17 Ιαν 2015

Η προεκλογική ατζέντα για την οποία κανείς δεν μιλάει…

Γιώργος Σαχίνης
Oι οικονομικοί δείκτες φέρνουν στο φως τεράστια προβλήματα που γίνονται εντονότερα
Θα σταματήσουν οι αγορές να μας δανείζουν; Θα οδηγήσει το όποιο ελληνικό αίτημα για «χαλάρωση» της σκληρής μνημονιακής πολιτικής σε χρεοκοπία; Είναι η προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η ανθρωπιστική κρίση σοβαρή αιτία για να μας εγκαταλείψει η Ευρώπη της αλληλεγγύης; Μόνο με τα πρωτογενή πλεονάσματα που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην κοινωνία του ενός τρίτου (δύο τρία του πληθυσμού να βυθίζονται στη φτώχεια και ένα τρίτο του πληθυσμού να ευημερεί) υπάρχει δυνατότητα για τη χώρα να διατηρηθεί στη ζώνη του ευρώ;
Όσο θα πλησιάζουμε στην 25η Ιανουαρίου, τα ερωτήματα θα επανέρχονται στο τραπέζι του διαλόγου ολοένα και πιο έντονα, συνοδευόμενα από μπόλικη δόση κινδυνολογίας και εκφοβισμού. Είναι όμως τα μόνα ερωτήματα που θα έπρεπε να μας απασχολούν σε αυτήν την προεκλογική μάχη;
Οι οικονομικοί δείκτες που αποκαλύπτουν οι στατιστικές, φέρνουν στο φως τεράστια προβλήματα που γίνονται ολοένα και εντονότερα.
• Ποιος ασχολείται με το ότι οι θάνατοι ξεπερνούν τις γεννήσεις για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά;
• Ποιος προβληματίζεται για το γεγονός ότι το 75% των ανέργων δεν έχει εργαστεί καθόλου για περισσότερους από 12 μήνες;
• Ποιος έβαλε στο τραπέζι του διαλόγου το γεγονός ότι ο λαός γερνάει με αυξανόμενη ταχύτητα;
• Ποιος προβληματίστηκε για το ότι ο μη οικονομικά ενεργός πληθυσμός ξεπέρασε τον οικονομικά ενεργό;
• Μήπως αναδείχτηκε το ότι 1,5 εκατομμύριο Έλληνες ζουν σε νοικοκυριά χωρίς κανένα εισόδημα ή ότι περίπου το 40% των Ελλήνων είναι κοντά ή και κάτω από τα όρια της φτώχειας;
Γερνάμε και… αρρωσταίνουμε
Η Ελληνική Στατιστική Αρχή παρακολουθεί συστηματικά τον «δείκτη γήρανσης». Τι δείχνει; Υπολογίζει την αναλογία του γεροντικού πληθυσμού (ηλικίας 65 ετών και άνω) προς τον ηλικιακά νεότερο (0 έως 14 ετών). Ο δείκτης αυτός εκτοξεύτηκε το 2012 στο 135,8, που είναι και η υψηλότερη τιμή στην Ιστορία του τόπου.
Για να φανεί η… ταχύτητα γήρανσης, αρκεί να σημειωθεί ότι το 2001 ο δείκτης γήρανσης ήταν στο 113,6. Η τιμή του 135,8 σημαίνει ότι, αν τα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών είναι 100, οι ηλικιωμένοι άνω των 65 είναι 136.
Ο δείκτης της γήρανσης ενδιαφέρει κυρίως το… ασφαλιστικό. Όλοι ευχόμαστε στους δικούς μας ανθρώπους να τα εκατοστήσουν και το εννοούμε. Ωστόσο, οι αναλογιστές παρακολουθούν τους δείκτες για να διαπιστώσουν αν αντέχουν τα ταμεία να πληρώσουν τις συντάξεις και μέχρι πότε. Ο συναγερμός σε αυτό το επίπεδο χτυπάει ασταμάτητα. Ακόμη και να μην υπήρχε το ζήτημα της ανεργίας, οι ηλικιακοί δείκτες δείχνουν ότι «κάτι πρέπει να γίνει». Ιδού δύο χαρακτηριστικοί:
1. Τα προσδοκώμενα έτη ζωής μετά τα 65 έτη (σ.σ.: είναι ο κατεξοχήν «ασφαλιστικός δείκτης», καθώς βάσει αυτού οι αναλογιστές εκτιμούν για πόσα χρόνια θα πληρώνουν συντάξεις και προσδιορίζουν τον μελλοντικό αριθμό των συνταξιούχων) έχουν φτάσει στα 18,5 για τους άνδρες και στα 20,6 για τις γυναίκες. Το 2004, ήταν 16,9 και 18,9 αντίστοιχα. Αυτά τα επιπλέον δύο χρόνια μέσα σε μια δεκαετία μπορεί να μεταφράζονται σε πολλές δεκάδες χιλιάδες νέων συνταξιούχων.
2. Υπάρχει και ένας δεύτερος δείκτης, που μετρά τα προσδοκώμενα έτη υγιούς ζωής μετά τα 65. Τι δείχνει αυτός; Πρακτικά το πότε θα ξεκινήσουν τα προβλήματα υγείας. Και αυτός ο δείκτης ενδιαφέρει το ασφαλιστικό. Μπορεί όχι τα Ταμεία, αλλά τον… ΕΟΠΥΥ σίγουρα. Αυτός ο δείκτης δυστυχώς επιδεινώνεται. Δείχνει ότι τα προβλήματα υγείας ξεκινούν ολοένα και νωρίτερα. Ψυχρά και πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι τα Ταμεία πληρώνουν συντάξεις για περισσότερα χρόνια και ο ΕΟΠΥΥ φάρμακα και νοσηλείες επίσης για περισσότερα χρόνια. Συγκεκριμένα:
• Τα προσδοκώμενα έτη υγιούς ζωής για τους άνδρες μετά τα 65, από τα 9,5 που ήταν το 2004, μειώθηκαν στα 9,1 (είχε φτάσει και στο 10,2 το 2006).
• Τα προσδοκώμενα έτη υγιούς ζωής για τις γυναίκες μετά τα 65 έχουν περιοριστεί στα 7,8 από 10,3 που ήταν το 2006. Η διαφορά είναι πολύ μεγάλη για τόσο σύντομο χρονικό διάστημα (σ.σ.: η ΕΛΣΤΑΤ έχει μετρήσει αυτούς τους δείκτες μέχρι και το 2011. Εκτιμάται ότι έχουν επιδεινωθεί περαιτέρω το 2012 και το 2013).
Λιγοστεύουμε
Το ισοζύγιο «γεννήσεων – θανάτων» είναι αρνητικό για τέσσερα συνεχόμενα χρόνια, κάτι που δεν είναι ούτε συνηθισμένο ούτε φυσιολογικό σε περιόδους ειρήνης. Μόνο το 2002 και το 2003 οι θάνατοι ξεπέρασαν τις γεννήσεις αλλά οι τιμές ήταν μικρές (346 άτομα και 1.109 άτομα αντίστοιχα). Φτάσαμε στο σημείο, σύμφωνα με τα στοιχεία του Εθνικού Ληξιαρχείου, το 2014 οι θάνατοι να ξεπεράσουν τις γεννήσεις κατά περισσότερα από 20.000 άτομα. Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι:
1. Το 2011 οι γεννήσεις ήταν 106.428 και οι θάνατοι 111.099. Άρα το ισοζύγιο ήταν αρνητικό κατά 4.669 άτομα.
2. Το 2012 οι γεννήσεις ήταν 100.371 και οι θάνατοι 116.668. Άρα το ισοζύγιο ήταν αρνητικό κατά 16.297 άτομα.
3. Το 2013 οι γεννήσεις ήταν 94.134 και οι θάνατοι 111.794, με το ισοζύγιο να γίνεται αρνητικό κατά 17.660 άτομα.
Το πρόβλημα δεν εντοπίζεται τόσο στον αριθμό των θανάτων – κυμαίνονται σταθερά τα τελευταία χρόνια στα επίπεδα των 100.000 – 110.000 – όσο στον αριθμό των γεννήσεων. Τα ζευγάρια φοβούνται, αναβάλλουν, δεν αποφασίζουν. Οι γεννήσεις ήταν 118.000 τόσο το 2008 όσο και το 2009 και μειώθηκαν στις 94.000 το 2013. Το 2014 θα πέσουν κάτω και από τις 94.000. Ακόμη και οι δείκτες που σχετίζονται με τις γεννήσεις επιδεινώνονται. Χαρακτηριστικοί οι ακόλουθοι δύο:
1. Ο δείκτης ολικής γονιμότητας μετράει τον μέσο αριθμό ζωντανών παιδιών που θα γεννήσει μια γυναίκα κατά τη διάρκεια της ζωής της. Ο ολικός δείκτης γονιμότητας, χρησιμοποιείται προκειμένου να προσδιοριστεί το επίπεδο αντικατάστασης των γενεών, που στις αναπτυγμένες χώρες θεωρείται ότι είναι 2,1. Στην Ελλάδα είχε φτάσει στο 1,5 το 2010 και το 2012 υποχώρησε στο 1,3.
2. Η μέση ηλικία της μητέρας κατά τη γέννηση έχει ήδη αυξηθεί αισθητά και από τα 29,3 έτη που ήταν το 2011 έφτασε στα 31,6 το 2012.
Η χώρα των «εξαρτημένων»
Ο πληθυσμός μιας χώρας διακρίνεται σε τρεις κατηγορίες: τους απασχολούμενους (δηλαδή αυτούς που με τους φόρους που πληρώνουν αλλά και τις ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλουν στα ταμεία συντηρούν όλους τους υπόλοιπους), τους ανέργους και τους οικονομικά μη ενεργούς.
Με το που μπήκαν στη ζωή μας η ύφεση και τα μνημόνια, οι οικονομικά μη ενεργοί ξεπέρασαν τους απασχολούμενους. Για τελευταία φορά οι απασχολούμενοι ήταν περισσότεροι από τους μη οικονομικά ενεργούς στο τέλος του 2010 (4,39 εκατομμύρια άτομα έναντι 4,37 εκατομμυρίων ατόμων).
Μετά η κατάσταση… ξέφυγε και φτάσαμε το 2013 να είναι χειρότερη από ποτέ. Οι απασχολούμενοι το 2013 ήταν 3.513.200, ενώ οι οικονομικά μη ενεργοί 4.466.000. Αν προστεθούν στους οικονομικά μη ενεργούς και οι 1.330.400 άνεργοι (τόσοι ήταν στο τέλος του 2013, αν και σήμερα ο αριθμός τους έχει περιοριστεί το πολύ κατά 70.000 – 80.000), τότε αντιλαμβανόμαστε ότι η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε χώρα των «εξαρτημένων».
Ο άνεργος περιμένει να ζήσει από το επίδομα ή από το οικονομικά ενεργό μέλος της οικογένειάς του ενώ οι ολοένα και περισσότεροι μη οικονομικά ενεργοί (παιδιά και ηλικιωμένοι που ζουν με τις συντάξεις) περιμένουν οι απασχολούμενοι να καταβάλλουν ολοένα και μεγαλύτερες προσπάθειες προκειμένου να συνεχιστεί απρόσκοπτα η καταβολή των συντάξεων.
Η Ελληνική Στατιστική Αρχή παρακολουθεί συστηματικά και τον λεγόμενο «δείκτη της εξάρτησης». Είναι η αναλογία τού μη οικονομικά ενεργού πληθυσμού (δηλαδή το άθροισμα των ατόμων ηλικίας 0 έως 14 ετών και 65 ετών και άνω) με τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό. Σημειωτέον ότι στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό περιλαμβάνονται και οι άνεργοι. Ο συγκεκριμένος δείκτης, το 2013, διαμορφώθηκε στο 52,8, όταν το 2001 ήταν στο 47.
Έχασες τη δουλειά σου; Χάθηκες
Το ότι αυτή η κρίση στέρησε από ένα εκατομμύριο πολίτες τη δουλειά τους είναι από μόνο του καταστροφικό, αλλά δεν αποτυπώνει το πλήρες μέγεθος της καταστροφής. Θα μπορούσε η κρίση να περάσει και ο ένας μετά τον άλλο να αρχίσουν να επανέρχονται στη δουλειά τους. Στην προκειμένη περίπτωση, αυτό δεν συμβαίνει. Πολύ απλά διότι, μαζί με την απόλυση, χάνεται και η θέση εργασίας.
Ποιος να προσλάβει έναν οικοδόμο; Έναν πωλητή αυτοκινήτων; Έναν υπάλληλο γραφείου; Η αγορά δεν «παράγει» πλέον τέτοιες θέσεις εργασίας. Και οι δείκτες το αποδεικνύουν. Περισσότερο από όλους το δείχνει ο δείκτης της μακροχρόνιας ανεργίας. Στο τέλος του 2013 οι άνεργοι εκτιμήθηκαν από την Ελληνική Στατιστική Αρχή σε περίπου 1,3 εκατομμύρια. Και από αυτούς περισσότεροι από τους επτά στους 10 είχαν ήδη συμπληρώσει περισσότερους από 12 μήνες εκτός αγοράς εργασίας. Στο τρίτο τρίμηνο του 2014 μακροχρόνια άνεργοι ήταν 458.293 άντρες και 468.759 γυναίκες.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οικονομικό. Είναι και κοινωνικό. Διότι όσο μεγαλώνει το διάστημα από την τελευταία ημέρα στη δουλειά τόσο αυξάνεται η απογοήτευση και τόσο πολλαπλασιάζονται οι πιθανότητες ο μακροχρόνια άνεργος να εγκαταλείψει την προσπάθεια για επαγγελματική αποκατάσταση. Παράπλευρη συνέπεια της μακροχρόνιας ανεργίας; Τα νοικοκυριά χωρίς κανέναν εργαζόμενο. Μετρήσιμος και αυτός ο δείκτης: 260.680 παιδιά και νέοι έως 17 ετών ζούσαν το 2013 σε νοικοκυριό χωρίς κανέναν εργαζόμενο. Ήταν μόλις 71.753 στο τέλος του 2006. Και δεν είναι μόνο οι νέοι: αν προστεθούν και τα άτομα ηλικίας 18 έως 60 ετών, τότε πλησιάζουμε στο 1,5 εκατομμύριο άτομα από περίπου 530 χιλιάδες στο τέλος του 2008.
Γίναμε φτωχοί
Την πρώτη θέση μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης «κατέκτησε» η Ελλάδα το 2013 σε επίπεδα φτώχειας, ξεπερνώντας ακόμη και τη Λετονία. Τα στοιχεία που ενσωμάτωσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή στην έκθεση για τις «συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα» δείχνουν ότι η χώρα μας είναι πλέον τρίτη σε επίπεδα φτώχειας μεταξύ των 28 μελών της Ευρώπης καθώς πλέον την ξεπερνούν μόνο η Ρουμανία και η Βουλγαρία.
Ο πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας έφτασε το 2013 στα 3,904 εκατομμύρια άτομα από 3,8 εκατομμύρια το 2012, 3,403 εκατομμύρια το 2011 και 3,031 εκατ. το 2010. Δηλαδή τα μνημόνια έφεραν περίπου 900.000 Έλληνες επιπλέον αντιμέτωπους με τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Γ.Σ.
Πηγή : 

to synoro blog

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...