Με πρόσφατο έγγραφό του με
θέμα «Αξιοποίηση του ψηφιακού εξοπλισμού κατά την εκπαιδευτική
διαδικασία σε σχολικές μονάδες», το υπουργείο Παιδείας καλεί τους
εκπαιδευτικούς να αξιοποιήσουν τον ψηφιακό εξοπλισμό και τον διαδραστικό
πίνακα για τη διδασκαλία συγκεκριμένων γνωστικών αντικειμένων.
Μάλιστα επισημαίνει ότι «η εισαγωγή των ΤΠΕ στην εκπαίδευση επιφέρει σημαντικές αλλαγές όχι μόνο στα μέσα διδασκαλίας αλλά και στη διδακτική-μαθησιακή διαδικασία» καθώς «συμβάλλει στην ανάπτυξη κριτικής σκέψης των μαθητών, στην αλλαγή της διδακτικής πρακτικής, της διαδικασίας της μάθησης και επικοινωνίας και εξασφαλίζει την παροχή ίσων ευκαιριών σε όλους τους μαθητές».
Τα τελευταία χρόνια έχει ενταθεί και στη χώρα μας η συζήτηση για τον ρόλο των νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση και την ευρεία χρήση που αυτή πρέπει να έχει στην εκπαιδευτική διαδικασία. Εφαρμόζονται προγράμματα επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, έχουν εισαχθεί οι υπολογιστές στο αναλυτικό πρόγραμμα της σχολικής εκπαίδευσης.
Παράλληλα, ήδη έχει πέσει η πρόταση για τηλε-εκπαίδευση για τα παιδιά των απομακρυσμένων περιοχών (μέχρι να φτάσει ο εκπαιδευτικός), ενώ η πρώην υπουργός Παιδείας μιλούσε για τη δυνατότητα που έχει το κάθε παιδί να έχει την ύλη του σχολείου «στην ταμπλέτα».
Στην Ελλάδα η όποια εισαγωγή στα σχολεία των υπολογιστών και των διαδραστικών πινάκων έχει γράψει τη δική της ιστορία (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα - Πράξη «Ανάπτυξη Ψηφιακού Εκπαιδευτικού Υλικού - Ψηφιακή Βάση Γνώσεων - Υποδομές για ένα Ψηφιακό Σχολείο - Ψηφιακό Υλικό για τα Σχολεία»).
Είναι χαρακτηριστικό ότι συνδέθηκε σε κάθε περίπτωση με τις «πληρωμένες οδηγίες» των λεγόμενων Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης (ΚΠΣ), με τα ΕΠΕΑΕΚ και το ΕΣΠΑ, με έναν σχεδιασμό που πριμοδοτούνταν από την ανάγκη να απορροφηθούν κονδύλια τα οποία, με τη μαζική αγορά υπολογιστών και διαδραστικών πινάκων, επέστρεφαν κανονικότατα σε συγκεκριμένες εταιρείες νέων τεχνολογιών.
Οι υποσχέσεις
Μπορεί κάποιος να θυμηθεί την προσφορά δεκάδων χιλιάδων υπολογιστών στους μαθητές του Γυμνασίου οι οποίοι δεν εντάχθηκαν στη συντριπτική τους πλειονότητα στη λειτουργία της τάξης και στη μαθησιακή διαδικασία καθώς δεν προβλέφτηκε κανενός είδους υποστηρικτική υποδομή μέσα στα σχολεία.
Παράλληλα η όποια εισαγωγή στα σχολεία των υπολογιστών και των διαδραστικών πινάκων συνοδεύτηκε από μια καταιγίδα διακηρύξεων και υποσχετικών, όπως για την «Ψηφιακή λειτουργία του “νέου” σχολείου» και την «αναβάθμιση των σχολικών υποδομών και δικτύων που θα περιλαμβάνουν διαδραστικούς πίνακες και δίκτυα υπολογιστών σε κάθε σχολείο» και σειρά άλλων τεχνολογικών μέσων στην εκπαίδευση.
Η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών προβάλλεται από το υπουργείο Παιδείας ως φάρμακο που θα γιατρέψει τις ασθένειες του εκπαιδευτικού συστήματος. Και ενώ παρατηρείται, σε επίπεδο διακηρύξεων κυρίως, πρόοδος και σπουδή για την εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στα σχολεία, σοβαρά χρονίζοντα προβλήματα της εκπαίδευσης παραμένουν άλυτα.
Δεν υποτιμούμε τη δυνατότητα διάδρασης με ψηφιακό υλικό και πολυμέσα σε ένα περιβάλλον εκπαίδευσης με πολλά άτομα καθώς και τη δυνατότητα ανάπτυξης των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων στον διαδραστικό πίνακα, δραστηριοτήτων που περιλαμβάνουν διαμόρφωση κειμένου και εικόνων, δημιουργία, εκτύπωση και αποθήκευση σημειώσεων για διαμοιρασμό στους μαθητές, έντυπα ή ηλεκτρονικά σε κοινό αποθηκευτικό χώρο στον υπολογιστή ή μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
Δεν υποτιμούμε τη δυνατότητα προβολής ιστοσελίδων και βίντεο από το Διαδίκτυο, τη χρήση του για προβολές καθώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί, για παράδειγμα, για να δείξει στους μαθητές πώς θα χρησιμοποιήσουν μια εφαρμογή -επίδειξη ενός εκπαιδευτικού λογισμικού-, για να παρουσιαστεί η δουλειά ενός μαθητή σε όλη την τάξη, να δείξει βίντεο που εξηγούν δύσκολες έννοιες, για να βοηθήσει οπτικούς μαθητές ή μαθητές με ειδικές ανάγκες, για να δημιουργήσει σημειώσεις, σχήματα, χάρτες και να τα αποθηκεύσει για μελλοντική χρήση.
Ωστόσο γνωρίζουμε καλά πως ο διαδραστικός πίνακας και ο υπολογιστής δεν έχουν τη μαγική ιδιότητα να εξαφανίσουν, προς όφελος εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων, τα υπαρκτά προβλήματα της σχολικής εκπαίδευσης, δεν μπορούν από μόνοι τους να γεφυρώσουν τα «χάσματα» στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Πέρα από το γεγονός ότι μόνο συμπληρωματικά μπορούν να βοηθήσουν, είναι φανερό ότι στο σημερινό πλαίσιο των περικοπών οι διακηρύξεις για το νέο ψηφιακό σχολείο, με τους διαδραστικούς πίνακες και τους υπολογιστές σε κάθε θρανίο μοιάζουν σαν το παντεσπάνι μιας... πεινασμένης σχολικής εκπαίδευσης.
Πειραματισμοί
Είναι σίγουρα εντελώς παραπλανητικό να παρουσιάζονται οι νέες τεχνολογίες σαν πανάκεια του δημόσιου σχολείου, σαν το μαγικό φάρμακο που θα λύσει τα χρόνια προβλήματα. Τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Επειτα από χρόνια πειραματισμών στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη με τους υπολογιστές σε διάφορους τομείς της εκπαίδευσης, δεν έχει βρεθεί ακόμη απάντηση στο κεντρικό ερώτημα: «Οι υπολογιστές είναι πράγματι αποτελεσματικοί στην εκπαίδευση;»
Τα στοιχεία από πολυάριθμες μελέτες πάνω στο αν οι υπολογιστές βελτιώνουν την ουσιαστική μαθησιακή διαδικασία είναι εκκρεμή.
Μια μεγάλη έρευνα που πραγματοποιήθηκε από την καθηγήτρια Anne Mangen του νορβηγικού Πανεπιστημίου Στάβανγκερ, σε συνεργασία με τον νευροφυσιολόγο Jean-Luc Velay του Πανεπιστημίου της Μασσαλίας, έδειξε ότι η γραφή με το χέρι ενδυναμώνει τη διαδικασία της μάθησης, σε αντίθεση με τη χρήση του πληκτρολογίου που τη διαταράσσει.
Η ερευνήτρια εξήγησε ότι στη διαδικασία της ανάγνωσης και της γραφής εμπλέκονται μια σειρά αισθήσεις. Οταν γράφουμε με το χέρι, ο εγκέφαλός μας ανατροφοδοτείται από τις κινήσεις, αλλά και από την επαφή με το στυλό και το χαρτί. Αυτή η ανατροφοδότηση είναι σημαντικά διαφορετική από εκείνη που γίνεται όταν αγγίζουμε και χρησιμοποιούμε το πληκτρολόγιο.
Το ίδιο συμβαίνει και με όσους διαβάζουν από ένα βιβλίο, αντί από μια οθόνη, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, η οποία έρχεται να αναδείξει τη σημασία των παραδοσιακών μεθόδων μάθησης, που τείνουν να εκλείψουν στη σύγχρονη κοινωνία λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων.
Είναι ξεκάθαρο. Η πρόοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας επιβάλλει πρώτα απ’ όλα να πλουτίσει το περιεχόμενο της μόρφωσης. Η χρήση των τεχνολογιών σήμερα έρχεται στο πλαίσιο μιας συνολικής υποβάθμισης.
Μάλιστα επισημαίνει ότι «η εισαγωγή των ΤΠΕ στην εκπαίδευση επιφέρει σημαντικές αλλαγές όχι μόνο στα μέσα διδασκαλίας αλλά και στη διδακτική-μαθησιακή διαδικασία» καθώς «συμβάλλει στην ανάπτυξη κριτικής σκέψης των μαθητών, στην αλλαγή της διδακτικής πρακτικής, της διαδικασίας της μάθησης και επικοινωνίας και εξασφαλίζει την παροχή ίσων ευκαιριών σε όλους τους μαθητές».
Τα τελευταία χρόνια έχει ενταθεί και στη χώρα μας η συζήτηση για τον ρόλο των νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση και την ευρεία χρήση που αυτή πρέπει να έχει στην εκπαιδευτική διαδικασία. Εφαρμόζονται προγράμματα επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, έχουν εισαχθεί οι υπολογιστές στο αναλυτικό πρόγραμμα της σχολικής εκπαίδευσης.
Παράλληλα, ήδη έχει πέσει η πρόταση για τηλε-εκπαίδευση για τα παιδιά των απομακρυσμένων περιοχών (μέχρι να φτάσει ο εκπαιδευτικός), ενώ η πρώην υπουργός Παιδείας μιλούσε για τη δυνατότητα που έχει το κάθε παιδί να έχει την ύλη του σχολείου «στην ταμπλέτα».
Στην Ελλάδα η όποια εισαγωγή στα σχολεία των υπολογιστών και των διαδραστικών πινάκων έχει γράψει τη δική της ιστορία (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα - Πράξη «Ανάπτυξη Ψηφιακού Εκπαιδευτικού Υλικού - Ψηφιακή Βάση Γνώσεων - Υποδομές για ένα Ψηφιακό Σχολείο - Ψηφιακό Υλικό για τα Σχολεία»).
Είναι χαρακτηριστικό ότι συνδέθηκε σε κάθε περίπτωση με τις «πληρωμένες οδηγίες» των λεγόμενων Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης (ΚΠΣ), με τα ΕΠΕΑΕΚ και το ΕΣΠΑ, με έναν σχεδιασμό που πριμοδοτούνταν από την ανάγκη να απορροφηθούν κονδύλια τα οποία, με τη μαζική αγορά υπολογιστών και διαδραστικών πινάκων, επέστρεφαν κανονικότατα σε συγκεκριμένες εταιρείες νέων τεχνολογιών.
Οι υποσχέσεις
Μπορεί κάποιος να θυμηθεί την προσφορά δεκάδων χιλιάδων υπολογιστών στους μαθητές του Γυμνασίου οι οποίοι δεν εντάχθηκαν στη συντριπτική τους πλειονότητα στη λειτουργία της τάξης και στη μαθησιακή διαδικασία καθώς δεν προβλέφτηκε κανενός είδους υποστηρικτική υποδομή μέσα στα σχολεία.
Παράλληλα η όποια εισαγωγή στα σχολεία των υπολογιστών και των διαδραστικών πινάκων συνοδεύτηκε από μια καταιγίδα διακηρύξεων και υποσχετικών, όπως για την «Ψηφιακή λειτουργία του “νέου” σχολείου» και την «αναβάθμιση των σχολικών υποδομών και δικτύων που θα περιλαμβάνουν διαδραστικούς πίνακες και δίκτυα υπολογιστών σε κάθε σχολείο» και σειρά άλλων τεχνολογικών μέσων στην εκπαίδευση.
Η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών προβάλλεται από το υπουργείο Παιδείας ως φάρμακο που θα γιατρέψει τις ασθένειες του εκπαιδευτικού συστήματος. Και ενώ παρατηρείται, σε επίπεδο διακηρύξεων κυρίως, πρόοδος και σπουδή για την εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στα σχολεία, σοβαρά χρονίζοντα προβλήματα της εκπαίδευσης παραμένουν άλυτα.
Δεν υποτιμούμε τη δυνατότητα διάδρασης με ψηφιακό υλικό και πολυμέσα σε ένα περιβάλλον εκπαίδευσης με πολλά άτομα καθώς και τη δυνατότητα ανάπτυξης των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων στον διαδραστικό πίνακα, δραστηριοτήτων που περιλαμβάνουν διαμόρφωση κειμένου και εικόνων, δημιουργία, εκτύπωση και αποθήκευση σημειώσεων για διαμοιρασμό στους μαθητές, έντυπα ή ηλεκτρονικά σε κοινό αποθηκευτικό χώρο στον υπολογιστή ή μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
Δεν υποτιμούμε τη δυνατότητα προβολής ιστοσελίδων και βίντεο από το Διαδίκτυο, τη χρήση του για προβολές καθώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί, για παράδειγμα, για να δείξει στους μαθητές πώς θα χρησιμοποιήσουν μια εφαρμογή -επίδειξη ενός εκπαιδευτικού λογισμικού-, για να παρουσιαστεί η δουλειά ενός μαθητή σε όλη την τάξη, να δείξει βίντεο που εξηγούν δύσκολες έννοιες, για να βοηθήσει οπτικούς μαθητές ή μαθητές με ειδικές ανάγκες, για να δημιουργήσει σημειώσεις, σχήματα, χάρτες και να τα αποθηκεύσει για μελλοντική χρήση.
Ωστόσο γνωρίζουμε καλά πως ο διαδραστικός πίνακας και ο υπολογιστής δεν έχουν τη μαγική ιδιότητα να εξαφανίσουν, προς όφελος εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων, τα υπαρκτά προβλήματα της σχολικής εκπαίδευσης, δεν μπορούν από μόνοι τους να γεφυρώσουν τα «χάσματα» στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Πέρα από το γεγονός ότι μόνο συμπληρωματικά μπορούν να βοηθήσουν, είναι φανερό ότι στο σημερινό πλαίσιο των περικοπών οι διακηρύξεις για το νέο ψηφιακό σχολείο, με τους διαδραστικούς πίνακες και τους υπολογιστές σε κάθε θρανίο μοιάζουν σαν το παντεσπάνι μιας... πεινασμένης σχολικής εκπαίδευσης.
Πειραματισμοί
Είναι σίγουρα εντελώς παραπλανητικό να παρουσιάζονται οι νέες τεχνολογίες σαν πανάκεια του δημόσιου σχολείου, σαν το μαγικό φάρμακο που θα λύσει τα χρόνια προβλήματα. Τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Επειτα από χρόνια πειραματισμών στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη με τους υπολογιστές σε διάφορους τομείς της εκπαίδευσης, δεν έχει βρεθεί ακόμη απάντηση στο κεντρικό ερώτημα: «Οι υπολογιστές είναι πράγματι αποτελεσματικοί στην εκπαίδευση;»
Τα στοιχεία από πολυάριθμες μελέτες πάνω στο αν οι υπολογιστές βελτιώνουν την ουσιαστική μαθησιακή διαδικασία είναι εκκρεμή.
Μια μεγάλη έρευνα που πραγματοποιήθηκε από την καθηγήτρια Anne Mangen του νορβηγικού Πανεπιστημίου Στάβανγκερ, σε συνεργασία με τον νευροφυσιολόγο Jean-Luc Velay του Πανεπιστημίου της Μασσαλίας, έδειξε ότι η γραφή με το χέρι ενδυναμώνει τη διαδικασία της μάθησης, σε αντίθεση με τη χρήση του πληκτρολογίου που τη διαταράσσει.
Η ερευνήτρια εξήγησε ότι στη διαδικασία της ανάγνωσης και της γραφής εμπλέκονται μια σειρά αισθήσεις. Οταν γράφουμε με το χέρι, ο εγκέφαλός μας ανατροφοδοτείται από τις κινήσεις, αλλά και από την επαφή με το στυλό και το χαρτί. Αυτή η ανατροφοδότηση είναι σημαντικά διαφορετική από εκείνη που γίνεται όταν αγγίζουμε και χρησιμοποιούμε το πληκτρολόγιο.
Το ίδιο συμβαίνει και με όσους διαβάζουν από ένα βιβλίο, αντί από μια οθόνη, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, η οποία έρχεται να αναδείξει τη σημασία των παραδοσιακών μεθόδων μάθησης, που τείνουν να εκλείψουν στη σύγχρονη κοινωνία λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων.
Είναι ξεκάθαρο. Η πρόοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας επιβάλλει πρώτα απ’ όλα να πλουτίσει το περιεχόμενο της μόρφωσης. Η χρήση των τεχνολογιών σήμερα έρχεται στο πλαίσιο μιας συνολικής υποβάθμισης.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου