Το ζευγάρι, 65 με 70, κάθεται στο πιο άβολο τραπέζι του μαγαζιού.
Τρώνε και πίνουν και στο ενδιάμεσο ψιθυρίζουν μεταξύ τους. Κάποια στιγμή
ο άντρας σηκώνεται και χορεύει ένα ζεϊμπέκικο. Η γυναίκα δεν κουνιέται
καθόλου απ’ τη θέση, βαράει παλαμάκια με ένα τόσο ήρεμο τρόπο που, αν
μπορούσαν όλα απότομα να σιγήσουν, ίσως να καταλάβαινες ότι δεν βγάζουν
καθόλου ήχο. Άηχα παλαμάκια, ωραία, ρυθμικά, χαμογελαστά.
Τους κοιτάζω και δεν ξέρω αν πρέπει να δω ομορφιά ή στερεότυπο. Η ατμόσφαιρα είναι ωραία, στο ίδιο μαγαζί μετά από καιρό, η ρακί έχει γλυκιά γεύση χωρίς να είναι γλυκιά η ίδια, τα τραγουδάκια μπερδεύονται με τη νύχτα και τις μικροδιαφωνίες των θαμώνων, δεν υπάρχουν μικρόφωνα και ηχεία. Το τραγούδι χάνει 17 με 21% της συγκίνησης κάθε φορά που λέγεται από μικροφώνου, δείχνει μια πρόσφατη έρευνα του προσωπικού πανεπιστημίου των δικών μου αναμνήσεων.
Είναι συγκινητικά όλα αυτά, οπότε πατάω το κουμπί ομορφιά. Το ζευγάρι είναι αγαπημένο, τόσα χρόνια ψιθυρίζουν ο ένας στον άλλο προστυχόλογα, σχόλια και τρυφερούς αφορισμούς. Τα παλαμάκια δεν βγάζουν ήχο γιατί δεν χρειάζεται, τα χέρια τους ενώνονται καθώς αυτός τα τεντώνει προς το άπειρο στριφογυρίζοντας και αυτή τα απομακρύνει για να πάρουν φόρα μέχρι το επόμενο βουβό κλαπ. Όλα είναι καλά και συγκινητικά, τόσο καλά και συγκινητικά, που βγαίνω έξω απ’ το μαγαζί, ψάχνω τράπεζα να βγάλω λεφτά, τίποτα να μη σταθεί εμπόδιο στο θα πιούμε όσο θέλουμε. Όσο θέλουμε στη γλώσσα της κυριακής μεσημέρι, σημαίνει όσο αντέχουμε.
Όλα είναι καλά και συγκινητικά. Περπατάω στην οδό Ιουλιανού, να βρω τράπεζα να γυρίσω γρήγορα, άραγε τώρα ποιό τραγούδι χάνω; Κοιτάζω μέχρι όσο φτάνει το βλέμμα, τράπεζα δεν φαίνεται. Φαίνεται όμως απέναντι, ένα σύνθημα στον τοίχο και δίπλα το φωτάκι ανοιχτό. Κυριακή 4 το μεσημέρι, όλα είναι καλά και συγκινητικά και το φως είναι ανοιχτό.
Τί ψιθυρίζει ο ένας στον άλλο ενώ ο στίχος λέει «και μες την νύχτα χάνονται |
αργά τα βήματα σου». Τί σκέφτεται η γυναίκα την ώρα που ρίχνει τα βουβά κλαπ. Τί σκέφτεται ο άντρας καθώς το τεντωμένο του χέρι περνάει ελάχιστα πάνω απ’ το κεφάλι του μπουζουξή. Τι σκέφτεται αυτός που γράφει με το σπρέι ΞΕΦΤΙΛΕΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ δίπλα στο αναμμένο φωτάκι. Τι σκέφτεται η γυναίκα που κατεβαίνει τα τρία σκαλάκια και το βλέμμα της πέφτει υπό το αναμμένο φωτάκι στη φράση ΞΕΦΤΙΛΕΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ.
*
Ποιος ξέρει τι σκέφτεται ο καθένας και εντωμεταξύ ενάμιση μήνα πριν, Σεπτέμβριος ωραίος σαν τραγούδι χωρίς ρεύμα, ο τουρίστας ανεβαίνει στο κατάστρωμα, στέκεται στο τελευταίο σκαλί και του ξεφεύγει ένα «oh, that’s nice». Τι σκέφτεται ο άνθρωπος που ανεβαίνει στα 40 του πρώτη φορά σε καράβι, πάνω απ’ το κεφάλι του ο απογευματινός ήλιος, γύρω του η θάλασσα, μπροστά του άσπρη κουπαστή και ξεφτισμένα κόκκινα σωσίβια. Κοιτάει σα χαζός γύρω γύρω, έχει κόψει την κίνηση, η γυναίκα του τον σπρώχνει.
Ζήλεψα την ιδέα της πρώτης φοράς στο κατάστρωμα και ζηλεύω την ιδέα του καταστρώματος γενικά. Αλλά και το κατάστρωμα. καλό και συγκινητικό όσο κι αν είναι, οδεύει προς την αυτοκατάργησή του. Οι ντόπιοι δε λένε «oh that’s nice», λένε τι ώρα έχει το γρήγορο, τι ώρα έχει το σουπερφαστ, το χάισπιντ, αυτό με τις θέσεις αεροπλάνου, με το a/c, με το παράθυρο που δεν ανοιγοκλείνει γιατί δεν είναι παράθυρο είναι τζάμι, έχει διαφορά, άλλο παράθυρο άλλο τζάμι. Απ’ το παράθυρο κοιτάς, το τζάμι επέχει θέση τοίχου. Το βλέπεις που κάθονται όλοι οι ταξιδιώτες στριμωγμένοι στα τραπεζάκια των γκούντις και των ανάλογων εσωτερικών σαλονιών. Έξω είναι κάτι φαντάροι που ταξιδεύουν μόνοι, κάτι παρέες πιτσιρικιών που καπνίζουν ή παίζουν χαρτιά, μετανάστες ή τίποτα νεαροί τουρίστες.
Ίσως είναι καλύτερο έτσι, ίσως έτσι, μέσα στο πλοίο στις θέσεις λεωφορείου με το a/c και τις τηλεοράσεις να παίζουν σε απόσταση λίγων μέτρων όλα τα κανάλια, ίσως να είναι καλύτερα. Ίσως έτσι να είναι καλά και συγκινητικά. Γιατί αν είσαι έξω στο κατάστρωμα, χτυπημένος από ήλιο και αέρα και ένα εκατομμύριο σκέψεις που προκαλούνται αυτομάτως απ’ την έλλειψη ορίου στο βλέμμα, αν είσαι έξω, λέω, πού ξέρεις αν θα δεις εκεί, μέσα στο συγκινητικό του όλου πράγματος, κανένα πτώμα να επιπλέει στα ανοιχτά. Που ξέρεις πως θα αντιδράσει η τουριστική, η διακοπεύουσα εκδοχή του εαυτού σου στη θέα ενός πτώματος, όσο μελαμψό κι αν είναι αυτό.
*
Ποιος ξέρει τι σκέφτεται ο ξένος τουρίστας που πλέει προς το ξενοδοχείο και την πανάκριβη κατεψυγμένη άγευστη χωριάτικη, ποιος ξέρει τι σκέφτεται ο ντόπιος τουρίστας που πλέει στα ίδια νερά με τα θύματα της πολιτικής του επιλογής και εντωμεταξύ όλα αυτά, απ’ την Ιουλιανού στο κατάστρωμα, γυρνάνε στο μυαλό μου στη διαδρομή του Μετρό, Συγγρού Φιξ – Πανεπιστήμιο και πάλι πίσω. Όλα είναι καλά και συγκινητικά. Όλα είναι εδώ και μοιράζουν εναλλάξ χαστούκια και πατ πατ. Θάλασσες, γλάροι, χαϊσπίντ IV, μπουζούκια, τα φωτάκια του studio απέναντι και τα φωτάκια των νησιών απέναντι, ο τουρίστας που πάτησε πρώτη φορά κατάστρωμα και η γυναίκα που κατέβηκε για χιλιοστή φορά τα σκαλάκια κάτω από το ανοιχτό 24 ώρες το 24ωρο φωτάκι.
*
Βρέθηκα τελευταία να γράφω καθισμένος σε ένα τραπεζάκι ανάμεσα σε φωνές, ιδέες και ποτήρια και παρόλο που κανείς σοβαρός άνθρωπος δε θέλει να γράφει και να αποσπάται, να διακόπτεται, να κόβεται, να του κουνάνε το λαπτοπ και να του τραβάνε το καλώδιο, ξαφνικά ένιωσα ότι με ενδιαφέρει περισσότερο να πατάω τα πλήκτρα με παρέα. Γράφω συλλογικά και υπάρχω ως παρέα, οπότε οι λέξεις μου βρίσκουν το δρόμο τους για εκεί ( thecricket.gr ), συχνά, με περισσότερη χαρά και ικανοποίηση. Τίποτα δεν είναι καλό, αλλά πολλά είναι συγκινητικά.
Ο στίχος χωρίς ρεύμα, μικρόφωνο, καλώδιο, χωρίς οτιδήποτε φτιαχτό επιμένει να μας συναντάει «και μες την νύχτα χάνονται |αργά τα βήματα σου». Τραγουδάει ένα κορίτσι απ’ την παρέα και εμείς βαράμε παλαμάκια. Όσα ντεσιμπέλ έχει ο καθένας τα καταθέτει στο κοινό τραπέζι. Είναι Κυριακή απόγευμα κι είμαστε, για σήμερα, τυχεροί.
Πηγή :http://tovytio.wordpress.com/
Τους κοιτάζω και δεν ξέρω αν πρέπει να δω ομορφιά ή στερεότυπο. Η ατμόσφαιρα είναι ωραία, στο ίδιο μαγαζί μετά από καιρό, η ρακί έχει γλυκιά γεύση χωρίς να είναι γλυκιά η ίδια, τα τραγουδάκια μπερδεύονται με τη νύχτα και τις μικροδιαφωνίες των θαμώνων, δεν υπάρχουν μικρόφωνα και ηχεία. Το τραγούδι χάνει 17 με 21% της συγκίνησης κάθε φορά που λέγεται από μικροφώνου, δείχνει μια πρόσφατη έρευνα του προσωπικού πανεπιστημίου των δικών μου αναμνήσεων.
Είναι συγκινητικά όλα αυτά, οπότε πατάω το κουμπί ομορφιά. Το ζευγάρι είναι αγαπημένο, τόσα χρόνια ψιθυρίζουν ο ένας στον άλλο προστυχόλογα, σχόλια και τρυφερούς αφορισμούς. Τα παλαμάκια δεν βγάζουν ήχο γιατί δεν χρειάζεται, τα χέρια τους ενώνονται καθώς αυτός τα τεντώνει προς το άπειρο στριφογυρίζοντας και αυτή τα απομακρύνει για να πάρουν φόρα μέχρι το επόμενο βουβό κλαπ. Όλα είναι καλά και συγκινητικά, τόσο καλά και συγκινητικά, που βγαίνω έξω απ’ το μαγαζί, ψάχνω τράπεζα να βγάλω λεφτά, τίποτα να μη σταθεί εμπόδιο στο θα πιούμε όσο θέλουμε. Όσο θέλουμε στη γλώσσα της κυριακής μεσημέρι, σημαίνει όσο αντέχουμε.
Όλα είναι καλά και συγκινητικά. Περπατάω στην οδό Ιουλιανού, να βρω τράπεζα να γυρίσω γρήγορα, άραγε τώρα ποιό τραγούδι χάνω; Κοιτάζω μέχρι όσο φτάνει το βλέμμα, τράπεζα δεν φαίνεται. Φαίνεται όμως απέναντι, ένα σύνθημα στον τοίχο και δίπλα το φωτάκι ανοιχτό. Κυριακή 4 το μεσημέρι, όλα είναι καλά και συγκινητικά και το φως είναι ανοιχτό.
Τί ψιθυρίζει ο ένας στον άλλο ενώ ο στίχος λέει «και μες την νύχτα χάνονται |
αργά τα βήματα σου». Τί σκέφτεται η γυναίκα την ώρα που ρίχνει τα βουβά κλαπ. Τί σκέφτεται ο άντρας καθώς το τεντωμένο του χέρι περνάει ελάχιστα πάνω απ’ το κεφάλι του μπουζουξή. Τι σκέφτεται αυτός που γράφει με το σπρέι ΞΕΦΤΙΛΕΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ δίπλα στο αναμμένο φωτάκι. Τι σκέφτεται η γυναίκα που κατεβαίνει τα τρία σκαλάκια και το βλέμμα της πέφτει υπό το αναμμένο φωτάκι στη φράση ΞΕΦΤΙΛΕΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ.
*
Ποιος ξέρει τι σκέφτεται ο καθένας και εντωμεταξύ ενάμιση μήνα πριν, Σεπτέμβριος ωραίος σαν τραγούδι χωρίς ρεύμα, ο τουρίστας ανεβαίνει στο κατάστρωμα, στέκεται στο τελευταίο σκαλί και του ξεφεύγει ένα «oh, that’s nice». Τι σκέφτεται ο άνθρωπος που ανεβαίνει στα 40 του πρώτη φορά σε καράβι, πάνω απ’ το κεφάλι του ο απογευματινός ήλιος, γύρω του η θάλασσα, μπροστά του άσπρη κουπαστή και ξεφτισμένα κόκκινα σωσίβια. Κοιτάει σα χαζός γύρω γύρω, έχει κόψει την κίνηση, η γυναίκα του τον σπρώχνει.
Ζήλεψα την ιδέα της πρώτης φοράς στο κατάστρωμα και ζηλεύω την ιδέα του καταστρώματος γενικά. Αλλά και το κατάστρωμα. καλό και συγκινητικό όσο κι αν είναι, οδεύει προς την αυτοκατάργησή του. Οι ντόπιοι δε λένε «oh that’s nice», λένε τι ώρα έχει το γρήγορο, τι ώρα έχει το σουπερφαστ, το χάισπιντ, αυτό με τις θέσεις αεροπλάνου, με το a/c, με το παράθυρο που δεν ανοιγοκλείνει γιατί δεν είναι παράθυρο είναι τζάμι, έχει διαφορά, άλλο παράθυρο άλλο τζάμι. Απ’ το παράθυρο κοιτάς, το τζάμι επέχει θέση τοίχου. Το βλέπεις που κάθονται όλοι οι ταξιδιώτες στριμωγμένοι στα τραπεζάκια των γκούντις και των ανάλογων εσωτερικών σαλονιών. Έξω είναι κάτι φαντάροι που ταξιδεύουν μόνοι, κάτι παρέες πιτσιρικιών που καπνίζουν ή παίζουν χαρτιά, μετανάστες ή τίποτα νεαροί τουρίστες.
Ίσως είναι καλύτερο έτσι, ίσως έτσι, μέσα στο πλοίο στις θέσεις λεωφορείου με το a/c και τις τηλεοράσεις να παίζουν σε απόσταση λίγων μέτρων όλα τα κανάλια, ίσως να είναι καλύτερα. Ίσως έτσι να είναι καλά και συγκινητικά. Γιατί αν είσαι έξω στο κατάστρωμα, χτυπημένος από ήλιο και αέρα και ένα εκατομμύριο σκέψεις που προκαλούνται αυτομάτως απ’ την έλλειψη ορίου στο βλέμμα, αν είσαι έξω, λέω, πού ξέρεις αν θα δεις εκεί, μέσα στο συγκινητικό του όλου πράγματος, κανένα πτώμα να επιπλέει στα ανοιχτά. Που ξέρεις πως θα αντιδράσει η τουριστική, η διακοπεύουσα εκδοχή του εαυτού σου στη θέα ενός πτώματος, όσο μελαμψό κι αν είναι αυτό.
*
Ποιος ξέρει τι σκέφτεται ο ξένος τουρίστας που πλέει προς το ξενοδοχείο και την πανάκριβη κατεψυγμένη άγευστη χωριάτικη, ποιος ξέρει τι σκέφτεται ο ντόπιος τουρίστας που πλέει στα ίδια νερά με τα θύματα της πολιτικής του επιλογής και εντωμεταξύ όλα αυτά, απ’ την Ιουλιανού στο κατάστρωμα, γυρνάνε στο μυαλό μου στη διαδρομή του Μετρό, Συγγρού Φιξ – Πανεπιστήμιο και πάλι πίσω. Όλα είναι καλά και συγκινητικά. Όλα είναι εδώ και μοιράζουν εναλλάξ χαστούκια και πατ πατ. Θάλασσες, γλάροι, χαϊσπίντ IV, μπουζούκια, τα φωτάκια του studio απέναντι και τα φωτάκια των νησιών απέναντι, ο τουρίστας που πάτησε πρώτη φορά κατάστρωμα και η γυναίκα που κατέβηκε για χιλιοστή φορά τα σκαλάκια κάτω από το ανοιχτό 24 ώρες το 24ωρο φωτάκι.
*
*«I was going to die, sooner or later, whether or not I had even spoken myself. My silences had not protected me. Your silences will not protect you…. What are the words you do not yet have? What are the tyrannies you swallow day by day and attempt to make your own, until you will sicken and die of them, still in silence? We have been socialized to respect fear more than our own need for language.»Audre Lorde
Βρέθηκα τελευταία να γράφω καθισμένος σε ένα τραπεζάκι ανάμεσα σε φωνές, ιδέες και ποτήρια και παρόλο που κανείς σοβαρός άνθρωπος δε θέλει να γράφει και να αποσπάται, να διακόπτεται, να κόβεται, να του κουνάνε το λαπτοπ και να του τραβάνε το καλώδιο, ξαφνικά ένιωσα ότι με ενδιαφέρει περισσότερο να πατάω τα πλήκτρα με παρέα. Γράφω συλλογικά και υπάρχω ως παρέα, οπότε οι λέξεις μου βρίσκουν το δρόμο τους για εκεί ( thecricket.gr ), συχνά, με περισσότερη χαρά και ικανοποίηση. Τίποτα δεν είναι καλό, αλλά πολλά είναι συγκινητικά.
Ο στίχος χωρίς ρεύμα, μικρόφωνο, καλώδιο, χωρίς οτιδήποτε φτιαχτό επιμένει να μας συναντάει «και μες την νύχτα χάνονται |αργά τα βήματα σου». Τραγουδάει ένα κορίτσι απ’ την παρέα και εμείς βαράμε παλαμάκια. Όσα ντεσιμπέλ έχει ο καθένας τα καταθέτει στο κοινό τραπέζι. Είναι Κυριακή απόγευμα κι είμαστε, για σήμερα, τυχεροί.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου