Σαν σήμερα συμπληρώνονται 23 χρόνια απο το θάνατο του Τάσου Λειβαδίτη,του ποιητή που αποκάλεσαν “αναρχικό” και “ασυμβίβαστο”.Σήμερα η ποίησή του είναι πιο επίκαιρη απο ποτέ αν σκεφτεί κανείς οτι η ζωή και η καλλιτεχνική του έκφραση είχαν ως σημαία μια απο τις στιγμές που το ελληνικό έθνος αντιστάθηκε στην υποδούλωση που πήγαν να το ρίξουν…
Γόνος του Λύσανδρου και της Βασιλικής,γεννήθηκε το βράδυ της Ανάστασης του 1922 στην Αθήνα.Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών,αλλά την εγκατέλειψε γρήγορα μιας και τον κέρδισε η λογοτεχνία και πιο συγκεκριμένα η ποίηση.
Η ενεργή του δράση στην αριστερά και την αντίσταση (οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ), είχαν ως συνέπεια να εξοριστεί απο το 1947 μέχρι το 1951 σε διάφορα μέρη εξορίας όπως στο Μούδρο,τη Μακρόνησο και τον Αη Στράτη και να καταλήξει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα απ’όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951 λόγω αμφιβολιών.
Ξεκίνησε να γίνεται γνωστός στο κοινό το 1946 μέσα απο το περιοδικό “Ελεύθερα Γράμματα”,περιοδικό που έγραφαν πολλοί διαννοούμενοι της αριστεράς,με το ποίημα “Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη”.Ύστερα συνέβαλε στην έκδοση του περιοδικού “Θεμέλιο” και μετά απ’αυτό εξέδοσε την πρώτη ποιητική του σύνθεση με τίτλο “Μάχη στην άκρη της νύχτας”.Εργάστηκε στην εφημερίδα “Αυγή” απο το 1954 μέχρι το 1980 αλλά και στο περιοδικό “Επιθεώρηση Τέχνης” απο το 1962 μέχρι το 1966.Κατα την περίοδο της χούντας που τα έντυπα είχαν υποστεί λογοκρισία και είχαν κλείσει,εργάστηκε μετατρέποντας λογοτεχνικά έργα για τη δημοσίευση τους σε λαϊκά περιοδικά με το ψευδώνυμο Ρόκκος.
Η λογοτεχνική του πορεία μπορεί να διαιρεθεί σε 3 φάσεις.Την “επαναστατική”,την “συμβολική-αλληγορική” και την υπαρξιακή.
Πολλά του έργα μελωποιήθηκαν απο τον Μίκη Θεοδωράκη,τον Μάνο Λοϊζο,τον Γιώργο Τσαγκαράκη,τον Μιχάλη Γρηγορίου και το συγκρότημα Όναρ.
Η Ελλάδα απο τις 30 Οκτωβρίου 1988 έγινε φτωχότερη σε επαναστατικές και καλλιτεχνικές φωνές μιας και ο λόγος του συνάσπιζε τις φωνές που ζητούσαν ανατροπή,ελευθερία και δημοκρατία.Ακόμα και σήμερα που η χώρα βιώνει την αδυναμία να πει ενα ακόμη μεγάλο ΟΧΙ,η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη βρίσκει ισχυρό αντίκρυσμα.
“Και μια μέρα θέλω να γράψουν στον τάφο μου:Έζησε στα σύνορα μιας ακαθόριστης ηλικίας και πέθανε για πράγματα μακρινά που….είδε κάποτε σε ενα αβέβαιο όνειρο” (Εξομολόγηση,Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου)
Κι αν έφτασα τόσο μακριά, ήταν για να μην ακούσω που δε μου αποκρίθηκαν
κι αχ, πλανήθηκα πολύ σε δρόμους, ακολουθώντας τούτο η εκείνο, κληρονόμος μιας ανεξήγητης ώρας: τότε που όλα θα εξηγηθούν,
……χωρίς λόγια ή και χωρίς να υπάρχουμε καν — όταν, τέλος, ξαναγύρισα η πόλη είχε λεηλατηθεί, τα βαγόνια αναποδογυρισμένα,
…… η εξέγερση ήταν πια παρελθόν κι όσοι απόμεναν όρθιοι πυροβολούσαν ακόμα
για ένα φτωχό έπαθλο στα υπαίθρια σκοπευτήρια
…… και το βράδυ «τι ώρα είναι;» ρωτάς, «οχτώ» σου απαντάνε, με τέτοιες άθλιες βεβαιότητες ζούμε
και κανείς δεν είδε το έγκλημα — αφού το τέλειο έγκλημα έγινε
…… εκεί που δεν μπορεί πια τίποτα να συμβεί. Όμως εγώ υπήρξα ανυπόμονος
σαν κάποιον που ανοίγει την ομπρέλα του σε καιρούς ξηρασίας (ίσως γιατί δε θέλει να ξεχάσει),
…… ή κάποιον που ντύνεται γυναίκα για να πει ένα ψέμα ακόμα παιδικό —
μη μ’ αδικείτε, λοιπόν, αν έκλεισα τα μάτια, ήταν για να υπερασπίσω τον κόσμο
…… ή θυμόμουν τα χέρια της μητέρας καθώς έβαζαν τη σκούπα πίσω απ’ τη χαλαρωμένη πόρτα
…… — στερεώνοντας ίσως κάτι πιο μακρινό,
…… ενώ το κοιμητήρι, αντίκρυ, θρόιζε απαλά, σαν το σύντομο επίλογο ενός μυστηρίου
κι αχ, πλανήθηκα πολύ σε δρόμους, ακολουθώντας τούτο η εκείνο, κληρονόμος μιας ανεξήγητης ώρας: τότε που όλα θα εξηγηθούν,
……χωρίς λόγια ή και χωρίς να υπάρχουμε καν — όταν, τέλος, ξαναγύρισα η πόλη είχε λεηλατηθεί, τα βαγόνια αναποδογυρισμένα,
…… η εξέγερση ήταν πια παρελθόν κι όσοι απόμεναν όρθιοι πυροβολούσαν ακόμα
για ένα φτωχό έπαθλο στα υπαίθρια σκοπευτήρια
…… και το βράδυ «τι ώρα είναι;» ρωτάς, «οχτώ» σου απαντάνε, με τέτοιες άθλιες βεβαιότητες ζούμε
και κανείς δεν είδε το έγκλημα — αφού το τέλειο έγκλημα έγινε
…… εκεί που δεν μπορεί πια τίποτα να συμβεί. Όμως εγώ υπήρξα ανυπόμονος
σαν κάποιον που ανοίγει την ομπρέλα του σε καιρούς ξηρασίας (ίσως γιατί δε θέλει να ξεχάσει),
…… ή κάποιον που ντύνεται γυναίκα για να πει ένα ψέμα ακόμα παιδικό —
μη μ’ αδικείτε, λοιπόν, αν έκλεισα τα μάτια, ήταν για να υπερασπίσω τον κόσμο
…… ή θυμόμουν τα χέρια της μητέρας καθώς έβαζαν τη σκούπα πίσω απ’ τη χαλαρωμένη πόρτα
…… — στερεώνοντας ίσως κάτι πιο μακρινό,
…… ενώ το κοιμητήρι, αντίκρυ, θρόιζε απαλά, σαν το σύντομο επίλογο ενός μυστηρίου
.Τάσος Λειβαδίτης, Ο επίλογος, από τη συλλογή Ανακάλυψη, ενότητα, Εκκρεμότητες, Τόμος 2 της τρίτομης έκδοσης του Κέδρου, σελίδα 36
12 Tetragonikagr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου