“Je hais les voyages et les explorateurs” – «Μισώ τα ταξίδια και τους εξερευνητές»
Claude Lévi-Strauss
Μέρα τη μέρα, γίνεται σχεδόν αδύνατο να μιλήσει κανείς ενάντια στο τέρας του τουρισμού, αφού ο τουρισμός είναι εκείνος ο τομέας που δημιουργεί κέρδη 3,1 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως. Σ’ έναν κόσμο που ο παράδεισος συγκροτείται από καλές ειδήσεις ανταγωνιστικότητας, παραγωγικότητας και καινοτομίας, ένα τέτοιο ποσό προκαλεί μόνο ευτυχία.
Αλίμονο, απ’ τον τουρισμό περιμένουν πολλοί να ζήσουν, με πρώτο απ’ όλους το ελληνικό κράτος, το οποίο αναστενάζει σχεδόν ερωτικά, κάθε φορά που κάποιος αξιωματούχος του, ξεστομίζει τη φράση «η βαριά βιομηχανία της χώρας είναι ο τουρισμός».
Εξάλλου το τέρας του τουρισμού έχει πλέον πολλά κεφάλια και δεν αρκούν οι συζητήσεις για τα προβλήματα που δημιουργεί η μαζική μετακίνηση ταξιδιωτών, η ανάπτυξη με όρους τεράστιων ξενοδοχείων και γηπέδων γκολφ, η πρακτική του all inclusive, η περίφραξη δημόσιων χώρων κλπ.
Δεν αρκούν καν οι προβληματισμοί γύρω από επαναλαμβανόμενα περιστατικά όπως αυτό της δολοφονίας του 22χρονου Αμερικανού στη Ζάκυνθο. Όποιος έχει πάει σε συγκεκριμένα σημεία της Κω, της Ρόδου, της Ίου, της Κρήτης και αλλού, γνωρίζει την ατμόσφαιρα που κυριαρχεί.
Πέρα απ’ τα ελληνικά σύνορα, δεν είναι λίγα τα περιστατικά, που τουρίστες συλλαμβάνονται ή και απελαύνονται, γιατί πόζαραν γυμνοί σε κάποιον αρχαίο ναό, έκαναν την ανάγκη τους στη μέση μιας αγοράς και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς ότι φέρνει ο συνδυασμός αλκοόλ και καφρίλας μαζί με την υπόσχεση των «πιο απίστευτων διακοπών που θα μας μείνουν αξέχαστες».
Πέρα απ’ όλα αυτά, μοιάζει να έχει συντελεστεί μια αλλαγή, κάτι βαθύ και συνολικό και οι συνέπειές αυτής της μεταβολής στον τρόπο που εννοούμε πια τον τουρισμό, εκτείνονται τόσο στις μεταλλάξεις του τοπίου, όσο και στον ίδιο τον τρόπο που υπάρχουμε εμείς μέσα στην πραγματικότητα.
Είμαστε όλοι εν δυνάμει τουρίστες, ή ίσως ακριβέστερα εναλλάξ παρατηρητές και παρατηρούμενοι, καταναλωτές τοπίων και της πραγματικότητας των άλλων. Το κάθε ταξίδι μας, αν όχι και η κάθε βόλτα εμπεριέχει μια δόση τουρισμού στη ζωή και τα σπίτια των άλλων.
‘Free Tours By Foot’ στο Bushwick ή όπως το λένε κάποιοι ντόπιοι, ghetto tourism
Στο Bushwick για παράδειγμα, μια φτωχή περιοχή της Νέας Υόρκης, διοργανώνονται «δωρεάν περίπατοι» προκειμένου οι επισκέπτες να περιηγηθούν στα graffiti της περιοχής με την συνοδεία του απαραίτητου ξεναγού. Διαβάζουμε για το Bushwick μερικά στοιχεία. Το 30% των κατοίκων ζουν κάτω απ’ το (ομοσπονδιακά ορισμένο) όριο της φτώχειας. Το 42% δεν έχουν τελειώσει το σχολείο. Είναι επιπλέον μια γειτονιά, της οποίας μόλις το 9% των κατοίκων είναι λευκοί. Δεν υπάρχει απαραίτητα κάτι το προβληματικό σε μια οργανωμένη βόλτα για να δει κανείς τα graffiti σε μια υποβαθμισμένη περιοχή, αλλά ταυτόχρονα είναι κάπως περίεργο, λευκοί άνθρωποι να περιφέρονται με έναν λευκό συνοδό σε μια γειτονιά μαύρων και ισπανόφωνων, λες και δε θα μπορούσαν να περπατήσουν την ίδια διαδρομή μόνοι τους. Η τέχνη που έχει για καμβά τον τοίχο είναι εξορισμού ανοιχτή κι ελεύθερη για τα μάτια όλων, αλλά σ’ αυτή την περίπτωση, αρχίζει και δημιουργείται η εντύπωση ότι τα αντικείμενα της παρατήρησης (έστω εμμέσως) δεν περιορίζονται σε όσα έχουν βαφτεί στο τσιμέντο. Οι τουρίστες του Bushwick περπατούν παρατηρώντας διαδοχικά τα graffiti, το τοπίο και τους ίδιους τους ανθρώπους που ζουν στο σημείο. Η θέση που παίρνουν μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία, αναγκαστικά τους τοποθετεί στο ίδιο σημείο με κάποιον που παρατηρεί τα κλουβιά στο ζωολογικό κήπο. Ενθουσιάζεται με την άγρια ομορφιά και την αυθεντικότητα, αλλά τον καθησυχάζουν τα κάγκελα και στην προκειμένη περίπτωση η παρουσία του συνοδού ή η ιδέα ότι όλη αυτή η περιήγηση, σύντομα θα τελειώσει. Είναι ωραία αυτή η πραγματικότητα, αρκεί να έρθεις σε επαφή μαζί της σε ορισμένες ποσότητες
.τί βλέπουν οι τουρίστες σ’ αυτή την τρύπα της αμερικανικής μητρόπολης; περιθώριο ή ίσως το ιδανικό σημείο για μια νέα γκαλερί;
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ξεναγός και διοργανωτής των περιπάτων είναι ένας λευκός καλλιτέχνης που ασχολείται με την street art και έχει μετακομίσει τα τελευταία τέσσερα χρόνια στην περιοχή. Μια περιοχή που βρίσκεται πλέον σε ένα ιδιότυπο αλλά γνώριμο μεταίχμιο. Ένας κάτοικος το περιγράφει ως μια σύνθεση «ανθρωποκτονιών και ολιστικών εργαστηρίων, όπλων και ντόνατς με φουά γκρα». Στο τοίχο μιας ρημαγμένης μονοκατοικίας στα όρια Κεραμεικού – Μεταξουργείου έγραφε πριν κάποια χρόνια (όπως το θυμάμαι από μνήμης) «όπου δεν φτάνει το γκλομπ του μπάτσου, φτάνει το πινέλο του καλλιτέχνη». Αλλά αυτή η περιοχή – όριο είναι έτσι κι αλλιώς μια αλλόκοτη σύνθεση, αφού η απόσταση μεταξύ της οδού Ιάσωνος και της οδού Κεραμεικού είναι μικρή και ταυτόχρονα τεράστια.
Αν η συνθήκη στο Bushwick δημιουργεί ερωτήματα, αναρωτιέται κανείς τι θα πρέπει να σκεφτούμε για τα favela tours που ευδοκιμούν τα τελευταία χρόνια στη Βραζιλία. Το 2014 επισκέφτηκαν τις φαβέλες του Ρίο 5ο.οοο τουρίστες.
Κριτική έχουν ασκήσει πολλοί. Μιλούν για αντικειμενοποίηση των φτωχών ανθρώπων, για ένα είδος ηδονοβλεψίας για μετατροπή της φτώχειας σε διασκέδαση και για περαιτέρω ενίσχυση (και επιβεβαίωση) του διαχωρισμού μεταξύ τρίτου κόσμου και ανεπτυγμένων πολιτών. Ο αντίλογος είναι ότι κερδίζουν χρήματα οι ίδιοι οι κάτοικοι και ότι οι τουρίστες βλέπουν από πρώτο χέρι τις συνθήκες ζωής. Ο Kennedy Odede που μεγάλωσε σε μια παραγκούπολη του Ναϊρόμπι γράφει για την πρώτη φορά που ήρθε αντιμέτωπος με αυτό το είδος τουρισμού, όταν ήταν 16 χρονών. Βρισκόταν μέσα στο σπίτι του, δύο μέρες νηστικός και ξαφνικά είδε μια λευκή γυναίκα να τον φωτογραφίζει. Ένιωσε, λέει σαν τίγρης στο κλουβί. Περιγράφει επίσης ένα γκρουπ ανθρώπων που ως κομμάτι του tour μπήκαν σε ένα σπίτι για να δουν μια γυναίκα που γεννούσε εκείνη την ώρα ή το κλικ της φωτογραφικής μηχανής και μαζί ένα επιφώνημα θαυμασμού μπροστά στο θέαμα ενός ηλικιωμένου ανθρώπου που αφόδευε στο δρόμο. Ίσως για αυτού του είδους την τουριστική περιήγηση να είναι πιο ακριβής μια άλλη ονομασία που συνήθως δίνεται – reality tourism. Τουρίστες στην πραγματικότητα των άλλων.
η πραγματικότητα των άλλων σε μια φαβέλα στο Ρίο, ένα εντυπωσιακό φόντο όπως και να το κάνεις.
Τα τελευταία τρία χρόνια έχουν οργανωθεί διάφορες διαδηλώσεις ενάντια στις συνέπειες του τουρισμού. Στην φωτογραφία παρακάτω μια ιδιότυπη κόντρα. Ο ντόπιος που δεν αντέχει άλλο την υπερβολική παρουσία του τουρίστα και ο τουρίστας που σε αυτό απαντάει με μια σέλφι.
όταν σε διώχνουν, αλλά εσύ είσαι Βαρκελώνη για διακοπές.
Πέρσι επισκέφτηκαν την Βαρκελώνη, μια πόλη 1,6 εκατομμυρίων, 32 εκατομμύρια τουρίστες. Οι κάτοικοι διαμαρτύρονται για την αύξηση των ενοικίων, για τις αλλαγές στην πόλη, για τις συνέπειες της οικονομικής πραγματικότητας μιας τέτοιας πόλης που επιβάλλει ακόμη και το ποιες δουλειές μπορούν να υπάρχουν – πόσα καταστήματα με σουβενίρ και γρήγορο φαγητό μπορεί ν’ αντέξει μια πόλη; Η απάντηση μπορεί να είναι, όσα μπορούν οικονομικά να επιβιώσουν. Αλλά τότε δε λαμβάνουμε υπόψη ότι μπορεί η ίδια η πόλη που επιβιώνει να είναι μια άλλη πόλη, ο χαρακτήρας και η ταυτότητά της να έχουν αλλάξει σε τέτοιο δραματικό βαθμό, που αυτή η αλλαγή να μην εντάσσεται σε κάποια κατανοητή μεταβολή που φέρνει ο χρόνος και οι συνθήκες, αλλά σε μια ολοκληρωτική υποταγή στην ισοπεδωτική λογική ενός παγκόσμιου μολ με θετικό ισολογισμό.
foto του Χ. Σ. από τη Βαρκελώνη, αντίστοιχο πανό υπάρχει και στην Άνω Πόλη στη Θεσσαλονίκη.
Κατά κάποιο τρόπο ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η Πλάκα, η οποία έχει καταλήξει, ειδικά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, να είναι ένα μη μέρος. Από τη μια μεριά, ασφυκτικά γεμάτη από τουρίστες που κατά γκρουπ γεμίζουν τα στενά δρομάκια, αγοράζοντας απερίγραπτα σουβενίρ και τρώγοντας μουσακά σε σουβλατζίδικα (ή το ανάποδο). Από την άλλη, οι καταστηματάρχες σε ένα ατελείωτο κρεσέντο passive aggressive συμπεριφοράς. Απ’ τη δουλικότητα της προσέγγισης του περαστικού με το μενού ανά χείρας, στο χυδαίο δειλό, μισοσιωπηλό – μέσα απ’ τα ενωμένα δόντια, παραλήρημα για τα μπούτια και τον κώλο της ίδιας κοπέλας που πέρασε και δεν κάθισε να παραγγείλει τίποτα. Η δουλικότητα στα αγγλικά, η λύσσα στα ελληνικά, γιατί τέτοια είναι η γλώσσα μας, περήφανη και ανυπότακτη.
Βαρκελώνη πάλι
Στη Βαρκελώνη συζητάνε και παίρνουν μέτρα, αλλά η προσέγγισή τους είναι πάλι οικονομική. Όριο στις κλίνες, όριο στα νέα ξενοδοχεία, φορολόγηση στους νέους τρόπους διαμονής, τύπου Airbnb. (Παρεμπιπτόντως το θέμα του Airbnb επανέρχεται διαρκώς τον τελευταίο καιρό, με αφορμή δημοσιεύματα – αλλά και την εμπειρία μας – για τις συνέπειες της ευρείας διάδοσής του σε περιοχές όπως τα Εξάρχεια ή το Κουκάκι.)
ενδεικτική αφίσα στη Βενετία για το Airbnb (via https://www.facebook.com/AntiEvictionMappingProject/ )
Το ζήτημα όμως δεν είναι ζήτημα χρημάτων, δεν λύνεται με λιγότερες άδειες ξενοδοχείων ή με βαρύτερη φορολόγηση του aribnb και των αντίστοιχων υπηρεσιών. Το ζήτημα πηγαίνει παραπέρα, πολύ παραπέρα, και αγγίζει θέματα ταυτότητας, γενικότερης κατεύθυνσης και προσέγγισης σε έννοιες όπως η ανάπτυξη, η επιβίωση, η ευτυχία (συγνώμη για τη χρήση λέξης που δεν μπορεί να ποσοτικοποιηθεί) και πάει λέγοντας
από διαδήλωση στη Βενετία το Νοέμβριο του 2012
Κάποιοι κάτοικοι σε όλα τα σημεία του πλανήτη κατά καιρούς αντιδρούν με διαδηλώσεις, αφίσες και αυτοσχέδιες καταδρομικές επιχειρήσεις όπως κάποτε σε νησί των Κυκλάδων, που μια παρέα έσκιζε τα λάστιχα των τζιπ που πάρκαραν στα πλακόστρωτα της Χώρας.
Αλλά τίποτα δεν φαίνεται να μπορεί να σταματήσει την ακόρεστη δίψα του ανθρώπου να καταπιεί και να καταναλώσει άμεσα και δυναμικά και το τελευταίο απάτητο (ή έστω κάπως ξένο) ίχνος τοπίου και ανθρώπων. Έτσι, το αντικείμενο της φωτογράφισης, δεν είναι κάθε φορά ένα ζώο, μια παραλία, ένα αρχαίο μνημείο ή ένα χαμόσπιτο. Το αντικείμενο της φωτογράφισης είναι η επέκταση της δικής μου (δυτικής ή «ανεπτυγμένης») κανονικότητας πάνω στη πραγματικότητα των άλλων. Αφού μπορώ να φωτογραφηθώ μπροστά σε μια φαβέλα, ένα γκέτο, ένα γκράφιτι ενός περιθωριακού ντόπιου ή έναν αμίλητο ψαρά, αυτά αποκτούν μια δευτερεύουσα σημασία, γίνονται φόντο, σκηνικό, υλικό οπτικής αφήγησης. Η παρουσία μου εντέλει μπορεί να εισβάλει και να επιβληθεί παντού.
«Λες και ο άνθρωπος , έχοντας εκδιωχθεί από τον Κήπο επειδή έκοψε τον απαγορευμένο καρπό του δέντρου της γνώσης – μια αρπαγή που προσδιορίζει την υπεροχή και την μοναξιά του στον οργανικό κόσμο – , επέστρεψε οργισμένος και βάλθηκε να εξαλείψει όλα τα ίχνη που υπήρχαν στο τοπίο της χαμένης Εδέμ. Ο Λεβί – Στρος νιώθει ότι στην οικολογική καταστροφή, στη φονική κι όμως αυτοκτονική μεταχείριση που επιφυλάσσουμε στο περιβάλλον, ενυπάρχουν πολλά περισσότερα από τη λαιμαργία ή τη βλακεία. Ο άνθρωπος διακατέχεται από μια αόριστη μανία που εναντιώνεται στην ίδια του την ανάμνηση της Εδέμ. Όποτε φτάνει σε τοπία ή κοινότητες που φαίνεται να μοιάζουν με τη δική του εικόνα για τη χαμένη αθωότητα, εξαπολύει επίθεση και ερημώνει.»
George Steiner
Πηγή : http://thecricket.gr/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου