φασματώδης σχεδόν σκελετός από τα λευκασμένα υπόλοιπα του ναού της Σουνιάδος Άθηνας, κατ’ άλ­λους του Ποσειδώνος, που ενέπνευσε τον μεγαλειώδη πίνακα του Αϊβαζόφσκυ, ο οποίος μαζί με άλ­λα έργα του διασήμου ζωγράφου κοσμεί την Εθνικήν μας Πινακο­θήκη και που επί αιώνας τώρα αντιμετωπίζει υπερήφανος την μανία των στοιχείων, σύμβολον αιωνόβιον του αθανάτου ελληνικού πνεύματος.
Ισχυρό μελτεμάκι αρχίζει να φυσά, ενώ αφήνουμε αριστερά την Μακρόνησον,  χωρίς την ελαχίστη παρέκκλιση, η «Ζάκυνθος» κατευ­θύνεται, αγέρωχη προς τον σκοπόν της, αντιμετωπίζει στήθος προς στήθος τα εξαγριωμένα κύματα, που αρχίζουν τώρα να κατεβαίνουν από τον Κάβο-Ντόρο. Αριστερά μας διαρκώς εξαφανίζονται τα τελευταία παράλια της αγαπημένης Αττικής.  Το σκαμπανέβα­σμα εξακολουθεί εντονότερο όσο βρισκόμεθα ανοικτά, προχωρών­τας όμως ολοταχώς με κατεύθυνσιν προς την Κέα, εξασθενίζει ολωσδιόλου μαζί με την είσοδό μας στο λιμανάκι της.
Μετά ολιγόλεπτον παραμονή το «Ζάκυνθος» βάζει πλώρη για την Κύθνο, με λίγο δυνατότερο μελ­τέμι και σε μιάμιση ώρα περίπου ευρισκόμεθα στο λιμάνι του Μέριχα.  Κατά την έξοδό μας προστατευόμεθα από τα υπερκείμενα μαύρα βουνά της Κύθνου και το μελτεμά­κι δε μας ενοχλεί χωρίς να γνωρίζουμε τι μας αναμένει πιο πέρα.
Όσοι τουλάχιστον εταξίδευαν πρώτη φορά στα μέρη αυτά παρηγορούντο με την ελπίδα ότι η ταλαιπωρία Κέας-Κύθνου ήτο ή μοναδική. Οικτρά διάψευσις της ελπίδος τους, γιατί μόλις αφήνουμε τον φά­ρο δεξιά και μπαίνουμε στο μπουγάζι της Κύθνου – Σερίφου, το μελτέμι αγριεύει δυνατά. Πελώρια κύματα μαστιγώνουν αλύπητα το αριστερό πλευρό της «Ζακύνθου» η οποία τώρα μαζί με το σκαμπα­νέβασμα αρχίζει νά κάνη μπότζι, ενώ ο αέρας σφυρίζει στα σχοινιά των καταρτιών. Ως δια μαγείας το κατάστρωμα σαρώνεται και μόνον οι ψυχραιμότεροι παραμένουν, και ιδίως μερικοί συνάδελφοι κυνηγοί, απολαμβάνοντες του αγρίου θεάματος που παρουσιάζει η αγριεμένη θάλασσα. Στιγμαί δέους και  ψυχικής συγκεντρώσεως. Ενδόμυχοι επικλήσεις προς την Μεγαλόχαρη της Τήνου που την μαντεύουμε κάπου προς το βάθος νοτιοανατολικά!
Οι προνομιούχοι της Α’ θέσεως, που ξαπλωμένοι στις αναπαυτήρες τους, ενέμοντο εγωϊστικώς τα ολίγα τετραγωνικά μέτρα της γεφύρας, το στρίβουν συγκαταβατικώτατα για τις καμπίνες… εγκαταλείποντες αμαχητεί το έδαφος, το οποίον άλλωστε εκτός του πλοιάρχου, πηδαλιούχου και μερικών φίλων κυνηγών, ουδείς άλλος, εσκέφθη να διεκδικήσει.  Το πλεού­μενο μας, αληθινά καλοτάξιδο προχωρεί ξεφεύγοντας με καταλλήλους χειρισμούς του πηδαλίου την μανία των κυμάτων  που μας έρχονται κατ’ ευθείαν από το ανοικτόν πέλαγος.
Για μια στιγμή η δεξιά κουπαστή γέρνει σε σημείο, που μας αναγκάζει να γύρωμεν έξ ολοκλήρου προς την αντίθετον πλευρά προσπαθούντες ανοήτως να διατηρήσωμεν με το βάρος μας την επιθυμητήν ισορροπίαν!  Μάταιος κόπος. Το διπλάρωμα εξακολουθεί και η αγωνία αυξάνει, την ίδια δε στιγμή ένα σκυλί ενός συναδέλφου ξεπερνά την κουπαστήν και κρέ­μεται στο κενό, λίγο ακόμα και θα το παρέσυρε ή θάλασσα, εάν δεν το πρόφθανε ένας ναύτης του βα­ποριού μας. Εν τω μεταξύ έχουν παρέλθει δυόμιση ώρες περίπου και η πολυπόθητος ακτή της Σερίφου πλησιάζει.  Η κουπαστή βαθμηδόν και κατ’ ολίγον επανακτά την κανονικήν της θέσιν υπό την προστασίαν των πρώτων υψωμάτων της νήσου, τα οποία ως προφυλακτική ασπίς αποκρούουν την μανίαν του ανέμου.
Ευρισκόμεθα τώρα πλέον εις μι­κράν απόστασιν από της ακτής, το «Ζάκυνθος» με μια ελαφρά στροφή προς τα δεξιά εισέρχεται ήρεμα στο λιμανάκι της Σερίφου.  Σφυρίζει, κόβει το δρόμο του κάνει «κράτει», φουντάρει, κάνει «ανάποδα»  αμέσως, και καρφώνεται επί τόπου.
Σα γάτες έχουν σκαρφαλώσει κιόλας απάνω οι βαρκάρηδες.  Αλλά τι διαφορά από τους άλλους βαρκάρηδες. Γλυκομίλητοι, περι­ποιητικοί, με το γέλιο στο στόμα χωρίς βλαστήμιες, το σκαρφάλωμά τους δεν σας φοβίζει ούτε σας δίνει στα νεύρα. Μοιάζουνε ακροβάτες καλλιτέχνες, μαέστροι στη δουλειά τους, έχουν διπλαρώσει από πολύ μακριά, το βαπόρι. Ο ένας στο τιμόνι, κυβερνάει, ο άλ­λος στο κοράκι της βάρκας. Όρ­θιος με το ένα πόδι βαστάει το γάντζο στο χέρι, κι ένας-ένας χωρίς φωνές και βλαστήμιες, κοτσάρει. Ο ένας από τη μπαρούμα του βαποριού, ο άλλος στις σκά­λες, ο άλλος στα μπαρκαρόζα. Έτσι, προτού φουντάρει το βαπό­ρι, αυτοί βρίσκονται απάνω στο καράβι, καλουμάρουν μόνοι τους τις σκάλες και οι αποσκευές σας βρίσκονται κιόλας στη βάρκα τους μέσα, τοποθετημένες προσε­κτικά, χωρίς ούτε να το καταλά­βετε καν. Οι καμαρότοι των βαπο­ριών τους ξέρουν πως είναι τίμιοι όλοι τους και περιποιητικοί, πως δεν θα δυσαρεστηθεί ποτέ ο επιβάτης και τους παραδίδουν τις βαλίτσες, τα όπλα και τα σκυλιά σας χωρίς να σας ρωτήσουν. Ο μόλος από αριστερά με το πράσινο φαναράκι,· που δεν έχει σβήσει ακόμη, τι δεν σας λέει κι’ αυτό;
Αλλά και το αριστερό μπράτσο του νησιού που απλώνεται στενόμακρο δια να σχηματίσει το περίφημο στενό του Λιβαδιού, αποτελούμενο από μια χούφτα σχεδόν  ομοιόμορφα λευκά σπιτάκια, ζήτημα αν φτάνουν τα 50, μήπως κι εκείνο δε σας δίνει νομίζετε την εντύπωση ενός τεράστιου χεριού που σας απλώνει γεμάτο καλοσύνη; Εις την προέκτασή του, ωραιοτάτη αμμώδης παραλία μεγάλης εκτάσεως καταλήγουσα σε μια θαυμασία έκταση αποτελούμενη από πυκνή πρασινάδα καρποφόρων δένδρων καί περιβολιών, με πανύψηλους γύρω καλαμιώνες, σας δίδουν την εντύπωσιν, ότι πρόκειται περί ζούγκλας….
Φύσις χαρωπή και ελκυστική, που σας εμπνέει ευθύς εξαρχής εμπιστοσύνη.
Σε λίγο το θέαμα του ανατέλ­λοντος Φοίβου το απολαμβάνομεν ανέτως και μεγαλοπρεπέστατα.
Απεβιβάσθημεν, ενώ ένα μυρω­μένο αεράκι κατέβαινε από τα βουνά του νησιού, και μας χάιδευε τα πρόσωπα και ανεβήκαμε σε δυο τετράποδα ταξί… τραβών­τας για τη χώρα, έως ότου δε φθάσωμεν, ο ήλιος έχει σκάσει πια σκορπίζοντας τις κοκκινόχρυσες αχτίδες του, με φόντο θαλασσί, ανάμεσα δε από το θέαμα αυτό υψώνονται σαν σε βάθρο τα κα­τάλευκα ασβεστωμένα σπιτάκια της Χώρας κ’ έτσι η ζωγραφιά του ήλιου, ανάμεσα σε ουρανό και πράσινη γη, στολίζεται από τον λευκό εκείνον όγκον που είναι τοποθετημένη αισθητικότατα.  Μήπως οι μύλοι της που στέκονται στη σειρά, ο ένας δίπλα στον άλ­λο και σχηματίζουν ένα τόξον 90 περίπου μοιρών πάνω στο ημικύκλιο της υψηλής λοφοσειράς που τριγυρίζει την χώρα δεν είναι αληθινό χάρμα οφθαλμών; .  Και καθώς απλώνουν τα φτερά τους κι αρχίζουν να γυρνούν, νομίζετε, ότι σας χαιρετούν και σας καλωσορίζουν.
Μετά παρέλευση περίπου 20 λε­πτών φθάσαμε στη χώρα, στο σπίτι του φίλου μου Αχιλλέα γνωστού κυνηγού του νησιού, όπου μας υπεδέχθησαν με εξαιρετική περιποίησιν σύμφωνα με τούς κανόνας που διατηρούν oι κάτοικοι των αγαπητών νησιών μας προς τους ξένους.
Την ιδίαν στιγμήν ο κυρ Νικολής έδωκε το σήμα της αναχωρήσεως γιατί είναι ο μοναδικός στο νησί τρομοκράτης των περδίκων, μαζί με το ακούραστο και μικρο­σκοπικό… σκυλάκι του τον -Γιατί- έτσι τον φωνάζει.
Ύστερα από ανάβαση μιάμιση ώρας και πλέον φθάσαμε στο εκκλησάκι του Αϊ – Παντελεήμονα.  Γύρω υψώνουνται οι βράχοι σαν γίγαν­τες κατακόρυφοι πότε δεξιά και πότε αριστερά μας.
Έξαφνα ακούμε τον κυρ – Νικολή να μας λέει:
-Παιδιά εδώ θα κάτσουμε, και σαν τι ακούσουμε θα αδήσουμε τα σκυλιά να τις πετάξουν
Έτσι κι’ έγινε. Έπειτα από 10-15 λεπτά ακούσαμε στην απέναντι ραχούλα να κακαρίζει το πρώτο μπουλουκάκι.
–  Ε… εμπρός τραβάτε, μας φωνάζει ό κυρ – Νικολής. Δεν πρό­φθασε όμως να τελειώσει τη φράση του και ένα φτερούγισμα δυνατό ενός κότσου, έκαμε να πέσει πρώτη ομοβροντία…
Συνεχίσαμε κατόπιν το κυνήγι άλλα δυστυχώς παρόλη την κοπιώδη πορεία μας ολοκλήρων ω­ρών μέσα στις ρεματαριές και τις πλαγιές της Κακιάς Λαγκάδας, ό­πως λέγεται το μέρος αυτό που κυνηγούσαμε, γιατί με δυσκολία μεγάλη πατιέται από πόδι ανθρώπου λόγω των αποκρήμνων βράχων της, μόλις και μετά βίας κατορθώσαμε να έχουμε μερικές πέρδικες στην τσάντα μας, γιατί όπως μας είπε ο κυρ – Νικολής, αν δεν βρέξει, οι πέρδικες βραχώνουν και δυσκολοκυνηγιούνται. Στήν Σέριφο είναι κοπιώδες το κυνήγι της πέρδικας γιατί δεν είναι σαν την Κύθνο που κάθε 200-300 ή καμιά φορά 500 βήματα συναντάς μάνδρες
Εδώ υπάρχουν μόλις σε απόσταση, 50-70 βημάτων, όλες δε οι πλαγιές του νησιού είναι χωρισμένες από αυτές τις μάνδρες πίσω από τις οποίες δεν υπάρχει τίποτα άλλο από αμπέλια, και αποτόμους βράχους.
Κάθε δε 150-200 μέτρα υπάρχουν και πολύ απότομοι βράχοι με σπηλιές, και οι χωρικοί φυλάνε μέσα χειμωνιάτικους ξηρούς καρπούς . Κάπου-κάπου υπάρχει και κανένα βαρελάκι με το σχετικό ρουμπινένιο κρασάκι του
Οι τοίχοι αυτοί συχνά κατρακυλούν πολύ επικίνδυνα όταν τους πηδούν οι κυνηγοί και χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Επίσης υπάρ­χουν και πολύ απότομοι βράχοι εις τους οποίους καμμιά φορά εί­ναι αδύνατον να προχωρήσει ο κυ­νηγός όσο και το σκυλί του εάν τύχει και πέσει η πέρδικα κει πάνω
Τόσο όμως ελκυστικό είναι το κυνήγι της πέρδικας που αυτά όλα τα εμπόδια φαίνονται μηδέν στα μάτια του κυνηγού μπρος στο δυνατό φτερούγισμα και τα καμαρω­τά πετάματά της.
Γι’ αυτό και ένα λαϊκό δίστιχο μας λέει:
Της πέρδικας το πέταμα!…
Του τρυγονιού το νάζι
Και της μπεκάτσας το πρα-πρα
Μες στην καρδιά με σφάζει.!
ΛΟΥΚ-ΣΝΟΣ
Πειραιεύς 1938
Πηγή : http://www.e-artemis.gr/

to synoro blog

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...