Από το μακρινό 1978 ως και τις μέρες μας, το Φεστιβάλ της Δράμας έχει μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μας. Να είναι επειδή από τη ενηλικίωσή του και μετά δεν απουσιάσαμε σχεδόν ποτέ; Να προκύπτει από την αγάπη μας για τους νέους δημιουργούς, που “γεννιούνται” και κάνουν τα πρώτα τους βήματα εδώ; Ή μήπως έχει να κάνει με το σεβασμό στην έννοια του χρόνου, που μας κάνει να απορρίπτουμε τη λογική των σειρών και να λατρεύουμε τη σύντομη και περιεκτική αφήγηση ιστοριών; Δοκίμια, μυθιστορήματα ή… εγκυκλοπαίδειες; Την άποψή μας την έχετε διαβάσει ήδη από την Κυριακή, οπότε ας μην επανερχόμαστε! Πάμε, όμως, στις εντυπώσεις μας από το χθεσινό πρώτο βράδυ προβολών, το πρόγραμμα της Δευτέρας στον κινηματογράφο ΟΛΥΜΠΙΑ. Και είναι αναγκαίο να ξεκαθαρίσουμε ότι αναφορά και στις 66 διαγωνιζόμενες ταινίες και στις υποθέσεις τους δεν θα γίνει από αυτή τη στήλη, θα επιλέγουμε πάντα ορισμένες εξ αυτών και θα αναφερόμαστε αναλυτικά.
Καληνύχτα
Είναι καλό να ξέρεις πού πατάς και πού βρίσκεσαι. Να αντιλαμβάνεσαι πού φτάνει το πάπλωμα. Να έχεις επίγνωση των δυνατοτήτων σου. Αυτό ισχύει στον υπερθετικό βαθμό στην κατασκευή μιας ταινίας μικρού μήκους, ιδιαίτερα μάλιστα αν καταπιάνεσαι με είδη και θεματικές δύσκολες από κάθε πλευρά.
Ο Θάνος Κερμίτσης μας προσέφερε χθες μιαν απρόσμενα απολαυστική έναρξη του Ελληνικού Διαγωνιστικού Τμήματος και του Φεστιβάλ γενικότερα, ακριβώς διότι δεν πούλησε φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Αυτοϋπονομευόμενος από το πρώτο κιόλας πλάνο, έφτιαξε μια ταινία για έναν κόσμο μετα-Αποκαλυπτικό, που δεν φαίνεται να απέχει πια παρασάγγας από την πραγματικότητα.
Οι ήρωές του μας παρουσιάζονται κοιτώντας κατάματα την κάμερα, δίνοντας ο καθένας τη δική του άποψη πάνω σε μια ενιαία ιστορία, που συνεχίζει να εκτυλίσσεται, ενώ εμείς ακούμε όσα έχουν να μας πουν. Και στα διαλείμματα καψουροτράγουδα ξεκαθαρίζουν το τοπίο: όλα για την αγάπη!
Ο ερωτοχτυπημένος, ο φίλος, ο αρχισυμμορίτης και η απολωλή γκόμενα είναι τέσσερις χαρακτήρες βγαλμένοι θαρρείς από κωμικές κόπιες του αμερικανικού σινεμά.Κοινός τους στόχος είναι η επιβίωση στους πλέον χαλεπούς καιρούς, αλλά διαφέρει ο τρόπος με τον οποίο την επιδιώκουν ή και ο λόγος. Η γκόμενα βλέπει μόνο την πάρτη της και δρα πια μοναχικά (εντάξει, ανδρική είναι η ταινία!), ο αρχισυμμορίτης στοχεύει στο κέρδος και δεν χάνει την ευκαιρία να ηγηθεί μιας αγέλης λύκων (γιατί τέτοιοι είναι ουσιαστικά όσοι τον ακολουθούν) και ο φίλος εντοπίζει στη συντροφικότητα το αίτιο, αλλά και το μέσο της επιβίωσης. Και ο ερωτοχτυπημένος;
Αν θεωρήσουμε ότι αυτός, αφού μας παρουσιάζεται πρώτος, είναι ο βασικός ήρωας του φιλμ, ουσιαστικά αντιπροσωπεύει περισσότερο το δημιουργό του, αλλά κι εμάς τους θεατές, τότε… το “Ο σώζων εαυτόν σωθήτω” δεν έχει τελικά αξία.
Αυτή είναι η άποψη τούτης της b-movie. Ότι μόνο ο έρωτας παρέχει κίνητρο να αντέξεις αυτή την άθλια και μίζερη ζωή. Διαφορετικά, σηκώνεσαι (ή -στην περίπτωσή του- σηκώνεις το όπλο), λες “καληνύχτα” και φεύγεις. Για πάντα. Μόνος ή μαζί με το αγαπημένο σου πρόσωπο…
Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι / όπως του πελάγου οι βράχοι / ο κόσμος θάλασσα που απλώνει / κι αυτοί βουβοί σκυφτοί και μόνοι / ανεμοδαρμένοι βράχοι / άνθρωποι μονάχοι. Ο στίχος του Γιάννη Καλαμίτση ταιριάζει πολύ σε κάποιους ανθρώπους. Ορισμένες φορές μάλιστα, σε κάποια επαγγέλματα, είναι αναπόφευκτη αυτή η μοναξιά. Ακόμα κι αν αρχικά δεν επιδιώκεται. Ο πρωταγωνιστής της “Ροζαλίας”, που ήταν η καλύτερη ταινία της ημέρας, είναι ένας από δαύτους. Ένας φαροφύλακας, σε έναν ξεχασμένο τόπο, που έρχεται αραιά και πού σε επαφή (συνήθως πολύ σύντομη) με τους άλλους ανθρώπους. Έχει όχι απλώς αποδεχτεί αυτή τη μοίρα του, αλλά την επιζητά πια. Δεν θέλει να φύγει από την εξορία του, από τον εγκλεισμό του στο πουθενά. Μήπως όμως δεν είναι τούτος ο πρωταγωνιστής; Μήπως πρωταγωνιστής στη “Ροζαλία” είναι… η Ροζαλία; Ένα μικρό πουλί, που ζει εγκλωβισμένο στο κλουβάκι του; Που δεν ξέρει πώς να ξεφύγει από τη φυλακή του, ακόμα κι όταν -ηθελημένα ή μη- βρίσκεται η ευκαιρία να πετάξει μακριά; Είναι δυνατό να πετάξει; Μήπως αν το δοκιμάσει πετά προς το τέλος του;Η ιδέα να ονομάσει “Ροζαλία” τούτο το εξαιρετικό φιλμ, που γύρισε με δύο μόνο ηθοποιούς και χωρίς προφανώς πολλά φτιασίδια, η σκηνοθέτιδά του Κατερίνα Γιαννακοπούλου, είναι εκπληκτική. Διότι, ως γνωστόν, “ροζαλία” αποκαλούμε και το φύλλο απόλυσης που μας έρχεται από το στρατό. Σαν το φύλλο που φτάνει στα χέρια του φαροφύλακα και τον καλεί να αφήσει το φάρο, τη φυλακή του δηλαδή, για να επιστρέψει στον ελεύθερο κόσμο. Πώς να το καταφέρει, όμως; Κι ας είναι άρρωστος… Πώς να βγει από την έρημο στη ζούγκλα; Θα επιλέξει να μείνει για πάντα εκεί, όπως και η Ροζαλία του, παρότι τη βγάζει έξω, δίνοντάς της την ευκαιρία να δραπετεύσει. Για να κάνει τι; Και οι δύο πρωταγωνιστές θα μείνουν πίσω από τα κάγκελα πλέον εθελοντικά. Δεν θα τολμήσουν το έξω βήμα. Θα δειλιάσουν. Όπως συμβαίνει συνήθως στην κοινωνία, στη ζωή, στην πολιτική…
Humphrey
Μια πολύ σινεφίλ ταινία, σε σκηνοθεσία Στέφανου Γκέκα.
Το “Humphrey”
αποτίει φυσικά φόρο τιμής στον Μπόγκαρτ, στο φιλμ νουάρ. Είναι μια ιστορία καθημερινής τρέλας, που έχει στο επίκεντρό της έναν υπάλληλο δισκοπωλείου, που ζει μέσα σ’ ένα περιβάλλον γεμάτο μνήμες ακουστικές του παρελθόντος. Όταν δει παρέκει και κάποιες αντίστοιχες μαυρόασπρες εικόνες, τη στάση και το ήθος που αποπνέουν, την ομορφιά τους, θα νιώσει έλξη γι’ αυτές. Θα θελήσει να γίνει μέρος τους. Θα αρχίσει να ντύνεται, να μιλά, να χτενίζεται, να περπατά, να φέρεται όπως ο Μπόγκι.
Πηγή : Αφού ο κόσμος μας δεν αλλάζει, ας αλλάξουμε εμείς; Ας μπούμε σ’ έναν δικό μας κόσμο; Κόσμο του μυαλού; Του τρελού; Ίσως η απάντηση στο συμπαθέστατο “Humphrey” είναι ο στίχος του Άκη Πάνου: Άσ’ τον τρελό στην τρέλα του / και μη τον συνεφέρεις / Τι κρύβει μέσα το μυαλό / ενός τρελού δεν ξέρεις. / Μπορεί να βρει στην τρέλα του / αυτά που ’χει ποθήσει / και που δεν αξιώθηκε / να δει και ν’ αποκτήσει. / Βρε άσ’ τον τρελό στην τρέλα του / άσ’ τονε στο όνειρό του / Τον κόσμο αυτό σιχάθηκε / κι έφτιαξε ένα δικό του…
http://cinedogs.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου