Το 719 έχει τις παρακάτω στάσεις: όαση – πιπεριά – (πλ.) ελευθερίας. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί με ευκολία ότι ένα είδος ευτυχίας θα μπορούσε να συνοψιστεί στην ιστορία που φτιάχνουν αυτές οι τρεις λέξεις. Να βρεθούμε σε μια όαση με άμμο και αρμυρίκια και στη σκιά τους να δοκιμάζουμε όλων των ειδών τις συνταγές που περιέχουν πιπεριές. Εκεί θα μπορούμε επιτέλους να είμαστε ελεύθεροι. Χορτάτοι, με ωραίες γεύσεις στο στόμα, γλυκό και καυτερό να εναλλάσσονται, δροσερή σκιά και κανενός είδους ωράριο, ρολόι, υπενθύμιση ότι αυτό που ζούμε διαρκεί τόσο όσο. Αλλά το όνομα μιας άλλης στάσης καραδοκεί. ΔΕΗ. Το όνειρο συντρίβεται υπό το βάρος ενός λογαριασμού, μια ληξιπρόθεσμης οφειλής, ως συνήθως δηλαδή, την πραγματικότητα πρώτα απ’ όλα τη χρωστάς. Τίποτα δεν είναι τσάμπα και αυτή είναι μια διαπίστωση ικανή να διαλύσει τα πάντα, ορατά κι αόρατα, όχι γιατί πρέπει να πληρώσεις, αλλά κυρίως εξαιτίας του υπαινιγμού που κρύβεται πίσω από μια τέτοια φιλοσοφία. Για όλα πρέπει να προσπαθήσεις εξωφρενικά, ο κόσμος είναι ωραίος αλλά κρατάει μονίμως λογαριασμό, το κρυφό κομπιουτεράκι που κάνει λογαριασμούς αδιάκοπα δεν υπολογίζει φτώχεια ή ψυχολογική διάθεση. Εν ολίγοις τίποτα δε δωρίζεται πια, τίποτα δεν χαρίζεται έτσι για το καλό, όλα είναι υπολογισμένα με την πιο μίζερη μεζούρα. Ποιος το χέζει ότι είσαι, το θέμα είναι αν έχεις.
Εντωμεταξύ ο οδηγός για κάποιο ακατανόητο λόγο τρέχει, σε τρία λεπτά που είμαι στο λεωφορείο έχει περάσει δύο κόκκινα, κόκκινα κόκκινα , όχι πορτοκαλί και τέτοια. Η ώρα είναι 11, δεν μπορώ να πιστέψω ότι τελειώνει η βάρδια και βιάζεται, αλλά ποιος ξέρει.
Ένα πρεζάκι τρώει αργά μια τυρόπιτα, έχει γεμίσει ψίχουλα και μικρά μικρά κομμάτια σφολιάτας. Δυο τρεις τον παρατηρούν. Η ανημπόρια πάντα τραβάει το βλέμμα κι όποιος κατεβάζει τα μάτια καταλαβαίνεις ότι μόλις σκέφτηκε το μικρό του προσωπικό σκανδαλάκι. Μπορεί μια μέρα κι εγώ να μη μπορώ να διαχειριστώ την υπαρξή μου; Όσοι κοιτάνε επικριτικά κι αφήνουν ελαφριά τς τς τςαντιλαμβάνεσαι ότι ζουν μια μίνι αυτοδικαίωση. Εγώ ποτέ δε θα κατέληγα έτσι.Όμως όλα είναι τυχερά, θέμα συγκυρίας και ενός γυρίσματος της στιγμής. Όλοι το ξέρουν, κανείς δεν το παραδέχεται. Είναι βολικό να αισθάνεσαι πως ό,τι κι αν έγινε, τουλάχιστον δεν απέτυχες, είσαι κομμάτι αυτής της κοινωνίας, οι άλλοι σε συναντούν και – ακόμη – σε αναγνωρίζουν στην πλευρά των νικητών. (Κι ας παίρνεις 400€ μισθό – το θέμα είναι να είσαι λειτουργικός).
Σε μια ταινία του Μπέργκμαν η γυναίκα πλένει τα δόντια της και ο άντρας της σκέφτεται ότι αυτή ακριβώς η μικρή κίνηση – το πλύσιμο των δοντιών – ήταν ένα στοιχείο της που ερωτεύτηκε κάποτε. Οι κοφτές κινήσεις, η γλύκα, ο συγκεκριμένος ιδιαίτερος ήχος. Σήμερα οι ίδιες κινήσεις της τον αηδιάζουν, του φαίνονται μπανάλ, απαίσιες, σχεδόν επιθετικές. Κοιτώντας τα πρόσωπα στο λεωφορείο, θυμήθηκα εκείνη τη σκηνή στην τουαλέτα. Χρειάζονται τα ίδια περίπου πράγματα για να αγαπήσεις τον κόσμο και για να τον σιχαθείς. Αλλάζει μόνο το αίσθημα της στιγμής και η δική σου συνειδητή επιλογή.
Στο Μετρό μπαίνει ένας (υπερ)χίψτερ βγαλμένος από περιοδικό, σχεδόν δεν ήταν πραγματικός. Δεν πρέπει να έχω ξαναδεί πιο προσεγμένο ντύσιμο από την κορφή ως τα νύχια. Αμέσως ανοίγει την τσάντα, βγάζει το Έθνος και αρχίζει να διαβάζει. Βλέπω κλεφτά τη φράση «ο Τσίπρας να δείξει πυγμή και να μην αφήσει τους αγρότες..». Ύστερα στις κυλιόμενες δεν μπορώ να ανέβω γρήγορα γιατί στην αριστερή μεριά κάθονται δύο γυναίκες εκεί γύρω στα σαράντα, ντυμένες όμορφα και απλά. Μοιάζουν πολύ συμπαθείς φυσιογνωμίες, δεν θέλω να είμαι αγενής, αλλά κάνω μια κίνηση ότι θα ήθελα να περάσω. Με κοιτάζουν, δεν κουνιούνται χιλιοστό και συνεχίζουν την κουβέντα τους. Στην επόμενη κυλιόμενη δύο τύποι, σχετικά φουσκωτοί με μαύρες φόρμες και σχεδόν ξυρισμένα μαλλιά έχουν πιάσει το ίδιο σημείο. Κάνω την ίδια κίνηση, ο ένας τύπος με βλέπει, κάνει απευθείας δεξιά και μου λέει χίλια συγνώμη. Η μέρα δεν προσφέρεται για συμπεράσματα, έχουν βγει όλοι εκτός πλαισίου και δεν θα μπορέσουμε να κάνουμε τις κατατάξεις που συνηθίζουμε και στις οποίες συνήθως πέφτουμε μέσα. Σήμερα όμως όλα είναι βαλμένα κάπου λάθος και το μόνο που μένει σταθερό είναι αυτή η κοινή μελαγχολία, δεν αντέχεται η μέρα. Στο λένε χωρίς να μιλάνε, όλοι οι επιβάτες, σε μετρό και λεωφορείο, στα Λιόσια, το Πανεπιστήμιο και το Συγγρού Φιξ.
Στο λεωφορείο ξανά, σκέφτομαι για εκατομμυριοστή φορά πως σιχαίνομαι αυτούς που μπαίνουν πριν κατέβει ο κόσμος, αυτούς που τρέχουν να καθίσουν ακόμη κι αν μπουν για τρεις στάσεις. Κοιτάζω τη γυναίκα που έκανε όλα τα παραπάνω με τον πλέον επιδεικτικό τρόπο και σκέφτομαι τι διάολο μυαλό κουβαλάει και που πάει με αυτό το ύφος που λέει – κακά τα ψέματα – εγώ θα κάτσω και άντε και γαμηθείτε είστε όλοι σκουλήκια και βρωμιάρηδες. Ταυτόχρονα με πιάνουν κάτι περίεργα, ίσως φταίει η μουσική στ’ ακουστικά, και λέω από μέσα μου, ποιος ξέρει ποιο τσακισμένο γόνατο, ποια καταπονημένη μέση κρύβεται κάτω απ’ τα ρούχα της. Και μου απαντάει από ένα φανταστικό τηλεπαράθυρο ο φιλελεύθερος της εποχής, αυτό δεν είναι δικαιολογία, μπορεί να είναι ευγενική, υπάρχει και προσωπική ευθύνη. Πριν προλάβω να του απαντήσω ότι ναι μεν αλλά, ένας φανερά εξουθενωμένος παππούς κάνει ακριβώς το ίδιο μπαίνοντας στο λεωφορείο στην επόμενη στάση. Τι να σου κάνουν και οι άνθρωποι αν έχουν μάθει ότι κανείς δε θα τους δώσει τίποτα και ότι δεν δικαιούνται τίποτα και ότι αν δεν αρπάξουν κάτι, θα μείνουν τελευταίοι και καταϊδρωμένοι. Ο φιλελεύθερος, της τότε εποχής, τους διαπαιδαγώγησε μια ζωή στον εξοντωτικό ανταγωνισμό, τους πιπίλισε το μυαλό ότι ο καθένας είναι μόνος και τίποτα δεν είναι τσάμπα και τώρα αυτοί έχουν γίνει η σύνοψη όλων των προηγούμενων προταγμάτων. Για να επιβιώσεις στη χώρα της μετωνυμίας πιθανότατα θα καταλήξεις να διαβάζεις το 3 σαν ε και για να επιβιώσεις στην ερημιά πιθανότατα θα καταλήξεις να γίνεις μισάνθρωπος, επιθετικός, μια σκληρή πέτρα. Ο διπλωμάτης ποιητής τα έχει πει για τη σκέψη του ανθρώπου που έχει καταντήσει πραμάτεια, αλλά ποιος να τον ακούσει, οι ίδιοι που τον υμνούν για το Νόμπελ του, αλλά βαριούνται να ακούσουν τα λόγια του, ζητούν απελευθέρωση των απολύσεων, μείωση του βασικού, αλλά ευγένεια στα λεωφορεία. Ναι, ναι ξέρω, δεν συνδέονται αυτά άμεσα μεταξύ τους. Μπορεί και όχι, μπορεί και ναι. Ο καθείς και η οπτική του για τον κόσμο και το μόνο που μένει αδιαπραγμάτευτο είναι ότι για να περπατήσεις στο κέντρο της Αθήνας πρέπει να έχεις τόσο γερό στομάχι ή τόσο κοντή μνήμη. Άντε και ένα ακόμη ενδεχόμενο: να πιστεύεις ότι ο καθένας παίρνει ό,τι του αξίζει και πως πέφτει μόνο όποιος δεν προσπάθησε αρκετά. Αστεία πράγματα δηλαδή ή μάλλον η συνταγή που μετατρέπει τον κυνισμό και την αλαζονεία σε αρθρογραφία.
Στριμωγμένος στο λεωφορείο, είναι η ώρα της ημέρας που αγαπάς όλο τον κόσμο κι όλοι σου φαίνονται τόσο πονεμένοι και κυνηγημένοι κι αδίκως εξαντλημένοι. Υπάρχει κάποιο αόρατο χέρι να χαϊδέψει απόψε όλη την ανθρωπότητα που παριστάνει τη σαρδέλα στα συνοικιακά δρομολόγια των λεωφορείων;
Ας πει και κάτι ο ποιητής:
Πηγή : https://tovytioΑυτό που πιάνω δεν είναι το χέρι σου πατέρα;Αυτό δεν είναι το κεφάλι σου γερτό πριν απ’ τον ύπνοεσύ δεν είσαι ο σκεφτικός που όλο ρωτάς τη μάναΜαρία γυρίσαν τα παιδιά;Εσύ δεν είσαι ο ανυπέρβλητα πικρός και τρυφερόςφουμάρεις το τσιγάρο σου χαμογελάς ρωτάς:Τί άλλο χρειάζεται ο κόσμος μωρέ παιδιάγια να πλαγιάζει κατά τη μεριά της καρδιάς;
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου